ΤΟ ΣΟΥΛΙ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

π. Λεωνίδα Νίκα

Γεωργάνοι Λάκκας Σουλίου

Ὀπίσω ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν τοῦ Σουλίου καὶ τῶν ἀπέναντι τοῦ Ἀϊδονάτου, πολιούχου του, καὶ τοῦ κάστρου τοῦ Κουγκίου καὶ τῆς Μούργκας-Ζαβρούχου καὶ τὰ Τσαγκαριώτικα, ἁπλώνεται τὸ κοίλωμα σὲ σχῆμα κούνιας ἐπίμηκες, εἶναι τὸ χωριὸ Σούλι καὶ Σαμονίβα μὲ τὰ 35 πηγάδια τὸ ἕνα πλησίον τοῦ ἄλλου καὶ κάθε σπίτι εἶχε τὸ δικό του διὰ τὶς ἀνάγκες του, ἤτοι 230-250 τὸ σύνολον, καὶ πιὸ πέρα πρὸς Νότον ὀπίσω ἀπὸ μικρὸ σέλωμα ὁ Ἀβαρικος καὶ Κιάφα, τὸ τετραχώρι μὲ 2500 χίλ. κατοίκους καὶ 1200-1800 μάχιμους ἄνδρες, στὴν ὁποίαν δύναμη αὐτὴν συμπεριλαμβάνονται ἄνδρες ἀξιόμαχοι ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Μεγάλης καὶ μικρῆς ἄνω καὶ κάτω, τὰ ὁποῖα μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τοῦ Τούρκου ἀπὸ τὸ ἔτος 1750-51 προσχώρησαν στὴ Σουλιώτικη Συμπολιτείαν καὶ διατελοῦσαν ὑπὸ τὴν προστασίαν των.

Αἱ μόναι διαβάσεις διὰ τὸ Σούλι ἐκείνων τῶν χρόνων ἦταν μὲ τὸ πόδι, ἀπὸ φυσικὲς στενωπὲς εὐκοελεγχόμενες διαβάσεις ἀπὸ τοὺς ντόπιους, Τσεκούρι- Σκάλα Τζαβέλλαινας- καὶ ἀπὸ Σερζιάνα καὶ ἀπὸ Ρωμανὸ-Γκούρα-ἀλογομάνδι. Σήμερα, τρέχεις μὲ τὸ αὐτοκίνητο σ’ ἕναν καλὸ δημόσιο δρόμο ἀπὸ Παραμυθιὰ-Γλυκὺ καὶ ἀπὸ Ἰωάννινα-Ζωτικό.

Ὁ χῶρος αὐτὸς ἐπιλέχθηκε ἀπὸ βία καὶ ἀνάγκη ὡς καταφύγιον κατὰ τοὺς χρόνους 1600-1620 ὅπου ἡ πίεσις ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἦταν σκληρὴ καὶ ἀφόρητη νὰ γίνης Τοῦρκος καὶ ἂν ὄχι τὸ κεφάλι σου τοῦτο, διότι δόθηκε ἡ αἰτία ἀπὸ τὸ ἀποτυχὸν κίνημα τοῦ Δεσπότου Τρίκκης Διονυσίου Σκυλοσόφου τὸ ὁποῖο ἔγινεν στὸν τόπο τους, καὶ τὸ πιὸ λυπηρὸν οἱ ρηχοὶ στὴν πίστη καὶ στὸ ἐθνικὸ φρόνημα κάτοικοι τῆς πεδινῆς ἐφόρου περιοχῆς τῆς Τσαμουριᾶς τούρκεψαν γιὰ νὰ σώσουν τὸ βιό τους καὶ νὰ μὴ πληρώνουν φόρους καὶ ἐκτὸς τούτου οἱ ἐθελουσίως ἐξισλαμισθέντες ἐπιεζαν καὶ τὸν γείτονα των καὶ συγχωριανὸ νὰ γίνουν κι αὐτοὶ Τοῦρκοι καὶ ἔτσι πῆραν ὅτι εἶχαν καὶ πρῶτοι ἀπὸ τὸ χωριὸ Γαρδίκι ἐπέλεξαν γιὰ νὰ σωθοῦν τὴν περιοχὴν τοῦ Σουλίου κι ἀργότερα ἑλληνογενεῖς οἰκογένειαι ἀπὸ τὴν Ἀλβανία καὶ συνεχείᾳ, ἐκεῖ στὸν τόπο αὐτὸ κατέφυγαν καὶ ἄνδρες ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τοῦ Γεωργίου Καστριώτη-Σκερτέμπεη ἐντελῶς ἄγνωστοι ἀναμεταξύ των τοὺς ἥνωνε αὐτὴ ἡ πίστις καὶ ὁ ἴδιος πόνος καὶ πόθος νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὶς ἴδιες στερήσεις τὸ Θεοδοτὸν δῶρον τὴν Ἐλευθερία- καὶ ζοῦσαν ἡνωμένοι ὡς μία γροθιά, ὅλοι ἴσοι μὲ ἴσους σὲ ὅποια φάρα ἀνῆκεν αἱ ὁποῖαι ἦσαν 33-35. Δυστυχῶς, ἀπὸ ἕναν λόγον καὶ μόνον ἐπῆλθεν ρῆξις μεταξὺ τῆς φάρας Μπότσαρη καὶ Τζαβέλλα, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν προδοσία του καὶ τὴν ἀποδυνάμωσή του καὶ ἐν συνέχειᾳ ἡ κατάληψις καὶ ἡ ἰσοπέδωση ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ μὲ τὴν φυγὴν ὅλων πρὸς Τζουμέρκα-Μονὴ Σελτσου-Ζαλογγο καὶ Παργα γιὰ Παξοὺς καὶ Κερκυρα.

oxyro-souli

Οχυρὸ στὸ Σούλι

Ὅλες αἱ φαρὲς ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλη εἶχαν καὶ διατηροῦσαν ἀγάπη καὶ ἀλληλοβοήθειαν, ὡς ἐπίσημη γλώσσα ἦταν ἡ Ἑλληνικὴ διὰ τὶς ἐξωτερικὲς σχέσεις μὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, ἀναμεταξύ των ὅμως ὁμιλοῦσαν τὰ Ἀρβανίτικα. Εἶχαν ἅπαντες βαθειὰ ριζωμένη τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, καὶ τὸ αὐτὸ αἴσθημα τῆς λατρείας, καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν πολιοῦχον των, Ἀϊδονάτον, ἦταν καθολικὴ καὶ ἔτρεφαν πολὺ σεβασμὸ στοὺς τάφους τῶν προγόνων των.

Ἡ κάθε φάρα εἶχε τὰ πατροπαράδοτα ἤθη καὶ ἔθιμα καὶ ἡ κάθε μία ἥρπαζε ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ γίνη καὶ ζωή του κάτι τὸ πιὸ καλὸ καὶ ἡ κάθε μία ἐξέλεγε τὸν ἀρχηγό της τὸν πιὸ ἀνδρεῖο καὶ συνετό, μὲ πολλὰ δικαιώματα ἐπ’ αὐτῆς καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ὅλων τῶν φαρῶν συνήρχοντο εἰς συνεδρίαν διὰ σοβαρὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ προβλήματα, στὸ Βουλευτήριον-Δικαστήριον ὅπου καὶ οἱ φυλακές, ἀφοῦ πρῶτα στὴ μέση ἔβαζαν ἕνα Σταυρὸ καὶ οἱ ἀποφάσεις του ἦταν προφορικὲς καὶ εἶχαν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ χωρὶς ἀντίδρασιν.

Τὸ Σούλι, ὄχι μόνον οἱ στρατεύσιμοι, ἀλλὰ ὅλοι, ἦσαν σὲ διαρκῆ ἐμπόλεμη κατάσταση, διότι δὲν εἶχε χῶμα νὰ καλλιεργήσουν, ἄγονον καὶ πετρῶδες καὶ γιὰ νὰ τροφοδοτηθῆ αὐτὸς ὁ πληθυσμὸς καὶ γιὰ νὰ ἔχη εἰρηνικὲς ἡμέρες καὶ ἀσφάλεια ἐξορμοῦσε κατ’ ὁμάδας καλῶς ἐκγυμνασμένες, ἀξιόμαχες, εὐκίνητες, μὲ τὸ σύνθημα «παντοῦ παρὼν καὶ πάντα ἀπὼν» μὲ ἄγνωστη ἕως σήμερον ἡ πολεμική των τεχνική, αἰφνιδίαζεν τὸν ἐχθρὸν στὴ βάση του καὶ ἐφοδιάζετο σὲ λάφυρα καὶ ἐφόδια καὶ τρόφιμα.

Μὲ τὸ Σούλι δὲν ἀσχολήθηκε μόνον ὁ Ἀλὴ πασὰς καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ Εὐρώπη καὶ πολλοὶ στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοί, καὶ αὐτὸς ὁ Λόρδων Βυρων κ.ἄ, οἵτινες ἐγνώρισαν τὴ ζωή, τὸ αὐτοδιοίκητον, τὴν ἐκπαίδευσιν καὶ τὴν πειθαρχίαν, καὶ ὁ καθένας ἔγραψεν ὅπως τὰ εἶδε ἀπὸ τὴν σκοπιάν του καὶ ἔγραψεν κατὰ τὶς προθέσεις του.

Μέσα στὴν ἀπέραντον Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορίαν ζοῦσε τὸ Σούλι, ὡσὰν μικρὴ σταγόνα νεροῦ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μάλιστα πολὺ πλησίον ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Σελλοί, καὶ ἔλαβε τ’ ὄνομα ἡ Χερσόνησος τοῦ Αἵμου Ἑλλάδα καὶ ἡμεῖς Ἕλληνες καὶ ἡ ὁποία, ἐπάνω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ -ὡς λέγεται- τοποθετοῦσαν εἰς τὰς συνεδριάσεις στὸ μέσον τῆς αἰθούσης καὶ τὸν δικέφαλον ἀετὸν καὶ διατηροῦσε σφραγίδα καὶ Σημαίαν καὶ μὲ ἀξιόμαχες ὁμάδες καὶ μὲ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀντιπροσώπευση στὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς σχέσεις τοῦ τόπου.

Σ’ αὐτὴν τὴν περίοδον, τὸ 1778, ὅπου οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὴν Λάκκα Σουλίου ἀπὸ τοὺς ντόπιους καὶ μὲ τὴν συνδρομὴν τῶν Σουλιωτῶν ὁ ἐμψυχωτὴς τῆς ἐξεγέρσεως ὁ Ἐθνομάρτυρας πατὴρ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γνωστὸς τοῦ καλόγερου τοῦ Κουγκίου Σαμουὴλ μὲ τὸν ὁποῖον ἀλληλοεπικοινωνοῦσαν, ἐπέρασε πεζὸς τὰ χωριὰ τῆς Δ. Ἑλλάδος καὶ ἀνέκοψε τὸν βίαιον ἐξισλαμισμόν, τὸν ὁποῖον ὅλοι τὸν ἀποδέχονταν μὲ χαρὰ καὶ ἐλπίδα νὰ τοὺς τονίζει ἀγάπη, ὁμόνοια, νὰ χτίσουν σχολεῖα, καὶ νὰ ὁμιλοῦν Ἑλληνικά, στὸ ἐπιτραχήλι ἔπεσαν καὶ μετανόησαν δύο ντόπιοι λησταὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐζήτησε νὰ κτίσουν Ἐκκλησία καὶ σ’ ὅλες τὶς περιοχὲς νὰ δώσουν ἀπὸ μία κολυμβήθρα.

Τὸ συμπέρασμα ποὺ ἀποκομίζομεν ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι νὰ μάθωμεν ὅλοι μας νὰ μὴ διαγράψωμεν ἀπὸ τὴ μνήμη μας ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος καὶ τὸ Γένος μας στὴν ὁλοκληρίαν του τὴν Ἐλευθερίαν, τὴν διάσωσιν τῆς γλώσσης καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν μας. Τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῆς φυλῆς μας -νὰ μὴ πῶ τὰ πάντα- τὴν ὀφείλει στὸν ἀγράμματο, πτωχό, γυμνόν, στὸν ἀνυπόδητον μὲ χοιροδέρματα (πίγκες) καὶ πρωτόγονον ὁπλισμό, στὸν ἄνθρωπο τῆς ὑπαίθρου καὶ τὸ χῶμα τῆς Πατρίδος μας εἶναι ξωμωμένο μὲ αἷμα καὶ γιὰ ὅλα αὐτά, ἀφοῦ τὰ γνωρίζομεν, τὰ γράφει ἡ Ἐθνικὴ Ἱστορία, ἡ ὁποία δὲν ἀλλοιοῦται, τὸ ὁποῖον ἐπιδιώκει νὰ ἐπιτύχη ἡ Νέα Ἐποχὴ ἡ ὁποία εἶναι τάφος ἀνεωγμένος νὰ θάψη, αὐτήν, τὴν γλώσσα καὶ τὴν οἰκογένεια μὲ παγκόσμιον Κυβέρνησιν καὶ μία Ἐκκλησία, νὰ ἀποβάλλωμε τὴν Ὀρθοδοξίαν γιὰ τὴν ὁποίαν ἐχύθηκε πολὺ αἷμα καὶ στήριξε τὸ Ἔθνος μας.

souli-protomes

Σήμερα τὸ Σούλι παρουσιάζει εἰκόνα ἐγκαταλείψεως, τὰ χωριὰ ἐρειπωμένα, στὸ Λάκκωμα ἡ Ἐκκλησία μὲ 36-40 κατοίκους ἀσχολούμενοι μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, καλόκαρδοι καὶ πρόσφοροι καὶ γνωρίζουν καλὰ τὴν Ἱστορίαν τοῦ τόπου, ἀλλὰ ἔχουν τὸ παράπονο τῆς ἀπουσίας τῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία ἔχει καθιερώσει τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ Ἀπριλίου, νὰ γίνεται ἀναπαράσταση τῆς ἀνατινάξεως τοῦ Κουγκίου ὑπὸ Σαμουὴλ παρουσίᾳ τοῦ πρώτου τοῦ Κράτους καὶ ἀρχῶν. Μετὰ τοῦτο, τίποτε περισσότερο. Θὰ ἦτο φρόνιμο νὰ λειτουργοῦσε ἕνα περίπτερο μόνο τὸ κάθε Σαββατοκύριακο κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες, ἐφοδιασμένο μὲ ἱστορικὸ διασωζόμενο ὑλικὸ γιὰ νὰ ἔχη ὁ κάθε ἐπισκέπτης ἀπὸ πρῶτο χέρι γνησία ἱστορικὴ ἐνημέρωση γιὰ τὸν τόπο αὐτὸν καὶ μία ἐπιμελῆ ἀνακαίνιση ὅτι εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν πρώτων καὶ δημοσίων κτηρίων τοῦ χώρου τῶν συνεδριάσεων «Βουλευτήριον» τῶν ἀντιπροσώπων τῶν φαρῶν καὶ ἐν συνέχειᾳ νὰ μπῆ στὸ πρόγραμμα τῆς Πανεπιστημιακῆς κοινότητος, ὥστε οἱ φοιτηταὶ νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες των ὄχι μόνον στοὺς τουριστικοὺς χώρους, κόβοντας κάτι ἀπὸ ἐκεῖ νὰ δώσουν τὸ «παρών» τους καὶ σ’ αὐτὸ τὸν παρατημένο τόπο γιὰ νὰ πάρη προβολὴ καὶ νὰ βγῆ στὴ ζωὴ καὶ ἀκόμη ἡ Πολιτεία νὰ ἐπιλέξη ἐκτὸς τοῦ χώρου ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀρχαιολογικός, τόση ἔκταση πρὸς οἴκησιν ὅπως ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους ἀπὸ τὸ Σούλι διεσπαρμένοι στὸν Ἑλλαδικὸ νὰ ἔρθουν νὰ κτίσουν ἐκεῖ ποὺ ἔζησαν καὶ ἔδρασαν οἱ πρόγονοι των καὶ νὰ παράσχη κάθε δυνατὴ διευκόλυνσιν σ’ αὐτούς.

Ὁ ἐπισκέπτης στὰ τέσσερα αὐτὰ χωριὰ βλέπει ἐρειπωμένα σπίτια μαυρισμένα ἀπὸ τὸν χρόνο, δὲν ἔχουν ὅμως γλώσσα οὔτε φωνὴ νὰ σὲ καλοσωρίσουν νὰ σοῦ εἴπουν τὴν Ἱστορία του. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ γύρωθεν τὰ βουνὰ γηρασμένα, κουφὰ καὶ ἄφωνα, γυμνὰ ἀπὸ τὴν ἄλλοτε δόξα ποὺ ἀντηχοῦσε ὁ ἀντίλαλος, τώρα μόνα των κλαῖνε τὴν ἐγκατάληψι τώρα μόνα των, ἀλλὰ τὸ ἀνακουφίζει τὸ δροσερὸ ἀεράκι τοῦ Ἰουνίου, καὶ τὰ λούζει τὸ ἀμυδρὸ φῶς τῆς σελήνης ἀκούγοντας κάθε βράδυ τὸ μοιριολόγι τῆς κουκουβάγιας ποὺ πετάει ἀπὸ τὸ ἕνα, στ’ ἄλλο, πιὸ ψηλὸ ἀγκωνάρι στὰ ἐρείπια, καὶ τὴν ἡμέρα νὰ βλέπουν τὸν ἀετὸ καὶ τοὺς γῆπες νὰ πετοῦν σὲ μεγάλο ὕψος κάνοντας κύκλους, ὡσὰν νὰ στεφανώνουν τὸν ἄγνωστο μαχητὴ γιὰ τὴν Ἐλευθερία ποὺ ἔπεσε στὰ διάσπαρτα μετερίζια καὶ συγχρόνως τὸ ὅλο ἑλληνικὸ μεγαλεῖο.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα