ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ

Περσυνάκη Ἐμμανουὴλ

 Καθηγητοῦ-Ἱεροψάλτου

 

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Μέγας Στρατηγὸς τῶν ἀΰλων ταγμάτων ἀπεστάλη πρὸς τὴν “Παρθένον Μαριάμ” ἕξι μῆνες μετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, γιὰ νὰ τῆς ἀποκαλύψει τὸ “κεκρυμμένον μυστήριον” καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ Κεφ. Α΄, (στίχοι 26-38) περιγράφει. Κατάπληκτη ἡ Παρθένος ἐρωτᾶ τὸν Ἄγγελο: “πῶς ἔσται ὅ εἴρηκας .. .πῶς συλλήψομαι παρθένος οὖσα κόρη;”, “πῶς δὲ γενήσομαι μήτηρ τοῦ Κτίστου μου;” γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπάντηση: Ζητεῖς παρ’ ἐμοῦ γνῶναι Παρθένε τοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως τῆς σῆς, ἀλλ’ οὗτος ἀνερμήνευτος, τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον δημιουργῷ δυνάμει σοί ἐπισκιάσαν ἐργάσεται. 

Ἔτσι προσάρμοσε τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς στὸν κανόνα ποὺ συνέθεσε καὶ ψάλλεται κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ κανόνα εἶναι τὸ Ἑλληνικὸ ἀλφάβητο. Εἶναι ὁ μόνος κανόνας, ἀπὸ ὅσους χρησιμοποιοῦνται στὴν καθημερινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι γραμμένος ὑπὸ τύπον διαλόγου. Κατὰ τὸν διάλογο, ποὺ ἐξελίσσεται γύρω ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Λουκᾶ, ἡ Παρθένος ἐρωτᾶ τὸν Ἄγγελον καὶ αὐτὸς τῆς ἀπαντᾶ. Ἡ “(τῇ) ποιητικῇ  ἀδείᾳ” σύνθεση τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐμελοποιήθη ἀπὸ τὸν ἴδιο σὲ ἦχο τέταρτο (Δ΄) γιατί τὰ νοήματα ποὺ ἀναλύουν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐμήνυσε “στὴν Παρθένο Μαρία”, τὴν ἐξ Ἁγίου Πνεύματος σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Κυρίου, ἔπρεπε νὰ ψάλλονται κατὰ πανηγυρικὸ τρόπο. Ἐπειδὴ ὁ τέταρτος ἦχος “πανηγύριζει καὶ χορεύει εὐρύθμως” ὀρθὰ ἐπελέγη κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἐπιχείρησε νὰ ἑρμηνεύσει τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς.

“Πῶς συλλήψομαι Παρθένος οὖσα κόρη;” εἶναι ἡ ἀπορία τῆς Παναγίας. Τὸ μυστήριο τῆς τοῦ “Λόγου σαρκώσεως” δὲν ἐγνώριζαν οὔτε οἱ Ἄγγελοι. Κατὰ τὸν μοναχὸν Ἰώβιον “ἦν ἀναγκαῖο ἐπισκιάζεσθαι τοῦτο διὰ τε τὸ γενέσθαι τοῖς ἀκροωμένοις εὐπαράδεκτον, καὶ ἵνα τοῦ σκότους τὸν ἄρχοντα λάθῃ”. Κατὰ τὸν Θεοφόρο Ἰγνάτιο “Τρία τινά ἔλαθον τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου, ἡ παρθενία Μαρίας, ἡ σύλληψις τοῦ Κυρίου καὶ  ἡ Σταύρωσις”.

Εἶναι ξεκαθαρισμένο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι ἡ σύλληψη τῆς Παρθένου ἔγινε ἐξ Ἁγίου Πνεύματος ἀσπόρως, χωρὶς νὰ λειτουργήσουν οἱ φυσικοὶ νόμοι τῆς ἀναπαραγωγῆς καὶ τοῦτο διότι κατὰ τὸν Γρηγόριο Θεσσαλονικέα: “Εἰ γὰρ ἐκ σπέρματος συνελήφθη ὁ Χριστός, οὐκ ἂν ἦν καινὸς ἄνθρωπος, οὐδ’ ἀναμάρτητος ἦν καὶ τῶν ἁμαρτανόντων Σωτήρ”. Ἀντίθετα μὲ τὴ σύλληψη τῆς Ἁγίας Ἄννας κατὰ τὴν ὁποία οἱ φυσικοὶ νόμοι λειτούργησαν κατὰ ὑπερφυσικὸ τρόπο.

Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ δύο γεγονότα, τὰ ταύτισαν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ Μαριολατρεία.

Πρὸ αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἐρωτᾶ ἡ Μαριὰμ “πῶς ἔσται τοῦτο ἐπὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω” (Λουκᾶ Α’ 34). Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι ἀπὸ ἀπιστία πρὸς τὰ λόγια του Ἀγγέλου, ἀλλὰ ὡς συνετὴ καὶ σοφὴ ποὺ ἦταν ζήτησε νὰ μάθει τὸν τρόπο τοῦ πράγματος, ἐπειδὴ καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Ἱερὸς Θεοφύλακτος κανένα τέτοιο θαῦμα δὲν εἶχε γίνει μέχρι τότε, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐπρόκειτο νὰ γίνει. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν τὴν ἐπιτιμᾶ ὁ Ἄγγελος ὅπως τιμώρησε τὸν Ζαχαρία μὲ τὴ σιωπὴ γιατί αὐτὸς γνώριζε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι πολλὲς στεῖρες γυναῖκες ἐγέννησαν παιδιὰ καὶ συνεπῶς μποροῦσε νὰ γεννήσει καὶ ἡ Ἐλισσάβετ.

Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἡ σύλληψη τοῦ Κυρίου ἔγινε “ἐκ Πνεύματος Ἁγίου” τότε γιατί ἐμνηστεύθη ὁ Ἰωσὴφ τὴν Μαριάμ; εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ θὰ ἔθετε κάθε λογικὸς ἄνθρωπος. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας τρεῖς εἶναι οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ἐμνηστεύθη ὁ Ἰωσὴφ τὴν Μαριάμ.

Κατὰ τὸν Ἱερὸ Θεοφύλακτο “συνεχώρησε ὁ Θεὸς μνηστευθῆναι τὴν Μαριὰμ τῷ Ἰωσὴφ  ἵνα ἔχει κηδεμόνα ἐν ταῖς συμφοραῖς”. Αὐτὸς φρόντισε τὰ τῆς φυγῆς στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔτσι ἔσωσε τὸ “παιδίον” ἀπὸ τὴ σφαγὴ τοῦ Ἡρώδη. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ” ἵνα λάθῃ  τοῦ διαβόλου” γιατί ὁ διάβολος γνώριζε ὅτι “Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει τὸν Κύριόν τῆς δόξης” καὶ παρακολουθοῦσε τὶς παρθένες. Ὁ τρίτος λόγος εἶναι ” ἵνα ἀπατηθῇ ὁ ἀπατεὼν” μνηστεύεται τὴν Ἀειπάρθενον ὁ Ἰωσὴφ καὶ “σχῆμα μόνο γίνεται σύζυγος πρᾶγμα δὲ οὒ” ἔτσι ξεγελιέται ὁ διάβολος καὶ σώζεται ὁ Κύριος τῆς δόξης.

Ἡ σύλληψη τῆς Παρθένου εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, γι’ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀποτελεῖ κατὰ τὸν σοφὸ Ἰωσὴφ Βρυένιον «τὴν ρίζα τῶν ἑορτῶν». Καὶ ἐνῶ σὲ ὅλες τὶς δεσποτικὲς ἑορτὲς προηγεῖται ἄλλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ στὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν προηγεῖται ἄλλη Δεσποτικὴ ἑορτή. Ἔτσι τῆς Πεντηκοστῆς προηγεῖται ἡ Ἀνάληψις, τῆς Ἀναλήψεως ἡ Ἀνάσταση, τῆς Ἀναστάσεως ἡ Σταύρωση, τῆς Σταυρώσεως τὰ Βάϊα, τῶν Βαΐων ἡ ἔγερση Λαζάρου, τῆς ἐγέρσεως Λαζάρου ἡ Μεταμόρφωση, τῆς Μεταμορφώσεως τὰ Θεοφάνια, τῶν Θεοφανίων ἡ Ὑπαπαντή, τῆς Ὑπαπαντῆς ἡ Χριστοῦ Γέννηση, τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ὁ Εὐαγγελισμός. “Πάντων γὰρ ἡμῖν τῶν ἀγαθῶν ἀρχὴ γέγονε ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Κεχαριτωμένης, ἡ πολυύμνητος τοῦ Σωτῆρος Οἰκονομία, ἡ ἔνθεος αὐτοῦ καὶ ὑπερκόσμιος διδασκαλία” (Γρηγόριος Νεοκαισαρείας). Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ οὐδέποτε μετατίθεται σὲ ἄλλη ἡμέρα, σύμφωνα μὲ τὸν 5ον κανόνα τοῦ Νικηφόρου καὶ ὅλα τὰ Τυπικά, γιατί “αὐτὴ ἡ ἀρχὴ οὖσα καὶ κεφαλὴ τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν, ἐὰν μετατεθεῖ εἶναι ἀνάγκη νὰ συμμετατεθοῦν καὶ ὅλαι αἳ ἄλλαι δεσποτικαὶ ἑορταὶ καὶ οὕτω θὰ γίνη μία μεγάλη σύγχυσις εἰς ὅλον τὸν κύκλον τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν”.

Τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καθορίστηκε, ἀπὸ τοὺς Θεοφόρους διδασκάλους, νὰ γιορτάζεται στὶς 25 Μαρτίου ὅπως ἀναφέρει τὸ Πασχαλινὸ Χρονικό του 624. Συμπίπτει πάντοτε μὲ τὴ Μ. Τεσσαρακοστή. Ἡ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος μὲ τὸν ΝΒ’ κανόνα της ἀποφάσισε νὰ τελεῖται Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, κατ’ ἐξαίρεση.

Ἡ ἑορτὴ ἀποδίδεται αὐθημερὸν καὶ ἔχει μία μόνο προεόρτιο ἡμέρα σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἄλλες Δεσποτικὲς ἑορτὲς ποὺ ἔχουν περισσότερες. Γίνεται κατάλυση ἰχθύος καὶ οἴνου, ὅταν δὲ τύχῃ νὰ εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα γίνεται κατάλυση ἐλαίου, γιὰ τὸ “αἰδέσιμον” τῆς ἑορτῆς.

Ἡ τοῦ “Γαβριὴλ προσηγορία” καὶ “ρίζα πασῶν τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν” καθιερώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἑορτάζεται καὶ νὰ πανηγυρίζεται μὲ μεγαλοπρέπεια. Γι’ αὐτὸ στὸ Μηναῖο εἶναι καταχωρημένη “πλήρης ἀκολουθία” ποὺ περιλαμβάνει, Μέγα ἑσπερινό, Λητή, καὶ Ὄρθρο. Τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς πλαισιώνουν μία σειρὰ ἀπὸ καθίσματα καὶ Δοξαστικὰ τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ ἀπολαύσουν ὅσοι παρακολουθοῦν τὸν ὄρθρο τῆς ἑορτῆς.

Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἀνέλυσαν τὴν σημασία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ ἐγκωμίασαν τὴ Θεοτόκο ἡ ὁποία δὲν “ἐδίστασεν ὡς ἡ Σάρρα ἐν τῇ σκηνῇ” ἀλλὰ μὲ τὴ γνωστὴ φράση της “ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου” δέχθηκε καὶ ἔγινε δοχεῖο τῆς χάριτος καὶ κλίμακα γιὰ νὰ ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὸν Γρηγόριο Νύσσης “ἡ Παναγία ὑπὲρ τὴν κτίσιν ἐκαλλωπίσθη, ὑπὲρ τοὺς οὐρανούς ἐφαιδρύνθη, ὑπὲρ τὸν ἥλιον ἔλαμψε, ὑπὲρ τοὺς Ἀγγέλους ὑψώθη, οὐκ ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἱσταμένη, τὸν Οὐράνιον Δεσπότην καὶ Βασιλέα τῶν ἁπάντων ἐπεσπάσω πρὸς ἑαυτήν”.