Η Μεταμόρφωση και Θαυματουργική Έλλαμψη του Προσώπου του Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ μπροστά στον Ν. Μοτοβίλωφ

Απόσπασμα ἀπὸ Κεφάλαιο: “Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ”

Φ. Κόντογλου: “Ἀσάλευτο Θεμέλιο”, Ἀκρίτας 1996

Ὁ Μοτοβίλωφ ἤτανε ἕνα ἀρχοντόπαιδο. Ὁ πατέρας του εἶχε μεγάλα κτήματα. Τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε μικρός, πήγαινε κ᾿ ἔπαιζε μὲ τὸν Ἅγιο Σεραφείμ στὸ κελλί του. Εἶχε πολὺ γερὸ μυαλό, καὶ συχνὰ ἔβαζε σὲ ἀμηχανία τοὺς δασκάλους του μὲ τὶς ἐρωτήσεις του. Σὰν ἔγινε παλληκάρι, ἀγάπησε ἕνα κορίτσι, ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε κι᾿ αὐτὸς μεγάλα κτήματα, ποὺ συνορεύανε μὲ τοῦ Μοτοβίλωφ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλας ἔπαθε ἄξαφνα μιὰ παράλυση, καὶ κόντεψε νὰ πεθάνη ἀπὸ τὸν καημό του. Μὰ ὁ Ἅγιος τὸν γιάτρεψε. Τοῦ εἶπε, μάλιστα, πὼς δὲν θὰ πάρη ἐκείνη ποὺ ἀγαποῦσε, ἀλλὰ τὴ μικρὴ Ἑλένη Μιλιούκωφ, ἀνηψιά της μοναχής Μαρίας της Ι. Μονής του Ντιβέεβο. Τὴ δίδασκε ἡ μοναχή Ἑλένη Μαντούρωφ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε: «Εἶναι ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος. Ὡστόσο δὲν θὰ γίνῃ μοναχή, ἀλλὰ θὰ γίνῃ σύζυγος τοῦ Νικόλα Μοτοβίλωφ». Ὅπως κ᾿ ἔγινε.

Ο Νικόλας Μοτοβίλωφ, αφού θεραπεύτηκε, πήγαινε ταχτικὰ στὸ μοναστήρι, καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στάρετς. Ἔγραψε μάλιστα καὶ μία θαυμαστὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἅγιο, καὶ τὸ χαρτὶ τὸ βρῆκε, ὕστερ᾿ ἀπὸ 70 χρόνια, μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ χήρα του Ἑλένη, μέσα στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, καὶ τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ ἕνα γνωστό της συγγραφέα, ποὺ δημοσίευσε αὐτὲς τὶς σημειώσεις στὴν «Ἐφημερίδα τῆς Μόσχας», στὰ 1903. Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Μοτοβίλωφ:

«Ἤτανε μία συννεφιασμένη μέρα. Χιόνι πολὺ εἶχε σκεπάσει τὴ γῆ, καὶ πέφτανε πυκνὲς οἱ ἄσπρες μπαμπακοῦρες. Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ μ᾿ ἔβαλε νὰ καθίσω δίπλα του, ἀπάνω σ᾿ ἕνα κομμένο δέντρο, σ᾿ ἕνα ξέφωτο μέσα στὸ δάσος. Ὕστερά μου εἶπε: «Ὁ Θεός μου φανέρωσε πὼς στὰ παιδικὰ χρόνια σου ἤθελες νὰ μάθης ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σὲ συμβουλεύανε νὰ πηγαίνης στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνης τὴν προσευχή σου στὸ σπίτι, νὰ δίνης ἐλεημοσύνη καὶ νὰ κάνης ὅλα τὰ καλὰ τὰ ἔργα, γιατὶ σ᾿ αὐτὰ βρίσκεται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μὰ δὲν σὲ ἱκανοποιούσανε αὐτὰ μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πὼς ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες καὶ κάθε ἄλλο χριστιανικὸ ἔργο εἶναι πολὺ καλά. Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι νὰ κάνουμε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γνώριζε πὼς κανένα καλὸ ἔργο δὲν φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν δὲν γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι μοναχὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐγὼ τότε τὸν ρώτησα: «Τί ἐννοεῖς, πάτερ, λέγοντας ἀπόκτηση; Δὲν καταλαβαίνω καθαρά». Ὁ Ἅγιος μου εἶπε: «Ἀποκτῶ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ κερδίζω. Ξέρεις τί θὰ πῆ κερδίζω χρήματα. Ἀποκτῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Στὴ ζωή, οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἔχουνε γιὰ σκοπὸ νὰ κερδίσουνε χρήματα, καὶ κεῖνοι ποὺ στέκουνται πιὸ ψηλὰ στὴν κοινωνία, θέλουνε νὰ κερδίσουνε τιμὲς καὶ δόξα. Τὸ νὰ ἀποκτήσῃ κανένας τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σὰν νὰ κερδίζη ἕνα αἰώνιο ἀπόκτημα, τὴν αἰώνια ζωή, ἕνα θησαυρὸ ποὺ δὲν καταστρέφεται κι᾿ οὔτε χάνεται ποτέ. Κάθε καλὸ ἔργο, ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα μας δίνει αὐτὴ τὴ χάρη ἡ προσευχή, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ, πλούσιος ἢ φτωχός, ἄρχοντας ἢ χωριάτης, δυνατὸς ἢ ἀδύνατος, γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἐνάρετος ἢ ἁμαρτωλός. Λοιπὸν ἂς συνάξουμε τὸ θησαυρὸ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶ νάβρη τὴ σωτηρία του καὶ ποὺ μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ μὲ τὶς καλὲς πράξεις νὰ ἀποκτήσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐργάζεται μέσα μας καὶ μᾶς εἰσάγει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ ὅλα τὰ πεσίματά μας, μ᾿ ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ περιζώνει τὴν ψυχή μας, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, δὲν παύει νὰ λάμπη μέσα στὴν καρδιά μας μὲ τὸ φῶς τῆς μετανοίας. Αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σβήνει ὅλα τὰ σημάδια ποὺ ἀφήσανε τὰ παλιὰ ἁμαρτήματά μας καὶ μᾶς ντύνει μ᾿ ἕνα μανδύα ἄφθαρτον ποὺ εἶναι καμωμένος ἀπὸ τὴ χάρη». Τοῦ λέγω: «Πάτερ μου, μοῦ μιλᾶς γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πὼς μπορῶ νὰ τὴ δῶ; Τὰ καλὰ τὰ ἔργα τὰ βλέπουμε, μὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πὼς μπορεῖ νὰ τὸ δὴ κανένας; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίσω ἂν βρίσκεται ἢ δὲν βρίσκεται μέσα μου;» Ὁ Ἅγιος μου ἀποκρίθηκε: «Ὅταν κατεβαίνη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ εἰσχωρεῖ μέσα του, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ μία χαρὰ ἀνέκφραστη, γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μεταμορφώνει σὲ χαρὰ ὅ,τι ἀγγίξει. Φανερώνεται σὰν ἕνα ἀνιστόρητο φῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐκδηλώνεται ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γνωρίσανε μὲ τὶς αἰσθήσεις τοὺς τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τότε τὸν ρώτησα: «Πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸ δῶ κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου;» Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ὁ πάτερ Σεραφεὶμ ἔβαλε τὰ χέρια του στοὺς ὤμους μου καὶ μοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, βρισκόμαστε κ᾿ οἱ δυό μας μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Γιατί δὲν θέλεις νὰ μὲ κοιτάξης;» «Πάτερ μου, τοῦ εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω. Τὰ μάτια σου βγάζουνε ἀστραπές. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει γίνει πιὸ ἀστραφτερὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ τὰ μάτια μου θαμπώσανε ἀπὸ τὸ φῶς». «Μὴ φοβᾶσαι, τέκνο τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ γέροντας. Κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ὁλόφωτος ὅπως εἶμ᾿ ἐγώ. Γιατὶ βρίσκεσαι μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δῆς μὲ τὴν ὄψη ποὺ μὲ βλέπεις». Ἔσκυψε ἀπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε σιγανὰ στὸ αὐτί: «Εὐχαρίστησε τὸν Ὕψιστο γιὰ τὴν ἄπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶπα μέσα μου: Κύριε, ἀξίωσε τὸν νὰ ἰδῆ καθαρὰ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τοῦ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Σου, ποὺ τὴ φανερώνεις στοὺς δούλους σου ὅποτε καταδέχεσαι νὰ παρουσιασθὴς μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς φῶς τῆς δόξης Σου. Κι᾿ ὅπως βλέπεις, ὁ Κύριος ἀμέσως δέχθηκε τὴν προσευχὴ τοῦ τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ χρωστοῦμε στὸ Θεὸ γιὰ τοῦτο τὸ ἀνείπωτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε! Μήτε οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου δὲν ἀξιώνονταν πάντα νὰ δοῦνε τέτοια φανερώματα τῆς ἀγαθότητός Του. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ἐλεύθερα. Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

Τότε πῆρα θάρρος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὸν κοίταξα. Μὰ μ᾿ ἔπιασε τρόμος! Νὰ φαντασθῆς μέσα στὴ σφαίρα τοῦ ἥλιου τὸ καταμεσήμερο, ποὺ λαμποκοπᾶ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή του, τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου. Βλέπεις νὰ σοῦ μιλᾶ, νὰ σαλεύουνε τὰ χείλια του, βλέπεις τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του ποὺ ἀλλάζει, ἀκοῦς τὴ φωνή του, νοιώθεις τὰ χέρια του ποὺ σὲ κρατοῦνε ἀπὸ τοὺς ὤμους, μὰ δὲν βλέπεις μήτε αὐτὰ τὰ χέρια, μήτε τὸ σῶμα τοῦ συνομιλητῆ σου, ἀλλὰ μοναχὰ μιὰ δυνατὴ φεγγοβολῆ ποὺ σὲ τυφλώνει καὶ ποὺ ἁπλώνει ὁλόγυρα, φωτίζοντας μὲ τὴ λάμψη τῆς τὸ χῶμα καὶ τὶς ἄσπρες μπαμπακοῦρες ποὺ πέφτουνε ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸν οὐρανό.

Ὁ Ἅγιος μὲ ρώτησε: «Τί αἰσθάνεσαι;» «Εἰρήνη καὶ ἠρεμία, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω», εἶπα. «Τί ἄλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;» «Μιὰ ἀνείπωτη χαρὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιά μου». «Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεσαι, τέκνον μου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ σὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος· ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν᾿ (A´ Κορ. β´ 9). Ἐμεῖς πήραμε ἕναν ἀρραβώνα μοναχὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά, ἀλλὰ τί θὰ εἶναι ἄραγε ὁλόκληρη ἐκείνη ἡ χαρά; Τί αἰσθάνεσαι ἀκόμα, τέκνο τοῦ Θεοῦ;» «Μιὰ ἀνέκφραστη ζεστασιά». «Μὰ πῶς, τέκνον μου; Βρισκόμαστε μέσα στὸ δάσος, εἶναι χειμώνας, καὶ πατᾶμε ἀπάνω στὸ χιόνι. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ἡ ζεστασιὰ ποὺ νοιώθεις;» «Εἶναι σὰν ἕνα ζεστὸ λουτρό. Ἀκόμα αἰσθάνομαι μία εὐωδία, ποὺ τὴ νοιώθω γιὰ πρώτη φορά». Ὁ Ἅγιος εἶπε: «Τὸ γνωρίζω, τὸ γνωρίζω, αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤθελα νὰ μοῦ πῆς. Αὐτὴ ἡ εὐωδία εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ζεστασιά, ποὺ μοῦ λές, δὲν εἶναι γύρω μας, ἀλλὰ μέσα μας. Αὐτὴ ζέσταινε τοὺς ἀσκητάδες καὶ δὲν φοβόντανε τὸ χειμωνιάτικο κρύο, γιατὶ ἡ χάρις ἤτανε τὸ ροῦχο ποὺ τοὺς προστάτευε. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε τώρα. Νά, αὐτὸ εἶναι νὰ βρίσκεται κανένας μέσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ θυμᾶσαι τούτη τὴ χάρη ποὺ ἀξιώθηκες; Ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήση νὰ φυλάγης αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν καρδιά σου, γιατὶ δὲν δόθηκε μοναχὰ σὲ σένα νὰ τὰ γνωρίσης, ἀλλά, ἀπὸ σένα, σ᾿ ὁλόκληρον τὸν κόσμο. Πήγαινε λοιπὸν στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας».

Ἔφυγα, καὶ σὰν μάκρυνα λίγο, ἔστρεψα κ᾿ εἶδα πὼς ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο ὅραμα δὲν εἶχε χαθῆ ἀκόμα. Ὁ γέροντας καθότανε ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχή, καὶ τὸ ἀνέκφραστο φῶς, ποὺ εἶχα δὴ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἔκανε νὰ φεγγοβολᾶ ὁλόκληρος».

ΠΗΓΗ (με το πλήρες κείμενο περί του Οσίου Σεραφείμ, από τον Φ. Κόντογλου)