ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΡΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

Oσο πιό πολύ τό πολιτικό κλῖμα ἐντός τοῦ ὁποίου ζοῦμε χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κραυγαλέα ἀνυποληψία, τόσο πιό πολύ ἀποκαλύπτονται οἱ διασφαλίζουσες “ἀντοχές” του. Αὐτό γίνεται διότι μία μεγάλη μερίδα συμπολιτῶν μας ἐνέχεται στή λογική καί στήν ἀπερίσκεπτη ἀποδοχή τοῦ
κατισχύοντος πολιτικοῦ συστήματος. Ἡ ἐπιπόλαιη ἀμέλεια, ἡ ἀπελπιστική σύγχιση, ἡ αὐτάρεσκη ἐπανάληψη “ἀληθειῶν” ἔχουν καταστεῖ κοινότοπες παράμετροι τῆς ἐποχῆς μας. Ἕνα ἀπό αὐτά τά στερεότυπα πού ὑποκριτικά διακηρύσσονται ἐκ στόματος τῶν ἀρχόντων μας καί τῶν ταγῶν μας εἶναι καί ὁ “πολιτικός πολιτισμός”. Ἰσχυρίζονται δηλαδή ὅτι ὁ “πολιτικός πολιτισμός” εἶναι ἡ ἀσάλευτη σταθερά τοῦ πολιτικοῦ συστήματος καί ἀπαρτίζει μάλιστα ἕνα “σύστημα ἀρχῶν” καί “πολιτικῆς συμπεριφορᾶς” πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀποδοχή τῆς διαφορετικότητας, τήν ἀποδοχή τῆς ἀξίας τῆς δημοκρατίας, τήν εὐγένεια τῆς ἀντιπαράθεσης. Ὅμως, μᾶλλον, διά τοῦ ὅρου αὐτοῦ ἐννοοῦν καί διαφυλάσσουν τήν ἀποκλειστική βιωσιμότητα τοῦ ἀλλοτριωμένου πολιτικοῦ συστήματος πού οὐσιαστικά ἔχει ὁδηγήσει τήν πατρίδα μας σέ ἔσχατα βάθη εὐτελισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἕνα πρόταγμα πού κυριαρχεῖ (δυστυχῶς) εἶναι “ἡ μή ποινικοποίηση τῆς πολιτικῆς ζωῆς”. Μέ αὐτό διαφυλάσσουν καί ἐξασφαλίζουν τήν ἀτιμωρησία ὅσων πολιτικῶν προσώπων ἐνέχονται σέ ὑποθέσεις τοῦ ποινικοῦ δικαίου.
Εἶναι γνωστός ἄλλωστε καί ὁ διαβόητος “Νόμος περί εὐθύνης ὑπουργῶν”,
ἀλλά καί τό καθεστώς τῆς ἀσυλίας τῶν βουλευτῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό συντάσσονται νόμοι, σχέδια νόμου, ἀποφασίζονται ἐπεξηγηματικές ἐγκύ­
κλιοι, πού χαρακτηρίζονται ἀπό ἀσάφεια καί ἀφήνουν ἑρμηνευτικά κενά καί “φωτογραφίζουν” ὕποπτες περιπτώσεις διευκολύνσεων ἀνομιῶν καί παρανομιῶν πού δέν φαίνονται “διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ”. Ἐπειδή πολλές φορές πολλοί ἀπό τούς ὑπερασπιστές τῆς σημερινῆς σαθρότητας ἀναφέρονται στήν ἀρχαία Ἀθηναϊκή Δημοκρατία, κρίνουμε σκόπιμο νά δοῦμε τί ὑποστηρίζει ὁ Ἰσοκράτης στόν περίφημο “Πανηγυρικό” του Λόγο γιά τό πολιτικό ἦθος τῶν ἡγετῶν τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε παρά νά κάνουμε τή σύγκριση τοῦ κυρίαρχου (τότε) ἤθους μέ τή γενικευμένη σήμερα ἀνυποληψία πού ἰσοπεδώνει τό πᾶν.
Ὁ Πανηγυρικός Λόγος συντάχθηκε ἀπό τόν Ἰσοκράτη γύρω στό 380 π.Χ. σέ μία δύσκολη περίοδο γιά τήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν πού βρισκόταν σέ στρατιωτική παρακμή καί εἶχε ὑποστεῖ τούς δυσάρεστους ὅρους τῆς Ἀνταλκιδείου Εἰρήνης. Συγκεκριμένα, ἡ ἡγεμονική τότε δύναμη τῆς Ἑλλάδας, ἡ Σπάρτη, εἶχε ἐξαντληθεῖ ἀπό τούς συνεχεῖς πολέμους κατά τῶν Ἀθηναίων, τῶν Θηβαίων, τῶν Εὐβοέων, καί στό τέλος κατά τῶν Κορινθίων. Στάλθηκε λοιπόν ὁ ναύαρχος τῆς Σπάρτης Ἀνταλκίδας νά ὑπογράψει μέ τόν ἡγέτη τῶν Περσῶν Ἀρταξέρξη τόν Β’ συνθήκη εἰρήνης. Ἡ συνθήκη αὐτή συνήφθη μεταξύ Σπάρτης καί Περσῶν καί ὅριζε ὅτι οἱ Ἑλληνικές πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἡ Κύπρος ὑπάγονταν στήν κυριαρχία τοῦ Ἀρταξέρξη τοῦ Β’, ἐνῶ διασφαλιζόταν ἡ ἀνεξαρτησία τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, ἐκτός ἀπό τις Ἀθηναϊκές κτήσεις τῆς Ἴμβρου, τῆς Σκύρου καί τῆς Λήμνου. Τέλος, ἡ συνθήκη ὅριζε ὅτι ἡ Σπάρτη ἦταν ὑπεύθυνη γιά τήν ἐπιτήρηση τῆς εἰρήνης στό σύνολο τῆς γεωγραφικῆς ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδας. Ἐντός, λοιπόν, αὐτοῦ τοῦ δυσάρεστου κλίματος ὁ Ἰσοκράτης ἀγωνιᾶ καί ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά ἑνωθοῦν ὅλες οἱ Ἑλληνικές πόλεις ὑπό τήν ἡγεμονία τῶν Ἀθηνῶν, ἀφοῦ εἶχαν τά πρωτεῖα στόν χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ. Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ λόγου του ὁ Ἰσοκράτης ἀναφέρεται στούς ἡγέτες τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Σπάρτης καί ὑπογραμμίζει τήν ἀνδρεία τους καί τήν κοινή τους ἐχθρότητα κατά τῶν βαρβάρων (Περσῶν). Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ Ἰσοκράτης:
«Πιστεύω, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρξαν (οἱ ἡγέτες τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Σπάρτης) αἴτιοι πλείστων ἀγαθῶν καί γιά τόν λόγο αὐτό ἄξιοι μεγίστων ἐπαίνων ὅσοι μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ὑπεράσπισαν τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας, (Μηδικοί πόλεμοι). Δέν εἶναι, ὅμως, σωστό νά ξεχνᾶμε καί ὅσους ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτόν τόν πόλεμο καί διετέλεσαν ἄρχοντες στίς δύο πόλεις. Γιατί αὐτοί ἐξάσκησαν ἐκ τῶν προτέρων τούς μεταγενέστερους καί κατεύθυναν τά πλήθη στήν ὁδό τῆς ἀνδρείας καί τούς κατέστησαν φοβερούς ἀντιπάλους τῶν βαρβάρων. Διότι, σάν ἄρχοντες, δέν ἀδιαφοροῦσαν γιά τά δημόσια πράγματα, οὔτε τά ἀπολάμβαναν σάν νά ἦταν δικά τους οὔτε τά παραμελοῦσαν σάν νά ἦταν ξένα, ἀλλά ἀντίθετα, τά φρόντιζαν σάν νά ἦταν δικά τους καί κρατοῦσαν τά χέρια τους μακριά ἀπό τό δημόσιο χρῆμα, ὅπως ἀκριβῶς ὀφείλουν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι γιά ὅσα δέν τούς ἀνήκουν. Οὔτε μετροῦσαν τήν εὐτυχία μέ τό χρῆμα, ἀλλ’ ἐθεωρεῖτο ὅτι τόν ἀσφαλέστερο καί ὡραιότερο πλοῦτο ἔχει ἐκεῖνος, πού συμβαίνει νά ἐπιτελεῖ ἔργα, ἀπό τά ὁποῖα καί αὐτός ὁ ἴδιος πρόκειται νά ἀποκτήσει μεγίστη ὑπόληψη καί στά παιδιά του νά κληροδοτήσει μεγίστη δόξα. Οὔτε συναγωνίζονταν μεταξύ τους σέ προκλητικές ἐνέργειες, οὔτε ἡ διεξαγωγή τῶν πολιτικῶν τους ἀγώνων διακρινόταν γιά ἐμπάθεια, ἀλλά θεωροῦσαν δεινόν καί φοβερόν νά κακολογοῦνται ἀπό τούς πολῖτες, παρά νά πεθαίνουν ἔνδοξα, ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τῆς πατρίδας τους καί αἰσθάνονταν μεγαλύτερη ντροπή γιά τά σφάλματά τους κατά τήν διαχείριση τῶν κοινῶν, παρ’ ὅση αἰσθάνεται σήμερα ὁ καθένας γιά τά δικά του ἀτομικά συμφέροντα. Αἰτία δέ αὐτῶν πού ἀνέφερα ἦταν, γιατί πρόσεχαν τούς νόμους, πῶς θά ἐφαρμόζονται μέ ἀκρίβεια καί ὅπως πρέπει, ὄχι δέ τόσο τούς νόμους ἐκείνους πού ἀφοροῦσαν στίς ἰδιωτικές συμφωνίες καί συναλλαγές, ὅσο τούς νόμους πού ρύθμιζαν τήν καθημερινή τους ἀπασχόληση καί συμπεριφορά. Γιατί γνώριζαν καλά ὅτι γιά τούς ἀνθρώπους πού τούς χαρακτηρίζει ὁλοκληρωμένη ἀρετή, δέν παρίσταται ἀνάγκη πολλῶν γραπτῶν διατάξεων, ἀλλ’ ἐπί τῇ βάσει λίγων
προφορικῶν συμφωνιῶν, εὔκολα πετύχαιναν τήν ὁμόνοια, προκειμένου καί περί ἰδιωτικῶν καί περί δημοσίων ὑποθέσεων. Ἦταν δέ τόσο λαμπροί πολίτες, ὥστε ὁ μεταξύ τους πολιτικός ἀνταγωνισμός ἀπέβλεπε, ὄχι στό ποιά παράταξη πρώτη θά ἔκανε καλό στήν πόλη. Μάλιστα ἡ σύσταση τῶν παρατάξεων γινόταν ὄχι γιά νά ἐξυπηρετηθοῦν τά ἀτομικά συμφέροντα, ἀλλά γιά νά προαχθοῦν τά συμφέροντα τοῦ λαοῦ. Δέν ὑπερηφανεύονταν τόσο γιά τή μεγάλη ἐξουσία πού εἶχαν συγκεντρώσει, ὅσο γιά τό ὅτι ζοῦσαν μέ σωφροσύνη. Θεωροῦσαν ὀρθό νά ἔχουν πρός τούς κατωτέρους τους τέτοια συμπεριφορά, τήν ὁποίαν εἶχαν τήν ἀξίωση νά ἔχουν πρός αὐτούς τούς ἴδιους οἱ ἀνώτεροί τους. (Ἰσοκράτους “Πανηγυρικός”, Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ). Ἐδῶ τελειώνει ἡ σύντομη ἀναφορά στόν Πανηγυρικό Λόγο τοῦ Ἰσοκράτους καί τά συναισθήματα πού πιστεύω ὅτι κυριαρχοῦν εἶναι αὐτά τῆς πικρίας , τῆς θλίψης ἀλλά καί τῆς ὀργῆς. Κυρίως, ὅμως, γιατί ἡ σύγκριση τῆς πολιτικῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἤθους τῶν σημερινῶν κρατούντων μέ τό πολιτικό ἦθος τῶν ἀρχόντων τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων εἶναι συντριπτική ὑπέρ τοῦ ἤθους τῶν προγόνων μας. Αὐτά τά στοιχεῖα τῆς πολιτείας τῶν ἀρχόντων τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Σπάρτης φαίνεται ὅτι δέν “ὁμιλοῦν”, δέν εἰσακούονται, δέν ἐμπνέουν, δέν στοιχειοθετοῦν λόγο νά παρακινηθεῖ τό σύνολο τοῦ κοινωνικοῦ σώματος νά ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ἡγέτες του ἀντίστοιχο δεῖγμα πολιτικῆς ὀρθοπραξίας καί γραφῆς. Ἀπό τή μία βλέπουμε τήν ἀκάματη προσπάθεια τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων νά τηρήσουν μέ σχολαστική ἀκρίβεια τούς θεσπισθέντες νόμους, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπεδείκνυαν ὅτι ἡ πολιτική τους πρακτική στηριζόταν στή φρόνηση, στήν ὀρθοπραξία καί στόν σεβασμό τοῦ ἔργου πού ἐπιτελοῦσαν. Ἐτίθεντο “ὑπό τό ἔργον”, ἦσαν, δηλαδή, ὑπουργοί καί προσέτρεχαν στό σῶμα τῶν πολιτῶν “ἵνα λόγον διδόναι”.
Ὅταν, λοιπόν, οἱ ἀρχαῖες Ἑλληνικές κοινωνίες καί πόλεις, οἱ ἄρχοντες καί οἱ ἀρχόμενοι δομοῦσαν τήν πολιτική τους πρακτική μέ ἑδραῖα κριτήρια τέτοιας πνευματικῆς ὑγείας –ἔστω καί ἐάν δέν εἶχαν γνωρίσει
τόν Σαρκωθέντα Λόγο– τότε ποιό ἄλλοθι μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε γιά τόν σημερινό μας εὐτελισμό; Ἐπίσης, ἐάν ἡ ἐνατένιση τῶν πολιτειῶν αὐτῶν προκαλεῖ θλίψη καί ὀδύνη γιά τήν ἠθική ἀπόσταση πού τίς διαχωρίζει ἀπό τήν ἐποχή μας, τότε τί ἔχει νά πεῖ κανείς γιά τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία μας, τήν Ρωμηοσύνη, πού ἐπί 11 καί πλέον αἰῶνες ἐγκέντρωσε τό εἶναι της στήν πνευματικότητα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του; Ἡ σημερινή Ἑλλαδική “κοινωνία” ἀπαρτίζεται ἀπό μεμονωμένα “ἐγώ” στά ὁποῖα κυριαρχεῖ ἡ “ἀδιαφιλονίκητη” σιγουριά τῆς φυσικῆς ἀναγκαιότητας. Αὐτή “ἐπιβάλλεται” ὡς μονόδρομος. Ὅπου, λοιπόν, δέν συγκροτεῖται κοινωνία πνευματικά ἐλεύθερων ἀνθρώπων, κυριαρχοῦν τά μεμονωμένα “ἐγώ”. Μεμονωμένα “ἐγώ” σημαίνει ἀδυναμία νά μείνουν ἀκλόνητα, στέρεα καί ἑδραῖα στήν διαρκῶς ἀνακαινιζόμενη εὐρήτητα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι, προορισμός τοῦ μεμονωμένου “ἐγώ” εἶναι ἡ ἀποτίναξη τοῦ πνευματικῶς παραδεδομένου, ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἠθῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά προκρίνεται ἡ ὁδός τῶν δικῶν του ὁρμῶν καί τῆς ἐξατομικευμένης του κρίσης. Οὐσιαστικά εἶναι ὁ φαῦλος κύκλος τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία ἀπολήγει στήν πνευματική καί ἠθική ἀποσύνθεση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, στήν ἀναρχία τῶν ἀπόψεων καί στήν κατίσχυση τοῦ ἀτομισμοῦ τῶν ἰδιωτικῶν συμφερόντων.  Οὐσιαστικά, στή νεωτερική ἐποχή στήν ὁποία ζοῦμε, ἡ συμβιωτική οινότητα τῶν ἀνθρώπων ὑποβιβάστηκε στό “κράτος τῆς ἀνάγκης”, τό ὁποῖο περιορίζεται στήν ἐξασφάλιση τῆς ἐξωτερικῆς συνύπαρξης καί στήν ἐπίλυση τῶν ζωτικῶν βιοτικῶν ζητημάτων. Ὅμως καί αὐτή ἀκόμη ἡ λειτουργία τοῦ κράτους εἶναι συζητήσιμη, ἀφοῦ ἰδιαίτερα σήμερα καί σέ αὐτόν τόν τομέα ἀποτυγχάνει οἰκτρά. Βέβαια, αὐτό συμβαίνει ἀφοῦ τό σύγχρονο Ἑλληνικό κράτος δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἠθική, τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη, τή θρησκεία, καί τά ἐκχωρεῖ ὅλα αὐτά στή σφαῖρα τῆς ἀτομικῆς ἐπιλογῆς τοῦ καθενός. Στήν πραγματικότητα, καί αὐτή του ἡ μή ἐμπλοκή εἶναι φαινομενική καί ὑποκριτική, παρά τίς διακηρύξεις του, δεδομένου ὅτι τό κράτος ἀσκεῖ καί “πνευματική” καθοδήγηση, ἀλλά καί ἐπιτάσσσει σαφῶς ἀντιορθόδοξα κελεύσματα. Ἑπομένως, ὁ “πολιτικός πολιτισμός” τῶν κρατούντων εἶναι ἄκοσμος, ἀνοίκειος, ἀπάνθρωπος, ἀλλοτριωτικός, ἀφερέγγυος, ἀνυπόστατος, ἀφιλόκαλος, ἀνερμάτιστος, ἀθεμελίωτος, ἀναιδής, ἀνάλγητος καί ἀνερυθρίαστος. Εἶναι κενός περιεχομένου καί ψευδεπίγραφος.
Εἶναι τό κέντρο τοῦ κυρίαρχου ψεύδους. Ἡ μόνη του “ἀλήθεια” εἶναι μία στιγμή μόνο τοῦ διαρκοῦς ψεύδους τους. Συνεπῶς, οἱ μόνες σχέσεις πού μποροῦμε νά ἔχουμε μαζί του εἶναι οἱ σχέσεις πνευματικῆς ρήξης καί ἀταλάντευτης ἀντιπαλότητας.

Βασίλης Π. Μακρῆς
Μεταλλειολόγος

ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 128