ΠΕΣ ΜΟΥ, ΠΑΤΕΡΑ!

Είπα στον γέροντα ασκητή τόν εβδομηκοντάρη 
πού κυματούσε ή κόμη τον σαν πασχαλιάς κλωνάρι: 
«Πές μου, πατέρα μου, γιατί σέ τούτη δω τη σφαίρα 
αχώριστα περιπατούν ή νύχτα και ή μέρα; 
Γιατί σαν νά ‘σαν δίδυμα φυτρώνουνε αντάμα 
τ’ αγκάθι και τό λούλουδο, τό γέλιο και τό κλάμα; 
Γιατί στην πιό ελκυστική τού δάσους πρασινάδα 
σκορπιοί φωλιάζουν κι’ όχεντρες και κρύα φαρμακάδα; 
Γιατί προτού τό τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλη 
και ξεδιπλώση μπρος στό φως τ’ αμύριστα του κάλλη 
μαύρο σκουλήκι έρχεται μιά μαχαιριά τού δίνει 
κι’ ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει; 
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει 
τό στάχυ ώσπου νά γενή ψωμάκι και καρβέλι 
και κάθε τι ωφέλιμο κι’ ευγενικό και θείο πληρώνεται 
μέ δάκρυα και αίματα στό βίο, 
ενώ ό παρασιτισμός αυτόματος θεριεύει 
κι’ ή προστυχιά όλη τή γη νά καταπιή γυρεύει; 
Τέλος, γιατί εις του παντός τήν τόση αρμονία 
νά χώνεται ή σύγχυσις κι’ ή ακαταστασία;» 
Απήντησεν ό ασκητής μέ τή βαριά φωνή του 
προς ουρανούς υψώνοντας τό χέρι τό δεξί του: 
«Οπίσω από τά χρυσά εκεί επάνω νέφη 
κεντά ό Μεγαλόχαρος ατίμητο γκερκέφι*. 
Κι’ έφ’ όσον εις τά χαμηλά ημείς περιπατούμεν 
τήν όψι τήν ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμεν. 
Καί είναι άρα φυσικόν λάθη ό νούς νά βλέπη εκεί 
πού νά ευχαριστή καί νά δοξάζη πρέπει. 
Περίμενε σάν Χριστιανός νά έλθη ή ήμερα 
πού ή ψυχή σου φτερωτή θά σχίση τόν αιθέρα 
καί τού Θεού τό κέντημα απ’ τήν καλή κυττάξης καί τότε… 
όλα σύστημα θά σου φανούν καί τάξις».

Κωνσταντίνου Καλλινίκου,«Ερωτηματικά».

* γκεργκέφι=κέντημα