ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀποφάσισε νά μεταφέρει τήν ἕδρα τοῦ ἀχανοῦς Ρωμαϊκοῦ Κράτους στόν Βόσπορο – ἡ Κωνσταντινούπολη ἱδρύθηκε  στίς 3 Νοεμβρίου τοῦ 324 καί τά ἐπίσημα ἐγκαίνιά της ἔγιναν στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 – ὁπωσδήποτε ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του τή γεωγραφική θέση καί τή στρατηγική σημασία τῆς νέας πόλης. Ἄλλωστε, νωρίτερα ἤδη ὁ Ἕλληνας ἱστορικός Πολύβιος (2ος αἰ. μ.Χ.) εἶχε ἀναλύσει τήν ἐκλεκτή πολιτική καί οἰκονομική θέση τῆς ἀρχαίας πολίχνης τοῦ Βυζαντίου, ἐπί τῆς ὁποίας οἰκοδομήθηκε ἡ Νέα Ρώμη. Ὅμως ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα δέν ἐξαντλεῖται στά κριτήρια αὐτά. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος θεωροῦσε τήν ἵδρυση μιᾶς νέας πρωτεύουσας ὡς τό κυριώτερο σύμβολο τῆς ἐπιδιωκόμενης ἀνανέωσης τοῦ Κράτους. Ἡ ὑποκατάσταση τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἦταν δυνατή μέ τή δημιουργία μιᾶς Νέας Ρώμης, ἡ ὁποία θά ἀποτύπωνε στίς δομές καί στή λειτουργία της τή νέα πραγματικότητα.
Ὁ ἱστορικός ρόλος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης εἶχε ἐξαντληθεῖ. Ἔτσι ἡ Κωνσταντίνου Πόλις ἀπέκτησε ὅλα τά στοιχεῖα λαμπρότητος τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης καί ταχύτατα ἀναδείχθηκε κατά πολύ ὑπέρτερή της. Ἀναπτύχθηκε καί  ἐξελίχθηκε τόσο πολύ, ὥστε κατέστη ἡ λαμπρότερη συνεπτυγμένη ἔκφραση τῆς ταυτότητας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Μετά τή μετάθεση τοῦ κέντρου βάρους ἀπό τή Δύση στήν Ἀνατολή τό νέο Κράτος δέν εἶναι πλέον τό παλαιό. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἰ. Καραγιαννόπουλος, τό γεγονός ὅτι ἡ νεώτερη διεθνής  ἱστοριογραφία ἔπαψε πολύ γρήγορα νά χρησιμοποιεῖ, εἴτε γιά ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βοσπόρου εἴτε γιά τούς πρώτους αἰῶνες της, τήν ὀνομασία «ρωμαϊκό κράτος» ἀποδεικνύει περίτρανα πόσο ἔχει γίνει πιά κατανοητό ὅτι ἡ συνέχεια τοῦ κράτους τῆς Ρώμης εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τό παλαιό ρωμαϊκό κράτος.
Ἐκτός ἀπό τό προβάδισμα πού δίνεται στήν Ἀνατολή, ζωτικό χῶρο τόσο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὅσο καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, συστατικά στοιχεῖα τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους καί πρώτιστοι παράγοντες ἑνότητάς του εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ χριστιανική πίστη καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἑλληνική παιδεία καί γλώσσα. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες ἀνθοῦν καί ἀποδίδουν πλούσιους καί εὔχυμους καρπούς γιά μακρότατο χρονικό διάστημα μέσα σ’ ἕνα κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον τό ὁποῖο, ἀξιοποιώντας μέ σοφία χρήσιμα στοιχεῖα τοῦ ρωμαϊκοῦ του παρελθόντος, ἰδιαίτερα στή διοίκηση, λειτούργησε γιά πολλούς αἰῶνες. Πρωταρχικός παράγοντας τοῦ περιβάλλοντος αὐτοῦ ὑπῆρξε ἡ αὐτοκρατορική ἰδέα.
Ὁ Χριστιανισμός, ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης καί τῆς συγγνώμης, στή δογματική θεμελίωση τῆς ὁποίας ἑδράζεται ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς μεσαιωνικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ἀνατολῆς, ἀποτελεῖ τόν ἰσχυρό συνεκτικό δεσμό καί παράγοντα ὁμοιογένειας τοῦ ἀχανοῦς Βυζαντινοῦ Κράτους. Παρά τίς κατά καιρούς ἐκτροπές, κανείς δέν λησμόνησε ποτέ πώς καί τή Βασιλεύουσα καί τό Κράτος ὁ Μ. Κωνσταντίνος εἶχε θέσει κατά τά ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τήν σκέπη καί τήν προστασία τοῦ Χριστοῦ: «Σοί, Χριστέ,…σοί προστίθημι τήνδε τήν…πόλιν καί σκῆπτρα τῆσδε καί τό πᾶν Ρώμης κράτος. Φύλαττε ταύτην, σῶζε δ’ ἐκ πάσης βλάβης». Ἡ σχέση Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι σχέση συναλληλίας, καθώς πιστεύεται ὅτι καί ἡ ἐκκλησιαστική καί ἡ πολιτειακή ἐξουσία πηγάζουν ἀπό τή θεία ἐξουσία. Καί οἱ δύο εἶναι ταγμένες να ὑπηρετοῦν τόν λαό τοῦ Θεοῦ χάριν τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν. Πολλές φορές οἱ στόχοι τους συμπίπτουν. Συχνά ἡ Πολιτεία συντρέχει τήν Ἐκκλησία στό ἔργο της. Τῆς παρέχει οἰκονομικούς πόρους, ἀνεγείρει ναούς, ὀργανώνει ἱεραποστολές κτλ. Ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ συνόδους, προεδρεύει σ’ αὐτές, ἐπικυρώνει μέ νόμο τίς ἀποφάσεις τους. Οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν εἰδική δικαστική δικαιοδοσία, ἀκόμη καί  σέ περιπτώσεις ἀστικῶν διαφορῶν, καί οἱ ἀποφάσεις τους δέν ἐφεσιβάλλονται. Ὁ αὐτοκράτορας παρά τό αὐξημένο κύρος πού τόν περιέβαλλε, τά προνόμια πού τοῦ ἀναγνωρίζονταν καί τή δύναμη τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας πού διέθετε ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιστούς πού ἀνῆκαν στήν Ἐκκλησία. Δέν ἦταν ἀνώτερός της. Ἡ βυζαντινή ἱστορία βρίθει παραδειγμάτων εὐθαρσῶν κληρικῶν πού ἄσκησαν αὐστηρότατο καί θαυμαστό ἔλεγχο σέ αὐτοκράτορες γιά παράβαση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου καί ἀπόκλιση ἀπό τούς ἱερούς κανόνες. Σέ θεωρητικό τουλάχιστον ἐπίπεδο, Ἐκκλησία καί Πολιτεία, ἄν καί δροῦσαν σέ διαφορετικά πεδία, εἶχαν τόν ἴδιο σκοπό· νά ὁδηγήσουν τόν λαό στή θεογνωσία καί τή σωτηρία.
Ἡ ἑλληνική παιδεία καί γλώσσα, ἡ ἑλληνική παράδοση καί σκέψη ἐν γένει καθ’ ὅλη τή βυζαντινή ἐποχή ὑπηρέτησε καί τροφοδότησε, κατεύθυνε καί χειραγώγησε τά γράμματα καί τίς ἐπιστῆμες, διαδραμάτισε δηλαδή καίριο καί ἀποφασιστικό ρόλο στή διαμόρφωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Βυζαντίου. Μέ τήν καθοριστική συμβολή τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ ἑλληνικός λόγος, ὡς γλώσσα καί ἔκφραση, ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τόν Χριστιανισμό. Συνετέλεσε σ’ αὐτό καί ἡ ἀνάγκη νά διατυπωθοῦν τά δόγματα μέ τήν ἀκριβόλογη ὁρολογία τῶν στωικῶν καί τοῦ Πλάτωνος. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Κ. Ἄμαντος: «Τήν ἔκτασιν τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ φανερώνει καί ἡ πρώτη χριστιανική φιλολογία, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ἔργον τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Ἀσίας. Ἀπολογηταί, κατηχηταί, ἱστορικοί, ποιηταί τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅλοι σχεδόν εἶναι κατά τούς πρώτους αἰῶνας Ἕλληνες ἤ διατελοῦν ὑπό τήν ἑλληνικήν ἐπίδρασιν». Βάση τῆς βυζαντινῆς παιδείας ἀποτελεῖ ἡ ἀρχαία γραμματεία, ἐνῶ ἡ κλασική παράδοση διαποτίζει τή διδασκαλία σέ ὅλα τά στάδια τῆς ἐκπαίδευσης. Πολλά ἀπό τά μή διασωθέντα ἔργα τῆς ἀρχαίας γραμματείας μᾶς εἶναι γνωστά ἀπό τά στοιχεῖα τους τά ὁποῖα ἐρανίσθηκαν οἱ βυζαντινοί λόγιοι, ἐνῶ μεγάλοι βυζαντινοί φιλόλογοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐξέχουσα θέση κατέχουν λαμπροί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, ἀσχολοῦνται μέ τήν κριτική ἔκδοση κειμένων τῆς κλασικῆς γραμματείας.
Στό Βυζάντιο, ὅμως, τό εὐφορώτατο ἔδαφος τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς Ρωμηοσύνης παράγει ἐν ἀφθονίᾳ καί ἀπολύτως σύγχρονα ἔργα λόγου καί ἐπιστήμης. Ἀνθεῖ ἡ θεολογία, ἡ φιλολογία, ἡ ρητορική, ἡ φιλοσοφία, ἡ ἱστοριογραφία, ἡ ἐπιστολογραφία, ἡ λογοτεχνία, ἡ ὑμνογραφία, ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ἡ καλλιτεχνία, ἡ νομική, ἡ ἰατρική, ἡ γεωμετρία, ἡ ἀστρονομία, ἡ γεωγραφία, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ναυπηγική, ἡ οἰκοδομική ἐν γένει, ἡ γεωπονία, ἡ χημεία· ἀκμάζουν τά μαθηματικά καί οἱ φυσικές ἐπιστῆμες, ὅπως ἡ μηχανική, ἡ ὀπτική, ἡ κατοπτρική καί ἡ κεντροβαρική. Καί ἐπί πλέον, ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς κατέστη ὁ δάσκαλος καί ὁ ἀναμορφωτής τῆς σλαβικῆς καί τῆς ἀσιατικῆς ἀνατολῆς, οἱ λαοί τῆς ὁποίας ὀφείλουν σ’ αὐτήν τή θρησκεία, τά γράμματα, τή φιλολογία, τό διοικητικό τους σύστημα, τήν πνευματική τους ὑπόσταση, τόν πολιτισμό τους ἐν γένει, κι ὅλα αὐτά, σύμφωνα μέ τή διατύπωση τῆς Βουλγάρας βυζαντινολόγου V. Tapkova-Zaimova, «μέσα σ’ ἕνα κλίμα βυζαντινῆς δημοκρατικότητας». Κι ὅσο γιά τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου στή Δύση ἄς ἀρκεσθοῦμε στήν ἄποψη τοῦ Ἄγγλου ἱστορικοῦ τῆς ἐπιστήμης W. C. Dampier: «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία παρέμεινε τό θεμέλιο τοῦ πολιτισμοῦ διά μέσου τῶν δυσκολό
τερων χρόνων τοῦ βαρβαρισμοῦ στή Δυτική Εὐρώπη».
Τό πολιτικό, ὅμως, σύστημα τοῦ Βυζαντίου ἦταν – γιά τήν ἐποχή ἐκείνη – τό κατάλληλο πλαίσιο πού ἀγκάλιασε τούς δύο αὐτούς ἑνοποιητικούς παράγοντες, Χριστιανισμό καί Ἑλληνισμό,   καί συμπορεύθηκε μαζί τους στήν πολυαίωνη πορεία τοῦ Κράτους. Πρωταρχικό στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς θεωρίας τῶν Βυζαντινῶν ὑπῆρξε ἡ αὐτοκρατορική ἰδέα. Οἱ Βυζαντινοί ἔνιωθαν ὡς ὑπήκοοι ἑνός καί μοναδικοῦ κράτους, τοῦ ρωμαϊκοῦ (ἡ ρωμαϊκή ἰδιότητα δέν δηλώνει ἐθνική καταγωγή· δηλώνει μόνο καί συντηρεῖ τή νομιμότητα τῆς συνέχειας τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς) καί οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες θεωροῦσαν τή βασιλεία τους ὡς συνέχεια τῆς βασιλείας τῶν παλαιῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων, – ὁ A. Heisenberg λέει ὅτι τό Βυζάντιο εἶναι «τό ἐκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» – μέ μία ὅμως βασική διαφορά. Τό Imperium Romanum τῶν βυζαντινῶν ἀντιλήψεων δέν εἶναι τό παλαιό ἁμαρτωλό Imperium, ἀλλά ἕνα ἄλλο, καινούργιο, στό ὁποῖο ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Ἑλληνισμός εἶχαν δώσει μιά νέα πνοή. Ἀποτελοῦσε βαθύτατη πίστη ὅλων ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια εἶχε τακτοποιήσει ἔτσι τά πράγματα, ὥστε τό Βυζαντινό Imperium νά γίνει «σκεῦος ἐκλογῆς» γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανικοῦ λόγου καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Σκοπός τοῦ νέου Κράτους εἶναι νά διασφαλίζει τήν εἰρήνη ἀποκρούοντας τους βαρβάρους, νά ἐπιβάλλει κράτος δικαίου καί ἑνότητα δόγματος καί νά διαδίδει τόν Χριστιανισμό στούς ἐθνικούς ἔτσι πού νά συντελεσθεῖ μία ποίμνη ὑπό ἕνα ποιμένα. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ P. E. Pieler «οἱ ἀντιλήψεις αὐτές ἀποτελοῦσαν μιά νέα ἰδεολογία πού παρεῖχε τή νομική βάση τῶν οἰκουμενικῶν ἀξιώσεων τῆς αὐτοκρατορίας». Σύμφωνα μέ τίς βυζαντινές ἀντιλήψεις, ἡ Οἰκουμένη ἀποτελεῖ μιά τεράστια ἱεραρχημένη οἰκογένεια λαῶν καί ἡγεμόνων μέ ἐπί κεφαλῆς τόν «βασιλέα τῶν Ρωμαίων», δηλαδή τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα. Ὅλοι οἱ ἡγεμόνες τῶν ἄλλων λαῶν εἶναι ὁλοφάνερα κατά πολύ κατώτεροι ἀπό τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα, δέν ἔχουν κἄν τόν τίτλο τοῦ «βασιλέως» (=αὐτοκράτορα) καί γι’ αὐτό δέν διασποῦν τήν ἰδέα τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς, πραγματικῆς καί γνήσιας αὐτοκρατορίας. Ἡ ἰδέα αὐτή παραμένει ἄθικτη καί ἀκέραιη ὡς τό 1204, ὁπότε περιορίζεται, ἀλλά παρόλ’ αὐτά ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Κράτους, σέ πεῖσμα τῆς  πραγματικότητας πού ὅλο καί πιό πολύ τῆς ἐναντιώνεται (Ἰ. Καραγιαννόπουλος). Τόσο ἦταν τό κύρος τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκρατορικοῦ τίτλου πού οὔτε καί αὐτός ὁ Καρλομάγνος τόλμησε νά τόν χρησιμοποιήσει. Ἡ προσήλωση τῶν Βυζαντινῶν στήν ἀποκλειστικότητα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ τίτλου δέν ἦταν μιά ἐμμονή σέ ἕνα νεκρό τύπο, ἀλλά ἀποτελοῦσε τήν ὑπεράσπιση μιᾶς ἰδέας πού ἦταν ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ὑπερχιλιόχρονης ζωῆς τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν ἡ ἐγγύηση πώς ἡ Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς δέν θά χανόταν ποτέ! Καί στίς χειρότερες ἀκόμη στιγμές τῆς ἐθνικῆς τους ζωῆς δέν τούς ἀπέλειπε ἡ ἐλπίδα ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια μέ ἕνα θαῦμα θά ἔστρεφε τά πράγματα «εἰς δόξαν καί ἀνέγερσιν Ρωμαίων». Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ St. Runciman, τό βυζαντινό αὐτό «σύνταγμα» – ἰσχυρός παράγοντας ἑνότητος τοῦ Κράτους – μέ ὅλες τίς παραμέτρους του, ἀλλά καί τίς ἀτέλειές του, παρουσίαζε ἕνα πλεονέκτημα ὕψιστο καί οὐσιωδέστατο: Μποροῦσε νά λειτουργεῖ. Καί λειτούργησε γιά χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια!
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ ἑλληνική μας παράδοση, ἐμπλουτισμένες μέ τήν πεῖρα τῶν ἕνδεκα αἰώνων τῆς Βυζαντινῆς Ρωμηοσύνης, κράτησαν καί μετά τήν ἅλωση – παρά τίς τεράστιες καί ἀνυπολόγιστες ἀπώλειες – τό Γένος ζωντανό σέ τρομερά δύσκολους καιρούς. Εἶναι βέβαιο πώς θά τό στηρίξουν καί σήμερα.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010