ΩΣ ΜΗΔΕΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ KΑΤΕΧΟΝΤΕΣ

PANAGIA ARAKIVTISSA

Γεωργίου Ἰ.Βιλλιώτη φιλολόγου-θεολόγου

Στὴν Κύπρο, τὴ μαρτυρική μας μεγαλόνησο, βορειοδυτικὰ τοῦ χωριοῦ Λαγουδερά, βρίσκεται τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακα. Στὸ Καθολικὸ τῆς μονῆς ξεχωρίζει ἡ μεγάλη τοιχογραφία τῆς Παναγίας τῆς Ἀρακιώτισσας. Ἡ Παναγία κρατάει στὴν ἀγκαλιά Της τὸν μικρὸ Ἰησοῦ, ὅπως συμβαίνει στὶς περισσότερες θεομητορικὲς εἰκόνες. Στὴν ἐν λόγῳ εἰκόνα παρατηροῦμε κάτι τὸ ἀσυνήθιστο· ὁ Χριστὸς στὸ δεξί Του ἀφτὶ φέρει σκουλαρίκι! Ἡ εὔλογη ἀπορία ποὺ ἐγείρεται μᾶς «ἀναγκάζει» νὰ ταξιδέψουμε στὴν Κωνσταντινούπολη, στοὺς χρόνους τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, προκειμένου νὰ ἀναζητήσουμε τὸν ἐτυμολογικὸ μίτο τῆς λέξης σκουλαρίκι. Κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο σχολαὶ ὀνομάζονταν τὰ στρατιωτικὰ τμήματα στὰ ὁποῖα φοιτοῦσαν οἱ ἄνδρες τῆς ἐπίλεκτης αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς. Αὐτοί, οἱ διακρινόμενοι γιὰ τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸν αὐτοκράτορα, ὀνομάζονταν σχολάριοι καὶ εἶχαν ὡς διακριτικὸ γνώρισμα τὰ ἐνώτια σχολαρίκια, δηλαδὴ τὰ σκουλαρίκια ποὺ φοροῦσαν οἱ μαθητὲς τῆς σχολῆς. Ἀπὸ τὴ συνεκφορὰ ἀποσπάστηκαν τὰ σχολαρίκια ποὺ δὲν εἶναι ἄλλα ἀπὸ τὰ σημερινὰ σκουλαρίκια τῶν γυναικῶν καὶ ἔνιων ἀνδρῶν ποὺ μᾶλλον συνεχίζουν ἐν ἀγνοίᾳ τους τὴ βυζαντινὴ παράδοση. Ἀπόηχος αὐτῆς τῆς μακρινῆς συνήθειας ἦταν νὰ φοροῦν σὲ χωριὰ τῆς Κύπρου οἱ πρωτότοκοι γυιοὶ τῶν εὔπορων οἰκογενειῶν σκουλαρίκια γιὰ νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὰ ἀδέλφια τους. Ὁ Χριστὸς κατ’ ἀκολουθίαν ὡς πρωτότοκος μονογενὴς φέρει σκουλαρίκι.

Ἡ σχολή, τὸ σκουλαρίκι καὶ οἱ σχολάριοι εἶναι παράγωγα τοῦ θεμελιώδους ρήματος ἔχω. Ἀπὸ τὸ ἔχω ποὺ ἔχει τρία θέματα (ἐχ-, ὀχ-, σχ-) παράγονται ἑκατοντάδες λέξεις. Ἡ πρωτογενὴς σημασία τοῦ ρήματος εἶναι «κρατῶ, ἀποκτῶ-ἔχω, κατέχω». Πῶς ἐξηγεῖται ὅμως ἡ σημασιολογικὴ με-τατόπιση ἀπὸ τὸ «ἔχω» στὸ «ἐκπαι-δευτικὸ ἵδρυμα» (σχολή); Ἡ ἀπάντηση μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ὁ πολίτης συμμετέχει σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ὑποθέσεις τῆς πόλεως· συνειδητὰ μετέχει σὲ ἕναν τρόπο ζωῆς ποὺ βασίζεται στὴ συμμετοχή του στὰ κοινά. Ἀλλιῶς θεωρεῖται ἄχρηστος: «μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶν δε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν». Γιὰ νὰ συμμετάσχῃ ὁ πολίτης σὲ ὅλες τὶς κοινὲς ὑποθέσεις τῆς πόλεως ἀπαιτεῖται σχολή, ἤτοι ἐλεύθερος χρόνος, ποὺ διαθέτουν μόνο ὅσοι ἔχουν πολιτικὰ δικαιώματα καὶ τὸν ἀξιοποιοῦν γιὰ εὐγενικοὺς σκοπούς. Ὁ πυρῆνας τῆς σημασίας διατηρεῖται ὣς σήμερα· σχόλη μὲ ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴ σχολὴ εἶναι ἡ ἀνάπαυση καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ γιορτή («Κυριακή, γιορτὴ καὶ σχόλη νά ’ταν ἡ βδομάδα ὅλη»). Ὁ χῶρος τῆς κατ’ ἐξοχὴν ἀξιοποίησης τοῦ ἐλεύθερου χρόνου εἶναι ἡ σχολὴ καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἐγγὺς μέλλον καὶ τὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο. Ὁ ὅρος σχόλη πέρασε καὶ στὴ Δύση˙ λατινικὰ scola, ἰταλικὰ scuola, γαλλικὰ ecole, ἀγγλικὰ school, γερμανικὰ schule, ἱσπανικὰ escuela. Ἐπειδὴ στὶς σχολὲς ποὺ ἀνῆκαν στὰ μοναστήρια τῆς Δύσεως δινόταν ὑπερβολικὴ σημασία στοὺς τύπους, οἱ ἀνήκοντες σ’ αὐτές, οἱ σχολαστικοί, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐνδιατρίβουν σὲ ἀσήμαντες λεπτομέρειες. Σχολαστικὸς ὡστόσο εἶναι αὐτὸς ποὺ διεξάγεται μὲ ἰδι-αίτερη προσοχή (σχολαστικὸ διάβασμα, σχολαστικὸς ἔλεγχος).

Τελικῶς ὅλα εἶναι θέμα ἕξεων (ἀπὸ τὸν μέλλοντα ἕξω τοῦ ἔχω). Ἡ ἕξις δήλωνε ἀρχικῶς τὴν «κατοχὴ» ἑνὸς πράγματος, ἀργότερα σήμαινε τὴν κατάσταση ποὺ προκύπτει ἀπὸ ἐπανειλημμένη ἄσκηση. Ἔτσι ἔχουμε τὶς καλὲς ἕξεις καὶ τὶς κακές. Ἕξεις λοιπὸν εἶναι οἱ συνήθειες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ διάρκεια καὶ εἶναι τόσο ἰσχυρὲς ποὺ ἐν τέλει γίνονται δεύτερη φύση μας (ἕξις δευτέρα φύσις). Σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν ἕξι, ἡ σχέσις δήλωνε τὴν προσωρινὴ κατάσταση. Προφητικὴ ἀποδείχτηκε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὶς σχέτλιες («ὀλέθριες» ἀπὸ τὸ μέλλοντα σχήσω) σχέσεις μιᾶς χρή-σεως τῆς ἐποχῆς μας! Στὸ ἑξῆς (<ἕξω) θὰ ἐπιδιώκουμε τὶς καλὲς ἕξεις.

Ὁμιλοῦμε γιὰ τὸ ἔχω σὲ ἐποχὴ ἰσχνῶν ἀγελάδων, σὲ ἐποχὴ οἰκονομικῆς ἀνέχειας (ἀν- στερητ. + ἔχω), διότι δὲν προσέξαμε (πρὸς + ἔχω), δείξαμε ἀνοχὴ στὶς ἀσχημοσύνες (ἀσχήμων< ἀ στερητ. + σχῆμα), γίναμε πλεονέκτες (πλέον + ἔχω), ξεφαντώναμε στὶς εὐωχίες (εὖ + ἔχω), υἱοθετῶντας τὴν ἀρχὴ «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Χωρὶς σχέδιο (<σχήσω) γιὰ τὸ μέλλον ἐπαναπαυτήκαμε στὶς ὑποσχέσεις (<ὑποσχέσθαι) ἄσχετων (ἀ-στερητ. + θ.σχε-) κατ’ ἐπάγγελμα ἰθυνόντων μὲ ἀποτέλεσμα σχεδὸν (<σχήσω) νὰ δώσου-με ἐνέχυρο (ἐν + ἐχυρός «ἀσφαλής») τὴν ἐλευθερία μας καὶ νὰ καταλήξουμε στὴν εἰλωτεία τῶν δόσεων, ἀφοῦ προηγουμέ-νως ἀπομπολήσαμε τὶς ἀξίες ποὺ ἐνστάλαζε ἐπὶ αἰῶνες ἡ ὑπέροχη παράδοσή μας, ποὺ ὑπερ-έχει, ποὺ «ἀποπνέει μιὰν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβί-κων».

Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος νὰ συ-νάψουμε ἐκεχειρία (ἔχειν χεῖρας) μὲ τὸν Θεό, νὰ ξαναγίνουμε ἐχέφρονες (ἔχω + φρήν) «ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».

 

 

1. Κατὰ τὸ λεξικὸ τοῦ Σούδα σχολάριοι εἶναι τρισχίλιοι πεντακόσιοι ἐπὶ φυλακῇ τοῦ Παλατίου ἦσαν τεταγμένοι, ἀριστίνδην ἀπολεχθέντες ἐξ Ἀρμενίων, οἷς συντάξεις ἀνέκαθεν πλείους ἢ τοῖς ἄλλοις ἅπασι τὸ δημόσιον ἐχορήγει.

2. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶναι σύνηθες στὴ γλῶσσα μας· ἀπὸ μία συνεκφορὰ ἀποσιωπᾶται τὸ οὐσιαστικὸ καὶ οὐσιαστικοποιεῖται τὸ ἐπί-θετο: νηρὸν ὕδωρ>νερό, συκωτὸν ἧπαρ> συ-κώτι.

3. Θουκυδίδου Ἱστορίαι 2, 40.

4. Διογένους Λαετρίου, Βίοι Φιλοσόφων 5,2,6 «φησὶ δ’ Ἕρμιππος ἐν τοῖς Βίοις (FHG III. 45) «ὅτι πρεσβεύοντος αὐτοῦ πρὸς Φίλιπ-πον ὑπὲρ Ἀθηναίων σχολάρχης ἐγένετο τῆς ἐν Ἀκαδημείᾳ σχολῆς Ξενοκράτης· ἐλθόντα δὴ αὐτὸν καὶ θεασάμενον ὑπ’ ἄλλῳ τὴν σχολήν, ἑλέσθαι περίπατον τὸν ἐν Λυκείῳ καὶ μέχρι μὲν ἀλείμματος ἀνακάμπτοντα τοῖς μαθηταῖς συμφιλοσοφεῖν· ὅθεν περιπατητικὸν προσαγο-ρευθῆναι».

5. Σχολαστικισμὸς (ἀγγλ. scholastic philosophy) ὀνομάζεται ἡ φιλοσοφία ποὺ καλλιεργήθηκε στὸ περιβάλλον τῶν σχολῶν τῶν πανεπιστημίων τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης κατὰ τὸν Μεσαίωνα στὸν χῶρο καλλιέργει-ας καὶ ἀνάπτυξής της, δηλαδὴ τὶς σχολές, ὀφείλεται ἀκριβῶς καὶ ἡ ὀνομασία σχολα-στικισμὸς ἢ ἀλλιῶς σχολαστικὴ φιλοσοφία. Συνδεδεμένο κατεξοχὴν μὲ τὴν μελέτη καὶ κριτικὴ τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη, τὸ κί-νημα τοῦ σχολαστικισμοῦ θεωρήθηκε κατὰ τὴν Ἀναγέννηση ὡς μία στεῖρα γραμματικὴ ἐνασχόληση μὲ τὸ γράμμα καὶ ὄχι μὲ τὴν οὐσία τῆς φιλοσοφίας, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ὅρος σχολαστικὸς νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ὑποτιμητικὴ ἔννοια ποὺ ἔχει μέχρι σήμερα.

6. Α΄Κορ.15,32.

7. Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτι-κά, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 19974, σελ.26.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 13