ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ : ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΤΣΙΓΚΟΥ*

1. Δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου

 

Ἡ ἀνερμήνευτη ἀγάπη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄπειρη καί ὑπερβάλλουσα Αὐτοῦ ἀγαθότητα ἔ­φε­ρε ὅ­λα τά ὄ­ντα τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου ἀ­πό τήν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στήν ὕ­παρ­ξη. Ὁ Θε­ός πα­ρή­γα­γε τά πά­ντα “ἐξ οὐκ ὄ­ντων”, ὄ­χι γι­ά τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά γι­ά τόν “κατ᾿ εἰ­κό­να καί καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σίν[1] Θε­οῦ πλα­σθέ­ντα ἄν­θρω­πο. Ἡ “κα­τ’ εἰ­κό­να” Θε­οῦ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που κα­θι­στᾶ ἀ­πα­ραί­τη­τη τή σχέ­ση του μέ τόν Δη­μι­ουρ­γό του, γι­α­τί, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος παύ­ει νά εἰ­κο­νί­ζει στήν ὕπαρ­ξή του τόν Θε­ό, τό­τε ἀ­πο­κό­πτε­ται ὁ ἴ­δι­ος ἀ­πό τίς ρί­ζες του.

Ἡ ἴ­δι­α ἡ ἱδρυ­τι­κή σύ­στα­ση τοῦ ἀνθρώπου κα­τα­νο­εῖ­ται ὡς κά­λε­σμα σέ σχέ­ση, καθώς εἶχε τή δυ­να­τό­τη­τα καί προοπτική νά ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ καί νά τελειωθεῖ ὡς πρό­σω­πο ἐρχόμενος σέ κοι­νω­νί­α καί δημιουρ­γώ­ντας σχέ­ση ἀγά­πης καί με­το­χῆς μέ τό ἀ­λη­θι­νό πρό­σω­πο, τόν Θε­ό. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­χε ἐξαρ­χῆς τή δυνα­τό­τητα νά μείνει κοντά στόν Θεό τῆς ἀγά­πης καί νά φθάσει στό “καθ’ ὁμοίωσιν”, νά γίνει κατά χάριν θεός. Ὁ ἔ­σχα­τος προ­ο­ρι­σμός καί ὁ μύ­χι­ος πό­θος τῆς ἀν­θρ­ώπι­νης ὕ­παρ­ξης ἦ­ταν ἡ θέ­ω­ση.

Ἦταν ὅμως ἀπό τήν ἀρχή σαφές ὅτι τό­σο ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­σο καί ἡ κτί­ση δέν μπο­ροῦ­σαν νά ὑπερβοῦν τά ὅ­ρια τους. Τό προπατορικό ἁ­μάρ­τημα τοῦ ἀνθρώ­που συ­νί­στα­­ται ἀκρι­βῶς στή δι­α­τά­ρα­ξη ἤ τήν ὑπέρβαση τῶν ὁ­ρί­ων με­τα­ξύ κτι­στοῦ καί ἀ­κτί­στου. Μέ τήν παρά­βαση τῆς ἐ­ντο­λῆς τοῦ Θε­οῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά πα­ραμείνει μέσα στά δικά του ὅρια, οὔ­τε τή­ρη­σε τά μέ­τρα, πού τέ­θη­καν στή φύ­ση του ἀ­πό τόν Δη­μι­ουρ­γό του. Ὁ Ἀδάμ ἀναζήτησε τήν ἰσοθεΐα, θέ­λη­σε νά γί­νει θε­ός χω­ρίς τόν Θεό, ὀρέχτηκε μία ψεύτικη καί ἄ-θεη θέωση, το­πο­θε­τώ­ντας στή δη­μι­ουρ­γί­α τόν ἑ­αυ­τό του ὡς θε­ό. Μέ τήν πτώση του δέν δια­τή­ρησε τό πολύτιμο προνόμιο νά εἶναι μέτοχος στό ὄντως Ὄν καί νά γίνει συν­δη­μιουργός Του. Δέν πίστεψε στόν Δη­μι­ουργό του, ἀλλά ἐμπιστεύθηκε ἀλλοῦ τήν ὕπαρξή του. Μέ τήν πράξη του ἀμαύ­ρω­σε τό κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νας, πού ἔ­φε­ρε μέ­σα του καί κατέπεσε ἀπό τό πνευ­μα­τι­κό ὕ­ψος τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ δω­ρή­θη­κε.

Οἱ συ­νέ­πει­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τῆς ἀ­στο­χί­ας καί ἀ­πο­μά­κρυν­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τόν Θε­ό ὑ­πῆρ­ξαν πολ­λές, ὅπως: προσ­βο­λή τοῦ λο­γι­κοῦ καί τοῦ αὐ­τε­ξου­σίου τοῦ ἀνθρώ­που, ἀποδημία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύμα­τος, προϊ­οῦ­σα ὑ­πο­τα­γή καί ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή πα­ρά­δο­ση στίς δυ­νά­μεις τοῦ κα­κοῦ, τῆς φθο­ρᾶς καί τοῦ θανά­του, δι­εύ­ρυν­ση τοῦ χά­σμα­τος με­τα­ξύ αὐ­τοῦ καί τοῦ Θε­οῦ, μί­σος καί ἔ­χθρα πρός τόν Θε­ό. Τήν ἀποξένωση καί ἀλ­λο­τρί­ω­ση ἀ­πό τόν Θε­ό ἀ­κο­λού­θη­σε ἡ ἀλ­λο­τρί­ω­ση ἀ­πό τόν πλη­σί­ον, τό πε­ρι­βάλ­λον, ἀλ­λά καί ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν ἑ­αυ­τό του. Δι­α­λύ­θη­καν ὅ­λες οἱ κοι­νω­νι­κές του σχέ­σεις μέ τό συ­νάν­θρω­πό του καί μέ τά ὄ­ντα καί ἔτσι ὁ­δη­γήθηκε σέ κα­τά­στα­ση ἀκοι­νω­νη­σί­ας.

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του γνώρισε τό θά­να­το. Ὁ θάνατος ἦταν ἡ πλέον σοβαρή συνέπεια τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρ­τί­α τοῦ προπάτορος Ἀ­δάμ ἐ­γκαι­νί­α­σε μία κα­τά­στα­ση φθο­ρᾶς καί θα­νά­του, ἀ­φοῦ, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πα­ρα­κο­ῆς τοῦ ἑ­νός, προ­σε­βλή­θη ὁλόκληρη ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί κα­τέ­στη ἄρ­­­ρω­στη. Ἡ ἀρρώστια αὐτή κλη­­­ροδοτεῖ στούς ἀνθρώ­πους τή φθορά καί τό θά­να­το. Σ’ αὐτές ἀκριβῶς τίς συνέπειες “με­­τέ­χουμε” ὅλοι, γιατί στόν Ἀδάμ ὑ­πῆρ­χαν “οἱ λό­γοι τῆς δι­α­­δο­χῆς” ὁ­λο­κλή­­ρου τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους. Διευκρινίζεται, ὅτι δέν εἴμαστε βεβαίως προσωπικά ἔνοχοι γιά τό ἁμάρ­τημα τοῦ Ἀδάμ, παρά μόνο ὑπεύθυνοι γιά τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες.

Ὅταν ἔ­πε­σε ὁ Ἀ­δάμ συμπα­ρέ­συ­ρε μα­ζί του στήν ἁ­μαρ­τί­α καί συνεπακό­λου­θα στή φθορά καί τό θά­να­το ὁλόκληρη τήν κτί­ση[2]. Ὅ­μως κά­θε μία ἀ­πό τίς συ­νέ­πει­ες τῆς πτώ­σης χωριστά καί ὅ­λες μα­ζί αἴ­ρο­νται καί κα­ταρ­γοῦ­νται μέ τό σωτηριῶδες ἔρ­γο τοῦ Χρι­στοῦ.

 

2. Τό Μυ­στή­ρι­ο τῆς ἔν­σαρ­κης Οἰ­κο­νο­μί­ας

 

Τό σχέδιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γνωστό ὡς Μυ­στή­ρι­ο τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, ξε­κι­νᾶ μέ τό γε­γο­νός τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου καί τοῦ ἀν­θρώ­που, συ­νε­χί­ζε­ται μέ τήν ἔνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου, διά τῆς ὁ­ποί­ας ἔχει τή δυνα­τό­­τη­τα νά σώζεται κάθε ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη ἡ κτί­ση, καί ἐν τέλει ὁλοκλη­ρώνε­ται στά ἔσχατα. Στήν ἀρχι­κή δημιουργία, τήν ἀναδημιουργία καί στά ἔσχατα τό κεντρικό πρό­σω­πο εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός εἶ­ναι “ἀρ­χή καί τέ­λος[3] τῆς πο­ρεί­ας τοῦ ἀν­θρώ­­που ἀ­πό τήν πρω­το­­λο­γί­α, δι­ά μέ­­σου τῆς ἱ­στο­ρί­ας, πρός τά ἔσχατα.

Τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος εἶ­χε τό­σο ἐ­ξα­γρι­ω­θεῖ, πού δέν μπο­ροῦ­σε νά τό σώ­σει κα­μί­α ἄλ­λη ἐ­πέμ­βα­ση, πα­ρά μό­νο ἡ ἐνσάρ­κω­ση τοῦ Υἱ­οῦ καί Λόγου τοῦ Θε­οῦ Πατρός. Ἡ πτώ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἦ­ταν τό­σο με­γά­λη, ὥ­στε τό γε­γο­νός τῆς ἐ­ναν­θρώ­πη­σης νά φα­νε­ρώ­νει ἀπό τή μία πλευ­­ρά τό μέ­γε­θος τῆς πτώ­σης καί ἀ­πό τήν ἄλλη τή μέ­γι­στη ἀνά­­γκη γι­ά λύτρωση καί σω­τη­ρί­α, πού ἐ­πι­ζη­τοῦ­σε ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη. Τήν ἔ­λευ­ση τοῦ­ Θε­οῦ τήν εἶ­χε ἀ­νά­γκη μόνον ὁ ἄν­θρω­πος καί ὄ­χι βεβαίως ὁ ­ἴδι­ος ὁ Θε­ός. Ὁ Λόγος ἔ­γι­νε ἀληθινός ἄν­θρω­πος, γι­ά νά κα­τα­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο θε­ό. ῏Ηλ­θε στόν κό­σμο γι­ά νά νά μᾶς προσφέρει τή ζωή Του, γιά νά “ζή­σω­μεν δι᾿ Αὐ­τοῦ[4] καί νά εἰ­σέλ­θει ὁ ἄν­θρω­πος στή θεί­α ζω­ή Του.

Ἡ Μυ­στή­ρι­ο τῆς ἔν­σαρ­κης Οἰ­κο­νο­μί­ας τοῦ Υἱοῦ καί Λό­γου τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι “τό πά­ντων και­νῶν και­νό­τα­τον, τό μό­νον και­νόν ὑ­πό τόν ἥ­λι­ον[5] γεγονός πού τέμνει τήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ὡ­στό­σο, ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι μυστήριο “και­νό” μό­νο γι­ά τούς ἀν­θρώ­πους καί αὐ­τό γι­α­τί εἶ­χε προ­βλε­φθεῖ πρό τῶν αἰ­ώ­νων ἀπό τόν Θεό γι­ά τήν ἀ­να­δημιουργία τῆς ἀρ­ρω­στη­μέ­νης ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Ὁ Θε­ός προ­αι­ω­νί­ως ­γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πρό­κει­το νά πα­ρα­βεῖ τήν ἐ­ντο­λή του καί προ­ό­ρι­σε τήν ἀ­νά­πλα­σή του[6]. Κα­τά συ­νέ­πεια, τό “χρό­νοις αἰ­ω­νί­οις σε­σι­γη­μέ­νον” Μυ­στή­ρι­ο τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, ὅ­πως αὐ­τό φα­νε­ρώ­θη­κε στόν κό­σμο “ὅ­τε ἦλ­θε τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου[7], ἑρ­μη­νεύ­ε­ται σύμ­φω­να μέ τόν ἀρ­χι­κό σκο­πό τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση φι­λάν­θρω­πης Οἰ­κο­νο­μί­ας, εἶναι “συ­γκα­τά­βα­σις” καί “κέ­νω­σις” τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ὁ Χρι­στός ἀ­περ­γά­ζε­ται γιά νά κα­τα­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο κατά χάριν κοι­νω­νό καί μέ­το­χο τῆς δό­ξας Του. “Ὁ Λόγος σάρ­ξ ἐ­γέ­νε­το[8] καί ἦλ­θε ἀνάμεσά μας, γιά νά μπορέσουμε νά φθά­σουμε στήν κατά χάριν θέωση. Πολύ συχνά οἱ Πα­τέ­ρες ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν μέ ταυτόσημες ἐκφρά­σεις τήν κλα­σ­ι­κή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου: “Αὐ­τός γάρ (ὁ Λό­γος) ἐ­νην­θρώ­πη­σεν, ἵ­να ἡ­μεῖς θε­ο­ποι­η­θῶ­μεν[9]. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια διαποτίζει ὁλόκληρη τήν ὀρθό­δοξη θεολο­γία καί ζωή.

Ἡ πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τή δι­πλή ὄ­ψη τοῦ σκοποῦ τῆς ἐ­ναν­θρώ­πη­σης. Τό ἔρ­γο τοῦ Χρι­στοῦ δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο στήν προ­σφο­­­ρά τῆς λύ­τρω­σης τοῦ πε­πτω­κό­τος ἀν­θρώ­που καί τῆς ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σής του ἀ­πό τή δου­λεί­α τῆς φθο­ρᾶς καί τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λά ἐκτείνεται καί στή χο­ρή­γη­ση νέ­ας ζω­ῆς, πού εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τα καί ἡ δω­ρε­ά σω­τη­ρί­ας καί θέωσής του. Στήν ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση ἡ ἐ­ναν­θρώ­πη­ση δέν ἑρ­μη­νεύ­τη­κε ἁ­πλῶς ὡς ἐ­πα­νόρ­θω­ση καί ἀ­πο­κα­τά­στα­ση ἀπό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἤ ἀκόμη ὡς προ­σφο­ρά λύ­τρου, ἀλ­λά ὡς ἀ­να­δη­μι­ουρ­γία, συ­νέ­χει­α τῆς πρώ­της δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που καί ὡς φα­νέ­ρω­ση τοῦ νέ­ου Ἀ­δάμ, ὡς ἀ­παλ­λα­γή ἀ­πό τή φθο­ρά καί τό θά­να­το, ὡς ἀνα­καί­νι­ση, θέ­ω­ση καί σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ ἀναδημιουργία, ὅπως καί ἡ πρώτη δημιουργία, ἦταν ἐκδήλωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης καί τοῦ “ἀνει­κάστου ἐλέους” τοῦ Θεοῦ πρός τά δημιουργήματά Του· “Οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν τόν μονογενῆ ἔδωκεν, προκει­μένου κάθε ἕνας πού πιστεύει νά ἔχει “ζωήν αἰώνιον[10]. Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Λόγου ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ ἀμέτρητη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πού κα­τε­βαί­νει στόν ἄν­θρω­πο γι­ά νά μπορέσει αὐτός νά ἀ­νέ­βει στόν Θε­ό. Αὐτός θέ­λη­σε νά ἀνα­στή­σει τόν πα­ρα­πε­σό­ντα ἄν­θρω­πο ὄ­χι μέ κά­ποι­ο ἄλ­λο μέ­σο, ἤ κάποιο μεσάζοντα, “ἀλ­λά δι­’ ἑαυ­τοῦ”, ὥ­στε νά τι­μή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο καί νά δο­ξά­σει τό ἀνθρώπινο γέ­νος. Ὁ Θεός δέν ἐ­πε­νέ­βη μέ κά­ποι­ον ἀ­κα­τα­νό­η­το στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­μπει­ρί­α τρό­πο, οὔ­τε θέ­λη­σε νά ἔλ­θει μέ ἕ­να φαι­νο­με­νο­λο­γι­κό ἤ ἐ­ντυ­πω­σι­α­κό τρό­πο (κα­τά φα­ντα­σί­αν ἤ κα­τά δό­κη­σιν) γι­ά νά μᾶς ἐ­ντυ­πω­σι­ά­σει πρό­σκαι­ρα ἤ νά μᾶς κα­τα­τρο­μά­ξει μέ φα­ντά­σμα­τα καί ἀπειλές.

Ἐ­κεῖ­νο πού ὄ­φει­­λε νά πράξει ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­νυ­ψού­με­νος καί ἐρ­χό­με­νος σέ σχέση καί κοι­­νω­νί­α μέ τόν Δη­μι­ουρ­γό του, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἐξαι­τί­ας τῆς ἐν ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ ἄ­στο­χης ἐ­πι­λο­γῆς του, τό πρα­γμα­το­ποι­εῖ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός κα­τερ­χό­με­νος πρός τόν ἐκ­πε­σό­ντα ἄν­θρω­πο. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δέν μπο­ροῦ­σε ἀ­πό μό­νη της νά δη­μι­ουρ­γή­σει προϋ­πο­θέ­σεις ἀνα­δη­μιουργίας καί σω­τη­ρί­ας της, γι­α­τί ἐ­άν αὐτή ἦ­ταν “ἱκανή” καί “αὐ­τάρ­­κης”, τό­τε θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς πε­ριτ­τή καί ἀνω­φελής ἡ θεία πα­ρέμ­βα­ση δι­ά τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ἐ­ναν­θρώ­πη­σης.

Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό γε­γο­νός τῆς ἔν­σαρ­κης Οἰ­κο­νο­μί­ας τοῦ Υἱοῦ καί Λό­γου, τῆς “ἀ­­να­­κρά­σε­ως, δηλαδή τῆς μοναδικῆς καί δυσερ­μή­­νευτης ἕνω­σης τῆς θεί­ας μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­­­στοῦ, ἐπανα­λαμ­βάνουν τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: “Μυ­στή­ρι­ον ξέ­νον, ὁ­ρῶ καί πα­ρά­δο­ξον[11]. Γι’ αὐτό καί ἡ προ­σέγ­γι­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀν­θρώ­­που, ὑ­περ­βαί­νει κάθε ἔννοια καί πο­λυ­πραγμοσύνη, ἐκφεύ­γει τῶν πε­πε­ρα­σμέ­νων ὁ­ρίων του. Προϋ­πο­θέτει καί ἀ­παι­τεῖ σχέ­­ση πί­στης-ἐ­μπι­στο­σύ­νης, ἀ­πο­δο­χῆς καί με­το­χῆς στό γε­γο­νός· “Οὐ φέ­ρει τό μυ­στή­ρι­ον ἔ­ρευ­ναν· πί­στει μό­νῃ τοῦ­το πά­ντες δο­ξά­ζο­μεν[12]. Αὐτή δέ ἡ πίστη δέν στηρίζεται σέ ἰδέες, ἀπόψεις ἤ  ἀφη­ρημένες ἔννοιες, ἀλλά στήν ἱστορία, σέ πρόσωπα καί γεγονότα, στό μεγάλο “μυστήριο τῆς εὐσεβείας· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί[13].

 

3. Ἡ σημασία τῆς ἐνανθρώπησης γιά τόν ἄνθρωπο

 

Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἐ­ξῆλ­θε ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό Του καί δημιούργησε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ἄνθρωπο, κατά πάντα ὅμοιο μέ ἐμᾶς χωρίς ἁμαρτίας, καί ἔτσι ὡς Θε­άν­θρω­πος ἔσω­σε ἅπαξ καί διά παντός τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τή φο­ρά του πρός τήν ἀ­νυ­παρ­ξία. Ὁ πρω­τό­γο­νος ἄν­θρω­πος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­ναγεννᾶται στό πρό­σω­πο τοῦ γεν­νή­το­ρα τῆς και­νῆς ζω­ῆς.

Μέ τήν Ἐ­ναν­θρώ­πηση τοῦ Λό­γου ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὄ­χι μό­­νον ἡ ἀλήθεια γιά τόν τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀλ­λά φα­νε­ρώ­νε­ται καί ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἀ­λη­θι­νό, τόν αὐ­θε­ντι­κό καί πλήρη ἄν­θρω­πο. Ἄ­με­ση συ­νέ­πει­α τούτου εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ὀρ­θό­δο­ξη περί ἀνθρώπου διδα­σκα­λίας θεμελιώνεται ἀπαραιτήτως στό θε­αν­δρι­κό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Θεάν­θρω­πος εἶναι τό “ἀρχέτυπο”, τό “ὑπό­δειγμα[14] καί ὁ “ὑπογραμμός[15] τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ ἀ­λη­θι­νή γνώση γιά τόν Θεό, προερχόμενη ἀπ’ ὅσα μᾶς γνωστο­ποιεῖ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ -“ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τό φῶς τό τῆς γνώσεως”- (ἀπολυτίκιο Χριστου­γέν­­νων) ὁδηγεῖ καί σέ ἀλη­θι­νή γνώση γιά τόν ἄνθρωπο.

Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης ἔλυσε ὁριστικά τό πρόβλημα τῆς ἀλήθειας γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ταυτόχρονα. Αὐτό ὀφείλεται στήν ἱστορική πραγμα­τικό­τητα καί στή διαχρονική πίστη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο τέλειος καί ἀληθής Θεός ἀλλά καί τέλειος καί ἀληθής ἄνθρωπος, εἶναι Θεάνθρωπος. Ἑπομένως, τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ αὐ­θε­ντι­κοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πο­κά­λυ­ψε καί φα­­νέρωσε αὐ­το­προ­σώ­πως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Στήν ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση καί ζωή, ἡ ἀ­λή­θει­α πε­ρί Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­­­που ταυ­­τί­ζε­ται πάντοτε μέ συγκεκριμένο πρό­σω­πο καί οὐδέ­πο­τε νο­εῖ­ται ἀ­νυ­­­πο­στά­τως καί ἀπρο­σώπως. Ἡ πλη­ρό­τη­τα καί κα­­θο­λι­κό­τη­τα αὐ­τῆς τῆς ἀ­λή­θει­ας εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­κή­ρυ­ξε: “Ἐ­γώ εἰ­μί ἡ ἀ­λή­θει­α[16]. Ἡ “ἀ­λή­θει­α” τῆς αὐ­θε­ντι­κῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που “δι­ά ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το[17]. Τήν ἀλήθεια αὐτή ἐξέφρασε ἡ αὐτοαλήθεια ὁ Χριστός ἐμπράκτως, ὄχι ὡς λέγειν, ἀλλά ὡς ποιεῖν, ὡς “ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν[18]. Αὐ­τό ση­­­μαί­νει ὅ­τι ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἀνά­δειξης καί τελείωσης τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου ὑ­πάρ­χει μόνο με­τά τήν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση. Τό νά εἶναι ἀ­λη­θινός καί αὐ­θε­ντι­­κός ὁ ἄν­θρωπος εἶ­ναι ταυ­τόσημο μέ τό νά κοι­νω­νεῖ μέ τόν Θεάν­θρωπο Χρι­στό καί νά μετέ­χει στή χριστο­ζωή. Γι­’ αὐ­τό ἀκριβῶς οἱ ἔχοντες κοινωνία μαζί Του, οἱ φί­λοι Του, οἱ ἅ­γι­οι, γνω­ρί­ζουν ἐ­μπει­ρι­κά ὅ­τι ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο “ἡ ὁδός, ἀλήθεια”, ἀλλά καί “ ζωή[19]. Ἡ κοι­νω­νί­α τῶν πιστῶν μα­ζί Του εἶ­ναι ζω­ή ἤ ὀρ­θό­τε­ρα πλη­σμο­νή ζω­ῆς “ἵ­να ζω­ήν ἔ­χω­σιν καί πε­ρισ­σόν ἔ­χω­σιν[20].

Ὁ Λόγος, ὄντας τέλειος Θεός, προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώ­πινη φύση, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καί ἀναναδημιούργησε, θέωσε καί ἔσωσε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί τοῦτο διότι, κατά τούς Πατέρες, ὅ,τι δέν προσ­λαμ­βά­νε­ται στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, αὐτό δέν ἀναδημιουργεῖται καί δέν σώ­ζε­ται (“τό ἀ­πρόσ­λη­πτον καί ἀ­θε­ρά­πευ­τον[21]). Ἄμε­ση συνέπεια αὐτοῦ εἶ­ναι ὅτι τό ἔργο τοῦ Χρι­στοῦ ἀφο­­ρᾶ στή σωτηρία “ὅλου” τοῦ ἀνθρώ­που, ἀλλά συμπε­ρι­λαμ­βά­νει καί ὁλό­­κληρη τήν κτιστή πραγματικότητα. Ἔτσι κα­τα­­νοεῖται γιατί ἕνας “ἐλ­λι­πής” ἤ “μει­ω­μέ­νος” Χρι­στός, εἴ­τε κα­τά τή θε­ό­τη­τά Του, εἴ­τε κα­τά τήν ἀν­θρω­πό­τη­τά Του, δέν μπο­ρεῖ νά σώ­σει καί νά λυτρώσει τόν ἄν­θρω­πο. Ἑπο­μέ­νως, πρέ­πει ὁ “ὅ­λος” ἄν­θρω­πος νά προσ­λη­φθεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό, ὅ­πως, ἀ­ντι­στοί­χως, πρέ­πει ὁ “ὅ­λος” ἄν­θρω­πος, κα­τά τή λει­τουρ­γι­κή ἔκφρα­­ση, νά ἐμπιστευθεῖ, νά πα­ρα­θέ­σει “πᾶ­σαν τήν ζω­ήν αὐ­τοῦ Χρι­στῷ τῷ Θεῷ[22].

Τό σχέδιο τῆς σωτηριώδους Οἰ­­κο­νο­μί­ας ἐκδιπλώνεται κυ­ρί­ως μέ τή φα­νέ­ρω­ση τοῦ νέ­ου Ἀ­δάμ, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πα­λαι­ός Ἀ­δάμ δέν εἶ­ναι πλέ­ον “ὑ­πό­δει­γμα” τοῦ νέ­ου, ἀλ­λά ὁ νέ­ος τοῦ πα­λαι­οῦ. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πλά­σθη­κε ἀ­πό τήν ἀρ­χή χά­ριν τοῦ και­νούργιου ἀν­θρώ­που, τόν ὁ­ποῖ­ο φα­νέ­ρω­σε ὁ Χρι­στός. Στό πρό­σω­πο τοῦ Συν­δη­μι­ουρ­γοῦ τῶν πά­­­ντων, συ­ντε­λεῖ­ται μία δεύ­τε­ρη δη­μι­ουρ­γί­α καί ὁ ἄν­θρω­πος ξαναβρί­σκει τόν κα­τά φύ­σιν τρόπο ζωῆς του.

Ἀπό τήν ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στή μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου προκύπτουν ἄμεσες σωτηριολο­γι­κές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο. Μία ἀπ’ αὐτές εἶναι ὅ,τι ἀ­πο­κτᾶ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἀ­πό τή θε­ό­τη­τα, με­τα­δί­δε­ται καί σέ κάθε ἄν­θρωπο, σέ κάθε ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁλό­κλη­ρο τό μυστή­ριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως καί κά­­θε ἐπιμέρους πτυχή του ἀνα­φέ­ρεται στόν ἄνθρωπο. Ὁ αὐθε­ντικός λό­γος περί Χρι­στοῦ γί­νε­ται πλέον ὁ ἀληθινός λόγος γιά τόν αὐθεντικό ἄνθρωπο καί ὅσα ἀφοροῦν στόν Χρι­στό νοη­μα­­το­δο­τοῦν ὅσα ἀφοροῦν καί τόν ἄνθρωπο.  Γι’ αὐτό κά­θε πα­­ρα­­χά­ρα­ξη ἤ ἀλλοίωση τῆς ὀρθῆς πίστης γιά τόν Χριστό ἔ­χει ἄ­με­σο ἀ­ντί­κτυ­πο στήν πε­ρί ἀν­­θρώ­που καί σωτηρίας του δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας

Ὁ Χριστός εἶ­ναι “εἰ­κών ἀ­πα­ράλ­λα­κτος τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τρός[23]. Ὁ δέ ἄν­θρω­πος εἶναι “ἀμυδρά” εἰ­κό­να τοῦ Θεοῦ, καθώς εἶ­ναι κατ’ εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος, ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τ’ εἰ­κό­να τῆς Εἰ­κό­νος. Ὁ ἄνθρωπος γι­ά νά ἀνα­δειχθεῖ ἀληθινός ἄνθρωπος πρέ­πει νά γί­νει αὐ­τό γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο πλά­στη­κε, δη­λα­δή κατ᾿ εἰ­κό­να Χρι­στοῦ. Ὅ­πως τό πρω­τό­τυ­­πο, ὁ Χρι­­στός, δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει ἀ­προ­­σώπως, παρά μό­νο σέ προ­σω­πι­κή σχέ­ση ἀ­γά­πης καί κοι­νω­νίας, τό ἴδιο ἀ­κρι­βῶς πρέ­πει νά συμ­βαί­νει καί μέ τήν εἰ­κό­να Του, τόν ἄνθρω­πο, πού ἔχει τή δυνατό­τητα νά δημιουργήσει σχέ­ση ἀγάπης καί νά εἶναι ἐνσω­ματωμένος στήν πρωτό­τυ­πη καί μονα­δι­κή εἰ­κό­να τοῦ Πα­τρός, στόν Χρι­στό. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι αὐθεντικός ἄν­θρω­πος.Τότε πράγ­μα­­τι μπο­­­ρεῖ νά ἐ­πα­νεύ­ρει ἐκ νέ­ου τό “ἀρ­χέ­τυ­πον κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος του”, νά φανερώσει τό ἀληθινό μέγεθός του, νά ἀναδει­χ­θεῖ, νά τελειωθεῖ ὡς ἄνθρω­πος, φθάνοντας μέχρι τοῦ σημείου νά γίνει κατά χάριν θεός.    

Ἡ μύηση καί ἡ περαιτέρω κατανόηση τοῦ πλούτου τῆς ὀρθόδοξης θεολο­γίας, πού ἐπιχειρήθηκε ἐδῶ μέ ὅσα ἁδρο­μερῶς ἐξετέθησαν, ἀλλά καί ἡ ἔνταξη στήν ἐν Χριστῷ ζωή πραγματοποιεῖται καί ὁλοκληρώνεται μέ συγκεκριμένο τρόπο στή μήτρα τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Τά Χριστούγεννα βιώνο­νται καί τώρα, “σήμερον” (“Σήμερον γεννᾶται…”) διά τῆς μυστηριακῆς μετο­χῆς καί κοινωνίας ἑνός ἑκάστου. Ἡ ἀσφα­λέστατη ὁδός καί μέ­θο­δος τῆς ἑρμη­­νευ­τικῆς καί βιωματικῆς προσέγγισής τους περνᾶ ἀπαραι­τή­τως μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν ἱερῶν μυστη­ρίων καί κυρίως ἀπό τήν εὐχαρι­στι­ακή κοινωνία, στήν ὁποία ὁ πιστός οἰκειώνεται τό γεγονός τῆς ἐναν­θρώ­­πη­σης τοῦ Λόγου “δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν”.

Διά αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου καί πραγματοποιήσιμου τρόπου κατανοεῖ­ται εὐχερέστερα καί πληρέστερα ὅτι τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων ἔ­χει μέ­γι­στη ση­μα­σία, ἀ­φοῦ προ­σφέ­ρει τή δυ­να­τό­τη­τα ἀληθινῆς ζωῆς καί σωτηρίας σέ κά­θε ἄν­θρω­πο. Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ θεανθρώ­πι­νη ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι πραγ­μα­­τικά ἡ ἀλη­θι­νή ζω­ή ὅ­λου τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, ἀλ­λά καί ζω­ή τοῦ κά­θε μέλους τοῦ σώ­ματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ καινούργια, ἡ ἀληθινή ζωή γεννή­θηκε γιά ὅλους τά Χριστούγεννα καί δίδε­ται σέ ὅλους μέσω τῶν Χριστου­γέν­νων, γιατί ἀκριβῶς τά Χριστούγεννα ἐναν­θρώ­πησε ὁ Θεός, γεν­νή­θηκε ὁ Χριστός, ἡ ὄντως ζωή, ἡ “ζῶσα” καί “βέβαιη ἐλπί­δα[24] καί “ὁδός σωτηρίας[25] πάντων ἡμῶν. Ταυτόχρονα, μέ τήν ἐνσάρκωση, τή φιλάνθρωπη συγκατάβαση καί κένωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, φανερώ­θηκε τό μέγεθος, ἡ ἀλήθεια καί ἡ προοπτική τῆς κατά χάριν θέωσης τοῦ ἀνθρώπου.-

 

 

 

 



  1. Γεν. 1, 26· 27· 5, 1· 9, 6.
  2. Βλ. Ρωμ. 8, 20-22.
  3. Ἀ­ποκ. 22, 13.
  4. Α´ ᾿Ι­ωάν. 4, 9.
  5. ᾿Ι­ωάν­νου Δα­μα­σκη­νοῦ, ῎Εκ­δο­σις ἀ­κρι­βής τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως 3, 1, PG 94, 984.
  6. Περισσότερα βλ. στή μελέτη μας, Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδα­σκαλία τοῦ ἁγίου Συμέων τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 22009, σ. 74 κ.ἑξ. 
  7. Γαλ. 4, 4.
  8. Ἰωάν. 1, 14.
  9. Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου, Πε­ρί ᾿Ε­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου 54, PG 25, 192.
  10. Ἰωάν. 3, 16.
  11. Κα­τα­βα­σί­α τῆς ἑορτῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ὠ­δή θ´.
  12. Στι­χη­ρόν ­ἰδι­ό­με­λον τῶν αἴ­νων τῆς ἑορτῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων.
  13. Α΄ Τιμ. 3, 16.
  14. Ἰωάν. 13, 15.
  15. Α΄ Πέτρ. 2, 21.
  16. Ἰ­ωάν. 14, 6.
  17. ᾿Ι­ωάν. 1, 17.
  18. Ἰωάν. 3, 21.
  19. Ἰωάν. 14, 6.
  20. ᾿Ι­ωάν. 10, 10.
  21. ᾿Ι­ωάν­νου Δα­μα­σκη­νοῦ, ῎Εκ­δο­σις ἀ­κρι­βής τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως 3, 6, PG 94, 1005. 
  22. Καταληκτήριος προτροπή μικρᾶς καί μεγάλης Συναπτῆς.
  23. Βλ. στι­χη­ρόν ἰ­δι­ό­με­λον τοῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Χρι­στου­­γέν­νων.

24.Βλ. Β΄ Κορ. 1, 7· Α΄ Πέτρ. 1, 3.

25.Βλ. Πράξ. 16, 17.

* Ὁ κ. Βασίλειος Τσίγκος εἶναι ἀναπληρωτής καθηγητής τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.    

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα