ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

 

Δημητρίου Γ. Μεταλληνοῦ

Μέλους Ε.Ε.ΔΙ.Π. τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου

 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει συνεχῆ παρουσία καὶ ἀδιάλειπτη μαρτυρία δυὸ χιλιάδων περίπου ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων διαφύλαξε ἀκέραιο τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ ἐξέφρασε τὴν χριστιανικὴ πίστη κατὰ τρόπο ἁρμόζοντα πρὸς τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν ἑκάστοτε ἱστορικῶν ἐποχῶν. Ὅλα αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία τὰ ἔπραξε, ἐπειδὴ εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐπειδὴ κατέχεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, διαμορφώνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν Ἱερά της Παράδοση. Κατὰ τὴ διάρκεια, ὅμως, ὅλων αὐτῶν τῶν αἰώνων ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε καὶ πολλὲς τοπικὲς παραδόσεις: ὁ Ἑλληνισμός, ἐπὶ παραδείγματι, τῆς προσέφερε τὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία καὶ γλώσσα του, οἱ ὁποῖες τῆς ἐπέτρεψαν νὰ ἐκφράσει καὶ νὰ διατυπώσει τὰ δόγματά της, ἡ Ρωμανία/Βυζάντιο τῆς κληροδότησε τὸ δίκαιο, τὴ λατρεία καὶ τὴν πνευματικότητά της καὶ σήμερα, μπροστὰ στὰ μάτια μας, ἡ Ἐκκλησία ἀποκτᾶ νέα χαρακτηριστικά, ἀνάλογα μὲ τοὺς τόπους καὶ τοὺς πολιτισμούς, στοὺς ὁποίους προσέρχεται γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιό της. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀνθρώπινης κοινωνίας (ὁριζόντια διάστασή της) εἶναι ἕνα ἀναπόφευκτο καὶ ἀναγκαῖο στοιχεῖο τοῦ ἱστορικοῦ της βίου.                                                                       

Οἱ τοπικὲς παραδόσεις, λόγῳ τῆς φύσης καὶ τῆς προέλευσής τους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωροῦνται ὡς ἀπόλυτες. Ἀναφορικὰ μὲ τὴ διαλεκτικὴ ποὺ ἀναπτύσσουν οἱ δυὸ ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις (Ἱερὰ καὶ τοπική), ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος Olivier Rousseau καταθέτει τὰ ἑξῆς: «Δὲν εἶναι καθόλου ὁ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκεῖνο ποὺ μᾶς προσελκύει. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μᾶς εἶναι καθόλου ἑλκυστική. Ἐκεῖνο πού μᾶς ἀρέσει σ’ αὐτὴν εἶναι ὅτι διατήρησε πολλὰ στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς στὴν  ἀρχαία μορφή τους»[1]. Ἕνας ἄλλος θεολόγος, ὁ Dr. Robert Rancie, 102ος  Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Καντέρμπουρυ, προσθέτει τὰ ἀκόλουθα: «Ὑπάρχει ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς δογμάτων, τὰ ὁποῖα ὅλοι παραδεχόμαστε· ὑπάρχουν ὅμως καὶ ὁρισμένα ἄλλα πράγματα, τὰ ὁποῖα ἄλλοι ἀπὸ ἐμᾶς δέχονται καὶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν. Συγκρίνετε αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐκεῖ θὰ βρεῖτε μία πλήρη καὶ ὡραία εἰκόνα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο σύνολο. Ἐὰν ἀφαιρέσετε ὁποιοδήποτε στοιχεῖο, θὰ καταστρέψετε τὸ ὅλον. Ἡ Ὀρθοδοξία συνίσταται ἀκριβῶς  σ’ αὐτὴν τὴν ὁλότητα, μία ὁλότητα ποὺ ἀγκαλιάζει τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὅλον, αὐτὴ ἡ σύνθεση»[2]. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀναγνωρίσουμε μία ὁρισμένη ἱστορικὴ «ἀρετή» σ’ αὐτὸν τὸν ἀπόλυτο καὶ μερικὲς φορὲς τυπολατρικό, ἐξωτερικά, συντηρητισμό. Χωρὶς αὐτὸν ἡ χριστιανικὴ πίστη θὰ εἶχε, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη καὶ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή, ἔπειτα ἀπὸ τόσους σκοτεινοὺς αἰῶνες ἀραβικῆς, μογγολικῆς, λατινικῆς καὶ ὀθωμανικῆς κατοχῆς. Ἀλλ’ ὁ συντηρητισμὸς αὐτός, καθ’ ἑαυτόν, δὲν ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς καθολικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντίθετα μάλιστα, δημιουργεῖ σήμερα ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσέξει πάρα πολὺ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία. «Τὸ πρόβλημα αὐτὸ εἶναι», κατὰ τὸν μακαριστὸ ρῶσο θεολόγο π. Ἰωάννη Μέγεντορφ, «ὁ μοντερνίζων ρεφορμισμός, ὁ ὁποῖος ἔκανε θραύση πρὸ τῆς Ἐπανάστασης στὴ Ρωσία (1917) καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὴν προκάλεσε τὸ σχίσμα τῆς λεγόμενης «ζωντανῆς» ἢ «ἀνανεωμένης Ἐκκλησίας» (1922-1945) καὶ ὁ ὁποῖος, κάτω ἀπὸ λανθάνουσα μορφή, ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ σ’ ὅλες τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τῶν Βαλκανίων. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀληθινῆς φύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ ἀπολύτου καὶ σχετικοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ μόνο μέσο γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἐπιτυχῶς καὶ νὰ ὑπερνικηθεῖ ὁ σοβαρὸς αὐτὸς κίνδυνος»[3].

Βασικὴ Ἀρχὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας ἀποτελεῖ ἡ θέση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία καὶ Καθολική, τὴν ὁποία, μάλιστα, ἵδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸ ὅμως ἔχει ὡς λογικὴ συνέπεια, τὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀνοικτὴ πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους κάθε τόπου καὶ κάθε ἐποχῆς, κάθε φυλῆς καὶ κάθε πολιτισμοῦ. Θὰ ἦταν λοιπὸν ἐνδιαφέρον, νὰ ἐξετάσουμε κατὰ πόσο ὁ θεμελιώδης αὐτὸς ἰσχυρισμὸς ἀνταποκρίνεται στὴν πράξη τοῦ παρελθόντος καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς ἱστορίας. Ἀπὸ τὰ Ἀποστολικὰ χρόνια μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Σχίσματος (1054) οἱ Χριστιανοὶ ἀντιλαμβάνονταν τὴν ἑνότητά τους, ὡς ἑνότητα πίστεως, κανονικῆς τάξεως καὶ πνευματικῆς ζωῆς. Θεωροῦσαν, ὅμως, ὡς κάτι αὐτονόητο τὸ δικαίωμα κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκφράζει τὴν κοινὴ αὐτὴ πίστη στὴ δική της γλώσσα, μὲ τὸ δικό της λειτουργικὸ τυπικὸ καὶ μάλιστα κατ’ ἀρχὴν καὶ μὲ τὸ δικό της βαπτιστήριο Σύμβολο τῆς Πίστεως. Αὐτὴ ἡ ποικιλία τῶν γλωσσῶν καὶ τῶν θεολογικό-πολιτισμικῶν παραδόσεων δὲν ἐμπόδισε μὲ κανένα τρόπο τὴν ὕπαρξη καὶ πρακτικὴ ἐκδήλωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν πάντοτε συνείδηση τῆς ἀναγκαίας διάκρισης μεταξὺ Ἱερᾶς Παράδοσης καὶ τοπικῶν παραδόσεων. Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι μία, ἐπιδέχεται ὅμως ποικίλους  τρόπους ἔκφρασης,[4] οἱ ὁποῖοι μέσῳ τῆς ἑνότητας τῆς οὐσίας, εἶναι δυνατὸ νὰ συνυπάρχουν μέσα στοὺς κόλπους τῆς (Ὀρθόδοξης-Καθολικῆς) Ἐκκλησίας. Τὸ σημεῖο αὐτὸ θέτει ἕνα ἐκκλησιολογικὸ πρόβλημα ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀξία τῶν παραδόσεων ἐκείνων, οἱ ὁποῖες ἔμειναν ἐπὶ αἰῶνες ἔξω ἀπὸ τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ παράδοση εἶναι ζωντανὴ πραγματικότητα· δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολυτοποιεῖται καὶ νὰ ἀπολιθώνεται κάτω ἀπὸ τὰ σχήματα ἑνὸς ἰδιαίτερου ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ὅταν μάλιστα αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του θνητός. Ὁ διαχωρισμός, ἑπομένως, τῆς Ἱερᾶς (δηλαδὴ αὐθεντικῆς) Παράδοσης ἀπὸ τὶς τοπικὲς παραδόσεις (ὅπως ἡ κερκυραϊκή, ἡ κεφαλληνιακὴ κ. ἄ.), εἶναι ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς διαφύλαξης καὶ τῆς διατήρησής της.

            Ὀξύμωρο, ἀλλὰ πραγματικὸ εἶναι τὸ φαινόμενο ὅπου στὴν καθημερινὴ πρακτικὴ ἡ τοπικὴ παράδοση, στὴν περίπτωσή μας ἡ κερκυραϊκή, διαδραματίζει πολὺ ἀποφασιστικότερο ρόλο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη ἔχει ὡς βάση τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν τῶν ἑνωμένων γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος (ὀφείλει νὰ) ἐνσαρκώνει καὶ ἐκφράζει τὴν Ἱερὰ Παράδοση, μέσῳ τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας καὶ τῆς πιστότητας στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ «συνείδηση» τῆς ἀληθινῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, τὴν ὁποία ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία ἡ ἐποχή μας, θὰ τὴν ἀντλήσουμε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν παράδοση. Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυών: «Ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅπου δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ  Ἀλήθεια»[5]. Ἔργο μας, ἑπομένως, εἶναι νὰ ἀφήνουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ καθοδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι νὰ προσπαθοῦμε, μάταια, νὰ ἐπιβάλουμε τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες καὶ παραδόσεις μας σ’ Αὐτήν.

 

Συμπεράσματα:

 

1. Ἡ Ἱερὰ Παράδοση, ποὺ ἔχει θεμελιωθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ συνεχίζεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀποτελεῖ τὴν ἀταλάντευτη πορεία πρὸς τὴν σωτηρία, τὴν ἀσφαλῆ ὁδὸ τὴν ὁποία ἐβάδισαν καὶ ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ ΄Ἅγιοι καὶ οἱ Ἁγίες της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

2. Ἡ τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, στὴν περίπτωσή μας ἡ κερκυραϊκή, εἶναι σεβαστὴ ὅταν προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πιστότητά τοῦ  ὀρθόδοξου πληρώματος καὶ ὄχι ὅταν ἐπιβάλλεται μὲ ἀντιεκκλησιαστικὰ κριτήρια. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μάλιστα, δὲν ἐπιδίωξε ποτὲ νὰ φιμώσει τὴ λαϊκὴ θρησκευτικότητα καὶ νὰ καταπνίξει τὸν αὐθορμητισμό της, ἀλλὰ μόνο νὰ τὴν προσανατολίσει μέσα στὸ πνεῦμα της. «Ἡ τακτική, ἔτσι, τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὑποκαθιστᾶ κάθε τι ποὺ ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη τὸ εἰδωλολατρικὸ παρελθὸν καὶ ἀποβαίνει ψυχοφθόρο, μὲ δικές της πρακτικές, ποὺ βοηθοῦν στὸ θεοκεντρικὸ προσανατολισμὸ τῆς λαϊκῆς  συνείδησης»[6].

3. Αὐτὸ ποὺ προέχει στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης εἶναι ἡ διαμόρφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρά του καλλιεργεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τῆς σμικρότητάς του ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, τὴ βεβαιότητα τῆς συνεχοῦς ὕπαρξης καὶ παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ τέλος τὴν ἀνάγκη τῆς συνεχοῦς ἐκζήτησης τῆς Ἀκτίστου Θείας Χάριτος, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ πορευθεῖ στὴ ζωή του καὶ νὰ σωθεῖ.

5. Ἐν κατακλείδι, τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται πρὸς ὅλους μας εἶναι, ἐὰν ἡ κερκυραϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση διακονεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος ποὺ προαναφέραμε ἢ ἐάν μᾶς ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτό, διαμορφώνοντας ἕνα ἄλλο ἦθος, ποὺ ἐφόσον δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὸ εἶναι ἀναπόφευκτα κοσμικό. Ἐὰν ἐπιτυγχάνεται τὸ πρῶτο, τότε ὁμιλοῦμε περὶ μίας ἀκραιφνῶς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ τοπικὰ ὅριά της καὶ καθίσταται τμῆμα τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐάν, ὅμως, δὲν ἐπιτυγχάνεται ὁ ἀποκλειστικός, κατὰ τὰ ἄλλα, αὐτὸς σκοπός της, τότε ὁμιλοῦμε περὶ μίας τοπικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία τελικὰ καλλιεργεῖ καὶ διαμορφώνει ἕνα ὑποκριτικὸ πνεῦμα ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου (φαρισαϊσμός), τὸ ὁποῖο ἀποδοκίμασε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος (Ματθ.,15, 8).

 

* Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν 12ο  τόμο τῶν «Κεφαλληνιακῶν Χρονικών», σελ. 221-229. Ὁ πλήρης τίτλος τοῦ ἄρθρου εἶναι: «Ἡ ἀντιπαράθεση δυὸ ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων(Ἱερᾶς καὶ Τοπικῆς) στὴν ὀρθόδοξη λατρεία τῆς Κερκύρας».

 

 Ἀποτελεῖ τιμὴ γιὰ τὸν γράφοντα, ἡ συμμετοχή του σ’ ἕναν Τιμητικὸ Τόμο, ποὺ ἀφιερώνεται στὸν μεγάλο Κεφαλλονίτη, Ἀκαδημαϊκό, Πανεπιστημιακὸ Διδάσκαλο καὶ Καλλιτέχνη, κ. Σπύρο Ἀν. Εὐαγγελάτο. Μὲ ἀφορμὴ τὴν πολύπλευρη προσωπικότητα τοῦ Τιμωμένου, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἐπιφανὴς Ἑπτανήσιος δημιουργός, κατατίθεται ἡ ἀκόλουθη ἐκκλησιαστικοϊστορικὴ θεώρηση μίας σημαντικῆς πτυχῆς τοῦ ἑπτανησιακοῦ μας πολιτισμοῦ.

 PARADOSH1

ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ
PARADOSH2
ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΙΕΡΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ


[1]Dom Olivier Rousseau, O.S.B., «L’ Orthodoxie occidentale», στο Irenikon, XXXI, 1958, σελ. 326-327.

[2] Dr. Robert Rancie, «Holiness, Truth and Unity», στο Sobornost, Χειμώνας – Καλοκαίρι 1961, σελ. 163.

[3] π. Ἰωάννου Μέγεντορφ, Παράδοση τῆς  Εκκλησίας καὶ Παραδόσεις τῶν  ἀνθρώπων, Τῆνος, 2005, σ. 5ε.   

[4] Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς  Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1953, σελ. 935.

[5] Εἰρηναίου, Ἔλεγχος, τ.  Γ, 29,1.

[6] Στὸ ἴδιο, σ. 106 ἑ. 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα