ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου

Αν. Καθ. Παν. Αθηνών

Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας

 

Η σύγχρονη πραγματικότητα (καταστροφή τού περιβάλλοντος, προβλήματα βιοηθικής, οικονομική διαφθορά, σκάνδαλα κ.λπ.), μερικές φορές, μάς εισάγει επιτακτικά στο «φιλοσοφείν», στον σοβαρό προβληματισμό και γενικά στον χώρο τού Πνεύματος, που, δυστυχώς, όλο τον υπόλοιπο χρόνο παραβλέπουμε με την ευθύνη μάλιστα μιας μερίδας πολιτικών φιλοσόφων, που φιλοσοφούν για να φιλοσοφούν (!). Έτσι, για παράδειγμα, ο γνωστός Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφοςNoamChomsky[i] υποστηρίζει ότι ο φιλόσοφος ως φιλόσοφος δεν έχει ιδιαίτερη ευθύνη και υποχρέωση να λάβει ουσιαστική θέση στα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα. Μάλιστα δε, κάποιοι άλλοι, λειτουργώντας με μία διπλή Ηθική, θεωρούν ότι είναι λάθος να συγκρίνει ή κρίνει κανείς τις πολιτικές πράξεις με ηθικά κριτήρια[ii]· γιατί υπάρχουν, λέγουν, πολιτικές αρετές, όπως λ.χ. στη Διπλωματία, οι οποίες συνιστούν ηθικά παραπτώματα[iii].

Δεν θα καταπιαστώ με εννοιολογικούς προσδιορισμούς όρων, όπως ήθος και πόλις, ή ιστορικές ― από τής ελληνικής αρχαιότητος μέχρι σήμερα― αναδρομές των σχέσεων αμφοτέρων των δύο όρων, γιατί οι δύο όροι αυτοί είναι πολύ φορτισμένοι φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και θεολογικά. Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω, εν πάση δυνατή συντομία, είναι να δω τη σχέση Ηθικής και Πολιτικής από τη σκοπιά τού Χριστιανισμού, και μάλιστα του Ορθόδοξου.

Η φαινομενολογική σχέση Ηθικής και Πολιτικής οδηγεί λογικά είτε στην ηθικοποίηση των πολιτικών και της Πολιτικής, είτε στην πολιτικοποίηση κάθε Ηθικής. Κάθε «ηθικοποίηση», όμως, εξαρτάται από το αξιακό πρότυπό της: αστικοπολιτικό, ουμανιστικό, χριστιανικό, καπιταλιστικό, μαρξιστικό, υπαρξιακό, οικολογικό, μεταηθικό κ.λπ. Ομοίως, κάθε «πολιτικοποίηση» εξαρτάται πάλι από το αντίστοιχο αξιακό της μοντέλο: ολοκληρωτικό, δημοκρατικό, σοσιαλιστικό κ.ο.κ. Στην πράξη, μέσα σε έναν χριστιανικό πολιτισμό, «ηθικοποίηση» της Πολιτικής σημαίνει την εκχριστιάνισή της, ενώ πολιτικοποίηση της Ηθικής, την εκκοσμίκευσή της. Και πάλι, όμως, εκχριστιάνιση από εκχριστιάνιση διαφέρει. Άλλος, για παράδειγμα, είναι ο Χριστιανισμός τού φιλελεύθερου Προτεσταντισμού, και άλλος τού χριστιανικού Φονταμενταλισμού. Άλλο εκχριστιάνιση στον πολιτισμό, και άλλο εκχριστιάνιση στο Δίκαιο, όπως λ.χ. επισυνέβη ιστορικά με την επί το φιλανθρωπότερο επίδραση διαχρονικά τού Χριστιανισμού στο Δίκαιο[iv].

Ερωτάται, όμως: τα δύο αυτά μεγέθη, Ηθική και Πολιτική, νοούνται ως ισότιμα και ισοδύναμα; Και από ποιους; Από τους φιλοσόφους ή από τους πολιτειολόγους; Η Ηθική δηλ. είναι ένα αυτόνομο μέγεθος, ή ως «εργαλείο» ανήκει στη Φιλοσοφία, ή μήπως στην Πολιτική, όπως λ.χ. ήθελε ο Αριστοτέλης[v]; Από την άλλη μεριά, η Πολιτική είναι μία υπεραξία, ή μήπως εντάσσεται και αυτή στη Φιλοσοφία; Για όλα αυτά τα ερωτήματα οι απαντήσεις είναι, φυσικά, όσες και οι φιλοσοφούντες ή οι πολιτικολογούντες. Τελικά, όπως αποφαίνεται και η σύγχρονη Επιστημολογία, τα πάντα φαίνεται ότι είναι θέμα προσωπικής επιλογής…!

Γλωσσικά, τόσο το ήθος (< έθος), όσο και η πόλις[vi] (πρβλ. το λιθουανικό pilti = «πληρούν») αποκλείουν το ατομικό και «ίδιον», σημαίνοντας το κοινόν, που αντιπροσωπεύει τον «μέσο όρο», το μέτρο και τη διανεμητική δικαιοσύνη (δηλ. τη νέμεση). Έτσι, γλωσσικά, οι έννοιες τής Ηθικής και του πολιτικού ήθους κατά βάθος συμπίπτουν τόσο αρχαιοελληνικά όσο και χριστιανικά, ενώ διακρίνονται ως προς την εσωτερική και την εξωτερική, αντίστοιχα, λειτουργία τους, όπως βέβαια και ως προς το ανάλογο περιεχόμενό τους. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την «Εκκλησία τού Δήμου»[vii] για την Αρχαία Ελλάδα, και την έννοια τού προσώπου για τον Χριστιανισμό. Έπειτα, μολονότι η «ιδιωτική» ηθική είναι κάτι το εσωτερικό και «πνευματικό», που δεν δηλώνεται εξωτερικά, όπως λ.χ. η δημόσια πολιτική Ηθική, «η γυναίκα τού Καίσαρα πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια», κατά τον Ρωμαίο φιλόσοφο Κικέρωνα[viii]· δηλ. και κατά τη χριστιανική Ηθική (απ. Παύλος, Πατέρες τής Εκκλησίας), ο πολιτικός ως πρόσωπο θα πρέπει να ενσαρκώνει το ήθος του στην πολιτική πράξη. Η πρόταση του I. Kant «να μπορώ να θέλω ο κανόνας τής πράξης μου να γίνει καθολικός νόμος» φαίνεται ότι μπορεί να ισχύει πάντα: «Πάντα ούν όσα εάν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς»[ix]. Κατά συνέπεια, η μεν Ηθική, υπό την οποιαδήποτε έννοια της, έχει ―συνειδητά ή ασυνείδητα― επηρεάσει την Πολιτική παγκοσμίως, η δε πολιτική πράξη έχει διαμορφώσει ανά τους αιώνες ποικίλα ηθικά συστήματα. Ιστορικά, υπήρξαν μάλιστα πολιτεύματα διαφόρων λαών, όπου οι ηθικοί ή θρησκευτικοί και πολιτικοί νόμοι αλληλοστηρίζονταν ή και ταυτίζονταν, αν και πάλι οι μεν δεν μπορούσαν να καλύψουν ― σε όλο το βάθος― τούς δε.

Η ορθόδοξη χριστιανική, δηλ. Ανατολική και Πατερική, βιοθεωρία, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως προς τα θέματα της Πολιτικής Ηθικής γενικά, εκλαμβάνει το μεν ήθος σε διασύνδεση με το δόγμα, τη δε Πολιτική ως τη συλλογική εφαρμογή αυτού τού δόγματος όσο αφορά στα «υλικά» ζητήματα, κατά τη σχέση σώματος και ψυχής τού ανθρώπου, σύμφωνα, τουλάχιστον, με τους Μ. Φώτιο[x] στην Ανατολή και άγιο Βερνάρδο τού Clairvaux[xi] στη Δύση. Η διακριτική ενότητα αυτή Εκκλησίας και Κράτους αποτρέπει αφενός από μία Πολιτική Θεολογία ζηλωτικού, επαναστατικού ή προτεσταντικού τύπου, και αφετέρου από μία Χριστιανοδημοκρατία ή έναν Χριστιανοσοσιαλισμό[xii].

Η ερευνώμενη σχέση Ηθικής και Πολιτικής από τη σκοπιά τού Χριστιανισμού επιβάλλει να ρίξουμε μία σύντομη ματιά στις σχέσεις α) ανθρωπιστικής Ηθικής και Πολιτικής, και β) χριστιανικής Ηθικής και Πολιτικής. Η αρχαιοελληνική Ηθική, ενώ τιμά τον νόμο, δεν τον απολυτοποιεί, αφού, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη[xiii], οι νόμοι δεν εμποδίζουν την ηθική πτώση των πολιτών. Για την αθηναϊκή δημοκρατία τού 5ου π.Χ. αι., η πόλη, δηλ. η πατρίδα, ήταν ανώτερη του γονεϊκού «Υπερεγώ», δηλ. των φυσικών γονέων, γι’ αυτό και η Αντιγόνη τού Σοφοκλή έπρεπε να υπακούσει στον νόμο τής Πολιτείας, όπως ακριβώς δηλ. έπραξε ο Σωκράτης, ο οποίος, μολονότι πίστευε ότι η Ηθική δεν ταυτίζεται με το Δίκαιο, όπως λ.χ. διακήρυττε ο Αριστοτέλης, οι Σοφιστές, ο Hegel, ο Χίτλερ και κάθε ολοκληρωτική θεωρία, όμως υπάκουσε.

Αντίθετα από τον Αυγουστίνο και τον Λούθηρο, η ορθόδοξη ανατολική Παράδοση δεν ταυτίζει τη Βασιλεία τού Θεού με την επί τής γης <Πολιτεία τού Θεού>[xiv]. Προπτωτικά, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, δεν υπήρχε η ανάγκη ύπαρξης της πολιτικής εξουσίας, διότι μέσα στην Εδέμ λειτουργούσε αυθεντικά η ισότιμη κοινωνία των προσώπων[xv]. Με άλλα λόγια, κατά τους ανατολικούς Πατέρες τής Εκκλησίας, η πολιτική εξουσία έχει μεν την προέλευσή της στην αμαρτία, όμως, κατά το σχέδιο του Θεού, η ίδια η Πολιτική μεταβάλλεται μεταπτωτικά (εν Χριστώ) σε κάτι το χρήσιμο παιδαγωγικά και άρα μη εφάμαρτο[xvi]. Σύμφωνα με τον ι. Χρυσόστομο, «και γαρ πολλοί πρότερον δια τους άρχοντας αρετήν ασκήσαντες, ύστερον και δια τον φόβον τού Θεού ταύτης επελάβοντο»[xvii]. «Απόδοτε», λοιπόν, «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα τού Θεού τώ Θεώ»[xviii]. Την ίδια αντίληψη εκφράζει ο απόστολος Παύλος με τη διαλεκτική Νόμου και εν Χριστώ ελευθερίας: «ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου»[xix]. Με την ενάρετη ζωή του αλλά και με τη συνεργία τής Θείας Χάρης, ο Χριστιανός υπερβαίνει τούς νόμους και τους άρχοντες, καθιστώντας έτσι περιττή την ύπαρξη της πολιτικής εξουσίας: «πλήρωμα νόμου η αγάπη»[xx]. Ο Χριστός, υποτασσόμενος εκούσια στον Νόμο, κατάργησε τον Νόμο, αποδείχνοντας την αγάπη υπέρτερη του Νόμου. Για τον αγαθά πράσσοντα «νόμος ου κείται»[xxi]. Γιατί εκεί όπου υπάρχει εξωτερικός (δηλ. νομικός) εξαναγκασμός, εκεί δεν υφίσταται αληθινή Ηθική, η οποία συνιστά έναν εσωτερικό εξαναγκασμό και μία αυτοδέσμευση[xxii]. Η Εκκλησία, έτσι, δεν καταδυναστεύει, αλλ’ ελευθερώνει εσωτερικά, δηλ. ηθικο-πνευματικά τον άνθρωπο. Ως γνωστό, ηχριστιανική Ηθική λειτουργεί σε τρία επίπεδα: του δούλου (όπου επικρατεί ο Βαρβαρισμός και το έθιμο), του εργάτη (όπου επικρατεί ο νομικισμός και το θετό Δίκαιο) και του υιού (όπου απαντά η ώριμη πνευματικά προσωπικότητα, η οποία διαθέτει ηθικό φρόνημα).

Κανένας νόμος δεν μπορεί να συλλάβει όλο το πλάτος και το βάθος τής ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς[xxiii], όπως λ.χ. προσπαθούσαν μάταια να πράξουν οι Ραβίνοι, οι Ρωμαίοι και όλη η Καζουιστική γενικά Ηθική· γιατί υπάρχουν στη ζωή άπειρες στιγμές, οι οποίες δεν μπορούν να προβλεφθούν από κανένα νόμο, ή που υπερβαίνουν αυτούς τούς νόμους, χωρίς όμως και να τους παραβιάζουν. Άλλωστε, ένα ιδανικό πολιτικό σύστημα που θα κάλυπτε όλες τις πτυχές (συνειδητές και ασυνείδητες) τού ανθρώπινου βίου, θα ήταν υπερσυγκεντρωτικό, με χαρακτηριστικά τον άτεγκτο Κρατικισμό και τον στυγνό Ολοκληρωτισμό.

Κάποιες άλλες πάλι φορές οι νόμοι τής Πολιτείας όχι απλά αντιστρατεύονται την ηθική συνείδηση (θανατική ποινή, αντιρρησίες συνείδησης, χριστιανοί μάρτυρες κ.λπ.), αλλά και μηδενίζουν κάθε έννοια Πολιτικής Ηθικής, όπως λ.χ. συνέβη στο Άουσβιτς, τη Χιροσίμα κ.λπ· ή, ακόμα χειρότερα, αυτοί οι νόμοι φαίνεται ότι υποδαυλίζονται από τη δαιμονική θέληση για δύναμη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο νόμος τού Θεού είναι κατηγορηματικός: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»[xxiv]. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα παραμένει: πώς κάθε φορά θα γνωρίζουμε και θα διακρίνουμε πότε μία πράξη είναι τού Θεού ή των ανθρώπων, αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας ότι τόσο οι ανθρώπινοι πολιτικοί νόμοι, όσο και οι θρησκευτικοί ή κοινωνικοί ηθικοί κανόνες εξελίσσονται και μεταβάλλονται (έστω βραδύτερα των πρώτων);

Το έμφυτο ηθικώς «πράττειν» (οι αρετές και γενικά οι κανόνες Ηθικής), το οποίο πηγάζει μεν από μία εξωκόσμια νοηματοδότηση, κατά τον L. Wittgenstein, αλλ’ είναι εγχαραγμένο πάνω στο πολιτισμικό και βιοψυχικό «είναι» τού ανθρώπου (σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, προερχόμενο από τον πατέρα, ενώ, σύμφωνα με την Αντικειμενότροπη θεωρία, από τη μητέρα), διαφέρει από τους πολιτικούς νόμους (το «ποιείν»)[xxv], οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, υπαγορεύονται, δυστυχώς, από κοινωνικούς εκβιασμούς, πολιτικές διαπλοκές και οικονομικά συμφέροντα. Αν κυβερνούσαν οι φιλόσοφοι (οι Άγιοι, θα λέγαμε εμείς σήμερα), ή οι κυβερνώντες ήσαν φιλόσοφοι, όπως ήθελαν οι Πλάτων[xxvi] και Πλούταρχος[xxvii], τότε βεβαίως δεν θα υφίστατο πρόβλημα, γιατί ο πολιτικός άρχων θα λειτουργούσε ταυτόχρονα ως πνευματικός πατέρας, με την αυθεντική τού όρου σημασία[xxviii]. Όμως, τη στιγμή που η πόλις δεν παρέχει το, κατ’ Αριστοτέλη, «ευ ζην»[xxix], όντας, μία, κατά Πλάτωνα, «τρυφώσα πόλις»[xxx], τότε αρχίζει να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ Ηθικής και Πολιτικής. Αν και ο Πλάτων[xxxi] ήθελε την Πολιτική να είναι σχολείο των πολιτών (και όχι απλά ο καθρέφτης τής κοινωνίας), ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι οι νόμοι δεν ηθικοποιούν τούς πολίτες[xxxii].

Εφόσον, λοιπόν, διαβιούμε σε έναν τέτοιο ατελή και πεπερασμένο κόσμο, το ηθικό δίκαιο θα διαφέρει πάντα από το πολιτικό δίκαιο, και μαζί με την πολιτική ελευθερία θα υπάρχει σε μία Πολιτεία και η βία[xxxiii], η κρατική αστυνομία και ο στρατός. Αν, για παράδειγμα, σκοπός κάθε Πολιτικής είναι είτε ο αγώνας για την κατάληψη ή τη διανομή τής εξουσίας, είτε το βέλτιστο εφικτό ή η κοινωνική ευημερία, για τον Χριστιανισμό σκοπός των ιερών Κανόνων είναι η σωτηρία τού «λαού τού Θεού». Η χριστιανική Ηθική είναι βασικά ευχαριστιακή, ασκητική και εσχατολογική. Το ορθόδοξο ήθος δεν εξαντλείται στη συμμόρφωσή του με κάποιους νομικούς κανόνες, αλλ’ ενδιαφέρεται για τις προθέσεις και τα βαθύτερα (ασυνείδητα) κίνητρα[xxxiv] του προσώπου τού νομοθέτη ή πολιτικού. Και ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι σε ένα δημοκρατικό λ.χ. πολίτευμα η ηθική ποιότητα των πολιτών συνιστά το μεγαλείο, αλλά ταυτόχρονα και το αδύνατο σημείο του[xxxv]. Αν και θα μπορούσα να κάνω χρήση τής εξουσίας μου, γράφει ο απόστολος Παύλος, όμως «ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη τινα εγκοπήν δώμεν τώ ευαγγελίω τού Χριστού»[xxxvi]. Στο έργο του <Η Πολιτική ως επάγγελμα>[xxxvii], ο MaxWeber γράφει ότι τούς πολιτικούς θα μπορούσαμε ηθικά να χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ζουν για την Πολιτική, και σε αυτούς που ζουν από την Πολιτική! Όταν η Πολιτική από λειτούργημα γίνεται μέσο για την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας, της επιθετικότητας, του καιροσκοπισμού, του κυνισμού, του ευδαιμονισμού και διαφόρων παθών (τύπου λ.χ. BertrandRussell[xxxviii]), όπως π.χ. τής αρχομανίας, τής οικονομικής διαφθοράς ή τού σεξ, τότε χριστιανικά αυτή η Πολιτική κρίνεται, βέβαια, ως ανήθικη. Ομοίως, η χριστιανική Ηθική δεν θεωρεί ως αληθινή ηθικά ανδρεία ορισμένες κοινωνικο-πολιτικές ψευτοανδρείες, που γίνονται για προβολή ή επίδειξη χωρίς κάποιο πραγματικό κόστος ή προσωπική θυσία. Η χριστιανική αυτοθυσία δεν ταυτίζεται με κανενός είδους ανθρωποκεντρικό ή κοσμικό ηρωισμό[xxxix]. Δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι η αρετή χριστιανικά δεν είναι κατόρθωμα μόνο των δικών μας (ανθρώπινων) προσπαθειών, αλλά προϊόν συνεργίας τής βούλησής μας με τη Θ. Χάρη. Μάλιστα δε, στην Εκκλησία, το ήθος τού Σταυρού και το δίκαιο της Χάριτος διακρίνουν τη Βασιλεία τού Θεού από το βασίλειο του Καίσαρα, ανατρέποντας την κοσμική λογικοκρατούμενη δικαιοσύνη, όπως, για παράδειγμα, βλέπουμε καθαρά στο παράδειγμα τών δια Χριστόν σαλών: «ουχ ούτως δε έστιν ε[xxxi]ν υμίν, αλλ’ ος αν θέλη μέγας γενέσθαι εν υμίν, έσται υμίν διάκονος»[xl]. Το ήθος τής χριστιανικής Αποκάλυψης, όταν λειτουργεί ως άλας και συνείδηση της κοινωνίας, διαγιγνώσκει μία υφιστάμενη ηθική κρίση τής Πολιτείας, τής ασκεί εποικοδομητική κριτική, τής προτείνει διορθωτικές κινήσεις και εν τέλει τη «σώζει». Με άλλα λόγια, ένα χριστιανικό ήθος θα απαιτεί πάντα ολοένα και υψηλότερα καθήκοντα, ολοένα και ποιοτικότερη ζωή, πάνω από το κοινό κοινωνικό μέτρο·πρέπει να πεινάς και να διψάς συνεχώς την αρετή: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην»[xli]. Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίνει τρία επίπεδα ηθικής: των υπανθρώπων (που διαβιούν, όπως τα λοιπά ζωντανά, με φαγητό, ύπνο, εργασία και τις βιολογικές τους ανάγκες), των ανθρώπων (που ζουν με μία φυσική Ηθική, αρχαιοελληνικού ανθρωπιστικού τύπου) και των υπερ-ανθρώπων (που δαμάζουν τη φύση και, με τη βοήθεια της Θ. Χάρης, την υπερβαίνουν, ζώντας ως Άγγελοι επί της γης, όπως λ.χ. οι Ασκητές)[xlii]. Κατά τον Weber, τρία είναι κατά βάση τα κύρια χαρακτηριστικά που διαφυλάσσουν τον ρόλο και την ιδιαιτερότητα του πολιτικού ως μη υπαλληλοποιημένου «επαγγελματία»: α)το πάθος στη συνειδητή αφιέρωση και αφοσίωση σε μία ορισμένη αποστολή, β)το αίσθημα της ευθύνης (ή η «ηθική τής υπευθυνότητας») και γ) η ουδέτερη οπτική εκτίμηση των πραγμάτων, με την αίσθηση του μέτρου. Αν αποσύραμε κάθε ανθρωπιστική και πνευματική Ηθική από τη Νομοθεσία, η Ιστορία θα μεταβαλλόταν σε Ζωολογία: «εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται»[xliii];

Αντίθετα, το ήθος μιας πόλης που δεν επιθυμεί να ακολουθήσει το κοπιώδες αυτό εξυγιαντικό συλλογικό πρόγραμμα για την πνευματική αύξηση και ωρίμανση των πολιτών, και χαϊδεύει τα αφτιά τους με την ικανοποίηση μόνο κάποιων κατώτερης ποιότητας αξιών (αγαθών), εξομοιώνεται, σύμφωνα με τον Ισοκράτη, με το ήθος των πολιτικών που την κυβερνούν. Όμως, η φαυλοκρατία αυτή που διαφθείρει και το ήθος τών πολιτών, προέρχεται πάλι από αυτό το ήθος τής πόλης, αφού από τούς πολίτες της προήλθαν οι πολιτικοί αυτοί. Γι’ αυτό, όταν ρώτησαν τον Σόλωνα αν θεωρούσε πως έδωσε στους Αθηναίους τούς καλύτερους νόμους, αυτός απάντησε: «Όχι, αλλ’ αυτούς που τους ταιριάζουν».

Είθε η Πολιτική Ηθική τής χώρας μας να αποκτήσει αληθινά ηθικά ερείσματα, τέτοια που μας δίδαξαν τόσο οι Αρχαίοι μας πρόγονοι σπερματικώς, όσο και σύσσωμη η ελληνορθόδοξη Παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής.

 



[i]“Philosophers and Public Philosophy”, Ethics 79 (1968) 1-9, 5.

[ii] Μ. ΔραγώναΜονάχου, «Μετα-Ηθική και Πολιτική στην ηθική θεωρία τού R. M. Hare», στο: Φιλοσοφία και Πολιτική, εκδ. Ελληνικη Φιλοσοφικη Εταιρεία, 1982, Αθήνα 1982, σ. 347-358, 353.

[iii] Ι. Ευαγγέλου, Ανθρωπιστική Ηθική, Αθήνα 1996, σ. 105, 106.

[iv] Ε. Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Κατηχητικής ή χριστιανικής Παιδαγωγικής, εν Αθήναις 19782, σ. 321-322.

[v] Ηθικά Νικομάχεια. Πρβλ. Κ. Νιάρχου, Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία μετά των θεμελιωδών αυτής εννοιών, τ. Α’, Αθήναι 2008, σ. 291.

[vi] Πρβλ. G.Glotz, Lacité grecque, éd. Albin Michel, Paris 1953.

[vii] Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία 26, 2. 41, 2, Πολιτικά, VI (IV) 11, 8, 1298b: «κύριος ο δήμος και των νόμων έστι».

[viii] Ιούλιος Καίσαρ, http://www.pare-dose.net/blog/?p=1120. Πρβλ. Ισοκράτη, Προς Νικοκλέα,ed. Mathieu, G.edBre/mond, vol. 2 Paris, 1938, 1967, 32, 1.

[ix] Ματθ. 7, 12.

[x] «Επαναγωγή τού Νόμου», στο: JusGraecoromanum, εκδ. Ζέπου, τ. Β’, σ. 229-268, τίτλος Γ’ π/φω 8.

[xi] Α. Μπαγιόνα, «Πολιτική και Ηθική», στο: Φιλοσοφία και Πολιτική, εκδ. Ελληνικη Φιλοσοφικη Εταιρεία, 1982, Αθήνα 1982, σ. 37-42, 38.

[xii] Πρβλ. Α. Κ. Πιέριου, Χριστοπολιτεία 1968, του ιδίου, Ο Κοινωνισμός τού Χριστιανισμού, εν Αθήναις 19682, Σ. Δ. Φιλάρετου, Το Χριστοκρατικόν Κοινωνικόν Σύστημα και η εφαρμογή αυτού καθ’ όλας τας κοινωνικάς τού βίου σχέσεις, 19792, Ν. Σ. Ψαρουδάκη, Για μία Χριστιανική Δημοκρατία, Αθήνα 1972, Ι. Η. Μπούμη, Επιστημονικός Χριστιανοκοινωνισμός, Θεσσαλονίκη 1976.

[xiii]Ιστορίαι, ed. H. S.Jones, J.E.Powell, Oxford, ClarendonPress 1942, βιβλ. Γ’, κεφ. 45, 3: «Πεφύκασί τε άπαντες και ιδία και δημοσία αμαρτάνειν, και ουκ έστι νόμος όστις απείρξει τούτου».

[xiv]π. Ι. Σ. Ρωμανίδου, ΔογματικήκαιΣυμβολικήΘεολογίατήςΟρθοδόξουΚαθολικήςΕκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19994, τ. Α’, σ. 183.

[xv]π. Θ. Ζήση, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 101.

[xvi] π. Θ. Ζήση, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, σ./span 104.

[xvii] Εις Ρωμ. 23, MPG 60, 616.

[xviii] Ματθ. 22, 21, Μάρκ. 12, 17, Λουκ. 20, 25.

[xix] Γαλ. 2, 16.

[xx] Ρωμ. 13, 10.

[xxi] Ιω. Χρυσ., Εις Β’ Κορ. 15, 3, MPG 61, 507.

[xxii] Ε. Π. Παπανούτσου, Ο νόμος και η αρετή, Αθήνα 1974, σ. 171.

[xxiii] Ν. Δ. Γεωργοπούλου, Θέματα Φιλοσοφίας, τεύχ. Α’, Αθήνα 2003, σ. 333.

[xxiv] Πράξ. 5, 29.

[xxv] Πρβλ. Κ. Τσάτσου, Εισαγωγή στην Επιστήμη τού Δικαίου, τεύχος  Α’, Αθήναι 1940.

[xxvi] Πλάτων, Πολιτεία, ed. J. Burnet, vol. 4, Oxford: Clarendon Press, 1902 (repr. 1968), 473, 11.

[xxvii] Περί παίδων αγωγής, D, X, 6.

[xxviii] Αριστοτ., Πολιτικά, 1134a, 35-b 2.. Πρβλ. Κ. Νιάρχου, Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία μετά των θεμελιωδών αυτής εννοιών, τ. Α’, Αθήναι 2008, σ. 356.

[xxix] Αριστοτέλη, Πολιτικά 1252a, 1280b-1281a, 1328b.

[xxx] Πλάτων., Πολιτεία 372e-373c.

[xxxi] Βλ. Κ. Νιάρχου, Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία μετά των θεμελιωδών αυτής εννοιών, τ. Α’, Αθήναι 2008, σ. 356.

[xxxii] Αριστ., Πολιτικά 1280 α, 8.

[xxxiii] Ν. Δ. Γεωργοπούλου, Θέματα Φιλοσοφίας, σ. 335.

[xxxiv] Βλ. Ν. Δ. Γεωργοπούλου, Θέματα Φιλοσοφίας, σ. 333 εξ.

[xxxv] Ι. Ευαγγέλου, Ανθρωπιστική Ηθική, σ. 106.

[xxxvi]ΑΚορ. 9, 12.

[xxxvii] Politik als Beruf (1919), μτφρ. Μ. Γ. Κυπραίου, εκδ. Παπαζησησ, Αθήνα 1987, 1999.

[xxxviii]B.Russell, HumanSocietyinEthicsandPolitics, 1954.

[xxxix]ΓιαμίασύγκρισηΣωκράτηκαιΧριστούβλ. Ν. Ε. Τζιράκη, Πλάτωνος Απολογία Σωκράτους, Αθήνα 2002, σ. 47 εξ.

[xl] Μάρκ. 10, 43. 45.

[xli] Ματθ. 5, 6.

[xlii] Περί Αποριών, MPG 91, 1056: «υπέρ άνθρωπον άνθρωπος». Πρβλ. Π. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Ε’, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 283.

[xliii] Ματθ. 5, 13.