ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

Κυ­ρια­ζῆ-Φέν­τα Μα­ρί­α

 

     Τὸ Χρι­στό­ψω­μο εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ὄ­μορ­φα ἔ­θι­μα τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Τὸ συ­ναν­τᾶ­με σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν Ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο, μὲ ἀρ­κε­τὲς ὅ­μως δι­α­φο­ρὲς ἀ­πὸ πε­ρι­ο­χὴ σὲ πε­ρι­ο­χή. Σὲ ὅ­λες του πάν­τως τὶς πα­ραλ­λα­γὲς (ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὴν στὴ Σπάρ­τη), πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να στρογ­γυ­λὸ ψω­μί, φτει­αγ­μέ­νο μὲ δι­ά­φο­ρα ὑ­λι­κὰ καὶ πε­ρί­τε­χνα δι­α­κο­σμη­μέ­νο. Οἱ δι­ά­φο­ρες πα­ραλ­λα­γές τοῦ Χρι­στό­ψω­μου ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὰ ὑ­λι­κὰ ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιὰ τὴν πα­ρα­σκευ­ή του. Σὲ κά­ποι­ες πε­ρι­ο­χὲς τῆς Ἑλ­λά­δας ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὰ βα­σι­κὰ ὑ­λι­κὰ ἑ­νὸς ψω­μιοῦ (ἀ­λεύ­ρι, νε­ρό, ἁ­λά­τι καὶ προ­ζύ­μι) προ­στί­θεν­ται στὴν ζύ­μη ἕ­να ἢ συν­δυα­σμὸς ἀ­πὸ τὰ ὑ­λι­κά: μέ­λι, κα­νέ­λλα, σου­σά­μι, ρο­δό­νε­ρο, γλυ­κά­νι­σο, κου­κου­νά­ρι, κα­ρυ­δό­ψι­χα, ἀ­μυ­γδα­λό­ψι­χα, μα­στί­χα ἢ μα­χλέ­πι.

Περ­νών­τας στὴν δι­α­κό­σμη­ση, τὰ Χρι­στό­ψω­μα, μὲ ποι­κί­λο στό­λι­σμα ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν πε­ρι­ο­χή. Σχε­δὸν σὲ ὅ­λες τὶς πε­ρι­πτώ­σεις ὅ­μως, χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιὰ τὸν στο­λι­σμὸ κα­ρύ­δια καὶ ἀ­μύ­γδα­λα μὲ τὸ κέ­λυ­φος καὶ ὑ­πάρ­χει ἕ­νας με­γά­λος σταυ­ρὸς φτει­αγ­μέ­νος ἀ­πὸ ζυ­μά­ρι ποὺ χω­ρί­ζει τὸ Χρι­στό­ψω­μο στὰ τέσ­σε­ρα. Πέ­ρα αὐ­τῶν ὅ­μως, μὲ ζυ­μά­ρι, φτει­ά­χνον­ται δι­ά­φο­ρα σχέ­δια ἐ­πά­νω στὸ Χρι­στό­ψω­μο ποὺ ποι­κί­λουν ἀ­πὸ τό­πο σὲ τό­πο. Ἀ­κό­μα καὶ σὲ μί­α πε­ρι­ο­χὴ συ­ναν­τᾶ­με δι­ά­φο­ρες πα­ραλ­λα­γὲς ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν κύ­ρια ἐ­να­σχό­λη­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, μί­α οἰ­κο­γέ­νεια ποὺ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν γε­ωρ­γί­α, θὰ ἔ­χει στὸ Χρι­στό­ψω­μό της πα­ρα­στά­σεις ἀ­πὸ γε­ωρ­γι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες καὶ ἐρ­γα­λεῖ­α, ἐ­νῶ μί­α οἰ­κο­γέ­νεια ποὺ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν κτη­νο­τρο­φί­α, θὰ στο­λί­σει τὸ Χρι­στό­ψω­μό της μὲ πα­ρα­στά­σεις ζώ­ων, κ.λ.π.

Οἱ δι­α­φο­ρὲς ὅ­μως δὲν στα­μα­τοῦν ἐ­δῶ. Μί­α ση­μαν­τι­κὴ δι­α­φο­ρὰ τῶν ἀ­νὰ τὴν Ἑλ­λά­δα Χρι­στό­ψω­μων, εἶ­ναι ὁ χρό­νος στὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὰ κό­βον­ται καὶ μοι­ρά­ζον­ται στὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἐ­δῶ ἔ­χου­με δύ­ο κα­τη­γο­ρί­ες. Στὴν πρώ­τη τὸ Χρι­στό­ψω­μο κό­βε­ται στὸ δεῖ­πνο τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἐ­νῶ στὴν δεύ­τε­ρη κό­βε­ται στὸ με­ση­με­ρια­νὸ τρα­πέ­ζι ἀ­νή­με­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Στὶς πε­ρι­ο­χὲς ποὺ τὸ Χρι­στό­ψω­μο κα­τα­να­λώ­νε­ται τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς, συ­νή­θως συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ ἐν­νέ­α νη­στί­σι­μα φα­γη­τὰ ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τὸ ἕ­να εἶ­ναι ἀ­πα­ραι­τή­τως ντολ­μα­δά­κια ποὺ «ἀ­να­πα­ρι­στοῦν» τὸν νε­ο­γέν­νη­το Χρι­στὸ τυ­λιγ­μέ­νο στὰ σπάρ­γα­να. Ἐ­πί­σης σὲ κά­ποι­ες πε­ρι­ο­χὲς μέ­σα στὸ Χρι­στό­ψω­μο το­πο­θε­τεῖ­ται ἕ­να νό­μι­σμα ποὺ φέρ­νει τύ­χη, ὅ­πως πι­στεύ­ε­ται, σὲ ὅ­ποι­ον τὸ βρεῖ.

Τέ­λος, δι­α­φο­ρὲς συ­ναν­τοῦ­με καὶ στὴν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ Χρι­στό­ψω­μου ἀ­πὸ πε­ρι­ο­χὴ σὲ πε­ρι­ο­χή. Ἔ­τσι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ «Χρι­στό­ψω­μο» θὰ τὸ συ­ναν­τή­σου­με καὶ ὡς: «Τὸ ψω­μὶ τοῦ Χρι­στοῦ», «Σταυ­ρο­ψώ­μι», «Χρι­στο­κου­λού­ρα», «Κου­λού­ρα», «Βλά­χες» ἢ «Σταυ­ροί». Στὴν συ­νέ­χεια τοῦ κει­μέ­νου, θὰ δοῦ­με ὁ­ρι­σμέ­νες ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες πα­ραλ­λα­γὲς Χρι­στό­ψω­μου, ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ο­χὲς τῆς πα­τρί­δας μας.

Ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο Χρι­στό­ψω­μο μᾶς ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν Σπάρ­τη. Ἐ­κεῖ ἀν­τὶ γιὰ τὸ κλασ­σι­κὸ στρογ­γυ­λὸ σχῆ­μα, οἱ νοι­κο­κυ­ρὲς πλά­θουν τὸ Χρι­στό­ψω­μό τους σὲ σχῆ­μα Σταυ­ροῦ καὶ τὸ δι­α­κο­σμοῦν μὲ ἀ­μύ­γδα­λα καὶ κα­ρύ­δια.

Μί­α ἄλ­λη ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα πα­ραλ­λα­γὴ, εἶ­ναι αὐ­τὴ τῶν Σα­ρα­κα­τσά­νων. Τὸ νο­μα­δι­κὸ αὐ­τό, Ἑλ­λη­νι­κὸ φύλ­λο, τὶς ἡ­μέ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων ἔφτεια­χνε ἀν­τὶ γιὰ ἕ­να, δύ­ο Χρι­στό­ψω­μα. Τὸ ἕ­να ἦ­ταν γιὰ τοὺς ἴ­διους καὶ τὸ ἄλ­λο γιὰ τὰ ζῶ­α τους. Τὸ μὲν πρῶ­το τὸ δι­α­κο­σμοῦ­σαν μὲ ἕ­να με­γά­λο σταυ­ρὸ καὶ δι­ά­φο­ρα «κεν­τί­δια», ἐ­νῶ τὸ δεύ­τε­ρο τὸ δι­α­κο­σμοῦ­σαν μὲ πα­ρα­στά­σεις ἀ­πὸ τὴν ποι­με­νι­κὴ ζω­ή.

Σὲ πολ­λὲς πε­ρι­ο­χὲς τῆς Στε­ρε­ᾶς Ἑλ­λά­δας, τὸ πρω­ΐ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, με­τὰ τὴν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας περ­νά­ει ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τῶν πι­στῶν γιὰ νὰ εὐ­λο­γή­σει τὸ Χρι­στό­ψω­μο. Τὸ ἔ­θι­μο αὐ­τὸ λέ­γε­ται «Ὕ­ψω­μα τοῦ ψω­μιοῦ». Τὸ ὄ­νο­μά του τὸ πῆ­ρε ἀ­πὸ τὴν δι­α­δι­κα­σί­α ποὺ λαμ­βά­νει χώ­ρα. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ση­κώ­νει τὸ Χρι­στό­ψω­μο ψη­λὰ καὶ κρα­τών­τας το μὲ τὰ δύ­ο του χέ­ρια ψάλ­λει μί­α εὐ­χή, ἐ­νῶ τὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ἀ­κουμ­ποῦν τὸ Χρι­στό­ψω­μο μὲ τὸ δε­ξιό τους χέ­ρι. Κα­τό­πιν τὸ το­πο­θε­τεῖ πά­νω στὸ κε­φά­λι του καὶ ἀ­σκών­τας πί­ε­ση στὶς δύ­ο ἄ­κρες, τὸ Χρι­στό­ψω­μο χω­ρί­ζε­ται στὰ δύ­ο καὶ ἐ­ξε­τά­ζον­ται τὰ δύ­ο κομ­μά­τια του ποὺ κρα­τά­ει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας στὰ χέ­ρια. Ἂν τὸ κομ­μά­τι στὸ δε­ξιὸ χέ­ρι εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ αὐ­τὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό, τό­τε ἡ χρο­νιὰ θὰ εἶ­ναι «κα­λὴ» (θὰ ἔ­χει πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια), ἐ­νῶ στὴν ἀν­τί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση ἡ χρο­νιὰ θὰ εἶ­ναι δύ­σκο­λη.

Στὰ χω­ριὰ τῆς Κο­ριν­θί­ας, τὸ Χρι­στό­ψω­μο φτει­ά­χνε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἀ­πὸ σι­τα­ρέ­νιο ἀ­λεύ­ρι, ἐ­νῶ τὸ «φού­σκω­μά» του ἀ­να­λαμ­βά­νει τὸ προ­ζύ­μι καὶ ὄ­χι ἡ μα­γιά. Ἡ νοι­κο­κυ­ρὰ τὸ ζυ­μώ­νει σὲ μί­α ἄ­σπρη λε­κά­νη καὶ μό­νο ἀ­φοῦ ἔ­χει πεῖ δι­ά­φο­ρες εὐ­χὲς γιὰ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια καὶ ἔ­χει κά­νει τὸ σταυ­ρό της. Ὅ­πως καὶ σὲ ἄλ­λες πε­ρι­ο­χὲς ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ στο­λι­σμός, στὸν ὁ­ποῖ­ο ση­μαν­τι­κὸ ρό­λο παί­ζουν κα­ρύ­δια καὶ ἀ­μύ­γδα­λα μὲ τὸ κέ­λυ­φός τους, ἐ­νῶ οἱ πα­ρα­στά­σεις ποὺ στο­λί­ζουν τὸ Χρι­στό­ψω­μο εἶ­ναι παρ­μέ­νες ἀ­πὸ τὴν ἐρ­γα­σί­α τοῦ νοι­κο­κύ­ρη τοῦ σπι­τιοῦ. Τέ­λος σὲ κά­ποι­α χω­ριὰ τῆς Κο­ριν­θί­ας, το­πο­θε­τοῦν μέ­σα στὸ Χρι­στό­ψω­μο ἕ­να νό­μι­σμα τὸ ὁ­ποῖ­ο φέρ­νει τύ­χη στὸ μέ­λος τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ποὺ θὰ τὸ βρεῖ, ὅ­ταν κο­ποῦν καὶ μοι­ρα­στοῦν τὰ κομ­μά­τια.

Στὰ Ἑ­πτά­νη­σα, συ­νή­θως, τὸ Χρι­στό­ψω­μο τρώ­γε­ται τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Πρὶν τὸ κό­ψι­μό του, ἀ­κο­λου­θεῖ­ται μί­α ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α ποὺ δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ νη­σὶ σὲ νη­σὶ, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ πε­ρι­ο­χὴ σὲ πε­ρι­ο­χὴ τοῦ ἴ­διου νη­σιοῦ. Σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς ἡ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α αὐ­τὴ ἀ­παι­τεῖ νὰ ἀ­κουμ­πή­σουν ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ταυ­τό­χρο­να τὸ Χρι­στό­ψω­μο καὶ νὰ κα­τευ­θυν­θοῦν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι στὸ τζά­κι. Ἐ­κεῖ σὲ κά­ποι­ες πε­ρι­ο­χὲς ὁ νοι­κο­κύ­ρης ρί­χνει λά­δι ἢ κρα­σὶ στὴν φω­τιὰ ποὺ καί­ει. Ἂν ἡ φω­τιὰ φουν­τώ­σει, αὐ­τὸ εἶ­ναι «κα­λὸ ση­μά­δι» γιὰ τὴν χρο­νιὰ ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ, ἐ­νῶ ἂν χα­μη­λώ­σει ἢ ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα ἂν σβύ­σει, ἡ φω­τιά εἶ­ναι «κα­κὸ ση­μά­δι». Πα­ρα­μέ­νον­τας στὰ ὄ­μορ­φα Ἑ­πτά­νη­σα θὰ δοῦ­με σὲ κά­ποι­ες πε­ρι­ο­χὲς νὰ το­πο­θε­τεῖ­ται νό­μι­σμα μέ­σα στὸ Χρι­στό­ψω­μο ὅ­πως εἴ­δα­με καὶ στὴν Κο­ριν­θί­α.

Καὶ φτά­νον­τας σι­γὰ σι­γὰ πρὸς τὸ τέ­λος, θὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με τὴν Μι­κρὰ Ἀ­σί­α ὅ­που ἐ­κεῖ τὸ Χρι­στό­ψω­μο το­πο­θε­τεῖ­ται μα­ζὶ μὲ φροῦ­τα στὸ τρα­πέ­ζι, ἐ­νῶ στὸ κέν­τρο του στε­ρε­ώ­νε­ται ἕ­να κλα­δὶ ἐ­λιᾶς ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο κρέ­μον­ται πορ­το­κά­λια, μῆ­λα καὶ ξε­ρὰ σῦ­κα. Τὴν πα­ρα­μο­νὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, πρὶν τὸ δεῖ­πνο, πιά­νουν ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας τὸ τρα­πέ­ζι, τὸ ση­κώ­νουν ψη­λὰ καὶ λέ­νε ὅ­λοι μα­ζί: «Χρι­στός γεν­νᾶ­ται χα­ρὰ στὸν κό­σμο, κε­ρᾶς τρα­πέ­ζια, Πα­να­γιᾶς τρα­πέ­ζια», τρεῖς φο­ρές.

Στρογ­γυ­λὰ ἢ ὄ­χι, δι­α­κο­σμη­μέ­να μὲ τὸν ἕ­να ἢ τὸν ἄλ­λο τρό­πο, μὲ νό­μι­σμα ἢ χω­ρὶς, τὰ Χρι­στό­ψω­μα συ­νο­δεύ­ουν τὸ γι­ορ­τι­νὸ τρα­πέ­ζι τῶν Χρι­στια­νῶν σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια, ἀλ­λὰ καὶ σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, ὅ­που ὑ­πάρ­χουν Ἕλ­λη­νες ποὺ τη­ροῦν τὰ ἔ­θι­μα τῆς Μη­τέ­ρας πα­τρί­δας.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα