Πότε θα Φτάσουμε Σπίτι;

Ἀναλογίστηκα τὴν ὥρα ποὺ οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὸ Βουλιαράτι ἀπέκλειαν συμβολικὰ τὴν ὁδὸ πρὸς τὸ Ἀργυροκάστρο, σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιὰ τὴν ἀλβανικὴ ἀπανθρωπιά.

Τὸ σούρουπο ἐπέβαλε ἀκαριαῖα τὴν κόπωση μιᾶς ἄγρυπνης μέρας.

Γονάτισα στὸ ὁδόστρωμα ποὺ ἔκοβε στὰ δυὸ τὴν κοιλάδα τῆς Δρόπολης παρατηρώντας τὰ βουνά.

Τὸ κορμὶ ἔπεσε σὲ ἀδράνεια μὰ ὁ λογισμὸς αὐθαίρετα ἀνέλαβε δράση καὶ γοργὰ πλέον ἐνάλλασσε τὶς εἰκόνες σὲ ταχύτητα κινηματογραφική. Ἐκείνη ποὺ κάνει τὸν νοῦ νὰ διασπᾶται στὸ ἄπειρο, νὰ θρυμματίζεται γιὰ νὰ ἀνασυσταθεῖ σὲ κόσμο ἄλλο, φανταστικό.

Μάτια ἀνθρώπων μᾶς κοίταζαν μὲ ἐπίμονη ἀπορία. Τοῦ οἰκοδεσπότη ἴσως ποὺ ἀναρωτιέται γιατί καθυστέρησαν τόσο οἱ καλεσμένοι του. Αὐτὸ θυμᾶμαι πρῶτο…

Ἡ προσέλευση τῶν ἐπισκεπτῶν ράγιζε τὸν πάγο στὸ ὀρεινὸ χωριουδάκι. Τὸ ἄδικο πένθος καὶ τὸ κλίμα τρομοκρατίας τῶν κουτσαβάκηδων δὲν εἶχε καταβάλει τοὺς κατοίκους του!

Ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἄφηναν τὰ σπίτια, τὸ καφενεῖο, καὶ ἡ συννεφιασμένη πλατεῖα φωτίστηκε μὲ συγκρατημένα χαμόγελα ποὺ ἀργότερα ἔπεισαν καὶ τὸν ἥλιο νὰ ρίξει μερικὲς ἀπ’ τὶς ζεστὲς ἀχτίδες του στὶς ρίζες τοῦ βουνοῦ.

Τραβήξαμε στὸ γειτονικὸ χωριὸ ποὺ πανηγύριζε τοὺς Ἀρχαγγέλους προστάτες του. Οἱ κάτοικοι, ὅλοι γερασμένοι, ἀνταποκρίθηκαν στὸ καλημέρισμα μὲ φιλόξενα πρόσωπα ποὺ μόνο στὴν Ἑλλάδα συναντᾶς.

Μὲ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπιστρέψαμε στοὺς Βουλιαράτες καὶ ἀνηφορίσαμε στὸ πατρικό τοῦ Κώστα, ἴσως τὸ πιὸ ἁπλὸ καὶ ὄμορφο τοῦ χωριοῦ.

Σκαρφαλωμένο στὴν ράχη τοῦ βράχου, μὲ ἀνθισμένα περιβόλια σὲ κλιμακωτὲς λιθόκτιστες βαθμίδες γῆς καὶ παρτέρια φυτεμένα χρωματιστὰ λουλούδια. Μὲ ἀμπέλια καὶ φθινοπωρινοὺς ροδοκόκκινους κισσοὺς ποὺ ἔκρυβαν διακριτικὰ τὴν εἴσοδο. Μέσα τὸ πένθος βαρύ…

Τὸ βορειοηπειρώτικο μοιρολόι μὲ τὴν δωρική του στιβαρότητα κλόνιζε τὴν ψυχὴ συθέμελα. Οἱ μαυροφορεμένοι ξένοι ποὺ ἔκρυβαν τὰ μάτια πίσω ἀπὸ μαῦρα σκοτεινὰ γυαλιὰ λύγιζαν καὶ τὰ δάκρυα πρόδιδαν τὸν πόνο.

Τόση ζεστασιὰ καὶ φιλοξενία, ὅμως, ἐν μέσῳ πένθους; Ὅσα εἴδαμε, ὅσα ἀκούσαμε, ὅσα θέλησαν νὰ πιστέψουμε γιὰ τὸν Κώστα καὶ τώρα αὐτό!

Στὴν ἔξοδο μὲ πλησίασε ἕνας φίλος, κάτοικος Ἀργυροκάστρου μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς Βουλιαράτες.

– Πάρε αὐτὴν τὴν σημαία, ὁ Κώστας ἤθελε νὰ τὶς μοιράσει τὴν 28η ἀλλὰ δὲν πρόλαβε, δὲν τὸν ἄφησαν.

– Τί τοὺς ἐνοχλοῦσε περισσότερο; Ἦταν προκλητικός, ἦταν ἐθνικιστής;

– Θὰ σοῦ πῶ. Πρὶν λίγο καιρό, ἡ δασκάλα τοῦ ζήτησε νὰ φτιάξει ἕναν ἱστὸ γιὰ τὴν σημαία τῆς Ἀλβανίας στὸ σχολεῖο. Ὁ παλιὸς εἶχε σαπίσει. Τὸν κατασκεύασε καὶ τὸν πρόσφερε δωρεάν. Αὐτὸς ἦταν ὁ Κώστας.

Ὁ δρόμος ἄνοιξε! Σήκω, φεύγουμε!

Ἡ ἠχὼ ἔφτανε στὰ ἀφτιά μου σὲ ἀργή, βαθειὰ ἐπανάληψη. Δὲν πῆρε νόημα παρὰ μόνο ὃταν τὰ πρῶτα φορτηγὰ πέρασαν δίπλα ἐπαναλαμβάνοντας τὸ ἴδιο μήνυμα ἀπειλητικά.

Ἡ ἐπιστροφὴ ἦταν ὅπως ἡ μετάβαση μὲ περισσότερα ὅμως ἐρωτηματικά. Ἔλεγχοι χωρὶς οὐσία, ταλαιπωρία στὴν Κακαβιὰ καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις προκλητικὴ συμπεριφορὰ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Ἀλβανίας ὥστε νὰ ὑπάρξει ἡ ἀντίδραση – λαβὴ γιὰ ἀντίποινα σὲ αὐτοὺς ποὺ τόλμησαν νὰ περάσουν τὰ σύνορα γιὰ νὰ τιμήσουν ἕναν μεγάλο Ἕλληνα ποὺ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

Ἕναν ἀληθινὸ ΠΑΤΡΙΩΤΗ ποὺ οἱ ἑλλαδικὲς ἀρχὲς διαχρονικὰ φρόντισαν νὰ ξεχάσουμε. Ὅπως πέτυχαν νὰ λησμονήσουμε τὴν Βόρειο Ἤπειρο γιὰ νὰ ἐξαφανιστεῖ ἐκεῖ ὁ Ἑλληνισμός.

Ὅπως ἔγινε στὴν Πόλη, στὴν Μικρασία, στὸν Πόντο!

Τὸ νὰ διανύεις 500 χιλιόμετρα μέσα στὴν νύχτα μὲ προορισμὸ τὴν ἄκρη τῆς Ἑλλάδας δὲν εἶναι καθημερινότητα. Ὃταν μάλιστα πιέζεσαι ἀπὸ ἐθνικιστὲς Ἀλβανοὺς ὑπὸ τὶς ἐντολὲς ἑνὸς ἀδίστακτου πρωθυπουργοῦ – ἐγκληματία, ἡ διήμερη ἀϋπνία κινδυνεύει νὰ ὁδηγήσει σὲ λάθη ποὺ κοστίζουν.

Ἀκόμα, ὅμως, καὶ ἂν ἐμεῖς ζήσαμε ὡς ἐπισκέπτες αὐτὸ τὸ κλίμα φόβου.

Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς χλευάστηκαν (σὲ Κύπριους εἶπαν γελώντας νὰ πᾶνε στὰ Κατεχόμενα), αὐθαίρετα συνελήφθησαν ἢ τοὺς ἀπαγορεύτηκε ἡ εἴσοδος στὴν Ἀλβανία, αὐτὸ εἶναι τ ί π ο τ α σὲ σύγκριση μὲ τὴν τρομοκρατία ποὺ ζοῦν καθημερινὰ τὰ ἀδέρφια μας στὴν ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ.

Εἶναι σταγόνα στὸν ὠκεανὸ σὲ σχέση μὲ ὅσα ἄντεξαν τόσους αἰῶνες οἱ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ. Μόνο αὐτοὶ μποροῦν νὰ ἀπαντήσουν.

ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΚΩΣΤΑ;

ΩΣ ΕΛΛΗΝΕΣ;

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα