ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ(2)

Ιωάννη Ελ. Σιδηρά

Θεολόγου – εκκλησιαστικού ιστορικού – νομικού

 

ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ – ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Όλη η παραπάνω δράση του Μητροπολίτου Γερμανού είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί από την Καστοριά, κατά τον Μάιο του 1907, ύστερα και από τις ασκηθείσες πιέσεις των πρεσβευτών της Ρωσίας και της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και των Βουλγάρων στην Υψηλή Πύλη και δι’ αυτής στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄. Την ίδια οδό της εξορίας λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1907, ακολούθησε και ο μακεδονομάχος Ιεράρχης, ο Δράμας Χρυσόστομος, ο οποίος ευχόμενος στον Καστορίας Γερμανό για την δοκιμασία της εξορίας του, έγραφε: «σθένος και στήθος τοιούτον, οποίον αντετάξατε επί του πεδίου της μάχης. Δαφνοστεφής ανεχωρήσατε εκ Μακεδονίας. Αι δάφναι αύται ποτέ να μη μαρανθώσιν επί της δεδοξασμένης κεφαλής σας και αγωνισάμενος εν τη Συνόδω τον καλόν αγώνα να αξιωθής και πολυτιμοτέρου στεφάνου εκ λίθων τιμίων εκ μέρους όλων των Πανελλήνων. Καλήν δύναμιν…». Και πράγματι ο Γερμανός Καραβαγγέλης και ως Μητροπολίτης Αμασείας (1910- 1923) εδόξασε και ετίμησε το Γένος και το Πατριαρχείο στον μαρτυρικό ελληνικό Πόντο.

Το πρώτο «Ιερόν σφάγιον» από τους μακεδονομάχους Μητροπολίτες του Πατριαρχείου ήταν ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος (Καλπίδης), ο οποίος μαρτυρικώς ετελεύτησε την ζωήν του καθώς η δράση του εναντίον των Βουλγαροεξαρχικών και Αλβανών, είχε προκαλέσει τους ανθέλληνες εχθρούς του, οι οποίοι και τον εθανάτωσαν. Τότε ο Δράμας Χρυσόστομος (μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς Σμύρνης +1922) έγραψε προς τον Μέγαν Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών: «Έκλαυσα, έκλαυσα ως παιδίον μικρόν για τον οικτρόν θάνατον του αδελφού Φωτίου. Αιωνία η μνήμη του. Τις οίδε και οποίους άλλους αδελφούς και ίσως – ίσως και τον γράφοντα αυτόν αναμένει η αυτή τύχη». Όντως προφητική η γραφή για το μαρτυρικό μέλλον του στην Σμύρνη.

Ειδικότερα στη Δράμα ο νέος και δυναμικός Μητροπολίτης Χρυσόστομος (Καλαφάτης) από της πρώτης στιγμής έδωσε το σαφές στίγμα των προθέσεών του απέναντι των σχισματικών Βουλγαροεξαρχικών και άρχισε τις περιοδείες του σε όλες τις ενορίες της Μητροπολιτικής του επαρχίας επαναφέροντας στους κόλπους του Πατριαρχείου το ένα μετά το άλλο όλα τα χωριά που είχαν υπαχθεί προηγουμένως στην σχισματική βουλγαρική εξαρχία. Ατρόμητος, ακατάβλητος και θαρραλέος έφθασε να βροντοφωνάξει την 19η Οκτωβρίου 1903, όταν λειτουργούσε στο χωριό Ζύρνοβο, όπου τον υποδέχθηκε ο λαός ως Μεσσία: «Πωλησάτω τα ιμάτια αυτού και τα υπάρχοντα αυτού και αγορασάτω μάχαιραν». Ο Δράμας Χρυσόστομος όρκιζε τα μέλη του αντάρτικου Ελληνικού σώματος (Οργάνωση Ελληνικού Κομιτάτου) με τον εξής όρκο: «Ορκίζομαι επί του Ιερού Ευαγγελίου, να φυλάττω παν ό,τι αφορά την οργάνωσιν του Ελληνικού Κομιτάτου, να υπερασπίζω αυτήν μέχρι θανάτου, να μην προβαίνω εις ουδεμίαν ενέργειαν άνευ εγκρίσεών της και με κίνδυνον της ζωής μου, να εκτελώ τας διαταγάς της. Εγγύησις του όρκου μου ας είναι η ζωή μου και η τιμή μου, μάρτυς μου δε ο Παντοδύναμος Θεός». Σημειωτέον ότι συνεργάτης του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου υπήρξε και ο ευπατρίδης Ίων Δραγούμης, ο οποίος προσέφερε τα μέγιστα υπέρ των δικαίων του Μακεδονικού Ελληνισμού.

Όλες οι ενέργειες του Χρυσοστόμου οδήγησαν τον οθωμανό Γενικό Επιθεωρητή των Βιλαετίων της Μακεδονίας και του Μοναστηρίου να πει στον Έλληνα Πρόξενο των Σερρών Σαχτούρη: «Ο Μητροπολίτης Δράμας ξέφυγε από κάθε χαλινό, ύψωσε την ελληνική σημαία της επαναστάσεως και της καταλύσεως του καθεστώτος και περιερχόμενος την περιφέρεια εξεγείρει τους πληθυσμούς, συνεννοείται με τους Έλληνες αντάρτες και τους ωθεί όχι μόνο ενάντια στους Βουλγάρους, αλλά και ενάντια στους Οθωμανούς».

Την 28η Οκτωβρίου 1903, όταν ο Χρυσόστομος ευρέθη στη Νούσκα, απέστειλε την εκ βάθους ψυχής παρακάτω επιστολή του προς τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄, στην οποία με πόνο έγραφε: «Παναγιώτατε Δέσποτα… Ιδού εν μέσω οίων ολοθρευτών και ανιέρων τεράτων διαβιούμεν. Παναγιώτατε, ιδού οίων απανθρώπων μέσων, και εν οία ιερά στιγμή, γίνεται χρήσις παρά τοις ανθρώποις του βουλγαρισμού προς παντελή εξολόθρευσιν και εξαφανισμόν του ευσεβούς ημών Γένους. Το ποτήριον των πικρών θανάτων, ους καθ’ εκάστην θανατούμεθα, δεν εξηντλήθη και δεν εκενώθη έτι, Παναγιώτατε; και επέπρωτο άρα οι ποιμένες του Ορθόδοξου λαού ουδέν άλλο να έχωμεν ενταύθα καθήκον, ειμή να θρηνώμεν τους κατά πάσαν ώραν δολοφονουμένους και κατακρεουργημένους νεκρούς των προκρίτων του Γένους. Ει τις αγάπη εν Χριστώ, ει τι παραμύθιον, ει τινα σπλάχνα οικτιρμών, ευδοκήσατε, Παναγιώτατε, και διά σεβασμίας πατριαρχικής επιστολής παραμυθήσατε τους απέλπιδας και απεγνωσμένους Χριστιανούς…».

Η αποτελεσματικότητα της εθνικής και εκκλησιαστικής δράσεως του Χρυσοστόμου εφάνη περίτρανα στην περίπτωση της επιστροφής των κατοίκων του χωριού Βώλακας στους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η εκεί σφιγγοφωλέα των σχισματικών βουλγαροεξαρχικών διελύθη από τον Ιεράρχη και ο λαός ανεύρε το θάρρος να αποτινάξει το εθνοφυλετικό (εθνικιστικό) βουλγαρικό άχθος. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο: «… η τετραήμερος εκεί διαμονή μου, συνετέλεσεν ώστε πάντες σωρηδόν, μηδενός εξαιρουμένου, να προσέλθωσι τη Ορθοδοξία και να αναγνωρίσωσίν με κανονικόν αυτών αρχιερέα. Συγκομίσαντες δε τα βιβλία αυτών, τα σλαβικά και τα βουλγαρικά, παρέδωκάν μοι, ίνα τα εξαφανίσω. Επίσης παρέδωκαν και όλον τον κηρόν ον είχον προς χρήσιν των και όλα τα μέχρι τούδε προσενεχθέντα τη Εκκλησία αφιερώματα. Και ούτω σήμερον εν ενί στόματι και μιά καρδία και με χείλος εν, εν μιά πίστει, τη Ορθοδόξω, προσκυνείται εν Βολάκω ο εν Τριάδι Θεός των Χριστιανών».

Μνημειώδες υπήρξε το κείμενο που απέστειλε ο υπέρμαχος του Μακεδονικού Ελληνισμού Χρυσόστομος προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και αφορούσε την «Ελληνικότητα» της Μακεδονίας από ιστορικής απόψεως. Το κείμενο αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και σήμερα που οι ανιστόρητες διεκδικήσεις των Σκοπιανών σε βάρος της Ελληνικής Μακεδονίας εντείνονται. Έγραφε τότε ο ακατάβλητος πατριαρχικός Ιεράρχης: «Παναγιώτατε Δέσποτα, ίνα εκτιμηθή δεόντως η ακατάβλητος και απαράμμιλος δύναμις της ημετέρας φυλής ενταύθα, αρκεί να είπωμεν ότι τα θύματα κατισχύουσι των δημίων των, ότι το αίμα των εθνομαρτύρων της Μακεδονικής Γης εγένετο σπορά παραγαγούσα υπεράφθονον βλάστησιν και πολλαπλασιασμόν των ημετέρων, ότι τα ανόσια πυρά δι’ ων επεζήτησαν καίοντες τους ημετέρους ιερείς και διδασκάλους, τα σχολεία, τας εκκλησίας και τα χωρία ημών, ίνα εξαφανίσωσι το μνημόσυνον ημών από της γης, αυτά τα ανόσια πυρά κατέκαυσαν και εδεκάτισαν αυτούς τούτους τους εμπρηστάς ημών και δολοφόνους, οίτινες βαρέως νυν συναισθάνονται ότι παρά πάσας ταύτας τας βδελυρίας και τα φρίκην προκαλούντα ανοσιουργήματά των, κατ’ ουδέν το έδαφος δι’ αυτούς εκαθαρίσθη και ουδέν βήμα ποδός εχώρησαν προς τα εμπρός. Ταύτα δε πάντα εγένοντο και γίνονται και θα γίνωνται τοιουτοτρόπως διά τον απλούστατον λόγον, ότι η κυρίως Μακεδονία ην και έστι και έσται χώρα καθαρώς Ελληνική, ήτις, ίνα καταστή Βουλγαρική, ή αφ’ ενός μεν να στραγγαλισθή η ιστορία και η εθνογραφία, αφ’ ετέρου δε να εξολοθρευθώσιν ούτε περισσότερα ούτε ολιγώτερα ή τα ¾ του λοιπού πληθυσμού αυτής και να κατασκαφώσιν όλα τα σχολεία και αι εκκλησίαι και σύμπασαι, μηδεμιάς εξαιρουμένης, αι κεντρικαί πόλεις της Μακεδονίας, ούσαι αποκλειστικώς ελληνικαί και επί τέλους να παραδοθώσιν εις το πυρ και τας φλόγας όλα τα μνημεία, αρχαία, βυζαντινά, νεώτερα, μηδ’ ενός εξαιρουμένου, χωρίς να φεισθή τις μετ’ αυτών των εν τοις σπλάχνοις της γης κρατουμένων, άτινα η σκαπάνη των αρχαιολόγων πολυάριθμα καθ’ εκάστην ανασύρει εκ των εγκάτων της γης και άτινα πάντα είναι ελληνικά, και τότε, αλλά μόνον τότε, όταν σβεσθώσιν όλα τα φώτα της ιστορίας και της στατιστικής, της γεωγραφίας και της επιστήμης, τότε, όταν η Μακεδονία καταστή απ’ άκρου εις άκρον εν μέγα κοιμητήριον νεκρών, μία αγρία έρημος, μία χώρα ερέβους άνευ ιστορίας, άνευ παρελθόντος, άνευ παρόντος, άνευ μέλλοντος, θα καταστή και χώρα Βουλγαρική».

Η εθνική δράση του Ιεράρχου προκάλεσε την αντίδραση των Βουλγάρων, Οθωμανών και των Άγγλων (λιγότερο των Αυστριακών, των Ρώσων και των Γάλλων). Όταν αρχικά οι τοπικές οθωμανικές αρχές του απαγόρευσαν τις περιοδείες στις ενορίες της επαρχίας του, ο Χρυσόστομος απάντησε απερίφραστα: «για την εκτέλεση των ιερών καθηκόντων μου λαμβάνω διαταγές μόνο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη». Τις ημέρες εκείνες γράφει προς τον φίλο του Αρμάνδο Ποτέν, Επιτετραμμένο της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη: «…Ήδη απειλούμαι να εκδιωχθώ βία εντεύθεν και υπό κουστωδίαν… και εν περιπτώσει καθ’ ην το παν ήθελεν απωλεσθή δι’ εμέ, όσον αφορά την Δράμαν, ενεργήσατε ίνα μετατεθώ εις Αδριανούπολιν, όπως τουλάχιστον δυνηθώ ν’ αγωνισθώ εκ νέου, εν τη πρώτη γραμμή του πυρός και, εν ή περιπτώσει ήθελον πέσει, να πέσω τουλάχιστον ως αετός και ουχί ν’ αποθάνω ως όρνις εν τινι ορνιθώνι της Ανατολής ή αλλαχού. Εννοείτε, αγαπητέ μου, τι σας ζητώ; Ένα Σταυρόν, αλλ’ ένα μεγάλον Σταυρόν, ένα Σταυρόν επί του οποίου θα δοκιμάσω ευχαρίστησιν καθηλούμενος και μη έχων έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής Πατρίδος, ας δώσω το αίμα μας. Ούτως εννοώ το επ’ εμοί την ζωήν και την Αρχιερωσύνην».

Ο μαρτυρικός Χρυσόστομος εξορίστηκε υπό τις αφόρητες πιέσεις της Υψηλής Πύλης και απεμακρύνθη, αρχικώς, για ένα έτος από την Μητρόπολη Δράμας (1907-1908) και για δεύτερη φορά, οριστικώς, τον Ιούνιο του 1909, για να εκλεγεί το 1910 νέος Μητροπολίτης Σμύρνης, όπου μαρτυρικώς ετελεύτησε (+1922).

Όταν ο Μακεδονομάχος Ιεράρχης του Πατριαρχείου αναχωρούσε από την λατρευτή του Δράμα, έγραφε προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄: «Παναγιώτατε Δέσποτα, είμαι ευτυχής διότι έπεσα εν τη εκτελέσει του καθήκοντος, το οποίον μοι ενεπιστεύθη η Μήτηρ Εκκλησία. Εστάλην εν τω μέσω ποιμνίου το οποίον πολλά υπέφερεν και εξακολουθεί να υποφέρει. Εστάλην όπως στηρίξω τας καρδίας των ανθρώπων εκείνων ων η ζωή είχεν εξαρτηθή από την μάχαιραν των πολεμίων του Γένους και της Εκκλησίας μας. Οι άνθρωποι αυτοί είδον τους φιλτάτους των δολοφονημένους από τα όργανα των Βουλγαρικών Κομιτάτων. Οι πλείστοι είχον και από εν νωπόν πένθος. Εύρον αυτούς αναξιοπαθούντας και έκαμα ό,τι οι ασθενείς μου δυνάμεις μοι επέτρεπον να κάμω. Και εάν σήμερον λυπούμαι, διότι αφήνω την επαρχίαν ταύτην, λυπούμαι, διότι αφήνω ημιτελές το έργον της περιφρουρήσεως, της εμψυχώσεως του ποιμνίου μου, το οποίον καταδιώκεται σήμερον πανταχόθεν…».

Στο ιστορικό Μοναστήρι, πολυπόθητο «μήλον της έριδος» για τους βουλγαροεξαρχικούς, που από το 1912 ανήκει στην επικράτεια της Σερβίας, υπήρχαν οι νευραλγικής σημασίας Μητροπόλεις της Πελαγωνείας με έδρα το Μοναστήρι και εκείνη των Πρεσπών και Αχριδών με έδρα το Κρούσοβο, όπου σε αμφότερες χτυπούσε ακμαία και ακατάβλητη η καρδιά του Μακεδονικού Ελληνισμού.

Ήδη από τον Απρίλιο του 1903 ο Πελαγωνείας Αμβρόσιος αντιμετωπίζοντας τις βιαιότητες των σχισματικών βουλγαροεξαρχικών έγραφε στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄: «Δεν πρέπει, Παναγιώτατε, να παρασιωπήσω, διότι αδικώ το έθνος μου, προδίδω την θρησκείαν μου, απιστώ εις το Βασίλειον Κράτος, ότι από της 24 Φεβρουαρίου μέχρι σήμερον, εν ταις υποδιοικήσεσι Μοναστηρίου, Πριλάπου και Αχρίδος συνέβησαν υπερεκατόν φόνοι παρά των Βουλγάρων ληστανταρτών κατά χριστιανών Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων, διά τρόπου στυγερού και αποτροπαίου θανατωθέντων… ο κίνδυνος, ον διατρέχομεν ενταύθα ως Εκκλησία και Γένος είνε ουχί τις τυχαίος και συνήθης. Η ακώλυτος των κομιτάτων δράσις, η μη ευμενής προς ημάς συμπεριφορά της Σεβαστής Κυβερνήσεως, μάλλον δ’ ειπείν η σύγχυσις των ημετέρων προς τους σχισματικούς, προσημαίνει την επικειμένην εξόντωσιν της Ορθοδοξίας εντεύθεν και την εγκατάλειψιν των Ορθοδόξων Μητροπολιτών άνευ ή λίαν ασθενούς και ευαριθμοτάτου ποιμνίου. Εφ΄ω και εκ καθήκοντος επικαλούμαι την σύντονον της Μητρός Εκκλησίας αντίληψιν, ης άνευ ομολογώ ότι αδυνατούμεν να αντιστώμεν εις τον επερχόμενον κίνδυνον αθρόον».

Ο Μητροπολίτης Πρεσπών και Αχριδών Άνθιμος αντιμετώπιζε συγχρόνως προς την εθνικισιτκή δράση των βουλγαροεξαρχικών και την προπαγάνδα των ρουμουνιζόντων, οι οποίοι ήθελαν να προσελκύσουν και να υποτάξουν τους Έλληνες βλαχοφώνους. Τον Ιανουάριο του 1906 έγραφε μεταξύ άλλων στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και τα εξής: «Παναγιώτατε Δέσποτα, μετά συνοχής καρδίας γνωρίζω τη Μητρί Εκκλησία την δεινήν και απέλπιδα θέσιν, εις ην περίφοβοι περιήλθον και οι αλλαχού μεν προπάντων όμως οι εν Κρουσόβω Ορθόδοξοι συνεπεία της ακατανομάστου θρασυτάτης των ρουμανιζόντων πολιτείας. Οι την προσωνυμίαν του Χριστιανού φέροντες και προς εξαπάτησιν των αρχών Πατριαρχικοί αυτοκαλούμενοι Ρουμούνοι, διά των εξωλεστάτων μισθαρνικών αυτών οργάνων αναφανδόν περιτρέχοντες νύκτωρ και μεθ’ ημέρας τας Ορθοδόξους οικίας, θάνατον απειλούσι και πυρ κατά παντός μη συμμεριζομένου τα φυλετικά αυτών φρονήματα και μη συμμορφουμένου προς τας διαταγάς αυτών του να αποδιώξωσι δηλονότι τον Έλληνα ιερέα και προσλάβωσι Βουλγαρον τοιούτον ή Ρουμανίζοντα. Περί τας τριάκοντα αριθμούνται αι ουτωσί μέχρι τούδε απειλούμεναι οικογένειαι, αίτινες, βλέπουσαι έστιν ότε εκτελουμένας και πραγματοποιουμένας ατιμωρητεί τας απειλάς των λαοφθόρων τούτων τεράτων και εκβρασμάτων της κοινωνίας, δεν τολμώσιν εκ φόβου και τρόμου ουδέ εις την επιτόπιον να ανενεχθώσιν αρχήν. Των Βουλγάρων κατά γε το παρόν ύπουλον επιδεικνυμένων αδιαφορίαν και εφεκτικότητα, οι Ρουμούνοι τουναντίον πυρετωδώς καταγωνίζονται όπως καταστήσωσιν εκ παντός τρόπου ελεύθερον το στάδιον των καταχθονίων αυτών ενεργειών, δι’ ο και προβαίνουσιν εις παντοειδείς παρά τη σεβαστή αρχή καταγγελίας, συκοφαντούντες και καταρραδιουργούντες ημετέρους, ους θεωρούσιν ως ματαιούντας και εξουδετερούντας τας ενεργείας αυτών, και οίτινες αμέσως, συλλαμβανόμενοι οδηγούνται εν συνοδεία εις Μοναστήριον, ριπτόμενοι και σηπόμενοι εις τας φυλακάς».

Η κατάσταση στη Μητρόπολη Πελαγωνείας μετεβλήθη άρδην κατά το έτος 1903, όταν εξελέγη νέος Μητροπολίτης ο από Μελενίκου Ιωακείμ Φορόπουλος, ο οποίος υπήρξε πνευματικό ανάστημα του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄. Από της πρώτης στιγμής ο Ιωακείμ στον εθρονιστήριο λόγο του έλεγε στεντορεία τη φωνή: «Οι φόνοι δεν αραιούσι τα έθνη… τους Έλληνας δεν πτοούσιν αι δολοφονικαί απόπειραι, ουδέ χαλαρούσι το αίσθημα της φιλοπατρίας αι πιέσεις και αι φυλετικαί ραδιουργίαι…τουναντίον πας φόνος αυξάνει το μαρτυρολόγιον των συγχρόνων αγίων, των οπαδών τούτων των θεοφόρων αγίων». Σε άλλη μάλιστα περίσταση, όταν λειτουργούσε, κατά την ώρα του κηρύγματος από την Ωραία Πύλη απερίφραστα έλεγε στο ποίμνιό του: «Δεν σας συμβουλεύω οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Αλλά οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος».

Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ έγινε ο φόβος και ο τρόμος των σχισματικών βουλγαροεξαρχικών. Πριν από την έλευση του Ιωακείμ στο μαρτυρικό Μοναστήρι, όπως γράφει ο Ίων Δραγούμης: «Κρυφά, κρυφά ήρχονταν κάποτε χωριάτες στο Ελληνικό Προξενείο και ζητούσαν συμβουλήν και ο Πρόξενος έλεγε πάντα «υπομονή παιδιά, το ξέρουν κάτω στην Ελλάδα», και όταν πήγαιναν στην Μητρόπολη ο Δεσπότης τους έλεγε: «τα έγραψα στο Πατριαρχείο». Όταν όμως εξελέγη Μητροπολίτης ο Ιωακείμ όλα έλαβαν άλλη τροπή. Από τους λόγους ο Ιεράρχης πέρασε στη δράση εναντίον των βουλγαροεξαρχικών για να σώσει το ποίμνιό του. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές έστησαν ενέδρα για να τον δολοφονήσουν, αλλά ποτέ δεν το επέτυχαν.

Τον Μάιο του 1906 ο Ιωακείμ γράφει σε αναφορά του προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ: «Έχω ειδήσεις ότι επίκειται η καταστροφή πολλών ορθοδόξων χωρίων μου… το κομιτάτον εξαλείψει πάντα εκ του γεωγραφικού χάρτου της επαρχίας μου» και σε άλλη αναφορά του υπογραμμίζει: «Ο ορίζων λίαν τεθολωμένος» (20 Μαΐου 1906).

Ο μαχητής Ιεράρχης καταγγέλλει τις έκνομες ενέργειες των σχισματικών βουλγαροεξαρχικών στις οθωμανικές αρχές, οι οποίες όμως αρνούνται να επέμβουν. Οι καθηρημένοι κληρικοί του Πατριαρχείου αποτελούν τους πρώτους ιερείς των Βουλγάρων, οι οποίοι ειθισμένοι στην αμαρτία προτρέπουν τους χριστιανούς στην ανομία και επί θρησκευτικού και εκκλησιαστικού ακόμη πεδίου. Αντιδρά ο Ιεράρχης και γράφει: «Φοβερός διωγμός ενέσκηψε κατά των χωρίων της επαρχίας μου… το βουλγαρικόν κομιτάτον ώμοσε την εξάλειψιν των Ορθοδόξων εν τη ταπεινή παροικία μου».

Όταν τον Ιούλιο του 1905 οι Βούλγαροι δολοφονούν τους προκρίτους και όλα τα άνω των επτά ετών παιδιά του χωρίου Δοβρομίρ, ο Ιωακείμ παρά τις συστάσεις του Βαλή (νομάρχου) ότι κινδυνεύει, αποφασίζει να μεταβεί στο χωριό για να κλαύσει και θρηνήσει τους νέους εθνομάρτυρες και αργότερα γράφει στον Πατριάρχη Ιωακείμ: «Το θέαμα ήτο τρομακτικόν, διότι τα μαρτυρικά λείψανα έφερον τόσας πληγάς, όσας οπάς έχει το κόσκινον». Σε κάθε περίσταση καταγγέλλει τα ανοσιουργήματα του βουλγαρικού κομιτάτου στον Πατριάρχη γράφοντας: «Ανάγκη συντόνου ενεργείας όπως έκαστον ορθόδοξον χωρίον φυλάττη στρατός, διότι το κομιτάτον εξαλείψει πάντα εκ του γεωγραφικού χάρτου της επαρχίας μου». Όταν οι Βούλγαροι λεηλατούσαν τους ορθοδόξους ναούς καταστρέφοντας τα ιερά άμφια, τα ιερά βιβλία και τα σκεύη, παρακαλούσε ο ίδιος να σταλούν από το Πατριαρχείο ιερά άμφια: «Έχομεν ανάγκην αμφίων ουχί πολυτελών». Και όταν οι ιερόσυλοι βουλγαροκομιτατζήδες πυρπολούν τα ορθόδοξα μοναστήρια ενημερώνει το Φανάρι ενάγχως: «Πυρποληθήσονται και αι λοιπαί οκτώ μοναί, αι συγκρατούσαι τα πέριξ χωρία εν τη ορθοδόξω πίστει. Ταύτα εισί τα σχέδια του απαισίου βουλγαρικού Κομιτάτου». Σε προσωπική του επιστολή προς τον λατρευτό του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ φθάνει να αναφωνήσει εν πολλή θλίψει: «Παναγιώτατε, ίλεως δε γένοιτο τοις Ορθοδόξοις ο Κύριος».

Κατά το έτος 1907 παρατηρείται έξαρση της εθνικιστικής μανίας των Βουλγάρων Κομιτατζήδων και ο Ιεράρχης αναφέρει ότι οι σχισματικοί καίουν ζωντανούς ηγουμένους και μοναχούς, καθώς και ότι «έσφαζον δε ως πρόβατα και τους βλαχοφώνους». Με κραυγή αγωνίας σε αναφορά του στις 10 Μαΐου 1907 έγραφε: «ούπω έπαυσεν η επαρχία μου προσφέρουσα θύματα εις τον βωμόν της ορθοδόξου πίστεως», και αλλού: «σώζοι Κύριος τους ορθοδόξους από πυρός, μαχαίρας και επιδρομής αλλοφύλων». Τόσο μεγάλη υπήρξε η απώλεια του ορθοδόξου ποιμνίου ώστε ο Ιωακείμ υψώνει πόνου κραυγή προς το Φανάρι: «εν τοσούτω εξ αίματος πελάγει πλέει, Παναγιώτατε, η άνω Δυτική Μακεδονία και ιδία η ταλαίπωρος παροικία της Πελαγωνείας, ην σώζοι Κύριος από των ελευθερωτών της Μακεδονίας και των υποστηριζόντων αυτούς». Η δράση του Ιωακείμ δεν έγινε ανεκτή από τους Βουλγάρους, οι οποίοι υποστηριζόμενοι από την Υψηλή Πύλη επέτυχαν την απομάκρυνση του Ιωακείμ κατά το 1906 από το ιστορικό Μοναστήρι, ο οποίος έκτοτε παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το θάνατό του κατά το έτος 1909.

Ανάλογη υπήρξε και η εθνική δράση των Μητροπολιτών Μογλενών Ιωαννικίου, του Βοδενών (Εδέσσης) Στεφάνου, του Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρου, του Μελενίκου Ειρηναίου, του Σερρών Γρηγορίου, του Στρωμνίτσης Γρηγορίου, του Πέτρας Αιμιλιανού, ο οποίος αρχικώς έδρασε ως βοηθός επίσκοπος του Πελαγωνείας Ιωακείμ και αργότερα ως Μητροπολίτης Γρεβενών, όπου το έτος 1911 εμαρτύρησε και απέθανε ως εθνομάρτυς από τους Ρουμανίζοντες και τους εκπροσώπους του Νεοτουρκικού Κομιτάτου. Το 1913 εδολοφονήθη στο Σιδηροκάστρο από τους Βουλγάρους ο εθνομάρτης Μελενίκου Κωνσταντίνος Ασημιάδης και λίγα έτη αργότερα ο εθνομάρτυς Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης.

Όταν το ελληνικό κράτος ήταν ανύπαρκτο για να σώσει τον Μακεδονικό Ελληνισμό από τους Βουλγαροεξαρχικούς, τους Σέρβους και τους Ρουμάνους, ως ασπίδα προστασίας υψώθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τους ακατάβλητους Μακεδονομάχους Μητροπολίτες του για να σώσει τις εκκλησιαστικές επαρχίες του, που μέχρι και σήμερα υπάγονται σε αυτό. Δικαιώθηκε λοιπόν ο ήρωας Παύλος Μελάς όταν έλεγε: «Πάντοτε κατά τους αγώνας του Έθνους μας προΐστατο η Εκκλησία. Έτσι, τώρα προ πάντων, στην Μακεδονία, ότε κατ’ Αυτής κυρίως στρέφονται αι επιθέσεις των εχθρών, η Εκκλησία και πάλιν θα προστατεύση τον Αγώνα». Μα πριν από όλα επαληθεύτηκε η επικήδειος ρήση του υπέρμαχου μακεδονομάχου, Μητροπολίτου Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, ο οποίος δακρυσμένος εκήρυξε στην κηδεία του εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Κορυτσάς Φωτίου, λέγοντας: «Δεν πρέπει να απελπιζόμαστε ποτέ. Χάσαμε τον λατρευτό μας, τον πολύτιμο πνευματικό Πατέρα. Αλλά στη θέση του θα στείλουν άλλον, το ίδιο άξιον και καλόν. Και αν σκοτώσουν κι εκείνον, θα στείλουν άλλον καλύτερο. Κι η θέση ποτέ δεν θα χηρεύσει. Γιατί έχουμε Ιεράρχες αφοσιωμένους στο Γένος και στον Αγώνα…».

 

Τέλος.