Κυριακή Α΄ Νηστειών «Εἴ τις τὰς Ἁγίας εἰκόνας οὖ προσκυνεῖ καὶ ἀσπάζεται σχετικῶς, οὖ λατρευτικῶς, οὐχ ὡς θεοὺς, ἀλλ’ὡς εἰκόνες ἀρχετύπων διὰ τὸν πόθον, εἴη ἀνάθεμα».

π. Γεωργίου Θανάσουλα

Ἡ ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­ορ­τά­ζει σή­με­ρα, Ἀ­δελ­φοί μου, ἑ­ορ­τήν λαμ­πρά καὶ χαρ­μό­συ­νη. Ἑ­ορ­τά­ζει τὴν νί­κη καὶ τὸν θρί­αμ­βον αὐ­τῆς ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων ἐ­κεῖ­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­ὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων προ­σπά­θη­σαν καὶ προ­σπα­θοῦν καὶ σή­με­ρα μὲ κά­θε τρό­πο καὶ μέ­σο νὰ τὴν κα­τα­πο­λε­μή­σουν. Εἶ­ναι δὲ ση­μαν­τι­κό ὅ­τι «οἱ τὰ πάν­τα κα­λῶς δι­α­τα­ξά­με­νοι Πα­τέ­ρες» κα­θό­ρι­σαν νὰ συν­δέ­ε­ται ἡ ἑ­ορ­τή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, μὲ τὴν ἀ­να­στή­λω­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων καὶ τὴν ἦτ­τα τῶν εἰ­κο­νο­μά­χων, γι­α­τὶ ἡ εἰ­κό­να στὴν ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴν στε­νή σχέ­ση με­τα­ξύ κτι­στῆς καὶ ἀ­κτί­στου φύ­σε­ως, καὶ μά­λι­στα φα­νε­ρώ­νει τὴν ἀ­λή­θει­α ὅ­τι τὸ ἄ­κτι­στο χα­ρι­τώ­νει καὶ με­τα­μορ­φώ­νει τὸ κτι­στό.

   Στὴν ὅ­λη συ­ζή­τη­ση ποὺ ἔ­γι­νε γι­ὰ τὸ θέ­μα αὐ­τό, κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση κα­τεῖ­χε τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­νώ­θη­κε ἡ θεί­α μὲ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἀ­τρέ­πτως, ἀ­συγ­χύ­τως, ἀ­δι­αι­ρέ­τως καὶ ἀ­ναλ­λοι­ώ­τως. Ἐ­πει­δή ὁ Χρι­στός μὲ τὴν ἀ­ναν­θρώ­πη­σή Του ἀ­νέ­λα­βε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ τὴν θέ­ω­σε, γι­’­αὐ­τό καὶ εἶ­ναι δυ­να­τόν νὰ ἁ­γι­ο­γρα­φοῦ­με τὸ πρό­σω­πο Του ἀλ­λά καὶ τὰ πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων. Καὶ αὐ­τό φα­νε­ρώ­νει πε­ρί­τρα­να ὅ­τι ὁ μὲν ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἡ πε­ρί­λη­ψη ὅ­λης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ὁ δὲ Χρι­στός εἶ­ναι τὸ κέν­τρο καὶ ἡ ἀ­να­φο­ρά ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Τὰ αἴτια τῆς εἰκονομαχί­ας, ἡ ὁ­ποί­α τα­λαι­πώ­ρη­σε γι­ὰ 120 πε­ρί­που χρό­νι­α τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι πολ­λά καὶ ποι­κί­λα καἲ ὡς συ­νή­θως οἱ ἱ­στο­ρι­κοί δὲν συμ­φω­νοῦν με­τα­ξύ των. Ὅ­μως θὰ μπο­ρού­σα­με ἀ­πλῶς νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τὰ σπου­δαι­ό­τε­ρα, καὶ αὐ­τά ἦ­σαν: 1ον) ἡ ὕ­παρ­ξις ἑ­νός ἰ­δι­ο­τύ­που συν­τη­ρι­τι­σμοῦ με­ρι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τὶς ἱ­ε­ρές εἰ­κό­νες φο­βού­με­νοι μή­πως πε­ρι­πέ­σουν στὴν εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α. 2ον) αἴ­τι­ον ἦ­ταν ἡ πα­ρου­σί­α πολ­λῶν αἰ­ρε­τι­κῶν ἀ­πό­ψε­ων ποὺ ὑ­πῆρ­χαν στὴν ἀ­να­το­λή καὶ κυ­ρί­ως τοῦ δο­κι­τι­σμοῦ καὶ τοῦ μο­νο­φυ­στι­σμοῦ. Καὶ οἱ δύ­ο αὐτ[ες αἰ­ρέ­σεις πα­ρα­θε­ω­ροῦ­σαν τὸ κτι­στό πρὸς χά­ριν τοῦ ἀ­κτί­στου καὶ ὑ­πο­τι­μοῦ­σαν τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα. 3ον)  αἴ­τι­ον ἦ­ταν ὁ ὁρ­θο­λο­γι­σμός καὶ τὸ δι­ά­χυ­το με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό πνεῦ­μα. Ὅ­ταν με­λε­τή­σει κα­νείς ὅ­λη τὴν εἰ­κο­νο­κλα­στι­κή κί­νη­ση, θὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι δι­α­κρι­νό­ταν ἀ­πό ἄ­γνοι­α τῶν βα­σι­κῶν στοι­χεί­ων τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης. Δὲν στη­ρι­ζό­ταν κα­θό­λου σὲ θε­ο­λο­γι­κά στη­ρίγ­μα­τα καὶ δὲν εἶ­χε θε­ο­λο­γι­κά κρι­τή­ρι­α, ἀλ­λά ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἕ­νας στο­χα­σμός, ἑ­νας ὀρ­θο­λο­γι­σμός, ἐν ὀ­νό­μα­τι μι­ᾶς κα­θα­ρῆς θρη­σκεί­ας. Πρό­κει­ται γι­ὰ τὸν ἴ­δι­ο πει­ρα­σμό ποὺ βέ­που­με ἀρ­γό­τε­ρα στὴ δύ­ση μὲ τὴν κί­νη­ση τῶν Προ­στε­ταν­τῶν ποὺ στρε­φό­ταν ἐ­ναν­τί­ον καὶ τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων. Πρό­κει­ται ἀ­κό­μη καὶ γι­ὰ τὴν προ­σπά­θει­α ἐ­κμη­δε­νι­σμοῦ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τῆς θρη­σκεί­ας τὴν ὁ­ποί­αν κα­τα­βά­λουν οἱ ση­με­ρι­νοί ἄ­θε­οι κυ­βερ­νῆ­τες τῆς πα­τρί­δος μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐμ­φο­ρού­με­νοι ἀ­πό τὰ ἴ­δι­α ἀρ­νη­τι­κά στοι­χεί­α μὲ τοὺς ἀ­νά τοὺς αἰ­ῶ­νες πο­λέ­μι­ους, αἰ­ρε­τι­κούς καὶ δι­ῶ­κτες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, θέ­λουν καὶ αὐ­τοί νὰ ἐ­ξορ­θο­λο­γή­σουν τὴν θέ­ση τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας μέ­σα στὸ σύγ­χρο­νο δῆ­θεν ἀ­νε­ξή­θρη­σκο κρά­τος. Ὄ­μως ἡ λο­γι­κή δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι κρι­τής ὅ­λων τῶν γνω­στι­κῶν δυ­νά­με­ων καὶ ἡ πί­στις δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὴ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γι­κῆς ἀλ­λά πά­νω καὶ πέ­ρα ἀ­πό αὐ­τήν. Καὶ 4ον. ἡ εἰ­κο­νο­μα­χί­α στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν σύγ­κρου­ση με­τα­ξύ τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καὶ τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ κό­σμου. Ἡ νί­κη τῶν εἰ­κο­νο­φί­λων ἦ­ταν νί­κη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἐ­ναν­τί­ον τῆς αἰ­ρέ­σε­ως ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἦ­ταν καὶ νί­κη τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἐ­ναν­τί­ον τῆς προ­σπά­θει­ας τῶν ἀ­σι­α­στῶν νὰ εἰ­σβά­λουν στὴν Ρω­μα­ϊ­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Μή­πως καὶ σή­με­ρα δὲν γί­νε­ται ἡ ἴ­δι­α προ­σπά­θει­α μὲ τὶς ἰν­δου­ϊ­στι­κές κυ­ρί­ως ὀρ­γα­νώ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­σπα­θοῦν νὰ ἐ­πι­βάλ­λουν τὶς ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς ἀν­θρω­πο­λο­γί­ας πε­ρί κάρ­μα καὶ με­τεν­σάρ­κω­σης;  Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ὅ­μως νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ὅ­ταν μι­λά­με γι­ὰ ὀρ­θο­δο­ξί­α, γι­ὰ τὴν νί­κη καὶ τὸν θρί­αμ­βό της, καὶ ὅ­ταν κά­νου­με λό­γο γι­ὰ ἑ­ορ­τή τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας δὲν πρέ­πει νὰ τὸ ἐν­νο­οῦ­με ἰ­δε­ο­λο­γι­κά. Ἡ ὁρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἕ­να θε­ω­ρη­τι­κό φι­λο­σο­φι­κό σύ­στη­μα ἀ­λη­θει­ῶν, δὲν εἶ­ναι μί­α ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρέ­πει νὰ ἀν­τι­πα­ρα­τα­θεῖ πρὸς τὶς ἄλ­λες ἰ­δε­ο­λο­γί­ες ποὺ ὑ­πάρ­χουν. Εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι ἡ ἰ­δε­ο­λο­γί­α σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν λο­γι­κο­κρα­τί­α, τὴν ἰ­δε­ο­λη­ψί­α, τὸν φα­να­τι­σμό καὶ τὸν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό. Ὅ­λα αὐ­τά δὲν συν­δέ­ον­ται μὲ τὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α, γι­α­τὶ ὅ­ταν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε σὲ αὐ­τήν, δὲν κά­νου­με ἁ­πλῶς λό­γο γι­ὰ ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀλ­λά γι­ὰ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ ὁρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι ἡ ὀρ­θή δό­ξα, δη­λα­δή ἡ ἀ­λη­θι­νή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ φυ­σι­κά ὅ­ταν κά­νου­με λό­γο γι­ὰ ἐκ­κλη­σί­α ἐν­νο­οῦ­με τὸ θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν προ­φη­τῶν, Ἄ­πο­στό­λων, Πα­τέ­ρων, μαρ­τύ­ρων, ὁ­σί­ων, οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μί­α κοι­νω­νί­α καὶ κοι­νό­τη­τα στὴν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κουν ὅ­λοι ὅ­σοι ἔ­χουν βα­πτη­σθεῖ καὶ ἔ­χουν βε­βαί­αν τὴν πί­στη.  Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπομονώσουμε τὴν πί-

στη – ἀ­λή­θει­α ἀ­πό τὴν Ἐκ­κλη­σί­α κοι­νό­τη­τα. Ἡ ὁρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἕ­να θε­ο­λο­γι­κό σύ­στη­μα ἀλ­λά μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη κοι­νό­τη­τα, μὲ οἰ­κο­γε­νει­α­κό κλί­μα, μὲ ὁ­ρι­σμέ­νη λα­τρεί­α, τὰ ὁ­ποί­α δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­κό­ψου­με ἀ­πό τὴν δι­οί­κη­σή της καὶ γε­νι­κά τὸ συ­νο­λι­κό ἱ­ε­ρα­τι­κό της πο­λί­τευ­μα, γι­α­τὶ ἄν ἡ ὀρ­δο­δο­ξί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καὶ γε­νι­κά ἡ λα­τρεί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή πρά­ξη τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τὸ πνευ­μα­τι­κό ἰ­α­τρεῖ­ο, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο θε­ρα­πεύ­ον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι. Καὶ ὅ­ταν ἀ­κό­μη πα­ρα­τη­ροῦν­ται λά­θη καὶ σφάλ­μα­τα μὲ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τό­τε ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λή καὶ τὸ ἔρ­γο της, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι νὰ θε­ρα­πεύ­ει τοὺς τραυ­μα­τι­σμέ­νους πνευ­μα­τι­κά ἀν­θρώ­πους. Ἡ ἐ­ρώ­τη­ση πολ­λῶν ἀν­θρώ­πων «τὶ κά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α» σὲ δι­ά­φο­ρα συγ­κε­κρι­μέ­να προ­βλή­μα­τα δεί­χνει ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τους νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν τὸ ἔρ­γο καὶ τὸν σκο­πό της. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ὑ­πάρ­χει γι­ὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὸν κό­σμο καὶ νὰ ἀ­παν­τᾶ μὲ ὀρ­θο­λο­γι­σμό σὲ δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα καὶ ζη­τή­μα­τα· δὲν ὑ­πάρ­χει γι­ὰ νὰ ἐρ­γά­ζε­ται ἁ­πλά κοι­νω­νι­κά, ἀλ­λά κυ­ρί­ως γι­ὰ νὰ θε­ρα­πεύ­ει τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ γι’ αὐ­τό πο­λε­μή­θη­κε. Πο­λε­μή­θη­κε ἀ­πό ἐ­χθρούς ἐ­ξω­τε­ρι­κούς, ἀλ­λά καὶ ἀ­πό τὰ ἴ­δι­α της τὰ παι­δι­ά. Ἄ­μέ­σως ἀ­πό τὴν πρώ­τη στιγ­μή τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. «Ἐ­φρί­α­ξαν ἐ­ναν­τί­ον αὐ­τῆς ἔ­θνη καὶ λα­οί ἐ­με­λέ­τη­σαν κε­νά». Οἱ ὀ­πα­δοί τῆς νέ­ας πί­στε­ως κα­τα­δι­ώ­κον­ται, βα­σα­νί­ζον­ται, τι­μω­ροῦν­ται, φυ­λα­κί­ζον­ται καὶ φο­νεύ­ον­ται. Ἄ­μέ­τρη­τοι γί­νον­ται ἱ­ε­ρά θύ­μα­τα. Οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «ξί­φει τε­λει­οῦν­ται» ἀ­πό τοὺς δῶ­κτες τους καὶ τὸ αἷ­μα τῶν ἁ­γί­ων καὶ προ­φη­τῶν» χύ­νε­ται σὰν πο­τά­μι ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει, ποτίζει καὶ βάφει τὴν Ρωμαϊκή αὐτοκρατο-

ρί­α. Ἀλ­λά πο­λε­μή­θη­κε καὶ πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­πό τοὺς φι­λο­σό­φους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­καυ­χῶν­το γι­ὰ τὴν σο­φί­α τους. Καὶ πι­ὸ πο­λύ πο­λε­μή­θη­κε ἀ­πό τοὺς αἰ­ρε­τι­κούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι «ὡς λύ­κοι βα­ρεῖς» ζη­τοῦ­σαν νὰ κα­τα­σπα­ρά­ξουν τὸ λο­γι­κό ποί­μνι­ο τοῦ Χρι­στοῦ. Ποι­ὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φαν­τα­στεῖ ὅ­τι ἡ Χρι­στι­α­νι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θὰ ὑ­πε­ρί­σχυ­ε τό­σων πολ­λῶν δι­ωγ­μῶν καὶ ἐ­χθρῶν; Καὶ ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χου­σα γι­ὰ ὁ­δη­γό καὶ ἐμ­ψυ­χω­τή τὸν Θε­όν ἐ­νί­κη­σε νί­κην λαμ­πράν καὶ οἱ αἰ­ρε­τι­κοί ἐ­ξη­φα­νί­στη­καν.Ἡ ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ συγ­κρό­τη­σε οἰ­κου­με­νι­κές συ­νό­δους, ἀ­νέ­δει­ξε Πα­τέ­ρες καὶ δι­δα­σκά­λους, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ ζῆ­λο καὶ ἀ­γά­πη ἀ­γω­νί­στη­καν γεν­ναῖ­α, ἐ­πο­λέ­μη­σαν, ἐ­νί­κη­σαν καὶ ἔ­τρε­ψαν σὲ ἄ­τα­κτη φυ­γή τὶς πα­ρα­τά­ξεις τῶν αἰ­ρε­τι­κῶν.

   Ἀ­δελ­φοί μου. Ἔ­χου­με τὸ εὐ­τύ­χη­μα νὰ εἴ­μα­στε μέ­λη μι­ᾶς Ἐκ­κλη­σί­ας θρι­άμ­βων, ἠ­ρώ­ων καὶ μαρ­τύ­ρων. Ὀ­φεί­λου­με νὰ κρα­τή­σου­με σή­με­ρα πα­ρά πο­τέ, καὶ γι­ὰ ἄλ­λη μι­ὰ φο­ρά σὰν πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό τὶς ὀρ­θό­δο­ξες πα­ρα­δό­σεις­μας, νὰ φυ­λά­ξου­με τὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κην τῆς πί­στης μας. Ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στὰ ἅ­γι­α ἰ­δε­ώ­δη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἐ­νω­μέ­νοι στὴν πί­στη καὶ στὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὴν κε­φα­λή μας τὸν Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ. Ἄς κά­νου­με κτῆ­μα μας τὸ ὀρ­θό­δο­ξο πνεῦ­μα, ἐρ­γα­ζό­με­νοι ἐν φό­βῳ Θε­οῦ τὴν σω­τη­ρί­α μας, δου­λεύ­ον­τες «τῷ Κυ­ρί­ῳ με­τὰ πά­σης Τα­πει­νο­φρο­σύ­νης». Ὁ Θε­ός ού­δέ­πο­τε θὰ μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­ψει ἀλ­λά θὰ σκέ­πει καὶ πε­ρι­φρου­ρεῖ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν του πάν­το­τε καὶ θὰ μᾶς ὁ­δη­γεῖ δι­ὰ μέ­σου τῶν θυ­σι­ῶν καὶ τῶν ἀ­γώ­νων ἀ­πό θρί­αμ­βο σὲ θρί­αμ­βο. Κα­νέ­νας μας ἄς μὴ πτο­η­θεῖ. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θὰ εἶ­ναι δί­πλα μας σὲ ὅ­λη τὴν ν δι­άρ­κει­α τῆς ζω­ῆς μας, εἰ ὁ Θε­ός με­θ’­ἡ­μῶν, οὐ­δείς κα­θ’­ἡ­μῶν. Ἀ­μήν.