ΚΕΙΤΑΙ Ἢ ΟΥ ΚΕΙΤΑΙ

EL_GLVSSA

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη

φιλολόγου-θεολόγου

 

Ὁ Χριστὸς στὴν περίφημη ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του διακηρύσσει στεντορείᾳ τῇ φωνῇ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη[1]». Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι τὸ πνευματικὸ ἁλάτι ποὺ συντηρεῖ καὶ νοστιμίζει τὸν κόσμο. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ἀποτελεῖ ἀφ’ἑαυτῆς κήρυγμα ζωῆς, εἶναι φῶς ποὺ δὲν κρύβεται, ὅπως δὲν εἶναι νὰ κρυφτεῖ μία πόλη «ἐπάνω τοῦ ὄρους κειμένη», ποὺ βρίσκεται πάνω στὸ βουνό. Ἡ λέξη κειμένη εἶναι μετοχὴ ἐνεστώτα τοῦ ὁμηρικοῦ ρήματος κεῖμαι, ποὺ μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν πασίχρηστη φράση τὰ κακῶς κείμενα καὶ ἀπὸ τὰ σύνθετα ἐπίκειται καὶ πρόκειται. Ἐπίσης ἐν χρήσει εἶναι οἱ νομικοὶ ὅροι κείμενες διατάξεις καὶ οἰ ἀριστοφανικοὶ κείμενοι νόμοι[2].

            Οἱ πρωτογενεῖς σημασίες τοῦ ρήματος εἶναι «βρίσκομαι, εἶμαι θαμμένος» καὶ οἱ περιφερειακὲς περισσότερες ἀπὸ 23. Στὴ συνέχεια θὰ ἀναζητήσουμε τὸ ἐτυμολογικὸ καὶ σημασιολογικὸ νῆμα τῆς λέξης. Ἡ μετοχὴ τοῦ ρήματος κείμενον ποὺ ἀρχικὰ δήλωνε αὐτὸ ποὺ κεῖται, ποὺ εἶναι κατατεθειμένο[3], οὐσιαστικοποιήθηκε καὶ προέκυψε τὸ κείμενο, προϊὸν τῆς διαδικασίας τῆς γραφῆς, τὸ κομμάτι συνεχοῦς λόγου ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἑνότητα νοηματική. Τὸ κείμενο εἶναι σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο, κεῖται, εἶναι κατατεθειμένο, «ἀναπαύεται» σὲ κάποια πέτρα ἢ πάπυρο ἢ περγαμηνή, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ ἔπεα πτερόεντα[4], τὰ λόγια τὰ φτερωτὰ ποὺ πετοῦν. Οἱ ἀντίστοιχες λέξεις τῶν λατινογενῶν γλωσσῶν ποὺ δηλώνουν τὴ λέξη κείμενο (ἀγγλ.text, γαλλ.texte, ἰταλ.testo, γερμ.Texte) ἀνάγονται στὸν λατινικὸ ὅρο textus «ὕφανση»[5]. Τὸ κείμενο σὲ αὐτὴν τὴ γλωσσικὴ θεώρηση εἶναι ἕνα κέντημα ποὺ ὑφαίνει ὀ συγγραφέας. Ἀπὸ ὅποια ὀπτικὴ γωνία νὰ τὸ δεῖ κανεὶς τὸ κείμενο εἶναι πολύτιμο, ὅπως καὶ τὸ κειμήλιο, τὸ ἀντικείμενο ποὺ δινόταν ὡς δῶρο καὶ γι’αὐτὸ φυλασσόταν πρὸς ἀνάμνηση τοῦ δωρητῆ σὲ ἀσφαλὲς σημεῖο[6], στὴν κειμηλιοθήκη ἢ τὸ κειμηλιοφυλάκιο, καθὼς καὶ ὁ θησαυρὸς  τίθεται στὸ θησαυροφυλάκιο.

            Ἰδιαίτερα συχνὴ  στὴν Ἑλληνικὴ εἶναι ἡ μετάπτωση, μορφοφωνολογικό φαινόμενο κατὰ τὸ ὁποῖο σὲ μία ρίζα ἐμφανίζεται ποιοτικὴ ἢ ποσοτικὴ ἐναλλαγὴ φωνηέντων, καθὼς ἔτσι μποροῦσαν νὰ διακρίνονται μεταξὺ τοὺς οἱ διάφορες μορφολογικὲς κατηγορίες (πτώσεις, φωνές, χρόνοι) μίας λέξης.  Τὸ ρῆμα κεῖμαι ἐμφανίζει τρία θέματα κει-, κοι-, κω-. Ἀπὸ τὴ μεταπτωτικὴ βαθμίδα κοι– σχηματίστηκε ἡ κοίτη[7], ἡ κλίνη, τὸ κρεβάτι, ὅπου κεῖται, πλαγιάζει κανεὶς ἢ κοιμᾶται μέσα στὸν κοιτώνα. Ἂν κεῖται συνεχῶς πάνω στὴν κοίτη εἶναι κατάκοιτος· μὴ γένοιτο!  Οἱ φρουροὶ συχνὰ μετέφεραν τὴν κοίτη τους μέσα στὸ φυλάκιο· ἔτσι ὁ ἕνας κοίταζε[8] «κοιμόταν» καὶ ὁ ἄλλος κοίταζε ἔστρεφε τὰ μάτια του, παρατηροῦσε, ἐπόπτευε. Τὸ κοιτάζω λοιπὸν στὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ σήμαινε «κοιμᾶμαι», ἐνῷ στὴ μεσαιωνικὴ καὶ νέα ἑλληνικὴ «παρατηρῶ» ἀπὸ τὴ συνήθεια τῶν σκοπῶν νὰ ἔχουν μέσα στὸ φυλάκιο τὴν κοίτη τους. Ὑποκοριστικὸ τῆς κοίτης ἡ κοιτίδα, τὸ κρεβατάκι, τὸ λίκνο, ἀλλὰ καὶ ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα, ἡ Ἑλλάδα μας, ἡ κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ. Συγγενὴς λέξη καὶ τὸ κοίτασμα, ποὺ κεῖται στὰ σπλάχνα τῆς γῆς.

            Ἀπὸ τὸ θέμα κω– προῆλθε ἡ κώμη. Κατὰ τὴ γνώμη μας ἠ κώμη προέρχεται ἀπὸ τὸ κεῖμαι, διότι εἶναι σταθερὴ σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ νησί, ποὺ νήχει[9], «κολυμπάει», προφανῶς ἀπὸ τὴν ἐντύπωση ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ στοὺς ναυτικοὺς ὅτι τὰ νησιὰ ἄλλαζαν θέση. Οἱ νέοι κατὰ τὴ διάρκεια τῶν εὔθυμων διονυσιακῶν ἑορτῶν ἔβγαιναν στοὺς δρόμους στεφανωμένοι καὶ λαμπαδηδοφοροῦντες, καὶ τραγουδοῦσαν· αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς διασκέδασης ὀνομαζόταν κῶμος, παράγωγα τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ κωμικὸς καὶ ἡ κωμωδία. Ἄξιο μνείας εἶναι ὅτι λέξεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ γέλιο συνδέονται ἐτυμολογικὰ μὲ ὅρους ποὺ δηλώνουν τόπο. Ἀστεῖος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄστυ. Ἐπειδὴ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως θεωροῦνται πιὸ πολιτισμένοι ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς χωριάτες ἔχουν τὴ δυνατότητα λόγῳ τῆς καλλιέργειάς τους νὰ κάνουν ἔξυπνο χιοῦμορ!   Ὅσοι ἐπίσης προέρχονται τὴ χώρα, τὴν πρωτεύουσα μιᾶς περιοχῆς, ὠς πρωτευουσιάνοι μὲ λεπτὴ αἴσθηση χιοῦμορ χωρατεύουν, λένε δηλαδὴ χωρατά. Ἂς μὴν ξεχνοῦν ὅμως ὅτι ὁ χωριάτης μὲ τὸ χωρατὸ ἔχουν τὴν ἴδια ἐτυμολογικὴ ἀφετηρία. Ἂς γρηγοροῦν γιὰ νὰ μὴν πέσουν σὲ πνευματικὸ κῶμα[10].

            Ἡ ρίζα τοῦ κεῖμαι χάρισε στὴν Ἀγγλικὴ μέσῳ τοῦ λατινικοῦ civis «πολίτης» τὶς λέξεις citizen «πολίτης», civil «πολτικός», civilizet «πολιτισμένος», civilization «πολιτισμός», city «πόλη».

            Ἂς τελειώσουμε μὲ τὸν Κειτούκειτο. «Μετὰ καὶ τῶν ἄλλων ὅσοι τι ἐφθέγγοντο Οὐλπιανὸς Τύριος, ὃς διὰ τὰς συνεχεῖς ζητήσεις, ἃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν ποιεῖται ἐν ταῖς ἀγυιαῖς, περιπάτοις, βιβλιοπωλείοις, βαλανείοις, ἔσχεν ὄνομα τοῦ κυρίου διασημότερον Κειτούκειτος. οὗτος ἀνὴρ νόμον εἶχεν ἴδιον μηδενὸς ἀποτρώγειν πρὶν εἰπεῖνκεῖται οὐ κεῖται;’ οἷον εἰ κεῖται ὥρα ἐπὶ τοῦ τῆς ἡμέρας μορίου, εἰ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρός, εἰ μήτρα κεῖται ἐπὶ τοῦ ἐδωδίμου βρώματος, εἰ σύαγρος κεῖται τὸ σύνθετον ἐπὶ τοῦ συός[11]». Ὁ Ρωμαῖος νομοδιδάσκαλος Οὐλπιανὸς ὁ Τύριος εἶχε τὴ γλωσσικὴ διαστροφὴ πρὶν φάει ὁτιδήποτε νὰ ρωτάει ἂν μιὰ λέξη κεῖται ἢ οὐ κεῖται. Ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ προσδώσουν τὸ προσωνύμιο Κειτούκειτος.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012



[1] Ματθ.ε΄,13-14.

[2] Ἀριστοφάνους Πλοῦτος 914.

[3] Δήλωνε ἐπίσης τὸ «δεδομένο» (Ἀριστοτέλους, Μετὰ τὰ Φυσικὰ 3,4,38) καὶ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται σὲ κάποια κατάσταση «εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων» (Ἡροδότου Ἱστορίαι 8,102).

[4] Ὁμ. Ἰλ., Α 201, Γ 155.

[5] Γ. Μπαμπινιώτη, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, , ἐκδ. Κέντρο Λεξικολογίας 2009, σελ.664.

 

[6] «Δῶρον, ὅ σοι κειμήλιον ἔσται» Ὀδ.α΄312.

[7] Κοίτη εἶναι ἐπίσης ἡ συζυγικὴ κλίνη, ἐξ οὗ καὶ ὁ νομικὸς ὅρος «χωρισμὸς ἀπὸ κλίνης καὶ τραπέζης».

[8] «Ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα» Πινδάρου, Ὀλυμπιονῖκαι 13,107.

[9] Ὁμόρριζες μὲ τὴ νῆσον εἶναι οἱ λέξεις ναῦς καὶ νῆσσα (πάπια).

[10] Κῶμα(< κεῖμαι) «βαθὺς ὕπνος, λήθαργος».

[11] Ἀθηναίου Δειπνοσοφισταὶ 1,2,25.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα