Στην εξορία

 τῆς Μαρίας Κορνάρου

 

Δὲν ὑπάρχει φάρμακο ποὺ νὰ μὴν ἔχει δοκιμάσει ὁ φτωχὸς κόσμος μας γιὰ τὰ προβλήματά του ποὺ ὁλοένα τὸν χτυποῦν, πότε ὁρμητικὰ καὶ πότε ἀδύναμα, ἀσταμάτητα σὰν τὰ κύμματα ποὺ σκᾶνε στὴν ἀκτή. Καὶ ὅμως, δὲν ἔχει βρεῖ οὔτε τὴν λύση τους, οὔτε πῶς νὰ τὰ σταματήσει ἔχει μάθει. Ὅποτε λύνει ἕνα πρόβλημα, έμφανίζεται κάποιο ποὺ δὲν τὸ εἶχε ὡς τώρα ἀντιμετωπίσει. Θεράπευσε τὴν λέπρα, χτυπήθηκε ἀπὸ τὸν καρκίνο. Μείωσε τὴν παιδικὴ θνησιμότητα, καὶ ἀντιμετωπίζει τὴν ὑπογεννητικότητα. Γέμισε τὴ ζωὴ μὲ ἀνέσεις καὶ κάθε εἴδους χαρές, καὶ δὲν προλαβαίνει νὰ συμπαρασταθεῖ σὲ τόσους ψυχασθενεῖς, τόσους αὐτόχειρες, τόσους τοξικομανεῖς ποὺ δὲν μπόρεσαν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν σὲ τίποτα οὐσιαστικό. Ἐσχάτως, παιδεύεται μὲ τὸν κορωνοϊό, κι ὅταν τελειώσει ὁ κορωνοϊὀς θὰ βρεθεῖ κάποια οἰκονομική κρίση, κάποια περιβαλλοντικὴ κρίση, ἢ καὶ μονάχα ἡ κρίση νοήματος ποὺ ἐπὶ δεκαετίες, σὰν ἀργόσυρτο μαρτύριο, τυραννᾶ τὸν ἀνίατο ἄρρωστο, τὸν κόσμο.

Μπορεῖ νὰ μὴ λύνει τὰ προβλήματά της ἡ παρούσα γενεά, ἔχει ὅμως μιὰ ἐμμονὴ νὰ προσπαθεῖ. Ἐφευρίσκει συνεχῶς καινούριες μεθόδους καὶ υιοθετεῖ κάθε εἴδους παράξενες ἰδέες γιὰ νὰ τὴ βοηθήσουν. Κάθε λύση εἶναι εὐπρόδεκτη ἐκτὸς ἀπὸ μία: τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι μία ἀπαγορευμένη ἰδέα. Ἀπαγορευμένη, ὄχι ἐπειδὴ καῖνε τὰ βιβλία της ἢ σκοτώνουν τοὺς πιστούς της, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ παρουσιαστεῖ ὡς πρόταση ζωῆς. Τὸ πολὺ νὰ ἀναγνωριστεῖ τυπικά, ὡς κομμάτι τοῦ παρελθόντος. Ἡ ἀπαγόρευση διαποτίζει κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ κάποιος σοβαρὰ καὶ νὰ προτείνει τὸν ἐκκλησιασμὸ ὡς ἐμπειρία ποὺ φέρνει ἀνάταση ψυχῆς, οὔτε σὲ τηλεοπτικὸ πάνελ, οὔτε σὲ κυβερνητικὴ ἐγκύκλιο, οὔτε σὲ ἐπιστημονικὸ σύγγραμα. Παρόλα αὐτά, στὰ ἴδια αὐτὰ πάνελ εἶναι εὐπρόσδεκτος ὁ βελονισμός, στὶς ἴδιες ἐγκυκλίους μπορεῖ νὰ παρουσιάζεται ἡ «φαρμακευτικὴ» κάνναβη, κάθε θεωρητικὸς ἐπιστήμονας μπορεῖ νὰ ἀφιερώσει ὁλόκληρους τόμους στὴν σημασία τῶν νεκρομαντικῶν τελετῶν γιὰ τὴν κοινὴ ζωὴ τῆς ἀφρικανικῆς κοινότητας. Ὅλες αὐτὲς οἱ προτάσεις, ποὺ σήμερα μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ μινιμαλισμός, ἐχθὲς μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ ἀρωματοθεραπεία, καὶ αὔριο θὰ εἶναι ἡ νομαδικὴ ζωή, ἔχουν ἕνα κοινό: δὲν εἶναι ὁ χριστιανισμός. Εἶναι πάντοτε κάτι πρωτότυπο, ἐξωτικό, καὶ ἐπιφανειακό. Γιὰ αὐτὸ μποροῦν ὁλοένα νὰ ἐναλάσσονται, χωρὶς ποτὲ νὰ λύνουν τὰ προβλήματα, πάντοτε ὅμως διατηρώντας τὸ στίγμα τῆς γνήσιας πρότασης ζωῆς.

Συχνά, ὅσοι δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία εἰρωνεύονται τοὺς χριστιανούς ποὺ παραπονιοῦνται ὅτι βρίσκονται σὲ διωγμό, ἐνὼ ἀποτελοῦν τὴν πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ καὶ κατέχουν κάποιες θέσεις ἐξουσίας στὴν κοινωνία. Ὅμως ὁ διωγμός γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦμε δὲν μοιάζει μὲ τοὺς διωγμοὺς ἄλλων ἐποχῶν, καὶ πράγματι ἐξελίσσεται σὲ κατ’ ὄνομα χριστιανικὲς κοινωνίες. Ὁ σύγχρονος κόσμος δὲν ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν χριστιανὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου του, ἀλλὰ κάνει κάτι ἀκόμη χειρότερο: ἀφαιρεῖ τὸ ἀντίκρυσμα τῶν λόγων του. Εἶναι λόγοι ἀδιάφοροι, ποὺ ἀνήκουν σὲ μία ἄλλη ἐποχή, μία νεκρὴ γλώσσα ποὺ κανεὶς ἀπ’ὅσους τὴν ἀκοῦν δὲν τὴν καταλαβαίνει. Κανεὶς δὲν ἀσχολεῖται. Περνοῦν οἱ ἐποχές, περνᾶ τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα, περνοῦν τὰ ἐπετειακὰ κηρύγματα καὶ οἱ πανήγυρεις καὶ οἱ ἀρτοκλασίες καὶ οἱ Μεγάλοι Ἐσπερινοί. Τὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀκούγεται; Οἱ τηλεοράσεις μεταδίδουν ἀπὸ ὑποχρέωση, οἱ κυβερνῆτες ἀπευθύνουν ἐορταστικὰ μηνύματα ἀπὸ ψηφοθηρία, οἱ μεγάλοι προσέχουν ἀπὸ φόβο θανάτου καὶ οἱ μικροὶ ἀπὸ εἰρωνικὴ διάθεση. Ἡ Ἐκκλησία δὲν σπρώχνεται στὴν ἀπαγόρευση, ἀλλὰ στὴν ἀσημαντότητα. Εἶναι ἡ ἀσημαντότητα στὴν ὁποία εἴχαμε ἀφεθεῖ γιὰ χρόνια νὰ σπρωχθοῦμε, ποὺ άνοιξε τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν πίστη μας σήμερα καὶ μία κανονική, μακροχρόνια ἀπαγόρευση.

Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσήμαντη ἡ Ἐκκλησία; Ποτέ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς Χάριτος, εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου τούτου, ἀκόμη καὶ ἂν ἔχει μέσα ἕναν μόνο πιστό. Μπορεῖ νὰ ἀπαγορευτεῖ ἡ Ἐκκλησία; Ποτέ. Ἀφοῦ μέσα τῆς ἐνεργεῖ τὸ Πνεύμα Ἐκείνου ποὺ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα. Ἡ σύγχρονη ἀδιαφορία ποὺ βλέπουμε νὰ θεριεύει στὴν κοινωνία μας, ἂς κάνει νὰ ἀντηχήσει στὰ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου: «Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων» (Μτθ ε’14).