Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΔΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΒΑΡΑΪΡ

Γεωργίου Καζαριᾶν

Φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ

 

«Ὑπέρ τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος»

 

         Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυς Βαρδᾶν (Βαρτᾶν) γεννήθηκε στήν οἰκογένεια τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἀρμενίας Ἀμαζάσπ Μαμικονιᾶν καί τῆς Σαακανούις – κό­ρης τοῦ Καθολικοῦ Ἀρχιεπισκόπου  Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Μέγα (387-436), ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Φωτιστοῦ τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας (302-325, μν. 30 Σεπτεμβρίου). Τά παι­δι­κά καί νεανικά χρό­νι­α του Ἁγ. Βαρδᾶν καί τῶν δύο ἀδελφῶν του –Ἁγ. Ἀμαγιάκ καί Ἁγ. Ἀμαζασπεᾶν- πέ­ρα­σαν «ἐν παιδείᾳ καί νου­θε­σία Κυρίου», ὑπό τήν ἐποπτεία καί τήν φρον­τί­δα τοῦ μακαρίου παπ­ποῦ τους, καθώς καί μέ στρατιωτική ἐκ­παί­δευ­ση.

Ἐφ’ ὅσον ὁ ἀρ­χον­τικός οἶκος τῶν Μα­μι­κο­νι­ᾶν κλη­ρο­νο­μι­κά κατεῖχε τήν θέση τοῦ ἀρχιστράτηγου τῆς χώ­ρας, ἐπρόκειτο ὁ Ἁγ. Βαρ­δᾶν νά διαδεχτεῖ τόν πατέρα του. Ὁ Ἁγ. Βαρ­δᾶν, ἀφοῦ νυμφεύτηκε, ἀπέκτησε μία κόρη –τήν Ἁγ. Βαρδενή-Σου­σα­νίκ, ἡ ὁποία στό μέλλον θά ἀκολουθοῦσε τά μαρτυρικά ἴχνη τοῦ πατέρα της.

Ἡ πάνσοφη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἑτοίμαζε τόν Ἁγ. Βαρδᾶν νά εἶναι αὐτός ὁ ὑπερασπιστής τῆς Ἐκκλησίας σέ μία κρίσιμη ἐποχή, κατά τήν ὁποία θά κρινόταν τό ἄν ἡ Ἀρμενία θά συνέχιζε τήν ἐν Χριστῷ ἱστορική πορεία της ἤ ὄχι.

Τό 387 τήν Μεγάλη Ἀρμενία μοίρασαν μεταξύ τους οἱ δύο ἰσχυρότεροι γείτονές της. Τό δυτικό μέρος τῆς Ἀρμενίας πῆρε τό Βυζάντιο, ἐνῷ τό ἀνα­το­λικό καί μάλιστα τό μεγαλύτερο μέρος της πέρασε στά χέρια τῶν πυρολατρῶν (ζωροαστρῶν) Περσῶν. Οἱ τελευταῖοι προβληματίζονταν σοβαρά μέ τόν Χριστιανισμό τῆς Ἀρμε­νίας, ὄχι μόνο ἀπό τήν ἄποψη τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ, ἀλλά καί τοῦ πολιτικοῦ κινδύνου, καθώς ἡ ὁμοδοξία τῆς Ἀρμενίας καί τῶν γειτονικῶν χωρῶν μέ τό ἐχθρικό Βυζάντιο ἔπαιζε σημαντικό ρόλο στόν πολιτικό προσανατολισμό τους.

Τό 428 ἔπαψε τήν ὕπαρξή της ἡ δυναστεία τῶν Ἀρσακίδων, ἡ ὁποία ἀκόμη βασίλευε στήν περσοκρατούμενη Ἀρμενία. Ἡ χώρα μετατράπηκε ἀπό βασίλειο σέ μία ἁπλῆ ἐπαρχία, στήν ὁποία ὅμως οἱ τοπικοί ἄρχοντες διατηροῦσαν τήν αὐτονομία τους καί ἡ Ἐκκλησία τήν ἐξέχουσα θέση καί τήν αὐθεντία της.

Ἡ Περσική κυβέρνηση περίμενε τόν κατάλληλο καιρό γιά νά ξεκινήσει διωγμούς κατά τῆς ὀρθῆς Πίστης. Ὁ βασιλιάς Ἰσδιγέρδος Β΄ (438-457) βα­θμιαῖα ἄρχισε διωγμούς ἐναντίον ὅλων τῶν χριστιανῶν τούς ὁποίους κάλεσε νά ὑπηρετήσουν στόν στρατό του ἀλλά ἰδιαίτερα ἐναντίον τῶν Ἀρμενίων, διότι αὐτούς ἔβλεπε νά εἶναι οἱ πιό ἔνθερμοι στήν θεοσέβεια. Μετά ἀπό καιρό ὅμως, ἀφοῦ ἀντελήφθη ὁ ἀσεβής βασιλιάς ὅτι οἱ χριστιανοί, ὄχι μόνο μένουν ἀκράδαντοι στήν Πίστη τους, ἀλλά καί ὁ ἀριθμός τους συνέχεια αὐξάνεται, ἐξέδωσε ἕνα εἰδικό πρόσταγμα. Σύμ­φωνα μ’ αὐτό ὅλοι οἱ λαοί τοῦ Περσικοῦ κράτους θά ἔπρεπε νά ἀρνηθοῦν τίς δικές τους θρησκεῖες καί νά ἀσπασθοῦν τόν Ζωροαστρισμό.

Τό ἔτος 447 ἦρθε στήν Ἀρμενία ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πέρση βασιλιά ὀνόματι Δενσαβόριος, ὁ ὁποῖος ἀπέγραψε ὅλη τήν χώρα μέ ἀποτέλεσμα νά καταργηθεῖ ἡ φορολογική ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, νά αὐξηθοῦν ὑπερβολικά οἱ φόροι καί νά δημιουργηθοῦν προβλήματα ἀνάμεσα στούς ἀρχοντικούς οἴκους. Ὁ Δενσαβόριος, ἀφοῦ ἔδιωξε τόν Ἀρμένιο χιλί­αρ­χο (ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἀξιώματα τῆς χώρας) καί ἅρπαξε τήν ἀ­­νώ­­τα­­τη δικαστική ἐξουσία ἀπό τόν Καθολικό Ἀρχιεπίσκοπο, ἔβαλε στήν θέ­­ση τοῦ πρώτου ἕναν Πέρση, ἐνῷ τήν ἐν λόγῳ ἐξουσία παρέδωσε σ’ ἕναν πυ­ρο­λάτρη ἀρχιμάγο. Ὁ σκοπός ἦταν ἡ μείωση τοῦ κύρους καί τῆς δύναμης τῆς Ἐκκλη­σίας, πρᾶγμα τό ὁποῖο, μαζί μέ τούς βαρεῖς φόρους, θά συνέβαλε στήν διάδοση τῆς πυρολατρείας στήν Ἀρμενία. Οἱ φόροι πράγματι ἦταν τόσο βαρεῖς, ὥστε καί ἴδιοι οἱ Πέρσες ἀποροῦσαν, πῶς ἀκόμη συνεχίζει νά ζεῖ μία χώρα, ἀπό τήν ὁποία εἴχανε ἁρπάξει τόσο πολλά!

Δύο χρόνια ἀργότερα –τό 449– ἡ Περσική Αὐλή προχώρησε στά ὁριστι­κά βήματα. Τό βασιλικό πρόσταγμα ἀπαιτοῦσε οἱ Ἀρμένιοι νά ἀρνη­θοῦν «τήν πλάνη τῶν Ναζωραίων» καί νά ἀκολουθήσουν τήν θρη­σκεία τοῦ δεσπότη τους. Ταὐτόχρονα, τό πρόσταγμα ἐπαινοῦσε «τήν τέλεια πίστη» καί ἀσκοῦσε κριτική ἐπάνω στόν Χριστιανισμό.

Στήν πρωτεύουσα Ἀρτασάτ μέ προεδρία τοῦ Καθολικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰωσήφ (437-452) συγκροτήθηκε μία πολυάριθμη σύνοδος ἐπισκόπων, ἀρ­χόντων, μοναχῶν, Κλήρου καί λαοῦ. Ἡ σύνοδος ἀπέρριψε τήν παράλογη πρόταση τοῦ Ἰσδιγέρδου καί κόμισε σ’ αὐτόν μία ἐκτενῆ ἐπιστολή. Στήν ἀ­πάν­τησή τους οἱ συνοδικοί, θεολογικά καί φιλοσοφικά ἀπέτρεπαν τήν πυ­ρο­λα­τρεία καί ὑποστήριζαν τήν ἀληθινή Πίστη. «Ἀπ’ αὐτή τήν Πίστη δέν μπορεῖ νά μᾶς κλονίσει οὐδείς, οὔτε οἱ Ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἄνθρωποι, οὔτε ἡ μάχαιρα, οὔτε ἡ φωτιά, οὔτε τό ὕδωρ καί ὁποιαδήποτε πικρή συμφορά. Διότι ἡ διαθήκη τῆς Πίστεώς μας εἶναι μέ τόν Θεό μ’ ἕναν ἀκατάλυτο τρόπο. Δέν εἶναι δυνατόν νά διαλύσουμε καί νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’αὐτή οὔτε τώρα, οὔτε ἀργότερα, οὔτε εἰς τόν αἰῶνα, οὔτε εἰς τόν αἰῶνα τῶν αἰώνων».

Αὐτή ἡ τολμηρή ἀπάντηση προκάλεσε τήν ὀργή τοῦ Ἰσδιγέρδου, ὁ ὁποῖος μέ ἀπειλή θανάτου κάλεσε τούς ἄρχοντες ὄχι μόνο τῆς Ἀρμενίας, ἀλλά καί τῆς Γεωργίας καί τῆς Ἀγβανίας  στήν Κτησιφῶντα. Οἱ Χριστιανοί ἄρχοντες μέ μεγάλη ἀπροθυμία ἔλαβαν τήν πρόσκληση, ἐπειδή γνώριζαν, ὅτι δέν τούς περιμένει τίποτε καλό, ἀλλά καθώς δέν ὑπῆρχε ἄλλη λύση, ἐλπίζοντας στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ξεκίνησαν ἕνα ταξίδι πρός τήν πρωτεύουσα τῆς Περσίας καί τό Μεγάλο Σάββατο τοῦ 449 παρουσιάστηκαν στόν θεομᾶχο βασιλιά.

Ὁ Ἰσδιγέρδος ἐπανέλαβε τίς ἀπαιτήσεις του οἱ ἄρχοντες νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, ἀπειλῶντας ὅτι στήν ἐνάντια περίπτωση, ὄχι μόνο θά τούς θανατώσει, ἀλλά καί θά στείλει στρατό στήν Ἀρμενία γιά τήν τελική ἐξολόθρευση  τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν μέ θάρρος ἀπέρριψε τήν πρόταση τοῦ βασιλιά. Ὅμως ἡ ἀπειλή τοῦ Ἰσδιγέρδου γιά τήν ἀποστολή Περσικοῦ στρατοῦ στήν Ἀρμενία, εἶχε προβληματίσει σοβαρά τους ἄρχοντες. Ἄν ὁ βασιλιάς τούς θανάτωνε, οἱ χῶρες τους θά ἔμεναν ἀνυπεράσπιστες μπροστά ἀπό τήν Περσική ἀπειλή. Ἔτσι, μετά ἀπό συζητήσεις  καί τήν συμβουλή ἑνός Πέρση ἀξιωματούχου-κρυπτοχριστιανοῦ ἀποφάσισαν τυπικά νά προσκυνήσουν τήν φωτιά, ὥστε νά γλυτώσουν τήν παγίδα καί νά γυρίσουν στίς χῶρες τους. Ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν ὅμως ἔμενε ἀσυμβίβαστος καί μέ τίποτε δέν ἤθελε νά ἀρνηθεῖ τόν Σωτῆρα του. Πολλές φορές τοῦ μιλοῦσαν οἱ ἄρχοντες καί τόν παρακαλοῦσαν νά συμ­φω­νή­σει μ’ αὐτούς, χάρη τῆς σωτηρίας τριῶν Χριστιανικῶν λαῶν –Ἀρμε­νί­ων, Γεωργιανῶν καί Ἀγβανῶν.  Τοῦ ὑπενθύμιζαν ἐκεῖνα τά λόγια τοῦ Ἁγ. Ἀποστόλου Παύλου γιά τήν σωτηρία τῶν Ἰουδαίων. «Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου» (Ρωμ. 9, 3).

Τέλος, μέ πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία κατέφεραν νά τόν πείσουν, καί ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν μέ βαριά καρδιά ὑποχώρησε. Τήν πράξη αὐτή ποτέ δέν συγχώρησε στόν ἑαυτό του καί ἐπιθυμοῦσε μέ μαρτυρικό θάνατο νά ἐξαλείψει τό παράπτωμά του αὐτό μέ μαρτυρικό θάνατο.

O Ἰσδιγέρδος χάρηκε ὑπερβολικά μέ τήν ἄρνηση τῶν ἀρχόντων καί ὀργάνωσε πανηγυρικές ἐκδηλώσεις στό παλάτι. Ἀπέστειλε τούς ἄρχοντες στίς χῶρες τους μέ μεγάλες τιμές καί δωρεές, ἀλλά καί μέ εἰδικό πρόσταγμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο καί στίς τρεῖς χῶρες μέσα σέ μία χρονιά θά ἔπρεπε νά καταργηθεῖ ὁ Χριστιανισμός, ὅλες οἱ ἐκκλησίες καί οἱ μονές θά ἔπρεπε νά κλείσουν, καί ὁ Χριστιανοί θά ἔπρεπε νά γίνουν πυρολάτρες, ἐφαρμόζοντας τά Ζωροαστρικά ἔθιμα. Γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ μαζί μέ τούς ἄρχοντες ἀπέστειλε 700 περίπου μάγους. 

Ἐνῷ οἱ ἄρχοντες ἀκόμη ἦταν στόν δρόμο, ἡ Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τό γεγονός, ἔστειλε μήνυμα στόν λαό καί στά μονα­στή­ρια, προτρέποντας τούς Χριστιανούς νά παραμείνουν σταθεροί καί πιστοί στόν Χριστό. Ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε: «Τό χέρι τοῦ ἀδελφοῦ ἄς σηκωθεῖ ἐπά­νω στό πλησίον, ὁ ὁποῖος ἔχει παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατέρας ἄς μήν λυπηθεῖ τόν γιό, ὁ γιός δέ ἄς μήν φοβηθεῖ τήν τιμή τοῦ πατέρα του. Ἡ γυναῖκα ἄς παλεύει μέ τόν σύζυγό της, καί ὁ δοῦλος ἄς ἀντισταθεῖ στόν δεσπότη του. Ὁ θεῖος Νόμος ἄς κυριαρχεῖ στά πάντα καί οἱ παραβάτες ἄς λάβουν τήν καταδίκη καί τήν τιμωρία τους σύμφωνα μ’ αὐτόν».

Οἱ ἄρχοντες τελικά ἔφθασαν στήν Ἀρμενία καί βρέθηκαν σέ πολύ περί­πλοκη θέση. Ἀπό τήν μία, ἐάν οἱ ἄρχοντες ἀποκάλυπταν τήν ἀλήθεια καί ἔδιωχναν τούς μάγους, θά σήμαινε ὅτι ἐπίσημα ἔχουν ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ. Βέβαια, γιά ἕνα τέτοιο βῆμα χρειάζονταν μεγάλο κουράγιο, ἀλλά καί μεγάλη εὐθύνη.

Ἀπό τήν ἄλλη δέ ὁ λαός –ἀκόμη καί οἱ οἰκογένειές τους– ἀπέφευγαν τήν ἐπικοινωνία μαζί τους, ἐπειδή τούς θεωροῦσαν προδότες. Ἄλλωστε καί οἱ μάγοι τούς ἀνάγκαζαν νά χτίζουν πυρολατρικά προσκυνητάρια. Στήν κωμόπολη Ἀγγέλ, γιά παράδειγμα, ὁ ἀρχιμάγος προσπάθησε τήν Κυριακή νά σπάσει τήν πόρτα τοῦ ἐκεῖ Ναοῦ. Ὁ λαός μέ ἐπικεφαλῆς τόν φλογερό Ἱερέα Λεόντιο ὥρμησε μέ ρόπαλα ἐναντίον τῶν μάγων καί τούς  ἔδιωξε.

Ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν, ὑπό τίς παροῦσες συνθῆκες, συμβουλεύτηκε τήν οἰκογέ­νειά του καί ἀποφάσισε νά μεταναστεύσει στά βυζαντινά ἐδάφη, γιά τήν ἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας του ἀναλαμβάνοντας τίς θλίψεις τῆς ξενιτιᾶς καί τῆς φτώχειας. Ξεκίνησε γιά τό ταξίδι, ἀλλά στόν δρόμο τόν πρόλαβαν οἱ ἀπε­σταλ­μένοι Ἱερεῖς καί ἄρχοντες ὑπό τόν ἔπαρχο Βασάκ. Μέ παρακλήσεις τόν ἱκέτευσαν νά γυρίσει καί νά γίνει ἡγέτης τῆς ἐπαναστάσεως.

Ἡ Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων συγκρότησε συμβούλιο, τό  ὁποῖο ἐξέτασε τήν ὑπόθεση τοῦ ἀρχιστρατήγου καί  μέ μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση βεβαιώθηκε ὅτι αὐτός παρέμενε ἀκλόνητος στήν πίστη καί στήν ἀγάπη πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ. Ἀφοῦ θερμά ὅλοι μαζί  προσευχήθηκαν, ξαναδέχτηκαν τόν Βαρδᾶν καί τούς πολλούς ἄρχοντες στούς σωστικούς κόλπους τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας.

Τό ἄθροισμα τοῦ Κλήρου, λαοῦ καί ἀρχόντων ὁρκίστηκαν ἐπάνω στόν Ἁγ. Εὐ­αγ­γέλιο καί δεήθηκαν στόν Παντοδύναμο Θεό νά τούς συμπαρασταθεῖ καί νά τούς βοηθήσει στούς ἀγῶνες τους. Ἡ σημαία τῆς ἐπαναστάσεως ἤδη ἦταν ὑψωμένη.

Ἀμέσως μετά ἀπ’αὐτό, ὁ λαός ὥρμησε σ’ἕνα κοντινό προσκυνητάριο πυρός καί ἔριξε τήν «ἱερά» φωτιά μέσα στό νερό. Οἱ μάγοι, οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλλαν στούς Χριστιανούς τήν πυρολατρεία, σκοτώθηκαν.

Ὁ φιλόχριστος στρατός τοῦ Ἁγ. Βαρδᾶν ἄρχισε νά καθαρίζει τήν χώρα ἀπό τούς Πέρσες. Ἀπελευθερώθηκαν πολλές πόλεις καί χωριά, πολλοί πυρολατρικοί ναοί καταστράφηκαν καί ἀνεγέρθηκαν ἐκκλησίες στίς θέσεις τους. Ὅλος ὁ λαός χαιρόταν καί ἔλεγε. «Ὡς πατέρα μας ἀναγνωρίζουμε τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο, καί ὡς μητέρα μας τήν Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία».

Ταὐτόχρονα οἱ Ἀρμένιοι ἀπέστειλαν μία ἀντιπροσωπεία στήν Κωνστα­ντινούπολη, ζητῶντας τήν βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Τό Βυζάντιο ὅμως ἤδη εἶχε ὑπογράψει εἰρήνη μέ τήν Περσία, καί ἡ παρέμβασή του στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῆς Περσικῆς βασιλείας δέν ἤτανε ἐφικτή. Ὡστόσο καί μετά τήν ἀρνητική ἀπάντηση τοῦ Βυζαντίου σ’αὐτή τήν κρίσιμη περίοδο οἱ Ἀρμένιοι συνέχιζαν νά στέλνουν εἰδήσεις στήν Κωνσταντινούπολη καί παρακαλοῦσαν τίς προσευχές τῶν ὁμοδόξων τους. Ἡ μόνη ἐλπίδα τούς ἔμενε ὁ Κύριος…

Ἐν τῷ μεταξύ ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀρμενίας Βασάκ, καίτοι στήν ἀρχή ἦταν μαζί μέ τούς ἐπαναστάτες, στήν συνέχεια ἄλλαξε τήν στάση του καί πέρασε στήν πλευρά τῶν Περσῶν. Ἄρχισε μάλιστα διωγμούς καί αὐτός, λεηλατώντας τούς ναούς, φυλακίζοντας τούς Ἱερεῖς, διώχνοντας τίς οἰκογένειες τῶν ἐπαναστατῶν ἀρχόντων καί πολεμώντας τόν Ἁγ. Βαρδᾶν. Ἔτσι τά πράγματα κατέληξαν σ’ἐμφύλιο πόλεμο, ἐπειδή ἡ κοινωνία πλέον ἦταν διχασμένη.  Ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε σέ συνθῆκες, πού θά ἔπρεπε ὄχι μόνο νά ὑπερασπισθεῖ τήν ὕπαρξή της, ἀγωνιζόμενη κατά τῶν Περσῶν, ἀλλά καί νά ἀντιμετωπίζει τούς ἐσωτερικούς ἐχθρούς, τά πρώην τέκνα της.

Ὁ Ἰσδιγέρδος τελικά ἀποφάσισε νά στείλει στήν Ἀρμενία ἕνα ἰσχυρό στρατό γιά τήν ὁριστική καταστολή τῶν ἐπαναστατῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν, μολονότι πολλοί –λόγω τῶν ρα­δι­ουργιῶν τοῦ Βα­σάκ– τόν εἴχανε ἐγ­κα­­τα­λείψει, δέν ἀπελπίστηκε, ἀλλά συ­νέ­­χι­σε νά διευθύνει τόν στρα­τό του.

Τήν Παρασκευή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 451 ὁ Ἀρμενικός στρατός, πού ἀριθμοῦσε 66.000 ἄτομα, ἔφθασε στήν πεδιάδα κοντά στό χωριό Ἀβαράιρ. Μαζί μέ τόν στρατό ἦταν ὁ Ποιμενάρχης τῆς Ἀρμενίας Ἰωσήφ, ὁ Ἱερέας Λεόντιος, Ἐπίσκοποι καί Κλη­ρι­κοί. Ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν ἀπευθύνθηκε στόν φιλόθεο στρατό του μέ μία ἐντυπωσιακή ὁμιλία.

Στό στρατόπεδο, ὁ Ἁγ. Βαρδᾶν διάβαζε τό βιβλίο τῶν Μακκαβαίων, ἐν­θαρ­ρύνοντας τούς στρατιῶτες του. Τήν νύχτα πρό τῆς μάχης οἱ Κληρικοί τέλεσαν τήν Θεία Λειτουργία καί ἀφοῦ βάπτισαν ὅσους ἀκόμα δέν εἴχανε ἀξιωθεῖ τοῦ Ἁγ. Βαπτίσματος, κοινώνησαν ὅλο τό στρατό μέ τά Ἄχραντα Μυστήρια.

Στίς 26 Μαΐου τοῦ 451 ἔλαβε θέση ἡ μάχη τοῦ Ἀβαράιρ, ἡ ὁποία κράτησε μία μέρα καί ἦταν πολύ δυνατή. Οἱ Πέρσες, πού ἀριθμοῦσαν 200.000 ἄτομα καί εἶχαν φέρει μαζί τους στρατιωτικούς ἐλέφαντες, ἄφησαν 3.500 περίπου νεκρούς. Οἱ Ἀρμένιοι ἔχα­σαν 1.036 ἄτομα, ἀ­νά­μεσα στά ὁποῖα καί τόν Ἁγ. Βαρδᾶν, τόν ἀ­δελ­φό του – τόν ὁ Ἁγ. Ἀμα­ζα­σπεᾶν καί τούς  Ἁγίους Χορέν, Ἀρτάκ, Τατσάτ, Ἀμαγιάκ, Νερσέ, Βαᾶν, Ἀρσένιο καί τόν Γκαρεγκίν. Ὁ στρατός τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ ἔχασε τόν Ἁγ. Βαρδᾶν, δέν μπόρεσε πιά νά συ­νε­χίσει τήν μάχη καί δι­α­σκορπίστηκε. Μετά τήν μάχη τοῦ Ἀβαράιρ πολ­λοί ἐπαναστάτες καί Κληρικοί φυλακίστηκαν. Ὁ Καθολικός Ἰωσήφ, ὁ Ἱερέας Λεόντιος καί ἡ συνοδεία τους κα­τα­δι­κάστηκαν σέ μαρτυρικό θάνατο στήν Περσία. Λίγο ἀργότερα σέ μία μάχη, ἔπεσε  καί ὁ ἄλλος ἀδελφός του Ἁγ. Βαρδᾶν –ὁ Ἁγ. Ἀμαγιάκ.

Ὅμως, παρόλο πού οἱ Ἀρμένιοι τυπικά ἡττήθηκαν, οἱ Πέρσες βρέθηκαν στήν θέση τοῦ ἡττημένου νικητῆ. Ὁ Ἰσδιγέρδος εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μέ τήν ἐπιμονή καί τήν καρτερία τῶν Χριστιανῶν καί εἶχε μετανοήσει γιά τήν κοντόφθαλμη πολιτική του. Κατά τήν μάχη οἱ Πέρσες εἶχαν ἀφήσει περισσοτέρους νεκρούς παρά οἱ Ἀρμένιοι, παρόλο πού αὐτοί ἦταν λιγότεροι ἀπό τούς Πέρσες. Ἐπιπλέον, μετά τήν μάχη τοῦ Ἀβαράιρ οἱ Ἀρμένιοι συνέχισαν τόν ἀγῶνα μέ μορφή ἀνταρτικῶν  πολέμων.

Ἡ Περσική κυβέρνηση προσωρινά ὑποχρεώθηκε νά ἀνακαλέσει τήν πολιτική τῶν διωγμῶν. Ὁ παραβάτης Βασάκ τιμωρήθηκε καί τελείωσε τήν ζωή του σέ μία πολύ ἄθλια κατάσταση.

Τόν ἡρωϊκό ἀγῶνα τῶν προγόνων του ἀργότερα συνέχισε ὁ ἀνεψιός τοῦ Ἁγ. Βαρδᾶν – ὁ Βαᾶν Μαμικονιᾶν. Ἔχοντας πιά τό θαρραλέο καί ἱερό παράδειγμα τοῦ θείου του ὁ Βαᾶν ἐξόντωσε καί κατέστειλε τόν Περσικό στρατό. Τό 484 ὁ Πέρσης βασιλιάς Βαλᾶς (484-488) ἀναγκάστηκε νά ὑπο­χω­ρήσει καί νά ἱκανοποιήσει ὅλες τίς ἀπαιτήσεις τοῦ Βαᾶν. Ἐπίσημα καί ὁριστικά χάρισε ἐλευθερία στήν Ἐκκλησία, ἀρνήθηκε νά προβάλλει τούς πα­ρα­βάτες ἄρχοντες, καί ὁ θεοσεβής Βαᾶν ἔγινε  ἔπαρχος τῆς χώρας.

Ἔτσι, ὁ ὑπέρ τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος ἀγῶνας τῶν Ἀρμενίων, τόν ὁποῖο ἄρχισε ὁ Ἁγ. Μεγαλομάρτυς Βαρδᾶν καί ἡ συνοδεία του καί ὁ ὁποῖος συνολικά συνεχίστηκε τριάντα περίπου χρόνια, στέφτηκε μέ ἐπιτυχία.