ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ – ΒΕΛΤΙΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ*

π. Χρίστος Κυριαζόπουλος

Δι­δά­κτωρ Βυ­ζαν­τι­νῆς Ἱ­στο­ρί­ας/

καὶ Ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας

 

Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στὰ σ᾿ ἕ­να σύγ­χρο­νο ὀ­ξύ­τα­το γλωσ­σι­κὸ ζή­τη­μα, ποὺ ὅ­μως, ἐ­πει­δὴ δὲ δη­μι­ουρ­γεῖ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὲς ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις, ὅ­πως τὸ πρὸ ἑ­κα­τον­τα­ε­τί­ας, δὲν προ­κα­λεῖ τὶς ἀ­ναγ­καῖ­ες ἀν­τι­δρά­σεις καί, ἐ­πὶ πλέ­ον, ἡ ὀ­ξύ­τη­τά του δὲν «ἐ­νο­χλεῖ» λό­γῳ τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας τῶν πολ­λῶν καὶ τοῦ γε­νι­κό­τε­ρου ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ τὸν ὁ­ποῖ­ο εὐ­νο­εῖ ἡ ἐ­πο­χή μας. Μπρο­στὰ στὸ γλωσ­σι­κὸ αὐ­τὸ ζή­τη­μα ὀ­φεί­λου­με ὅ­λοι, καὶ πρω­τί­στως οἱ φι­λό­λο­γοι, νὰ στα­θοῦ­με μὲ ὑ­ψη­λὸ αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­νης, μὲ ἀ­νη­συ­χί­α ἀλ­λὰ καὶ μὲ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα καὶ πρα­κτι­κὸ πνεῦ­μα. Κυ­ρί­ως ὅ­μως ὅ­σοι θε­σμο­θε­τοῦν.

Τὸ πρῶ­το τὸ ὁ­ποῖ­ο, κα­τὰ τὴν τα­πει­νή μας γνώ­μη, πρέ­πει νὰ γί­νη εἶ­ναι νὰ πε­ρι­ο­ρι­σθῆ ἡ ὕ­λη τῶν σχο­λι­κῶν βι­βλί­ων Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σας Γυ­μνα­σί­ου καὶ Λυ­κεί­ου. Τὰ βι­βλί­α τοῦ Λυ­κεί­ου, ἰ­δί­ως, εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ ὀγ­κώ­δη. Νὰ δι­α­τη­ρη­θῆ ὡς δι­δα­κτέ­α, ἂν κρί­νε­ται τό­σο ἀ­ναγ­καί­α, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ὕ­λη τῆς θε­ω­ρί­ας ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὰ ὑ­πάρ­χον­τα ἐγ­χει­ρί­δια καὶ νὰ ὑ­πο­στη­ρι­χθῆ μὲ ἕ­να μι­κρὸ ἀ­ριθ­μὸ κει­μέ­νων καὶ ἀ­σκή­σε­ων. Ἔ­τσι, θὰ μπο­ροῦ­σε πι­θα­νῶς νὰ κα­τα­στῆ ἐ­φι­κτὸ τὰ βι­βλί­α τοῦ μα­θη­τῆ στὸ μά­θη­μα τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σας νὰ μὴν ὑ­περ­βαί­νουν σὲ συ­νο­λι­κὸ ἀ­ριθ­μὸ σε­λί­δων κα­τὰ τά­ξη τὸ ἕ­να τέ­ταρ­το, τὸ πο­λύ, ἐ­κεί­νων ποὺ δι­δά­σκον­ται σή­με­ρα. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξοι­κο­νο­μη­θῆ ὁ χρό­νος ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ος γιὰ τὴν καλ­λι­έρ­γεια τῶν μα­θη­τῶν στὸ γρα­πτὸ λό­γο γιὰ ν᾿ ἀρ­χί­ση νὰ δι­α­φαί­νε­ται κά­ποι­α μι­κρὴ πρό­ο­δος τῶν μα­θη­τῶν στὴ γλώσ­σα. Πα­ράλ­λη­λα τὰ βι­βλί­α –ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ Λυ­κεί­ου, τὰ ὁ­ποί­α εἶ­ναι δύ­σχρη­στα– νὰ ἀ­πο­κτή­ση τὴν ἀ­παι­τού­με­νη γιὰ σχο­λι­κὰ ἐγ­χει­ρί­δια λει­τουρ­γι­κό­τη­τα. Ἡ σύν­τμη­ση αὐ­τὴ τῆς δι­δα­κτέ­ας ὕ­λης φρο­νῶ πὼς πρέ­πει νὰ γί­νη ὄ­χι μό­νο στὰ βι­βλί­α τοῦ Λυ­κεί­ου ἀλ­λὰ καὶ τοῦ Γυ­μνα­σί­ου.

Θὰ προ­σθέ­σω ἐ­πὶ τρο­χά­δην, καὶ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ πε­ρι­λη­φθοῦν στὰ βι­βλί­α Γλώσ­σας τῆς Γ΄ Γυ­μνα­σί­ου καὶ κυ­ρί­ως τοῦ Λυ­κεί­ου καὶ κεί­με­να δο­κι­μια­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, κα­λῶν συγ­γρα­φέ­ων. Ἡ ἐ­πὶ εἰ­κο­σι­πέν­τε χρό­νια πε­ρί­που μο­νο­πώ­λη­ση τοῦ σχο­λι­κοῦ γλωσ­σι­κοῦ χώ­ρου ἀ­πὸ τοὺς δη­μο­σι­ο­γρά­φους –μὲ ὅ­λες τὶς γνω­στὲς συ­νέ­πει­ες στὴ γλώσ­σα τῶν παι­δι­ῶν μας– εἶ­ναι και­ρὸς νὰ κα­ταρ­γη­θῆ. Δι­δά­σκον­ται κεί­με­να πα­ρό­μοι­ας δυ­σκο­λί­ας (καὶ ἀ­ξί­ας) σὲ ὅ­λες τὶς τά­ξεις τοῦ Γυ­μνα­σί­ου καὶ Λυ­κεί­ου. Εἶ­ναι σὰν νὰ δί­δα­σκαν οἱ μα­θη­μα­τι­κοὶ μα­θη­μα­τι­κὰ ἴ­διου ἐ­πι­πέ­δου ἀ­πὸ τὴν Α΄ Γυ­μνα­σί­ου ὡς τὴ Γ΄ Λυ­κεί­ου. Κα­τὰ τὰ ἄλ­λα μι­λοῦ­με γιὰ προ­ο­δευ­τι­κὴ βελ­τί­ω­ση τῶν δο­μῶν τῆς Γλώσ­σας. Μὲ γλωσ­σι­κὰ ἐρ­γα­λεῖ­α ἀ­νε­παρ­κῆ. Ἂν εἶ­ναι δυ­να­τόν! Εἶ­ναι βέ­βαι­ο πώς, ἂν τολ­μή­σουν οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι τὴν προ­τει­νό­με­νη ρή­ξη, τὸ κέρ­δος γιὰ τοὺς μα­θη­τές μας θὰ εἶ­ναι πά­ρα πο­λὺ με­γά­λο.

Πέ­ρα ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τά, εἶ­ναι πλέ­ον, κα­τὰ τὴν τα­πει­νή μου γνώ­μη, ἀ­ναγ­καί­α καὶ μί­α ἀλ­λα­γὴ νο­ο­τρο­πί­ας τῶν φι­λο­λό­γων, ἕ­νας ἀ­πεγ­κλω­βι­σμός τους ἀ­πὸ τὴ λο­γι­κὴ ποὺ ἀ­παι­τεῖ αὐ­στη­ρὴ προ­σκόλ­λη­ση στὸ σχο­λι­κὸ βι­βλίο­ τῆς Γλώσ­σας καὶ μί­α δυ­να­τό­τη­τα ἀ­ξι­ο­ποί­η­σης τῶν σχο­λι­κῶν βι­βλί­ων κα­τὰ τὴν κρί­ση τους ἢ ἀ­κό­μη καὶ χρη­σι­μο­ποί­η­σης δι­δα­κτι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ προ­σω­πι­κῆς τους ἐ­πι­λο­γῆς, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἀ­νάγ­κες τῶν ἑ­κά­στο­τε μα­θη­τῶν τους. Πολ­λοὶ κο­πτό­μα­στε γιὰ τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τοῦ πολ­λα­πλοῦ βι­βλί­ου καὶ γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ νὰ ἐ­πι­λέ­γη κά­πο­τε συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὰ καὶ κά­ποι­ο βι­βλί­ο τῆς προ­σω­πι­κῆς του ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ἐ­πι­λο­γῆς. Στὸ μά­θη­μα τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σας εἶ­ναι μί­α εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­η­θῆ ἡ δυ­να­τό­τη­τα αὐ­τή, κά­τι, ἐ­ξάλ­λου, ποὺ οὕ­τως ἢ ἄλ­λως γι­νό­ταν καὶ πρὸ τοῦ 1989, ποὺ πρω­τομ­πῆ­κε στὸ Λύ­κει­ο ἡ Ἔκ­φρα­ση-Ἔκ­θε­ση (Ἀναλυτικά Προγράμματα Νεοελληνικῆς Γλώσσας γιὰ τὸ Λύκειο, 1999).

Στὰ βι­βλί­α τῆς Γλώσ­σας τῆς Δευ­τε­ρο­βάθ­μιας Ἐκ­παί­δευ­σης συ­ναν­τοῦ­με, ἐ­πί­σης, ἕ­να πλῆ­θος ὅ­ρων οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν γλωσ­σο­λο­γι­κή, κα­τὰ βά­ση, προ­έ­λευ­ση (π.χ. γλωσ­σι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα, κά­θε­τη/ὁ­ρι­ζόν­τια κα­τά­τα­ξη, ἰ­δι­ω­τι­σμός, ὑ­φο­λο­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, γλωσ­σι­κὸ ρε­περ­τό­ριο, ποι­η­τι­κὴ γραμ­μα­τι­κή, πα­ρα­γλωσ­σι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα, ἐ­πι­το­νι­σμός, τε­λε­στι­κὸς λό­γος, λε­κτι­κὸ φώ­νη­μα κ.τ.λ.). Τὸ ζη­τού­με­νό μας, ὅ­μως, δὲν εἶ­ναι νὰ δι­δά­ξου­με γλωσ­σο­λο­γία­ στὸν μα­θη­τὴ οὔ­τε νὰ τοῦ πα­ρά­σχου­με ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς γνώ­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ γλωσ­σι­κὸ φαι­νό­με­νο οὔ­τε νὰ τὸν κα­τα­κλύ­σου­με, ὅ­πως συμ­βαί­νει, μὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴ Γλώσ­σα, ἀλ­λὰ νὰ τὸν βο­η­θή­σου­με νὰ βελ­τι­ώ­ση –κυ­ρί­ως μὲ τὴ συ­νε­χή ἄ­σκη­ση– τὴν ἱ­κα­νό­τη­τά του γιὰ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὴ χρή­ση τοῦ γλωσ­σι­κοῦ κώ­δι­κα.

Καὶ ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βρί­σκε­ται ἡ καρ­διὰ τοῦ προ­βλή­μα­τος. Ἡ συσ­σω­ρευ­μέ­νη ὕ­λη τοῦ γλωσ­σι­κοῦ μα­θή­μα­τος καὶ τὸ ἀ­σα­φὲς (π.χ. πό­σες ἐκ­θέ­σεις ὑ­πο­χρε­οῦν­ται οἱ φι­λό­λο­γοι νὰ βά­ζουν τὰ παι­διὰ νὰ γρά­φουν;) νο­μο­θε­τι­κὸ πλαί­σιο δὲν ἐ­πι­τρέ­πουν τὴν ἄ­σκη­ση τῶν μα­θη­τῶν ὅ­λων τῶν τά­ξε­ων Γυ­μνα­σί­ου καὶ Λυ­κεί­ου στὸ γρα­πτὸ λό­γο σὲ ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κὸ βαθ­μό. Για­τί δὲ νο­μί­ζω νὰ θε­ω­ρῆ κα­νεὶς ἐ­παρ­κῆ ἄ­σκη­ση τὴν ἀ­πάν­τη­ση σὲ κά­ποι­ες γλωσ­σι­κὲς ἀ­σκή­σεις, ὅ­πως γί­νον­ται συ­νή­θως, ἂς μὴ μᾶς δι­α­φεύ­γει, ἄλ­λω­στε, ὅ­τι οἱ γλωσ­σι­κὲς ἀ­σκή­σεις δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν αὐ­το­σκο­πό, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται ὡς ἐρ­γα­λεῖ­α γιὰ τὴ βελ­τί­ω­ση τοῦ προ­φο­ρι­κοῦ καὶ γρα­πτοῦ λό­γου τῶν μα­θη­τῶν μας – ἢ τὴ σύν­τα­ξη μί­ας πα­ρα­γρά­φου ἢ μί­ας σύν­το­μης πε­ρί­λη­ψης. Κι ἂν κά­τι τέ­τοι­ο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ θε­ω­ρη­θῆ ἀρ­κε­τὸ γιὰ τὶς δύ­ο πρῶ­τες τά­ξεις τοῦ Γυ­μνα­σί­ου, φρο­νῶ ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν Τρί­τη τά­ξη τοῦ Γυ­μνα­σί­ου καὶ σὲ ὅ­λες τὶς τά­ξεις τοῦ Λυ­κεί­ου ἀ­παι­τεῖ­ται μί­α ρι­ζι­κὴ ἀλ­λα­γὴ πλεύ­σης. Ὁ κοι­νὸς νοῦς καὶ ἡ ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ πεί­ρα βε­βαι­ώ­νουν ὅ­τι δὲν μπο­ρεῖ νὰ βελ­τι­ω­θῆ ὁ μα­θη­τὴς στὸ λό­γο, ἂν δὲν γρά­φει συ­στη­μα­τι­κὰ καὶ πο­λὺ συ­χνὰ ἕ­ναν ἐ­παρ­κῆ ἀ­ριθ­μὸ γρα­πτῶν δο­κι­μί­ων πλή­ρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­νων καὶ κά­ποι­ας ἔ­κτα­σης, τὰ ὁ­ποί­α ἐν συ­νε­χείᾳ νὰ δι­ορ­θώ­νη μὲ πολ­λὴ ἐ­πι­μέ­λεια ὁ φι­λό­λο­γός του. Ἔ­τσι γι­νό­ταν ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες μέ­χρι καὶ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν Δεσμῶν. Ὅ­ταν προ­έ­κυ­ψαν οἱ Κα­τευ­θύν­σεις στὸ Λύ­κει­ο ἂλλαξε ὁ τρό­πος ἀ­ξι­ο­λό­γη­σης, ἄ­ρα καὶ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σας. Κα­τὰ τὴν τα­πει­νή μου ἄ­πο­ψη, ἡ κα­κο­δαι­μο­νί­α ποὺ πα­ρα­τη­ροῦ­με στὸ μά­θη­μα τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σας τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια ὀ­φεί­λε­ται πρω­τί­στως στὴν  πε­ρι­φρό­νη­ση αὐ­τῆς τῆς ἁ­πλού­στα­της λο­γι­κῆς. Θε­ω­ρῶ ὡς ζή­τη­μα ἀ­πό­λυ­της προ­τε­ραι­ό­τη­τας νὰ ἐ­πι­λυ­θῆ τὸ σο­βα­ρό­τα­το αὐ­τὸ πρό­βλη­μα.

Ὅ­σο γιὰ τὰ Ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πρω­τό­τυ­πο –ποὺ ἡ γνώ­ση τους θὰ συν­τε­λοῦ­σε τὰ μέ­γι­στα στὴν πρό­ο­δο καὶ βελ­τί­ω­ση τῶν μα­θη­τῶν καὶ στὴ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Γλώσ­σα– στὸ μὲν Λύ­κει­ο, ὡς γνω­στόν, ἕ­νας μι­κρὸς μό­νον ἀ­ριθ­μὸς μα­θη­τῶν –αὐ­τῶν τῆς Θε­ω­ρη­τι­κῆς Κα­τεύ­θυν­σης– ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται, κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κη, –ὅ­σο ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται– στὴ δι­δα­σκα­λί­α τους. Οἱ τῶν ἄλ­λων κα­τευ­θύν­σε­ων ἀ­δι­α­φο­ροῦν παν­τε­λῶς γιὰ τὸ μά­θη­μα, ὅ­πως, κα­τὰ κα­νό­να, ἀ­δι­α­φο­ροῦν καὶ γιὰ ὅ­λα τὰ μα­θή­μα­τα Γε­νι­κῆς Παι­δεί­ας τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν ἐ­ξε­τά­ζον­ται στὴ Γ΄ Λυ­κεί­ου Πα­νελ­λη­νί­ως, ἀλ­λὰ σὲ ἐν­δο­σχο­λι­κὲς ἐ­ξε­τά­σεις.

Ἂν δὲν τὸ γνω­ρί­ζουν κά­ποι­οι –θὰ τὸ πῶ πο­λὺ ἁ­πλου­στευ­τι­κὰ– στὸ μά­θη­μα τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν τοῦ Λυ­κεί­ου, ἕ­νας μα­θη­τής, ἐ­φ᾿ ὅ­σον ἔ­χει ἄ­ρι­στα στὴν προ­φο­ρι­κή του βαθ­μο­λο­γί­α, μὲ τὸ ἰ­σχῦ­ον ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὸ σύ­στη­μα μπο­ρεῖ νὰ βγά­λη μέ­σο ἐ­τή­σιο ὄ­ρο βαθμούς, γρα­πτῶς καὶ προ­φο­ρι­κῶς,καὶ πά­λι ἄ­ρι­στα, ἔ­στω κι ἂν ἀ­γνο­εῖ παν­τε­λῶς τὴ γραμ­μα­τι­κὴ καὶ τὸ συν­τα­κτι­κό τῆς Ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς, ἀ­γνο­εῖ δη­λα­δὴ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὰ Ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κά!

Ὅ­μως ἡ ἀ­ξί­α τῆς γλώσ­σας μας –τό­σο ὡς φο­ρέ­ως ἑ­νὸς ἀ­νυ­πέρ­βλη­του πο­λι­τι­σμοῦ, ὅ­σο καὶ ὡς βα­σι­κοῦ συ­στα­τι­κοῦ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ αὐ­τοῦ, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­τα­ξί­α της– ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται δι­ε­θνῶς ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ οἱ δη­λώ­σεις τῶν ξέ­νων εἰ­δι­κῶν γιὰ τὴ χρη­σι­μό­τη­τά της, ἰ­δι­αί­τε­ρα στὸ χῶ­ρο τῆς πλη­ρο­φο­ρι­κῆς, μᾶς ἐκ­πλήσ­σουν. Οἱ ἠ­λε­κτρο­νι­κοὶ ὑ­πο­λο­γι­στὲς θε­ω­ροῦν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα «μὴ ὁ­ρια­κή», ὅ­τι δη­λα­δὴ μό­νον σὲ αὐ­τὴν δὲν ὑ­πάρ­χουν ὅ­ρια καὶ γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α στὶς νέ­ες ἐ­πι­στῆ­μες, ὅ­πως ἡ Πλη­ρο­φο­ρι­κή, ἡ Ἠ­λε­κτρο­νι­κή, ἡ Κυ­βερ­νη­τι­κὴ καὶ ἄλ­λες. Αὐ­τὲς οἱ ἐ­πι­στῆ­μες μό­νο στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα βρί­σκουν τὶς νο­η­τι­κὲς ἐκ­φρά­σεις, ποὺ χρει­ά­ζον­ται, χω­ρὶς αὐ­τὲς ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ σκέ­ψη ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ προ­χω­ρή­ση. Γνω­στὸ εἶ­ναι ἐ­πί­σης ὅ­τι Δυ­τι­κοὶ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες προ­τρέ­πουν τὰ ἀ­νώ­τε­ρα στε­λέ­χη τους νὰ μά­θουν Ἀρ­χαῖα Ἑλ­λη­νι­κά, ἐ­πει­δὴ αὐ­τὰ πε­ρι­έ­χουν μί­α ξε­χω­ρι­στὴ ση­μα­σί­α γιὰ τοὺς το­μεῖς ὀρ­γα­νώ­σε­ως καὶ δι­α­χει­ρί­σε­ως ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων.

Ἂς προσθέσω καὶ λίγες σκέψεις γιὰ τὸ Γυμνάσιο.

Γιὰ τὰ Ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πρω­τό­τυ­πο, στὸ Γυ­μνά­σιο, θε­ω­ρῶ ὡς γε­γο­νὸς πρω­ταρ­χι­κῆς ση­μα­σί­ας τὴν ὀρ­θὴ ἐ­πι­λο­γὴ τῶν πλέ­ον κα­τάλ­λη­λων γιὰ τὴν κά­θε τά­ξη κει­μέ­νων. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γιὰ τὸ Γυ­μνά­σιο ὁ κοι­νὸς νοῦς ἀ­παι­τεῖ τὰ κεί­με­να νὰ εἶ­ναι μί­ας κλι­μα­κού­με­νης δυ­σκο­λί­ας καὶ πάν­τως σχε­τι­κὰ εὔ­κο­λα. Γι᾿ αὐ­τό, ἄλ­λω­στε, προ­βλέ­πε­ται καὶ ἡ δι­α­σκευ­ή τους, ὅ­που ἀ­παι­τεῖ­ται. Τὰ ἀ­κα­τάλ­λη­λα ἢ δύ­σκο­λα κεί­με­να ἀ­πο­δυ­να­μώ­νουν κά­θε φι­λό­τι­μη προ­σπά­θεια τῶν δι­δα­σκόν­των νὰ κα­τα­στή­σουν τὸ μά­θη­μα ἁ­πλὸ καὶ ἑλ­κυ­στι­κό. Προ­σω­πι­κὰ θε­ω­ρῶ πὼς εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­το νὰ ὑ­πάρ­χουν στὰ βι­βλί­α τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν τοῦ Γυ­μνα­σί­ου κεί­με­να γιὰ τὴν πλή­ρη κα­τα­νό­η­ση καὶ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α, τῶν ὁ­ποί­ων ὁ φι­λό­λο­γος νοι­ώ­θει τὴν ἀ­νάγ­κη βο­η­θή­μα­τος ἢ ἔ­στω λε­ξι­κοῦ. Εἶ­ναι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, πέ­ρα ἀ­πὸ κά­θε λο­γι­κὴ αὐ­τό, ποὺ πρό­σφα­τα συ­νέ­βη –καὶ βε­βαί­ως δὲν ἴ­σχυ­σε– νὰ προ­τεί­νη κά­ποι­α συγ­γρα­φι­κὴ ὁ­μά­δα τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν ἀ­πὸ τὸ πρω­τό­τυ­πο τῆς Β΄ Γυ­μνα­σί­ου στὴν 3η κι­ό­λας ἑ­νό­τη­τα νὰ ὑ­πάρ­χη πρὸς δι­δα­σκα­λί­α κεί­με­νο τοῦ πλα­τω­νι­κοῦ Πρω­τα­γό­ρα, τὸ ὁ­ποῖ­ο, μά­λι­στα, κα­λύ­πτει δύ­ο ὁ­λό­κλη­ρες ἑ­νό­τη­τες (τὴν 2η καὶ τὴν 3η) τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν Θε­ω­ρη­τι­κῆς Κα­τεύ­θυν­σης τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου. Οὔ­τε, ὅ­μως, τὰ κεί­με­να τοῦ Λυ­κεί­ου ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ εἶ­ναι πά­ρα πο­λὺ δύ­σκο­λα, ὅ­πως εἶ­ναι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὰ κεί­με­να τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν Λυ­ρι­κῶν τῆς Β΄ Λυ­κεί­ου. Ἀ­πὸ τοὺς Λυ­ρι­κοὺς φρο­νῶ πὼς εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ ἡ δι­δα­σκα­λί­α κά­ποι­ων ἐ­πι­γραμ­μά­των.

Σή­με­ρα εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι πὼς ἡ γλῶσ­σα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἕ­να πι­στὸ κα­θρέ­πτι­σμα τῆς ὁ­μι­λού­με­νης κοι­νῆς τοῦ ἑλ­λη­νι­στι­κοῦ κό­σμου τῆς ἐ­πο­χῆς της. Εἶ­ναι πο­λὺ ἁ­πλή, κα­τα­νο­η­τὴ –ἰ­δί­ως τὰ Εὐ­αγ­γέ­λια– καὶ θε­ω­ρῶ βέ­βαι­ο πὼς ἡ γνώ­ση τῆς προ­ά­γει παν­τοι­ο­τρό­πως τὴ γνώ­ση τῆς ση­με­ρι­νῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας. Φρο­νῶ λοι­πὸν ὅ­τι γιὰ τὶς τρεῖς τά­ξεις τοῦ Γυ­μνα­σί­ου θὰ ἦ­ταν μί­α θαυ­μά­σια ἰ­δέ­α νὰ ἐ­πι­λε­γοῦν πρὸς δι­δα­σκα­λί­α κεί­με­να κλι­μα­κού­με­νης δυ­σκο­λί­ας τῆς Κοι­νῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς, μί­ας γλώσ­σας ποὺ γρά­φτη­κε καὶ μι­λή­θη­κε γιὰ τε­τρα­πλά­σια πε­ρί­που χρο­νι­κὴ διά­ρκεια ἀ­πὸ ὅ,τι ἡ Ἀτ­τι­κή, μὲ προ­τε­ραι­ό­τη­τα σὲ κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λὰ καὶ Ἑλ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Πλού­ταρ­χος καὶ ὁ Πο­λύ­βιος, ἁ­πλὰ καὶ ἑλ­κυ­στι­κά. Αὐ­τὰ θε­ω­ροῦν­ται πο­λὺ προ­σι­τὰ στοὺς μι­κροὺς μα­θη­τές, δι­ό­τι τὰ κα­τα­νο­οῦν πο­λὺ-πο­λὺ εὔ­κο­λα, ἀλ­λὰ καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται ἄ­ρι­στα στοὺς εὐ­ρύ­τε­ρους παι­δα­γω­γι­κοὺς στό­χους τοῦ μα­θή­μα­τος, καὶ φυ­σι­κά τούς κα­ταρ­τί­ζουν θαυ­μά­σια στὸν Νε­ο­ελ­λη­νι­κὸ λό­γο. Ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς δι­δα­χθοῦν κα­λὰ καὶ μὲ ἐ­πάρ­κεια κει­μέ­νων –στὸ Γυ­μνά­σιο– τὴν Ἑλ­λη­νι­στι­κὴ Κοι­νή, πο­λὺ εὐ­κο­λώτε­ρα θὰ κα­τα­νο­ή­σουν ἐν συ­νεχείᾳ στὸ Λύ­κει­ο δυ­σκο­λώ­τερα κεί­με­να, π.χ. τοῦ «με­τρη­μέ­νου» Ἀτ­τι­κι­στή Ἀρ­ρια­νοῦ ἢ τῶν με­γά­λων μας κλα­σσι­κῶν τῆς Ἀτ­τι­κῆς δι­α­λέ­κτου.

Ὅ­μως, ὁ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πῶν ἀ­πὸ τὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση εἶ­ναι ὁ Βυ­ζαν­τι­νὸς λό­γος. Ἕ­νας δυ­να­μι­κὸς ἑλ­λη­νι­κὸς λό­γος, κα­θη­με­ρι­νός, σὲ ἐ­πί­ση­μα καὶ ἀ­νε­πί­ση­μα κεί­με­να, προ­φο­ρι­κὸς ἀλ­λὰ κα­τα­γε­γραμ­μέ­νος καὶ γρα­πτός, π.χ. ἀ­κρι­τι­κὰ τρα­γού­δια, κά­θε εἴ­δους, ποι­η­τι­κὸς καὶ πε­ζὸς, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸς καὶ διδακτικός, δυ­να­μι­κὰ δι­ά­χυ­τος, μέ­σα στὰ ἀ­χα­νῆ γε­ω­γρα­φι­κὰ καὶ χρο­νι­κὰ ὅ­ρια τῶν 1123 ἐ­τῶν τῆς πα­νέ­μορ­φης, πο­λυ­ζή­λευ­της καὶ ἀ­κα­τά­βλη­της Ἑλ­λη­νι­κῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης. Ἂν ἐξαι­ρε­θοῦν κά­ποι­ες ἐ­λά­χι­στες στιγ­μὲς τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν σὲ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α Νέ­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν καὶ Θρη­σκευ­τι­κῶν κά­ποι­α κεί­με­νά της, τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι βέ­βαι­ο καὶ ὅ­τι δι­δά­χθη­καν, ἡ πλου­σι­ό­τα­τη Βυ­ζαν­τι­νὴ γραμ­μα­τεία­ εἶ­ναι ἡ μό­νι­μα καὶ ἐκ­κω­φαν­τι­κὰ ἀ­ποῦ­σα ἀ­πὸ τὰ σχο­λεῖ­α μας. Ἂν ἐ­ξαι­ρε­θοῦν κά­ποι­οι ἐν­τε­λῶς εἰ­δι­κοὶ πό­σοι ἀ­πὸ μᾶς –μὲ τὸ χέ­ρι στὴν καρ­διὰ– θὰ βε­βαί­ω­ναν ὅ­τι ἔ­χουν δι­α­βά­σει κεί­με­να –θὰ κά­νω μί­α τυ­χαῖ­α ἀ­πα­ρίθ­μη­ση– τοῦ Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου, τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης, τοῦ  Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, τοῦ Φω­τί­ου, τοῦ Ἀν­δρέ­ου Κρή­της, τοῦ Μι­χα­ὴλ Ψελ­λοῦ, τοῦ Ρω­μα­νοῦ τοῦ Με­λω­δοῦ, τοῦ Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Εὐ­στα­θί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης, τοῦ Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ; Κι ὅ­μως ὅ­λοι αὐ­τοὶ καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι ὑ­πῆρ­ξαν κο­ρυ­φαῖ­οι καὶ πρω­το­πό­ροι δι­α­νο­ού­με­νοι ἐ­πι­στή­μο­νες καὶ ποι­η­τές.

Ὅ­μως τὰ κεί­με­να τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς γραμ­μα­τεί­ας προ­σφέ­ρον­ται καὶ αὐ­τὰ γιὰ μί­α πε­ρι­ή­γη­ση τῶν μα­θη­τῶν στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δι­α­δρο­μὴ τῆς γλώσ­σας μας. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο χρή­σι­μο εἶ­ναι νὰ προ­σεγ­γί­σου­με τὰ κεί­με­να αὐ­τά, γιὰ νὰ δεί­ξου­με στὰ παι­διὰ πὼς τὸ νά­μα τῆς Ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς Παι­δεί­ας καὶ τοῦ Ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ λό­γου δὲν στέ­ρε­ψε στοὺς κα­το­πι­νοὺς αἰ­ῶ­νες ἀλ­λὰ ἔ­με­νε πάν­τα ζω­ο­γό­νο κὰ δη­μι­ουρ­γι­κό. Ὁ λό­γος τους εἶ­ναι ἐ­ξαί­σιος καὶ πολ­λα­πλὰ ὠ­φέ­λι­μος γιὰ τοὺς ση­με­ρι­νοὺς μα­θη­τές, γιὰ ὅ­λους τούς Ἕλ­λη­νες.

 

Κεί­με­να τῆς κα­θα­ρεύ­ου­σας

Πρὸς Θε­οῦ! Δὲν θὰ θί­ξου­με τὸ γλωσ­σι­κὸ ζή­τη­μα, λυ­μέ­νο οὕ­τως ἢ ἄλ­λως τε­λε­σί­δι­κα πο­λὺν και­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ τὴ νο­μο­θε­τι­κὴ ρύθ­μι­σή του. Μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ ὅ­μως πο­λὺ τὸ γε­γο­νὸς πὼς οἱ μα­θη­τές μας –στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους– ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν πλή­ρως κεί­με­να τῆς κα­θα­ρεύ­ου­σας. Ὅ­μως στὴν κα­θα­ρεύ­ου­σα εἶ­ναι γραμ­μέ­να χι­λιά­δες ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα –ὅ­λων τῶν ἐ­πι­στη­μῶν, ἕ­να πραγ­μα­τι­κὸ θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο γνώ­σης– καὶ χι­λιά­δες σε­λί­δες λο­γο­τε­χνι­κῶν βι­βλί­ων. Νὰ με­τα­φρα­σθοῦν; Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον. Νὰ ἀ­γνο­η­θοῦν; Δὲν πρέ­πει. Θλί­βο­μαι καὶ μό­νον στὴν ἰ­δέ­α ὅ­τι ὁ Πα­πα­δι­α­μάν­της ὁ­δεύ­ει πρὸς κα­τάρ­γη­ση. Καί, λοι­πόν, τί θὰ γί­νη; Νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν οἱ ἁρ­μό­διοι –οἱ ἐν­τέ­λει ἁρ­μό­διοι, μί­α καὶ αὐ­τοὶ ἀ­πο­φα­σί­ζουν γιὰ ὅ­λα μας τὰ μι­κρὰ ἢ τὰ με­γά­λα ζη­τή­μα­τα, δη­λα­δὴ οἱ πο­λι­τι­κοὶ– νὰ ρυθ­μί­σουν, λοι­πόν, μὲ θάρ­ρος, ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα καὶ ἐν­τι­μό­τη­τα τὸ πρό­βλη­μα. Μί­α πρό­χει­ρη καὶ εὔ­κο­λη λύ­ση θὰ ἦ­ταν νὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ταν μέ­σα στὰ κεί­με­να τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας ὅ­λων τῶν τά­ξε­ων Γυ­μνα­σί­ου καὶ Λυ­κεί­ου κεί­με­να τῆς κα­θα­ρεύ­ου­σας –ἁ­πλού­στε­ρα ἢ δυ­σκο­λώτερα, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν τά­ξη– ὄ­χι μό­νον λο­γο­τε­χνι­κά, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ (οἱ νέ­οι ἐ­πι­στή­μο­νες πρέ­πει νὰ ἀ­να­τρέ­χουν μὲ εὐ­κο­λί­α στοὺς πα­λαι­ό­τε­ρους). Ἐ­πει­δὴ οἱ κα­θη­γη­τὲς στὸ μά­θη­μα συ­νή­θως ἐ­πι­λέ­γουν νὰ δι­δά­ξουν κα­τὰ τὴν κρί­ση τους ἕ­ναν πο­λὺ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο, τε­λι­κά, ἀ­ριθ­μὸ κει­μέ­νων, σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὸν με­γά­λο ἀ­ριθ­μὸ ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὰ βι­βλί­α τῶν Νέ­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν, μὲ συ­νέ­πεια νὰ εἶ­ναι κά­πο­τε ἐν­δε­χό­με­νο νὰ μὴν δι­δά­σκον­ται κά­ποι­οι μα­θη­τὲς κα­νέ­να κεί­με­νο τῆς κα­θα­ρεύ­ου­σας, γι᾿ αὐ­τὸ τὸ Παι­δα­γω­γι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το ἢ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Παι­δεί­ας ἂς ὁ­ρί­ζουν ὡς ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὴ τὴ δι­δα­σκα­λί­α κά­ποι­ων –ἔ­στω καὶ ἐ­λά­χι­στων– τέ­τοι­ων κει­μέ­νων.

     Θὰ ἦ­ταν κρί­μα νὰ χα­θῆ ὁ Κάλ­βος ἢ ὁ Βι­ζυ­η­νός. Θὰ ἐ­πρό­κει­το γιὰ ἀ­τό­πη­μα τε­ρα­στί­ου με­γέ­θους νὰ κα­ταρ­γή­σου­με στὴν πρά­ξη τὸν γλυ­κύ­τα­το Ἀ­λέ­ξαν­δρο Πα­πα­δι­α­μάν­τη! Θὰ ἦ­ταν σὰν νὰ ἀ­πεμ­πο­λού­σα­με οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἡ δι­και­ο­λο­γί­α ὁ­ρι­σμέ­νων πὼς δὲν δι­δά­σκουν κά­ποι­α, ἔ­στω, ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να αὐ­τά, δι­ό­τι εἶ­ναι δυσ­νό­η­τα ἢ μὴ ἐ­πι­θυ­μη­τὰ ἀ­πὸ τὰ παι­διά, εἶ­ναι ἀ­βά­σι­μη. Τρεῖς, τοὐ­λά­χι­στον, φο­ρὲς τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια μοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ μι­λή­σω ὡς Σχο­λι­κὸς Σύμ­βου­λος σὲ μα­θη­τὲς γιὰ τὸν Πα­πα­δι­α­μάν­τη –ὡς κα­θη­γη­τὴς τὸν δί­δα­σκα συ­στη­μα­τι­κό­τα­τα– ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ εὐ­γε­νι­κὴ πρό­σκλη­ση συ­να­δέλ­φων. Τὶς δύ­ο μά­λι­στα φο­ρὲς σὲ μα­θη­τὲς τῶν Τ.Ε.Ε. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα, ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χη πα­ρὰ τὰ κεί­με­να τῆς κα­θα­ρεύ­ου­σας. Ὅ­μως οἱ φι­λό­λο­γοί τους τοὺς εἶ­χαν δι­δά­ξει μὲ πολ­λὴ ἀ­γά­πη τὸν κο­ρυ­φαῖ­ο Ἕλ­λη­να λο­γο­τέ­χνη. Ἂς ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὸ ὅ­λο ζή­τη­μα χω­ρὶς πιὰ προ­κα­τα­λή­ψεις ἀλ­λὰ μὲ εὑ­ρύ­τη­τα πνεύ­μα­τος, μὲ με­γά­λη καρ­διὰ καὶ μὲ τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἔ­τσι συμ­βάλ­λου­με κα­θο­ρι­στι­κὰ στὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ βέ­βαι­η πρό­ο­δο τῶν μα­θη­τῶν μας στὸν σύγ­χρο­νο Νε­ο­ελ­λη­νι­κὸ λό­γο.

     Πολυτονικό – Μονοτονικό

Προ­βλη­μα­τί­σθη­κα πο­λὺ ἂν ἔ­πρε­πε νὰ θί­ξω τὸ ἀ­καν­θῶ­δες ζή­τη­μα τῆς ἀν­τι­κα­τά­στα­σης τοῦ πο­λυ­το­νι­κοῦ ὀρ­θο­γρα­φι­κοῦ συ­στή­μα­τος ἀ­πὸ τὸ μο­νο­το­νι­κό. Ὀ­φεί­λω μὲ ἐν­τι­μό­τη­τα νὰ πῶ ὅ­τι δὲν ἔ­γρα­φα στὰ ὑ­πη­ρε­σια­κά μου ἔγ­γρα­φα μὲ ξε­χω­ρι­στὴ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὴν ἐκ­δο­χὴ τοῦ μο­νο­το­νι­κοῦ, ποὺ ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ (Π.Δ. 297/1982), οὔ­τε καὶ πι­στεύ­ω ὅ­τι ἡ ἁ­πλού­στευ­ση αὐ­τὴ προ­σέ­φε­ρε πο­λύ­τι­μο χρό­νο στὴν Ἐ­θνι­κή μας οἰ­κο­νο­μί­α ἢ ὅ­τι ἀ­πάλ­λα­ξε τὸν μα­θη­τό­κο­σμο ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­σή­κω­το γνω­στι­κὸ φορ­τί­ο –ὅ­πως τὰ χρό­νια τῆς ἐ­πι­βο­λῆς πού κα­τὰ κό­ρον λε­γό­ταν καὶ γρα­φό­ταν (στὰ ἰ­δι­ω­τι­κά μου κεί­με­να ἔ­γρα­φα καὶ γρά­φω σὲ πα­ρα­δο­σια­κὸ πο­λυ­το­νι­κό). Ἔ­νοιω­θα, ἐ­πί­σης, πο­λὺ ἀ­μή­χα­να ὡς φι­λό­λο­γος, ὅ­ταν στὶς Πα­νελ­λή­νι­ες, ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἐ­ξε­τά­σεις ὁ­ρι­σμέ­νοι συ­νά­δελ­φοι ὑ­πο­γράμ­μι­ζαν ἔν­το­να κά­ποι­ους ἀ­συ­νεί­δη­τα, συ­νή­θως, το­πο­θε­τη­μέ­νους τό­νους καὶ δι­ε­ρω­τών­ταν πό­σες μο­νά­δες θὰ ἔ­πρε­πε τά­χα νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν ἀ­πὸ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο γρα­πτό. Κι ἂν ἤ­μα­σταν οἱ φι­λό­λο­γοι εἰ­λι­κρι­νεῖς, νο­μί­ζω πὼς ὅ­λοι θὰ ὁ­μο­λο­γού­σα­με πὼς πο­λὺ συ­χνὰ κι ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι –οἱ μα­θη­τὲς μας σί­γου­ρα– δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με μὲ τὴν πρώ­τη –βι­α­στι­κὴ ἰ­δί­ως– μα­τιὰ κά­ποι­ες μο­νο­σύλ­λα­βες λέ­ξεις. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, οἱ λέ­ξεις «τοῦ, τῆς, τό, τὸν, τὴν, τοὺς, τὶς» δὲν φαί­νον­ται ἀ­μέ­σως ἂν εἶ­ναι ἄρ­θρα ἢ προ­σω­πι­κὲς ἀν­τω­νυ­μί­ες, τὸ «ποὺ» ἂν εἶ­ναι αἰ­τι­ο­λο­γι­κὸ ἢ ἀ­να­φο­ρι­κό, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἄ­το­νο, ἢ το­πι­κὸ –ἐ­ρω­τη­μα­τι­κό, ποῦ θὰ πρέ­πη νὰ το­νι­σθῆ, τὸ «πὼς» ἂν εἶ­ναι εἰ­δι­κὸ (ἄ­το­νο) ἢ τρο­πι­κὸ– ἐ­ρω­τη­μα­τι­κό, ὅ­πο­τε χρει­ά­ζε­ται τό­νο, τὸ «τοῦ» ἂν εἶ­ναι προ­σω­πι­κὴ ἢ κτη­τι­κὴ ἀν­τω­νυ­μί­α…

Ὁ προ­ψυ­χα­ρι­κὸς Δη­μο­τι­κι­στὴς Δη­μή­τριος Κα­ταρ­τζῆς (Γραμ­μα­τι­κή τῆς Ρω­μαί­ϊ­κης γλώσ­σας, Ἑρ­μῆς, σελ. 249, 1788-1793) ἔ­βρι­σκε πὼς «Οἱ τό­ν᾿  εἶ­ν᾿ ἕ­να τέν­τω­μα τῆς συλ­λα­βῆς κα­τὰ τὸ ὕ­ψος τῆς φω­νῆς της … ἤ­γουν ἐ­κεῖ ποὺ ᾿ναι τὸ τέν­τω­μα δυ­να­τό, ἡ ὀ­ξεί­α, ἐ­κεῖ ποὺ ᾿ναι μα­λα­κό, ἡ βα­ρεῖ­α, ἐ­κεῖ ποὺ ᾿ναι με­ση­ό, ἡ πε­ρι­σπω­μέ­νη». Ἐ­κεῖ­νο, ὅ­μως, ποὺ εἶ­ναι βέ­βαι­ο εἶ­ναι πὼς τὸ μο­νο­το­νι­κὸ ἐ­πι­βλή­θη­κε αὐ­θαί­ρε­τα ἐν μιᾷ νυ­κτὶ (11 πρὸς 12 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1982, ὡς τρο­πο­λο­γί­α σ᾿ ἕ­να ἄ­σχε­το ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση στὴ Βου­λὴ Νο­μο­σχέ­διο γιὰ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν εἰ­σα­γω­γι­κῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων γιὰ τὰ Λύ­κεια) κα­ταρ­γών­τας βι­α­στι­κὰ μί­α πα­ρά­δο­ση πολ­λῶν αἰ­ώ­νων. Ἐ­πρό­κει­το γιὰ ἕ­ναν κρα­τι­κὸ ἐ­ξα­ναγ­κα­σμὸ σὲ Δη­μό­σιο ἐ­πί­πε­δο, ποὺ ὅ­μως εἶ­χε, κα­τ᾿  ἀ­νάγ­κη, ἀν­τί­κτυ­πο καὶ σὲ κα­θη­με­ρι­νὸ δι­α­προ­σω­πι­κὸ ἢ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Κα­τὰ τὴν προ­σω­πι­κή μου ἐ­κτί­μη­ση, τὸ μο­νο­το­νι­κὸ ἐ­πι­βλή­θη­κε χω­ρὶς ση­μαν­τι­κὲς ἀν­τι­δρά­σεις, δι­ό­τι συ­ναρ­τή­θη­κε στε­νὰ μὲ τὴ νο­μο­θε­τι­κὴ κα­θι­έ­ρω­ση τῆς Δη­μο­τι­κῆς ὡς ἐ­πί­ση­μης γλώσ­σας τοῦ κρά­τους (1976). Ὅ­μως, ἐ­νῶ ἡ τυ­πι­κὴ κα­το­χύ­ρω­ση τῆς Δη­μο­τι­κῆς ἦλ­θε ὡς ἀ­να­γνώ­ρι­ση μί­ας ἰ­σχύ­ου­σας καὶ πα­γι­ω­μέ­νης ἀ­πὸ χρό­νια πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, τὸ μο­νο­το­νι­κὸ ἐ­πι­βλή­θη­κε ξαφ­νι­κὰ καὶ ἄ­νω­θεν. Ἴ­σως στὸ μέλ­λον ἡ γνώ­ση τοῦ πο­λυ­το­νι­κοῦ ἀ­πο­δει­χθεῖ σπου­δαῖ­ο προ­σὸν (βλ. Η/Υ), θὰ εἶ­ναι ὅ­μως ἄ­γνω­στο στοὺς πολ­λοὺς Ἕλ­λη­νες.

Πάν­τως, σή­με­ρα, τὰ Ἑλ­λη­νό­που­λα ὑ­πο­χρε­οῦν­ται νὰ μα­θαί­νουν ἀ­πὸ τοὺς Δυ­τι­κο­ευ­ρω­παί­ους, ὅ­τι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἡ λέ­ξη Ἱ­στο­ρί­α ἔ­παιρ­νε κά­πο­τε δα­σεῖα (history) ἢ ἀ­πὸ τοὺς Βουλ­γά­ρους ὅ­τι οἱ ἑλ­λη­νι­κὲς λέ­ξεις Αἷ­μος καὶ Ἕ­βρος κά­πο­τε δα­σύ­νον­ταν, μί­α καὶ αὐ­τοὶ καὶ σή­με­ρα προ­φέ­ρουν Χαῖ­μος καὶ Χέ­βρος.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τὸ 480 π.Χ. στὶς Θερ­μο­πύ­λες μα­ζὶ μὲ τοὺς 300 τοῦ Λε­ω­νί­δα καὶ τοὺς 700 Θε­σπι­εῖς σκο­τώ­θη­κε πο­λε­μών­τας καὶ ἕ­νας μάν­της: Ὁ Με­γι­στί­ας. Στὴν Πα­λα­τι­νὴ Ἀν­θο­λο­γί­α βρί­σκε­ται ἕ­να ἐ­πι­τύμ­βιο ἐ­πί­γραμ­μα ποὺ ἔ­γρα­ψε πρὸς τι­μὴν τοῦ μάν­τη ὁ Σι­μω­νί­δης ὁ Κεῖ­ος, ποὺ εἶ­χε μα­ζί του δε­σμὸ φι­λο­ξε­νί­ας. Τὸ ἐ­πί­γραμ­μα τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει καὶ ὁ Ἡ­ρό­δο­τος:

 

«Μνῆ­μα τό­δε κλει­νεῖ­ο Με­γι­στί­ου, ὅν πό­τε Μῆ­δοι

Σπερ­χει­ὸν πο­τα­μὸν κτεῖναν ἀ­μει­ψά­με­νοι,

Μάν­τιος, ὃς τό­τε κή­ρας ἐ­περ­χο­μέ­νας σά­φα εἰ­δῶς

Οὐκ ἔ­τλη Σπάρ­τας ἡ­γε­μό­νας προ­λι­πεῖν»

(: «Αὐ­τὸ ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ μνῆ­μα τοῦ ἔν­δο­ξου Με­γι­στί­α, ποὺ τὸν σκό­τω­σαν οἱ Μῆ­δοι, ὅ­ταν πέ­ρα­σαν τὸν Σπερ­χει­ὸ πο­τα­μό, ἐ­κεῖ­νον τὸν μάν­τη, πού, ἂν γνώ­ρι­ζε τό­τε πο­λὺ κα­λὰ πὼς ἔρ­χε­ται ὁ θά­να­τος, δὲν βά­στα­ξε ἡ καρ­διά του νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψη τοὺς ἀρ­χη­γοὺς τῆς Σπάρ­της»).

(Σι­μω­νί­δης ὁ Κεῖ­ος, Πα­λα­τι­νὴ Ἀν­θο­λο­γί­α).

Ἡ καρ­διὰ τοῦ μάν­τη «οὐκ ἔ­τλη προ­λι­πεῖν». Τί ὡ­ραῖ­ο ρῆ­μα! Προ­δί­δει βα­θύ­τα­το αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­νης ἑ­νὸς πνευ­μα­τι­κοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν ἦ­ταν, ὡς μάν­της, ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ πε­θά­νη.

 

Πολλοί, σή­με­ρα, στο­χεύ­ουν στὴν ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, τοῦ Γέ­νους μας, τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης. Στὸ στό­χα­στρό τους καὶ ἡ γλῶσ­σα μας.

Ὅ­μως, ἕ­να εἶ­ναι βέ­βαι­ο. Ὅ­τι Με­γι­στί­ες καὶ σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν καὶ θὰ συ­νε­χί­σουν νὰ ὑ­πάρ­χουν. Ἄλ­λοι δυ­να­μι­κό­τε­ροι καὶ ἄλ­λοι σι­ω­πη­λοί. Καὶ θὰ ἀ­να­δει­χθοῦν κι ἄλ­λοι, ποὺ δὲν θὰ βα­στά­ζη ἡ καρ­διὰ τους ν᾿ ἀ­φή­σουν τὴν Ἑλ­λά­δα νὰ σβή­ση, τὴ γλῶσ­σα μας νὰ φυλ­λορ­ρο­ή­ση. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ εἶ­ναι μα­ζί μας. Ἀρ­κεῖ ν᾿ ἀ­γα­ποῦ­με ὡς τὰ κα­τά­βα­θα τῆς ψυ­χῆς μας καὶ μὲ ἀ­νι­δι­ο­τέ­λεια τὴν Πα­τρί­δα μας καὶ νὰ ζοῦ­με μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ με­τά­νοι­α!

Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!   

 

 

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα