ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ, ΜΕΤΑΛΑΣΣΕΤΑΙ Ή ΑΠΛΑ ΠΑΡΑΚΜΑΖΕΙ;

 

PARAKMHΚάποια ἐρωτήματα γιά τή ζωή καί τόν θάνατο,

 

ἐν ὄψει τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς.

 

 

 

Μέ τή θέα τοῦ Πάσχα πολύ κοντά, ἡ ἐποχή εἶναι ἡ πιό κατάλληλη γιά

 

σκέψεις πάνω στή ζωή καί στόν θάνατο, ἀκόμη κι ἄν τόν ὑπόλοιπο

 

καιρό αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ σκέψεις «θάβονται» στό ὑποσυνείδητό μας.

 

Στόν προβληματισμό μας αὐτόν βοηθοῦν καί τά πολλά ἐπιστημονικά

 

ἀνακοινωθέντα πού ἔχουν ἔρθει αὐτόν τόν καιρό στή δημοσιότητα,

 

κομπάζοντας γιά τήν «πρόοδο» τῆς ἐπιστήμης. Ἔτσι, σκέψεις καί

 

ἀναγνώσματα δέν καταλήγουν πουθενά ἀλλοῦ, παρά σ’ ἕναν ἀτέλειωτο

 

κατάλογο μέ ἐρωτηματικά καί ἐκκρεμότητες στά ὁποῖα κανείς δέν

 

μοιάζει διατεθειμένος νά μᾶς δώσει σαφεῖς καί πειστικές ἀπαντήσεις.

 

Κι ἄς κάνω ἀρχή ἀπό τή γέννηση τῆς ζωῆς. Νεώτερη ἰατρική ἀνακοί­

 

νωση προειδοποιεῖ ὅτι τά ἔμβρυα πού συλλαμβάνονται μέ τεχνητή γονι­

 

μοποίηση, ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς, θά ἔχουν τό DNA δύο μητέρων καί

 

ἑνός πατέρα. Κι αὐτό –ὑποτίθεται– ὅτι προφυλάσσει ἀπό μελλοντικές

 

ἀσθένειες τοῦ μιτοχονδριακοῦ DNA, τό ὁποῖο κληροδοτεῖται μόνο ἀπό

 

τήν πλευρά τῆς μητέρας.

 

Δέν ἔφτανε, δηλαδή, πού ὁ –καλός ἤ κακός– μεταπτωτικός

 

τρόπος γεννήσεως μεταφέρθηκε σ’ ἕνα ἐπιστημονικό ἐργαστήριο

 

καί μετατράπηκε ἀπό τή φυσική ἐρωτική πράξη σέ μία ἀλλόκοτη

 

ἐργαστηριακή διαδικασία, ὅπου –σέ κάποιες περιπτώσεις– ἄλλος βάζει

 

τά ὠάρια, ἄλλος τά σπερματοζωάρια καί ἄλλος τή μήτρα. Τέλος πάντων,

 

εἶχε κρατηθεῖ μέχρι τώρα ἡ γέννηση στόν ἕνα πατέρα καί μία μητέρα.

 

Τώρα πάει κι αὐτό. Οἱ ἑπόμενες γενεές θά ἔχουν δυό μητέρες κι ἕναν

 

πατέρα. Καί ρωτᾶμε: Χρειάζεται νά εἶναι προφήτης κανείς γιά νά δεῖ τίς ἀλλοιώσεις πού προδιαγράφουν τό μέλλον τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους; Οἱ ἀνεξέλεγκτες κληρονομικότητες πού θά ἐπιβαρύνουν τούς ἀνθρώπους πού θά ἔρχονται στόν κόσμο μ’ ἕναν ἀφύσικο τρόπο εἶναι ἁπλό πρᾶγμα; Εἶναι ἁπλό πρᾶγμα –ἀκόμη καί γιά ὅσους ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε γεννηθεῖ μέ τόν φυσιολογικό τρόπο– ὁ ἔλεγχος τῆς σκιᾶς τῶν προγόνων μας πού ὑπάρχει μέσα μας εἴτε θέλουμε εἴτε δέν θέλουμε καί, πολλές φορές, βάζει σέ δοκιμασία τή θέλησή μας καί ἴσως καί αὐτές τίς ἐπιλογές μας, τραβῶντας μας πρός τίς ροπές τῶν προγόνων μας, ἰδίως ἄν ὁ χαρακτήρας μας εἶναι εὐεπηρέαστος;

 

Πῶς ἐξηγεῖται, στήν ἐποχή πού ἡ ψυχιατρική παίζει τόσο κυρίαρχο

 

ρόλο στήν ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινότητας τῶν ἀνθρώπων, νά μήν

 

μιλάει κανείς γιά τά ψυχολογικά προβλήματα πού θά ἔχουν νά ἀντι ­

 

μετωπίσουν ὁλόκληρες γενεές ἀνθρώπων μέ μή προβλεπόμενες συνέ­

 

πειες;

 

Πῶς ἐξηγεῖται, ἀπ’ τή μία νά φοβόμαστε τήν ἀνεξέλεγκτη αὔξηση

 

τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς, πού δέν μπορεῖ πιά νά θρέψει τά αὐξανόμενα

 

ἑπτά δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, κι ἀπ’ τήν ἄλλη νά μᾶς πιάνει

 

μανία νά γεννᾶμε καί νά γεννᾶμε παιδιά ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦμε, μέ

 

τρόπους πού γίνονται ὁλοένα καί πιό ἀφύσικοι;  Ἔχουμε καταντήσει νά ἀνάγουμε τήν ψυχοσωματική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος σέ ἁπλές ἠλεκτρικές κενώσεις. Πόσοι ἔχουν διαβάσει τόν Φρανκενστάϊν τῆς Mary Shelley; Τί ἦταν ὁ Φρανκενστάϊν; Ἕνας ἀφοσιωμένος ἐπιστήμονας ὁ ὁποῖος πῆρε ἀνθρώπινα «ἀνταλλακτικά» ἀπό διάφορα πτώματα, τά ἕνωσε μεταξύ τους καί κατάφερε μέ ἠλεκτρικές κενώσεις νά τούς δώσει ζωή. Καί ἔφτιαξε, ἔτσι, τό γνωστό τέρας πού ὅλοι ἀναφέρουμε συνεχῶς σάν παράδειγμα, ἀλλά κανείς μας δέν κάθεται νά σκεφτεῖ πόσο συμβιβασμένος εἶναι μέ τήν ἰδέα πού ἔχει συνηθίσει νά τήν ἀναφέρει σάν φρικιαστική!…

 

Καί, ἡ λέξη «ἀνταλλακτικά» μᾶς φέρνει στό δεύτερο μεγάλο

 

κεφάλαιο τοῦ κύκλου τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Στόν θάνατο.

 

Μέ τό, θάνατο ἀσχολεῖται ἕνα νέο βιβλίο κάποιου Βρετανοῦ γιατροῦ

 

ὀνόματι Sam Parnia, ὁ ὁποῖος μετοίκισε στήν Ἀμερική πρίν ἀπό ὀκτώ

 

χρόνια καί διευθύνει τό μεγαλύτερο κέντρο ἀνανήψεως (Centre for re­

 

search on reviving the dead) πού βρίσκεται στό Long Island, New York.

 

Τό βιβλίο αὐτό ὀνομάζεται The Lazarus Effect, δηλαδή, τό φαινόμενο

 

Λάζαρος. Αὐτός ὁ γιατρός ἰσχυρίζεται ὅτι μπορεῖ νά ἐπαναφέρει στή

 

ζωή ἀκόμη καί ἀνθρώπους πού ἔχουν μείνει νεκροί μία καί μιάμιση

 

ὥρα, ὅπως μία γυναίκα τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ σάν παράδειγμα, πού

 

ἔμεινε μιάμιση ὥρα νεκρή ἀπό ἀνακοπή. Ἡ μέθοδός του ἁπλοϊκά εἶναι

 

ἡ ἑξῆς: τό «νεκρό» σῶμα ψύχεται γιά νά καθυστερήσει ὁ ἐκφυλισμός τῶν

 

ἐγκεφαλικῶν κυττάρων καί μία συσκευή τοποθετεῖται στό μέτωπο τοῦ

 

ἀνθρώπου καί μετράει τό ποσοστό τῆς ὀξυγόνωσης τοῦ ἐγκεφάλου. Ἕνας

 

ἐν ζωῇ ἄνθρωπος ἔχει 60­80% ποσοστό. Ἐάν αὐτό τό ποσοστό μειωθεῖ

 

κάτω ἀπό 30% ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπανέρχεται. Ἐάν δέν ἔχει μειωθεῖ τόσο,

 

τό σῶμα συνδέεται μέ ἕνα ἐξωσωματικό μηχάνημα ὀξυγονώσεως τοῦ

 

αἵματος, τό ὁποῖο ἀποκαθιστᾶ τό ὀξυγόνο πού χρειάζεται ὁ ἐγκέφαλος.

 

Ὅλη, δηλαδή, ἡ «καίρια» διαδικασία, εἶναι αὐτό τό ψυκτικό μηχάνημα τό ὁποῖο ἐμποδίζει τή φθορά τῶν ἐγκεφαλικῶν κυττάρων. Ἕνα τέτοιο

 

μηχάνημα θά ἀποκτήσουν σταδιακά ὅλες οἱ μονάδες ἐντατικῆς τῶν

 

Ἀμερικανικῶν νοσοκομείων.

 

Ὁ γιατρός συγγραφέας τοῦ βιβλίου ἔχει προβληματιστεῖ πολύ

 

πάνω στόν θάνατο καί τό πιό ἐντυπωσιακό εἶναι τό συμπέρασμα πού

 

βγάζει ὅτι «ἡ συνείδηση, ἤ ψυχισμός, ἤ ψυχή» –δέν ξέρει πῶς νά τό

 

ὀνομάσει– «συνεχίζει νά ὑφίσταται τουλάχιστον γιά τίς πρῶτες ὧρες

 

μετά τόν θάνατο!». Τί τό παράξενο, θά μοῦ πεῖτε. Ἡ ἀνθρωπότητα θέλει νά νικήσει τό θάνατο μ’ ἕναν ἄλλον τρόπο, δικό της, ὄχι μέ τόν τρόπο πού τόν νίκησε ὁ Χριστός.

 

Πῶς ἐξηγεῖται, ὅμως, αὐτή ἡ συνειδητοποίηση τοῦ δεσμοῦ τῆς

 

ἀνθρώπινης ψυχῆς –ἔστω κι ἄν δέν ξέρουν πῶς νά τήν ὀνομάσουν– μέ τό

 

σῶμα της, μέ τήν «ἀνταλλακτικοποίηση» –συγχωρεῖστε μου τή νέα λέξη–

 

τοῦ σώματος; Καί, ἄντε νά καταλάβω τό ὅτι ἡ σεξουαλική ἐπανάσταση

 

ἔχει δημιουργήσει στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου ἕνα αἴσθημα «κοινο­

 

κτημοσύνης» τῶν σωμάτων. Ὅταν ἔχω μοιραστεῖ τό σῶμα μου μέ πέντε,

 

δέκα, εἴκοσι, πενῆντα, ἑκατό καί βάλε ἀνθρώπους, τί θά μέ πειράξουν

 

λίγοι παραπάνω; Ἴσα­ἴσα πού, τό ἀλτρουϊστικό παραμύθι ὅτι δίνω

 

ζωή μέ τόν θάνατό μου, μειώνει καί τό μίσος πού ὑποβόσκει μέσα στόν

 

ἄνθρωπο γιά τό σῶμα του πού τό ἔκανε κτῆμα τόσων πολλῶν.

 

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως πού ἀτενίζουμε πρός τή Γέννηση, τό Θάνατο

 

καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πῶς εἶναι δυνατό νά ἐξομοιωνόμαστε μ’

 

αὐτή τήν κατάσταση τοῦ κόσμου;

 

Πῶς ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε τήν ἀποκλειστικότητα τῶν σωμάτων μας

 

μέ τόση προχειρότητα καί ἀφέλεια –γιά νά μήν πῶ τίποτε βαρύτερο;

 

Θά μᾶς πείσουν ὅτι τό νά δώσουμε τό σῶμα μας γιά ἀνταλλακτικά

 

εἶναι «πράξη ἀγάπης»; Καί τό σέξ εἶναι «πράξη ἀγάπης». Θά πηγαίνουμε

 

λοιπόν μέ ὅποιον μας τό ζητήσει –καί ἴσως μᾶς ἀπειλήσει ὅτι θά

 

αὐτοκτονήσει ἐξ αἰτίας μας– γιατί ἐμεῖς «ἀγαπᾶμε τούς πάντας ἐκτενῶς»;

 

Τότε, γιατί ὁ ἀπ. Παῦλος δίνει τόση σημασία στήν ἀποκλειστικότητα τῶν

 

σωμάτων μας; Γιατί ἐπιμένει σέ τόσα σημεῖα –πού δέν εἶναι τώρα ἡ θέση

 

νά τά ἀναφέρω– γιά τή «σάρκα μία» τῶν συζύγων, γιά τό σῶμα πού δέν

 

ἐξουσιάζει ὁ ἀνήρ ἀλλ’ ἡ γυνή, γιά τά «μέλη Χριστοῦ» πού δέν γίνονται

 

«πόρνης μέλη», γιατί θέλει νά μᾶς τονίσει τόσο αὐτό τό μεγάλο θέμα τῆς

 

μοναδικότητας, τῆς ἀποκλειστικότητας, τῆς ἱερότητας τοῦ ἀνθρώπινου

 

σώματος;

 

Κι ὅλ’ αὐτά γιατί; Γιά νά κερδίσουμε πέντε­δέκα χρόνια ζωῆς; Νά

 

τήν κάνουμε τί; Κάποτε, ἡ θεία τοῦ πατρός Ἐπιφανίου μοῦ εἶχε πεῖ,

 

ὅτι τόν εἶχε δεῖ νά κλαίει –ὅταν ἦταν ἀκόμη δεκαέξη ἐτῶν– καί τῆς εἶπε:

 

πότε θά φύγω ἀπ’ αὐτή τήν ἄθλια ζωή καί θά πάω κοντά στό Χριστό

 

μας; Φανταζόσαστε ὅτι θά ἔλεγε εὐχαριστῶ ὁ π. Ἐπιφάνιος στόν ἄν­

 

θρωπο πού θά τόν κρατοῦσε μακριά ἀπ’ τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του γιά

 

περισσότερα χρόνια, παρατείνοντάς του τή ζωή;

 

Ὅταν ἔχουμε μπροστά μας αὐτούς τούς ἀνθρώπους, μποροῦμε μέ

 

τόση εὐκολία –ἔστω κι ἄν ἐμᾶς μᾶς ἀρέσει ἡ ζωή καί ἀπολαμβάνουμε

 

τίς ἡδονές της– νά ἁρπάξουμε ξένα μέλη γιά νά ζήσουμε λίγο παρα­

 

πάνω –καί ἄν; Καί τί θά τά κάνουμε τά παραπάνω χρόνια; Θά τά

 

ἀξιοποιήσουμε κατά τήν προτροπή τοῦ χολλυγουντιανοῦ ἰδανικοῦ,

 

eat, pray, love? Θά ταξιδέψουμε σέ περισσότερα μέρη τῆς γῆς, θά

 

γνωρίσουμε περισσότερους ἐρωτικούς συντρόφους, θά δοκιμάσουμε κι

 

ἄλλα ἀσυνήθιστα φαγητά, θά γνωρίσουμε τήν ἐσωτερική «ἠρεμία» τῶν

 

σύγχρονων καί πολυδιαφημισμένων «πνευματικῶν» τάσεων; Θά ζήσουμε

 

τήν κάθε μέρα, τήν κάθε στιγμή ἔντονα, μπᾶς καί νικήσουμε αὐτόν τόν

 

ἔρημο τό φόβο τοῦ θανάτου πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ἡσυχάσουμε;

 

Καί καλά νά μήν ντρεπόμαστε ἐμεῖς νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας καί τίς

 

ἀνάγκες του πάνω ἀπ’ ὅλους καί ὅλα. Καλά νά μήν καταλαβαίνουμε ἐμεῖς

 

τίποτα γύρω ἀπ’ τήν ἀποκλειστικότητα τῶν σωμάτων καί τό μυστήριο

 

τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Νά μήν καταλαβαίνουν ὅμως καί μοναχοί

 

–πού ὑποτίθεται ὅτι ζοῦν τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἕνωσης μέ τό Θεό–

 

νά μήν καταλαβαίνουν καί ἄνθρωποι πού ὀνομάζουν τούς ἑαυτούς τους

 

πνευματικούς πατέρες καί ἡγέτες; Ἄνθρωποι πού παρουσιάζονται χωρίς

 

ντροπή καί ἀποκαλοῦν τόν ἑαυτό τους ἐκκλησία; Μέ ποιό δικαίωμα;

 

Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος ἔφθασε νά πεῖ μόνο: ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ οὐκ

 

ἔστι μετά τῆς Ἀληθείας καί ἐκεῖ σταμάτησε. Δέν ἐκόμπασε ὅτι ἐκεῖνος

 

ἦταν ἡ ἐκκλησία. Πού ἦταν. Καί ἡ γλώσσα του καί ἡ φωνή του ἦταν

 

ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά δέν τό εἶπε. Ἐξάντλησε πρῶτα ὅλα

 

τά λογικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα πού ἔδιναν καί δίνουν ἀπαντήσεις

 

καί στό μυαλό καί στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων καί μετά μίλησε μ’ αὐτόν

 

τόν τρόπο, γιά τούς κακοπροαίρετους καί ἀπείθαρχους.

 

Καί τολμάει ἄνθρωπος μετά ἀπό τόν Μ. Βασίλειο νά καυχηθεῖ ὅτι

 

εἶναι ἡ ἐκκλησία καί νά ἀπαιτεῖ νά τόν ἀκολουθήσουν οἱ ἄνθρωποι; Καί

 

ποιοί ἄνθρωποι; Τό λογικό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ πού ἀντιμετωπίζονται

 

μέ καταφρόνια ἀπ’ τούς πνευματικούς –ὑποτίθεται– ἡγέτες του; Πού

 

ἀντιμετωπίζονται οὔτε κἄν σάν ἄλογα πρόβατα, ἀλλά σάν “βλίτα” πού δέν ἔχουν κανέναν ἄλλο σκοπό ὑπάρξεως, ἀπό τό νά γεμίζουν τούς ναούς γιά νά ἔχουν ἀκροατήριο –πού δέν μπορεῖ νά τό σκάσει– οἱ αὐτάρεσκοι ὁμιλητές; Μιλοῦν γιά ἀγάπη καί ὑπέρβαση καί παχειά λόγια ἄνθρωποι ἀνέραστοι καί παγεροί, πού δέν ξέρουν οὔτε πῶς νά χαμογελάσουν, οὔτε πῶς νά ποῦν μία λέξη παρηγοριᾶς, πού δέν ξέρουν πῶς νά χαϊδέψουν καί νά ἀγκαλιάσουν καί νά κλάψουν μαζί μέ κάποιον.

 

Μιλοῦν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ ἄνθρωποι πού ὄχι μόνον δέν Τοῦ

 

μοιάζουν, ἀλλά εἰρωνεύονται καί τούς ἀνθρώπους Του καί τούς διώκουν

 

καί τούς κάνουν «ἀποσυναγώγους». Καί ἔχουν ἀπαίτηση νά γίνονται

 

ἀκουστοί, γιατί κρατοῦν τά σύμβολα ἑνός ἀξιώματος πού ἔπαψε πιά νά

 

ἔχει ἀξία ἐξ αἰτίας τους…

 

Κι οἱ ταλαίπωροι σύγχρονοι ἄνθρωποι προσπαθοῦν νά τά βγάλουν

 

πέρα «ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα», μπερδεμένοι καί κουρασμένοι.

 

Κι ὡστόσο, τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου γλιστράει μέσα ἀπ’

 

τά χέρια μας.