ΠΛΟΥΤΟΣ – ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ

ΑΝΩΝΥΜΟΥ

1. Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ἀ­σπλα­χνί­ας

 

Στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ πλου­σί­ου καὶ τοῦ φτω­χοῦ Λα­ζά­ρου, θί­γε­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κὰ προ­βλή­μα­τα ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν. Πρό­βλη­μα ποὺ ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει κα­τὰ και­ροὺς συγ­κρού­σεις, τα­ρα­χές, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­πα­να­στά­σεις. Ἡ προ­σπά­θεια ἐ­πι­λύ­σε­ώς του δη­μι­ούρ­γη­σε οἰ­κο­νο­μι­κὲς θε­ω­ρί­ες καὶ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες. Εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἄ­νι­σης κα­τα­νο­μῆς τοῦ πλού­του καὶ ἡ συ­χνὴ ἀ­σπλα­χνί­α τῶν πλου­σί­ων ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς φτω­χούς.

Ὁ πλοῦ­τος, σὲ ὑ­λι­κὰ κυ­ρί­ως ἀ­γα­θά, εἶ­ναι ἕ­να εἴ­δω­λο, ἕ­νας ψεύ­τι­κος θε­ός, μὲ πολ­λοὺς προ­σκυ­νη­τές. Ὄ­χι μό­νο πλου­σί­ους, ἀλ­λὰ καὶ φτω­χούς. Δι­ό­τι, τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ πρό­βλη­μα δὲν εἶ­ναι ἡ κα­το­χὴ τοῦ πλού­του, ἀλ­λὰ ἡ σω­στὴ ἢ λαν­θα­σμέ­νη δι­α­χεί­ρι­σή του. Ἡ με­τα­τρο­πή του ἀ­πὸ μέ­σο, σὲ σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς.

Ἡ λα­τρεί­α τοῦ πλού­του εἶ­ναι ἡ βα­σι­κὴ αἰ­τί­α πολ­λῶν κοι­νω­νι­κῶν ἀ­να­στατώ­σε­ων καὶ τα­ρα­χῶν. Δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με, ὅ­τι σὲ με­γά­λο πο­σο­στὸ ἡ κοι­νω­νί­α κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­νο­μί­α. Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως σὰν γνή­σιος ἀ­να­τό­μος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς, θέ­τει τὸ θέ­μα σὲ ἄλ­λη βά­ση δί­νον­τάς του αἰ­ώ­νι­ες δι­α­στά­σεις. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν πλοῦ­το καὶ τὴν φτώ­χεια ὑ­πάρ­χει καὶ ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἡ κα­λὴ ἢ ἡ κα­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση τοῦ πλού­του ἔ­χει σο­βα­ρὲς συ­νέ­πει­ες στὴν με­τὰ θά­να­τον κα­τά­στα­ση τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἐ­κεῖ τὰ πράγ­μα­τα, ὅ­πως δεί­χνει ἡ πα­ρα­βο­λή, ἀ­να­τρέ­πον­ται. Ὁ αὐ­τάρ­κης σὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ, ἀλ­λὰ ἄ­σπλα­χνος πλού­σιος, γί­νε­ται πα­νεν­δε­ής. Ὁ φτω­χὸς Λά­ζα­ρος, ζεῖ μα­κά­ριος στοὺς «κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­άμ». Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ἀ­σπλα­χνί­ας τοῦ πλου­σί­ου εἶ­ναι ἡ ἀ­πε­γνω­σμέ­νη κραυ­γή του «Πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με, καὶ πέμ­ψον Λά­ζα­ρον, ἵνα βά­ψῃ τὸ ἄ­κρον τοῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος, καὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τὴν γλώσ­σαν μου». (Λουκ. ιστ΄ 24).

Ὁ «ὀ­δυ­νό­με­νος» μέ­σα στὶς «φλό­γες τῆς κο­λά­σε­ως», δὲν θὰ εἶ­ναι μό­νον ὁ πλού­σιος. Θὰ εἶ­ναι ὁ «ὀρ­γι­σμέ­νος» φτω­χός, τὸ τέ­κνο τοῦ μί­σους καὶ τῆς ὀρ­γῆς. Αὐ­τὸς ποὺ μέ­σα στὴν φτώ­χεια του ἔ­χει ἀ­πο­λυ­το­ποι­ή­σει τὴν ἀ­ξί­α τοῦ πλού­του καὶ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὴν ἀ­πό­κτη­σή του μὲ κά­θε μέ­σον. Αὐ­τὸς ποὺ αἰ­σθά­νε­ται ὀρ­γὴ, μί­σος, φθό­νο γιὰ τοὺς «ἔ­χον­τες καὶ κα­τέ­χον­τες».

2. Ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἐ­πί­γεια κα­τά­στα­ση τῶν δύ­ο προ­σώ­πων τῆς πα­ρα­βο­λῆς

 

Ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ του αὐ­τὴ σκι­α­γρα­φεῖ ἐ­ναρ­γέ­στα­τα τὴν κα­τά­στα­ση τῶν δύ­ο προ­σώ­πων στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή τους:

Ὁ πλού­σιος, δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται οὔ­τε κα­τ᾿ ὄ­νο­μα ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο, δι­ό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­νά­ξιος νὰ μνη­μο­νευ­θεῖ, ἀ­νύ­παρ­κτος γιὰ τὸ Θε­ό. Οἱ Ἰσ­ρα­η­λίτες ἔ­δι­ναν με­γά­λη ση­μα­σί­α στὸ ὄ­νο­μα. Πί­στευ­αν ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μα ἔ­κρυ­βε δύ­να­μη καὶ συμ­βό­λι­ζε τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ τὴν ὀν­τό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που. Ἑ­πο­μέ­νως, ἄν­θρω­πος χω­ρὶς ὄ­νο­μα θε­ω­ρεῖ­το πρα­κτι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτος.

Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­χε ὅ­λα τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­θυ­μή­σει ἄν­θρω­πος. Ἔ­με­νε σὲ πο­λυ­τε­λῆ κα­τοι­κί­α, ντυ­νό­ταν πο­λυ­τε­λῶς «ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν καί βύσ­σον», δι­α­σκέ­δα­ζε καὶ περ­νοῦ­σε κα­λὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νων τὰ πλού­σια ἀ­γα­θὰ του «εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ᾿ ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς». Μέ­σα στὴν αὐ­τάρ­κεια τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ πα­ρα­δο­μέ­νος στὶς κα­θη­με­ρι­νές του ἀ­πο­λαύ­σεις, δὲν εἶ­χε και­ρὸ οὔ­τε μυα­λὸ νὰ δεῖ καὶ νὰ βο­η­θή­σει τὸν φτω­χὸ Λά­ζα­ρο ποὺ «ἐ­βέ­βλη­το ἡλ­κω­μέ­νος», κει­τό­ταν γε­μᾶ­τος πλη­γὲς στὰ σκα­λο­πά­τια τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἀ­γνο­οῦ­σε τε­λεί­ως τὴν ὕ­παρ­ξή του.

Ὁ φτω­χὸς ὀ­νό­μα­τι Λά­ζα­ρος, ποὺ ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς βο­η­θός μου», κει­τό­ταν στὰ σκα­λο­πά­τια τοῦ ἀ­να­κτό­ρου τοῦ πλου­σί­ου ἄρ­ρω­στος, γε­μᾶ­τος πλη­γές, μό­νος καὶ πει­να­σμέ­νος. Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Δὲν εἶ­χε κα­μμιὰ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πα­ρά­στα­ση καὶ πα­ρη­γο­ριά. Μό­νο τὰ σκυ­λιὰ τὸν συν­τρό­φευ­αν καὶ τὸν κα­θά­ρι­ζαν (ἔ­γλυ­φαν) τὶς πλη­γές. Ὅ­μως ὁ φτω­χὸς Λά­ζα­ρος, ὑ­πέ­μει­νε καρ­τε­ρι­κὰ τὴν φτώ­χεια, τὴν μο­να­ξιὰ καὶ τὴν ἀ­σθέ­νειά του. Δὲν ἐ­γόγ­γυ­σε, δὲν ἐ­ξέ­φρα­σε πα­ρά­πο­νο, δὲν ὀρ­γί­στη­κε κα­τὰ τοῦ πλου­σί­ου. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τοῦ ἐ­πι­βρά­βευ­σε ὁ Θε­ός.

 

3. Ὁ Θά­να­τος ἀμ­φο­τέ­ρων

 

Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἡ κοι­νὴ μοί­ρα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἔρ­χε­ται νὰ ἐ­ξι­σώ­σει ὅ­λες τὶς δι­α­φο­ρές: κοι­νω­νι­κῆς τά­ξης, οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τά­στα­σης, μορ­φω­τι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου, ἡ­λι­κί­ας καὶ φύ­λου. Ἔρ­χε­ται νὰ δώ­σει τέ­λος στὴν φτώ­χεια καὶ στὴ δυ­στυ­χί­α ἀ­φε­νός, ἀλ­λὰ καὶ στὴν χλι­δὴ καὶ στὴν ἀ­συ­δο­σί­α ἀ­φε­τέ­ρου.

Ὁ Χρι­στὸς δὲν λέ­ει τί­πο­τα γιὰ τὴν κη­δεί­α τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Λα­ζά­ρου. Ἴ­σως ἔ­σκα­ψαν καὶ τὸν ἔ­χω­σαν σὲ ἕ­να λάκ­κο, γιὰ νὰ μὴν τὸν φᾶ­νε τὰ σκυ­λιά, ποὺ ἔ­γλυ­φαν τὶς πλη­γές του. Ὅ­μως γιὰ τὴν ψυ­χὴ του ὁ Κύ­ριος λέ­ει ὅ­τι: «ἀ­πη­νέ­χθη ὑ­πὸ τῶν ἀγ­γέ­λων εἰς τοὺς κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ», δη­λα­δὴ ὅ­τι με­τα­φέρ­θη­κε ἡ ψυ­χή του ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους στοὺς κόλ­πους (στὴν ἀγ­κα­λιὰ) τοῦ Πα­τριά­ρχου Ἀ­βρα­ὰμ.

Ἐν πα­ρεν­θέ­σει θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­χει­ρί­ζον­ταν τρεῖς εἰ­κό­νες γιὰ νὰ πα­ρα­στή­σουν τὴν με­τὰ θά­να­τον εὐ­τυ­χῆ κα­τά­στα­ση τῶν δι­καί­ων:

α. Ὅ­τι με­τα­φέ­ρον­ταν «εἰς τὸν Πα­ρά­δει­σο τῆς Ἐ­δὲμ».

β. Ὅ­τι βρί­σκον­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ θρό­νο τῆς Θεί­ας δό­ξης.

γ. Ὅ­τι ἀ­να­παύ­ον­ταν στοὺς κόλ­πους (στὴν ἀγ­κα­λιὰ) τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ.

Ὁ κύ­ριος χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν Τρί­τη εἰ­κό­να καὶ ὄ­χι τυ­χαῖ­α. Δι­ό­τι, ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το πρό­τυ­πο πι­στοῦ καὶ εὐ­σε­βοῦς ἀν­θρώ­που. Ἦ­ταν κα­τε­ξο­χήν φι­λό­ξε­νος, γι᾿  αὐ­τὸ καὶ «ἔ­λα­θε καὶ ἀγ­γέ­λους ξε­νί­σαι», (Ἑ­βρ ιγ΄ 12), ὅ­πως λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀλ­λὰ καὶ ἔ­χει μεί­νει πα­ροι­μι­ώ­δης ἡ «Ἀ­βρα­μια­ία φι­λο­ξε­νί­α» του. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­ταν πλού­σιος, ἀλ­λὰ πλού­σιος τε­λεί­ως ἀν­τί­θε­τος μὲ τὸν πλού­σιο τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ἦ­ταν πλού­σιος κα­τε­ξο­χήν φι­λό­ξε­νος, σπλα­χνι­κός, ἐ­λε­ή­μων καὶ φι­λάν­θρω­πος.

Ἔ­τσι λοι­πόν, ὁ φτω­χός, ὁ ἄρ­ρω­στος, ὁ μο­να­χι­κὸς καὶ πε­ρι­θω­ρια­κὸς, ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὸς Λά­ζα­ρος, με­τὰ θά­να­τον πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πὸ ἀγ­γέ­λους καὶ ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν Πα­ρά­δει­σο, στὴν θαλ­πω­ρὴ τῆς ἀγ­κα­λιᾶς τοῦ Ἀ­βρα­άμ.

Ἀν­τί­θε­τα, γιὰ τὸν πλού­σιο ὁ Κύ­ριος λέ­ει: «ἀ­πέ­θα­νε δὲ καὶ ὁ πλού­σιος καὶ ἐ­τά­φη». Ἴ­σως ἔ­τυ­χε με­γα­λο­πρε­ποῦς κη­δεί­ας, ἴ­σως ἀ­νή­γει­ραν ὡ­ραῖ­ο μνη­μεῖ­ο ἀ­πὸ μάρ­μα­ρο καὶ ἐ­χά­ρα­ξαν σὲ αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μά του. Ἡ ψυ­χή του δὲν πα­ρε­λή­φθη ὑ­πὸ ἀγ­γέ­λων, ἀλ­λὰ βρέ­θη­κε στὸν Ἅ­δη «ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις» καὶ βλέ­πον­τας ἀ­πὸ μα­κρυ­ὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο στὴν ἀγ­κα­λιά του, ζη­τά­ει βο­ή­θεια καὶ ἀ­να­ψυ­χὴ σὲ αὐ­τόν.

 

4. Ὁ δι­ά­λο­γος πλου­σί­ου καὶ Ἀ­βρα­ὰμ

 

«Καὶ αὐ­τὸς (ὁ πλού­σιος), φω­νή­σας εἶ­πεν× πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με…». Μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ ἀ­πηύ­θη­νε θλι­βε­ρὴ πα­ρά­κλη­ση στὸν Ἀ­βρα­άμ, ἀ­πο­λών­τας τον πα­τέ­ρα. Ἡ προ­σφώ­νη­ση αὐ­τὴ δεί­χνει ὅ­τι, ἴ­σως ὁ πλού­σιος ἦ­ταν εὐ­σε­βὴς καὶ τη­ροῦ­σε τὸ νό­μο. Στὴν πα­ρα­βο­λὴ δὲν κα­τη­γο­ρεῖ­ται ὅ­τι γιὰ ἀ­σέ­βεια, ἀλ­λὰ γιὰ ἔλ­λει­ψη ἀ­γά­πης. Μπῆ­κε στὸν τό­πο τῆς βα­σά­νου ὡς ἀ­νε­λε­ή­μων καὶ φι­λή­δο­νος, ὄ­χι ὡς ἀ­σε­βής.

«Ὀ­δύ­νω­μαι ἐν τῇ φλο­γὶ ταύ­τη, ἐ­λέ­η­σόν με× πέμ­ψον Λά­ζα­ρον, ἵνα βά­ψῃ τὸ ἄ­κρον τοῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος καὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τὴν γλώσ­σαν μου». Ὁ πλού­σιος βρι­σκό­με­νος στὸν Ἅ­δη, βα­σα­νί­ζε­ται οἰ­κτρὰ ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς κο­λά­σε­ως καὶ ζη­τά­ει ἀ­πε­γνω­σμέ­να μί­α μι­κρὴ ἀ­να­ψυ­χή.

Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γε­μᾶτος κα­λωσύ­νη καὶ γλυ­κύ­τη­τα τὸν ἀ­πο­κα­λεῖ παι­δί του: «τέ­κνον μνή­σθη­τι ὅ­τι σὺ ἀ­πέ­λα­βες τὰ ἀ­γα­θά σου ἐν τῇ ζω­ῄ σου, ὁ δὲ Λά­ζα­ρος τὰ κα­κά. Νῦν δὲ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σὺ δὲ ὀ­δυ­νᾶ­σαι… Καὶ ἐ­πὶ πᾶ­σιν τού­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν καὶ ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται…».

Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στὸν πλού­σιο, τὸ πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἔ­ζη­σαν στὴν ζω­ή τους καὶ ὅ­τι ἡ μὲν ἀ­γόγ­γυ­στη καὶ ἀ­να­μάρ­τη­τη ζω­ὴ τοῦ Λά­ζα­ρου ἐ­πι­βρα­βεύ­τη­κε, ἡ δὲ ἀ­σπλα­χνί­α καὶ φι­λη­δο­νί­α τοῦ πλου­σί­ου τι­μω­ρή­θη­κε. Πα­ρό­λα αὐ­τά, με­τα­ξὺ Πα­ρα­δεί­σου καὶ Κο­λά­σε­ως ὑ­πάρ­χει με­γά­λο καὶ ἀ­γε­φύ­ρω­το χά­σμα. Ἡ με­τα­βο­λὴ δὲ αὐ­τῆς τῆς κα­τα­στά­σε­ως εἶ­ναι μὴ ἀ­να­στρέ­ψι­μη, δι­ό­τι «ἐν τῷ Ἅ­δῃ οὐκ ἔ­στιν με­τά­νοι­α». Καὶ αὐ­τὸ, δι­ό­τι στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρος, δὲν ἔ­χει σῶ­μα καὶ ἑ­πο­μέ­νως δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὴ ἡ με­τά­νοι­α καὶ ἡ ἐ­πα­νόρ­θω­ση τῶν κα­κῶν ποὺ ἔ­κα­νε.

Στὴν συ­νέ­χεια, ὁ πλού­σιος ἀ­πευ­θύ­νει δεύ­τε­ρη πα­ρά­κλη­ση στὸν Ἀ­βρα­ὰμ «ἐ­ρω­τῶ οὖν σέ…», σὲ πα­ρα­κα­λῶ πά­τερ Ἀ­βρα­ὰμ νὰ στεί­λεις τὸ Λά­ζα­ρο στὴ γῆ, δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς, νὰ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­σει τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ πά­νω, γιὰ νὰ μὴν ἔ­χουν τὴν ἴ­δια τύ­χη μὲ ἐ­μέ­να. Στὴν συ­ζή­τη­ση αὐ­τή, δὲν φαί­νε­ται ὁ πλού­σιος νὰ ἔ­χει με­τά­νοι­α. Δὲν φαί­νε­ται νὰ ἔ­χει κα­τα­λά­βει σὲ τί ἔ­φται­ξε καὶ βρί­σκε­ται τώ­ρα στὴν ζο­φε­ρὴ αὐ­τὴ κα­τά­στα­ση στὸν Ἅ­δη. Καὶ ὅ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, πά­λι ἐ­γω­ϊστι­κὰ ζη­τά­ει νὰ σώ­σει μό­νο τοὺς ἀ­δελ­φούς του.

Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τοῦ ἀπαν­τᾶ ὅ­τι, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ στα­λεῖ ὁ Λά­ζα­ρος, δι­ό­τι τὰ ἀ­δέλ­φια του ἔ­χουν τόν Μω­ϋσῆ καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες καὶ ὀ­φεί­λουν νὰ ὑ­πα­κού­σουν σὲ αὐ­τούς.

Ὁ πλού­σιος ὅ­μως ἐ­πι­μέ­νει: «Οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλ­λ᾿ ἐ­ὰν τὶς ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῆ πρὸς αὐ­τοὺς με­τα­νο­ή­σου­σιν». Ὁ πλού­σιος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι, ἐ­ὰν συ­νέ­βαι­νε τὸ θαῦ­μα νὰ ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἐκ τῶν νε­κρῶν καὶ νὰ δι­δά­ξει τοὺς ἀν­θρώ­πους, τό­τε αὐ­τὸν θὰ τὸν πι­στεύ­σουν. Ὅ­μως, ἀ­πα­τή­θη­κε, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς καὶ φα­νε­ρώ­θη­κε σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ τὸν πι­στέ­ψουν. Ὅ­σοι τὸν πί­στε­ψαν τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν καὶ ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί.

Ἡ τε­λι­κὴ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­ταν: «Εἰ Μω­ϋ­σέ­ως καὶ προ­φη­τῶν οὖν ἀ­κού­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­ὰν τὶς ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στῆ πει­σθή­σον­ται». Αὐ­τὸ πράγ­μα­τι συ­νέ­βη μὲ τοὺς σύγ­χρο­νους μὲ τὸ Χρι­στὸ Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Ὅ­σοι δὲν τὸν πί­στε­ψαν ὅ­ταν δί­δα­σκε καὶ θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε, δὲν τὸν πί­στευ­σαν καὶ ἀ­να­στάν­τα. Ὁ­μοί­ως δὲν τὸν πί­στε­ψαν ὅ­ταν ἀ­νέ­στη­σε τὸν Λά­ζα­ρο. Ἀν­τὶ νὰ τοῦ εἶ­ναι εὐ­γνώ­μο­νες θέ­λη­σαν νὰ σκο­τώ­σουν καὶ τὸ Λά­ζα­ρο.

5. Συμ­πε­ρά­σμα­τα καί δι­δάγ­μα­τα

 

Ἡ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ «πλου­σί­ου καὶ τοῦ Λα­ζά­ρου», κα­θὼς καὶ ἡ πα­ρα­βο­λὴ «τῆς μέλ­λου­σας κρί­σε­ως», εἶ­ναι οἱ δύ­ο δι­δα­χές, ποὺ ὁ Χρι­στὸς μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἀ­χνὰ κά­ποι­ες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες τῆς «ἄλ­λης ζω­ῆς». Ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ ση­μεῖ­α ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ σχο­λι­ά­σου­με στα­χυ­ο­λο­γοῦ­με με­ρι­κά, γιὰ νὰ ἐ­ξά­γου­με κά­ποι­α ὠ­φέ­λι­μα συμ­πε­ρά­σμα­τα:

Πρῶ­τον, ἡ πα­ρα­βο­λὴ μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὴν με­γά­λη ἀ­λή­θεια, ὅ­τι οἱ πλού­σιοι δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­ψη­λο­φρο­νοῦν γιὰ τὸν πλοῦ­το καὶ τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά τους, οὔ­τε νὰ στη­ρί­ζουν σὲ αὐ­τὰ ὅ­λες τους τὶς ἐλ­πί­δες καὶ νὰ ξε­χνοῦν τὸ Θε­ό. Δι­ό­τι, ὁ πλοῦ­τος ἀ­φε­νὸς πα­ρα­σύ­ρει τὸν ἄν­θρω­πο σὲ κα­τα­χρή­σεις καὶ ἁ­μαρ­τω­λὲς δι­α­σκε­δά­σεις, τοῦ δί­νει τὴν ψευ­δαί­σθη­ση τῆς αὐ­τάρ­κειας, ἀ­φε­τέ­ρου τὸν δι­ευ­κο­λύ­νει νὰ ξε­χνᾶ τὸ Θε­ὸ καὶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του. Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ πλοῦ­τος εἶ­ναι με­γά­λος πνευ­μα­τι­κὸς κίν­δυ­νος, ἐ­ὰν δὲν γί­νε­ται κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­σή του. Μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει σὲ πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, δη­λα­δὴ σὲ αἰ­ώ­νιο χω­ρι­σμὸ ἀ­πὸ τὸ Θε­ό.

Δεύ­τε­ρον, οἱ πτω­χοὶ δὲν πρέ­πει νὰ πα­ρα­πο­νοῦν­ται καὶ νὰ γογ­γύ­ζουν κα­τὰ τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε νὰ φθο­νοῦν καὶ νὰ μι­σοῦν τοὺς πλου­σί­ους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νή­θως εἶ­ναι ἄ­δι­κοι καὶ ἄ­σπλα­χνοι. Ἂς ὑ­πο­μέ­νουν ἀ­γόγ­γυ­στα καὶ μὲ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τὶς δυ­σκο­λί­ες, τὶς θλί­ψεις καὶ τὴν ἀ­νέ­χειά τους, μὲ ἀ­πό­λυ­τη πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἡ ὑ­πο­μο­νή τους θὰ ἐ­πι­βρα­βευ­τεῖ. Ἂς εἶ­ναι βέ­βαι­οι ὅ­τι οἱ δο­κι­μα­σί­ες τους σὲ αὐ­τὴν τὴ ζω­ὴ εἶ­ναι παι­δα­γω­γι­κὰ μέ­σα γιὰ τὴν κα­τὰ Θε­ὸ πρό­ο­δό τους, καὶ εἰ­σι­τή­ριο γιὰ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἂν δὲν ὑ­πο­κύ­ψουν στὸν πει­ρα­σμὸ τοῦ φθό­νου καὶ τοῦ μί­σους τῶν πλου­σί­ων. Ἡ ἀ­γόγ­γυ­στη ὑ­πο­μο­νὴ στὶς δο­κι­μα­σί­ες, δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι οἱ πτω­χοὶ δὲν δι­και­οῦν­ται νὰ θέ­λουν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν νὰ βελ­τι­ώ­σουν τὴ θέ­ση τους.

Τρί­τον, ἡ πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ δεί­χνει κα­θα­ρὰ ὅ­τι, ὁ σκο­πὸς τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ κα­τά­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἡ συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν καὶ τῶν δι­καί­ων στὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα καὶ μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Ἡ πα­ρα­βο­λὴ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει κα­τὰ τρό­πο ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­το, ὅ­τι οἱ ψυ­χὲς ὑ­πάρ­χουν καὶ με­τὰ θά­να­τον, αἰ­σθά­νον­ται καὶ χαί­ρουν ἢ πά­σχουν, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ πῶς ἔ­ζη­σαν τὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή τους. Μί­α ἄλ­λη ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι οἱ ψυ­χὲς ὑ­πάρ­χουν, ζοῦν καὶ ἔ­χουν πλή­ρη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α με­τὰ θά­να­τον, εἶ­ναι οἱ θαυ­μα­τουρ­γι­κὲς ἐ­πεμ­βά­σεις τῶν Ἁγί­ων, στὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, δη­λα­δὴ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἐ­πι­τε­λοῦν οἱ Ἅ­γιοι ὑ­πὲρ τῶν πι­στῶν. Ἔ­στω καὶ ἕ­να μό­νο θαῦ­μα ἑ­νὸς μό­νο Ἁγί­ου ἢ τῆς Πα­να­γί­ας νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν ὕ­παρ­ξη τῶν ψυ­χῶν με­τὰ θά­να­τον καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν Ἁγί­ων, ἢ ὅ­σων ἔ­χουν εὐ­α­ρε­στή­σει τὸ Θε­ό, ὑ­πὲρ τῶν ἀ­γω­νι­ζό­με­νων πι­στῶν.

Τέ­ταρ­τον, ὅ­τι ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον ζεῖ κά­θε ἄν­θρω­πος σὲ αὐ­τὴ ἐ­δῶ τὴ ζω­ή, θὰ κρί­νει ὁ­ρι­στι­κὰ καὶ τὸ αἰ­ώ­νιο μέλ­λον του. Ὅ­σοι ζοῦν μὲ ἀ­γά­πη, μὲ δι­και­ο­σύ­νη καὶ «καρ­πο­φο­ροῦν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ», ἀλ­λὰ καὶ οἱ με­τα­νο­οῦν­τες ἁ­μαρ­τω­λοὶ (ἐ­ὰν ἡ με­τά­νοι­ά τους εἶ­ναι εἰ­λι­κρι­νὴς), θὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τὴν αἰ­ώ­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα κον­τὰ στὸ Θε­ό. Ἀν­τι­θέ­τως, ὅ­σοι ἀν­τι­τά­χθη­καν στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἔ­ζη­σαν ἐν­συ­νεί­δη­τα μέ­σα στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ στὴν ἀ­δι­κί­α, δὲν ἔ­δω­σαν ἀ­γά­πη σὲ κα­νέ­να συ­νάν­θρω­πό τους καὶ ἔ­φυ­γαν ἀ­με­τα­νό­η­τοι, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἐλ­πί­ζουν στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τοὺς ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ εἶ­ναι ἔ­λεγ­χος καὶ κρί­ση. Με­τὰ τὸ θά­να­τό τους, δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξει με­τα­βο­λὴ τῆς κα­τα­στά­σε­ως.

Ὁ Πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λα­ση, φαί­νε­ται κα­θα­ρὰ στὴν πα­ρα­βο­λή, ὅ­τι εἶ­ναι ὑ­παρ­κτὲς ψυ­χι­κὲς κα­τα­στά­σεις. Ἐ­πί­σης, ὅ­τι ὁ Ἀ­βρα­ὰμ (ποὺ λει­τουρ­γεῖ στὴν πα­ρα­βο­λὴ ὡς προ­σω­πο­ποί­η­ση τοῦ Θε­οῦ), ἀρ­νεῖ­ται ἔ­στω καὶ μί­α στα­γό­να ὕ­δα­τος, δη­λα­δὴ τὴν ἐ­λά­χι­στη ἀ­να­ψυ­χή, στὸν βα­σα­νι­ζό­με­νο πλού­σιο. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­γα­πᾶ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ δὲν θέ­λει τὴ σω­τη­ρί­α τους. Ἀλ­λὰ οἱ ἴ­διοι μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή, ἀ­πέ­κλει­σαν κά­θε κοι­νω­νί­α τους μὲ τὸ Θε­ό. Ἔ­τσι, ὁ Θε­ὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοὺς σώ­σει μὲ τὸ ζό­ρι.

Τέ­λος, ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ δι­δά­σκει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ δι­α­σώ­ζει ἡ Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ἀ­σφα­λὴς καὶ ἀ­λάν­θα­στη ὁ­δη­γὸς γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α. Ἂς μὴν πε­ρι­μέ­νου­με ἄλ­λες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μᾶς ἔ­χει δώ­σει ὅ,τι εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Ἂς μὴν ζη­τᾶ­με σὲ ἄλ­λες θο­λὲς πη­γὲς ἀ­πο­κα­λύ­ψεις καὶ ἑρ­μη­νεῖ­ες ὕ­πο­πτες. Ἡ πλά­νη ἐ­λο­χεύ­ει.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.ΡΩ.