Ἅγιος Πορφύριος: «Μὴν πᾶς σ’ αὐτὸ τὸ συνέδριο, γιατί θὰ σὲ ἀναγκάσουν σὲ συμπροσευχὴ»

Θὰ σᾶς πῶ δύο ἱστορίες ποὺ ἴσως δὲν εἶναι πολὺ γνωστές. Μιὰ φορὰ ἕνα βράδυ στὴ Γερμανικὴ κατοχή, γύριζε πίσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ πάει στὰ Τουρκοβούνια ποὺ ἔμενε καὶ στὸ δρόμο βλέπει ἕνα Γερμανὸ ποὺ εἶχε πιάσει μιὰ Ἑλληνοπούλα καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὴ βιάσει.
Ὁ Γέροντας δὲν ἤξερε γερμανικά, ἦταν ἄοπλος, δὲν ἤξερε τίποτα. Λυπήθηκε ἡ ψυχή του καὶ ξέρετε τί ἔκανε; Πῆγε καὶ ἔπεσε μπροστὰ στὰ γόνατα τοῦ Γερμανοῦ καὶ γονάτισε καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ὁ Γερμανὸς εἶδε ἕναν Ἱερέα νὰ πέφτει μπροστὰ στὰ γόνατά του, συγκινήθηκε καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσει μιὰ κλωτσιᾶ καὶ νὰ τοῦ «σπάσει τὰ μοῦτρα» καὶ ἀντὶ νὰ βγάλει τὸ πιστόλι καὶ νὰ τὸν σκοτώσει, ἄφησε τὴν κοπέλλα καὶ ἔφυγε.
Μιὰ ἄλλη φορᾶ καὶ θὰ σᾶς τὸ πῶ ὀνομαστικὰ αὐτό, γιατί πρέπει νὰ ἔχουν κοιμηθεῖ, οἱ παλιότεροι ἀπὸ σᾶς ἴσως νὰ τὸ ξέρετε, ἤτανε τὸ γνωστὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Κάουφμαν στὴν Ἀθήνα, στὴν ὁδὸ Σταδίου. Αὐτὸς ἤτανε Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, καὶ ὅπως ξέρουμε οἱ Γερμανοὶ κυνηγοῦσαν τοὺς Ἑβραίους. Ξέρετε, λοιπόν, τί ἔκανε στὴν κατοχὴ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του; Πῆρε τὶς δύο κόρες αὐτοῦ τοῦ Κάουφμαν τὶς ἕντυσε Μοναχὲς καὶ τὶς πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ πέρασαν ὅλη τὴν περίοδο τῆς κατοχῆς γιὰ νὰ μὴν τὶς πιάσουν οἱ Γερμανοί. Βλέπετε ἡ ἀγάπη πάντοτε κάνει τέτοια πράγματα.

Εἶχε ἀκλόνητη καὶ ὀρθὴ πίστη. Θὰ σᾶς πῶ πάλι ἕνα παράδειγμα. Κάποιος Καθηγητὴς Πανεπιστημίου κάποτε, ἦταν νὰ πάει σ’ ἕνα συνέδριο στὴν Ἰαπωνία. Ἦταν ἀπ’ ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ τοῦ λέει ὁ π. Πορφύριος, «μὴν πᾶς σ’ αὐτὸ τὸ συνέδριο, γιατί θὰ σὲ ἀναγκάσουν σὲ συμπροσευχὴ» καὶ δὲν πῆγε.

Βλέπουμε σὲ ὅλα εἶχε μεγάλη ἀκρίβεια καὶ στὴν πίστη καὶ σὲ ὅλα. Ἡ ὑπομονὴ του ἦταν ἀτελείωτη. Εἶχε πολλὲς ἀρρώστιες, δὲν εἶχε μόνο τὴν τύφλωση γιὰ τὴν ὁποία ὑπ’ ὄψιν δὲν παραπονιότανε, τὴν ἀνέφερε μονάχα ὅταν ἤθελε νὰ παρηγορήσει κάποιον. Ὅταν κάποιος τοῦ ἔλεγε, ἔχω αὐτήν, τὴν ἄλλη, τὴν παράλλη ἀρρώστια, ἐκεῖνος ἔλεγε, ξέρεις κι ἐγὼ εἶμαι τυφλός, δὲν βλέπω, ἔτσι γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴν ψυχή.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν τύφλωση εἶχε τὴν καρδιά του, ποὺ εἶχε περάσει δύο τρία ἐμφράγματα καὶ κρεμόταν ἀπὸ μία κλωστή. Εἶχε κήλη στὴν ὁποία ἔβγαινε ὁλόκληρη ἡ κοιλιά, ὅλο το ἔντερο ἄδειαζε, ἔφτανε σχεδὸν μέχρι τὸ γόνατο καὶ εἶχε φτιάξει μιὰ εἰδικὴ θήκη καὶ τὴν κρατοῦσε αὐτὴ τὴν κήλη νὰ μὴ βγαίνει ἔξω καὶ κάνα δυὸ φορὲς κινδύνεψε ἀπὸ αὐτὸ νὰ πεθάνει, γιατί ἡ κήλη δὲν ἀνετάσσετο καὶ δὲν γύριζε πίσω. Εἶχε πίεση. Εἶχε καρκίνο στὴν ὑπόφυση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, εἶχε τρομερὴ εὐαισθησία στὴ κρύο. Μὲ πολὺ μικρὲς καταβολὲς τῆς θερμότητας κρύωνε, ἵδρωνε συνέχεια καὶ μάλιστα ὅταν ἔπαθε ἐκείνη τὴ ζημιὰ ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση γιὰ τὸν καταρράκτη ποὺ ἔχασε τὸ φῶς του, θὰ πρέπει νὰ σᾶς τὴν πῶ ἄλλη φορᾶ αὐτὴ τὴν ἱστορία, ἐν πάση περιπτώσει, σταμάτησε νὰ ἱδρώνει καὶ αὐτὸ τὸν στενοχωροῦσε πολύ, γιατί ὁ ὀργανισμὸς του μπερδευόταν. Εἶχε συνηθίσει νὰ ἱδρώνει καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι ἔγινε ἕνα θαῦμα.

Ξέρετε ποιὸ ἦταν τὸ θαῦμα; Ἄρχισε νὰ ξαναϊδρώνει, ὅταν τὸν κάλεσε ὁ μακαριστὸς ὁ Σεραφεὶμ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος νὰ μιλήσουνε καὶ μόλις εἶδε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ἄρχισε πάλι νὰ ἱδρώνει καὶ τὸ θεώρησε θαῦμα, γιατί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος λέει κρατάει ἐπάνω του ὅλη τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι μου εἶπε.

Εἶχε ἀλλεργία. Τὸ στομάχι του δὲν σήκωνε τίποτα, ἔτρωγε ὅλα τα φαγιὰ λιωμένα. Ὅταν σᾶς λέω φαγητό, τί φαγητό; Τὸ ἴδιο ἔτρωγε κάθε μέρα, λιωμένο ψάρι, λιωμένο παντζάρι, λιωμένα ἀμύγδαλα. Τόσο ἀκριβὴς ἦταν αὐτὴ ἡ συνταγὴ τοῦ φαγητοῦ ποὺ ἔτρωγε, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μασήσει καὶ δὲν μποροῦσε ἀλλιῶς νὰ τὸ χωνέψει στo στομάχι του, ποὺ ἕνας Ἀμερικανὸς Καθηγητὴς τῆς διατροφικῆς καὶ διαιτολογίας ποὺ ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, κράτησε λεπτομέρειες γιὰ νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ φαγητὸ πῶς εἶναι, νὰ τὸ διδάσκει στοὺς φοιτητές του. Εἶχε πάθει σὲ κάποια φάση ἕρπη καὶ ἔλεγε• «εἶναι σὰν νὰ μὲ τηγανίζουνε»…
 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα