ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Χρυσάνθης Κούκου ἱατροῦ-πρεσβυτέρας

Ἦταν μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ἕνα καράβι ποὺ τὸ ἔλεγαν «Οἰκογένεια». Νέο σκαρί, ἀταξίδευτο, μόλις βγαλμένο ἀπὸ ἕνα μεγάλο ναυπηγεῖο, τὴν «Ἐκκλησία», ἑτοιμάστηκε νὰ σηκώσει ἄγκυρα γιὰ τὸ πρῶτο του ταξίδι στὸ ἀρχιπέλαγος τῆς «Ζωῆς». Ὁ καπετάνιος κι ἡ καπετάνισσα, δυὸ ἄνθρωποι ἄγνωστοι μέχρι χθές, ἄφησαν πίσω τὰ δικά τους καράβια, αὐτὰ στὰ ὁποῖα γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν, πιάστηκαν χέρι, χέρι κι ἀποφάσισαν νὰ ταξιδέψουν μαζί, σ’ αὐτὸ τὸ νέο καράβι. Τί μυστήριο ἀνεξήγητο κι αὐτό! «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστι…ἀντὶ τούτου καταλήψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴ γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία…». Δύο ξένοι ποὺ γίνονται ἕνα σῶμα, δυὸ δέντρα ἀπὸ ξεχωριστὲς ρίζες ποὺ σμίγουν σὲ κοινὸ κορμό, γιὰ νὰ δώσουν μαζὶ κλαδιὰ λουλούδια καὶ καρπούς. Μία ἕνωση ἀνεξήγητη, ποὺ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, μπορεῖ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ τελεσφορήσει. Ὁ καπετάνιος κι ἡ καπετάνισσα … ἕνα σῶμα μία ψυχὴ κι ὁ καθένας τὸν ρόλο του μέσα στὸ νιὸ καράβι.

Ἐκεῖνος στὸ τιμόνι, μὲ ψυχραιμία καὶ τόλμη, ἀνοίγεται στὸ πέλαγος. Ἔχει πυξίδα τὴν πίστη καὶ στὸ ψηλὸ κατάρτι «βιγλάτορα», τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὸν πανάγαθο Θεό. Κι ἐπειδὴ τὰ δικά του ἀφτιά, ὧρες ὧρες σκοτίζονται ἀπ’ τὸν μανιασμένο ἄνεμο καὶ χάνουν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ ψηλὸ κατάρτι, ἔχει πάντα δίπλα του τὸν ἄγρυπνο ἀσυρματιστή του, τὸν ἀγαθὸ παππούλη, τὸν «Πνευματικό τους», γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρει σωστὰ τὶς ὁδηγίες καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ στὴν πορεία τῆς πλεύσης τους. Αὐτὸν ἀκούει προσεκτικὰ καὶ ἡ καπετάνισσα, ποὺ μὲ μαεστρία τεντώνει κι ἀφήνει τὰ σχοινιὰ στρέφοντας τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ στὴν σωστὴ στράτα. Καὶ παράλληλα, συντονίζει τὶς κινήσεις της ἁρμονικὰ μὲ τὸν καπετάνιο τῆς ζωῆς της, ἀφουγκράζεται τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς του, βλέπει μέσα στὰ μάτια του ὁλάνοιχτους τοὺς χάρτες τοῦ μυαλοῦ του, τρέχει δίπλα του στὴν πρώτη σταλαγματιὰ τοῦ ἱδρῶτα, ἀγκαλιάζει σφικτὰ τὴν κάθε του ἀγωνία, σβήνει μὲ τὴν δροσιὰ τῆς ἀγάπης, τὸ καμίνι τῆς ταραχῆς του. Μὰ κι ὅταν τῆς καπετάνισσας τὰ μάτια βουρκώνουν, ὅταν τὰ φυλλοκάρδια της ταράζονται ἀπὸ τὴν μανία τῆς θάλασσας, ὅταν τ’ ἀστραπόβροντα θαμπώνουν καὶ θολώνουν τὸν ὁρίζοντά της, ἔχει τὰ δικά του μπράτσα νὰ στηριχτεῖ, τὴν δική του ἀγκαλιὰ νὰ χωθεῖ σὰν τὸ πλοῖο στ’ ἀπάνεμο ἀραξοβόλι. Κι ὅταν ὁ ἥλιος ἀποσταμένος ἀπ’ τὸ ταξίδι τῆς μέρας, βουτᾶ νὰ δροσιστεῖ στὴν θαλασσιὰ ἀπεραντοσύνη, κι ἀφήνει τ’ ἀστέρια νὰ διαφεντέψουν γιὰ λίγο στὸν οὐρανό, τότε κι οἱ δυό τους ἀνοίγουν τὰ χέρια κι ἀποθέτουν τὸν κάματο τῆς μέρας στὰ πόδια τοῦ Δημιουργοῦ. Λαφρώνουν μέσα ἀπ’ τὴν κοινὴ προσευχὴ τὶς καρδιές τους κι ἑνωμένες τὶς προσφέρουν ὡς θυμίαμα στὸν οὐράνιο θρόνο Του. Μοσχοβολᾶ ἡ «κατ’ οἶκον ἐκκλησία», τὴν εὐωδία τῆς ἁγνῆς τους ἀγάπης καὶ λαμπρύνεται ἀναβαπτιζόμενη στὶς ἀκτῖνες τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Κάθονται τότε, στὰ κατάρτια οἱ ἄγγελοι καὶ στὴν πλώρη θρονιάζει ἡ Παναγία, νὰ ταξιδέψουν τὸ καράβι μέσα στὴν νύχτα, νὰ ξαποστάσουν λιγάκι ὁ καπετάνιος κι ἡ καπετάνισσα, νὰ πάρουν δυνάμεις γιὰ τὸ ἑπόμενο πρωί…

Τὸ φεγγοβόλημα κάποιας μέρας, βρίσκει στὸ καράβι τους κι ἕνα ναυτάκι. Τὸν πρῶτο καρπὸ τῆς ἀγάπης τους καὶ τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ. «Δὸς αὐτοῖς καρπὸν κοιλίας, καλλιτεκνίαν…». Τὸ ἀγκαλιάζουν κι οἱ δυό τους μὲ προσευχή, τὸ προστατεύουν σὰν πολύτιμο δῶρο, τὸ ἀνατρέφουν μ΄ ἀγάπη καὶ σύνεση. Τὰ πρῶτα ἀκούσματά του, δοξολογία στὸν Οὐράνιο πατέρα. Οἱ πρῶτες εἰκόνες του, ἡ μορφὴ τῆς Παναγίας Μητέρας μὲ τὸ Θεῖο Βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τοῦ Ἁγίου του, ποὺ κρέμονται πάνω ἀπὸ τὴν κούνια του. Τὰ χεράκια του πρὶν μάθουν νὰ κρατοῦν τὸ μολύβι, μαθαίνουν νὰ σχηματίζουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ… Τὰ ναυτάκια πληθαίνουν στὸ καράβι «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν», πληθαίνει κι ἡ χαρὰ τοῦ καπετάνιου καὶ τῆς καπετάνισσας, ποὔχει ζωστεῖ τὴν ποδιὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς προσευχῆς κι ἀκούραστα μοιράζει τὴν ἀγάπη της, ὡς ἄρτον «ἀεὶ ἐσθιόμενον καὶ μηδέποτε δαπανώμενον» στὸ τραπέζι τῆς οἰκογένειας. Κι ὁ καπετάνιος εἶναι πάντα στὸ πλευρό της. Ἄλλοτε μόνο μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἀφοῦ τὸ καλὸ ὅλων τὸν θέλει ὀρθὸ στὸ τιμόνι τοῦ καραβιοῦ, νὰ τ’ ὁδηγεῖ στὴν σωστὴ ρότα, μέσ’ ἀπὸ μπουνάτσες καὶ καταιγίδες, μέσ’ ἀπὸ συμπληγάδες καὶ σειρῆνες. Πάντα ὅμως ξεκλέβει χρόνο, νὰ καθίσει δίπλα στὴν καπετάνισσα, νὰ χορέψει στὰ γόνατά του τὰ μικρὰ ναυτάκια, νὰ τοὺς διηγηθεῖ ἱστορίες, ἁλατισμένες μὲ τὴν ἁλμύρα τῆς θάλασσας καὶ δροσισμένες μὲ τὴν δροσιὰ τοῦ μπάτη. Νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὸν πραγματικὸ κυβερνήτη τοῦ καραβιοῦ τους καὶ νὰ τοὺς μάθει πὼς νὰ μιλοῦν κι αὐτὰ σ’ Αὐτόν.

Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, βρίσκει χρόνο νὰ γονατίσει μαζί τους καὶ νὰ ὑψώσουν τὰ χέρια καὶ τὶς καρδιὲς στὸν Θεὸ Πατέρα, ν’ ἀφεθοῦν στὴν γλυκιὰ ἀγκαλιὰ τῆς Παναγιᾶς μητέρας, ν’ ἀτενίσουν στὰ κατάρτια τους ψηλά, τὶς μορφὲς τῶν ἁγίων τους, αὐτῶν ποὺ ἀδιάλειπτα τοὺς σκέπουν μὲ τὶς πρεσβεῖες τους. Ἔτσι ταξιδεύει τὸ καράβι μας στὰ πέλαγα τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι πιὰ τὸ νιόβγαλτο γυαλιστερὸ σκαρί, ποὺ ξεκινοῦσε μία μέρα τὸ ταξίδι του. Ἔχει περάσει ἀντάρες καὶ σκοπέλους ποὺ ἄφησαν πάνω του λαβωματιὲς μὰ γέμισαν τ’ ἀμπάρια του μὲ πεῖρα καὶ σοφία. Τὰ κατάρτια ραγίσαν κάποιες φορές, τὰ σχοινιὰ σπάσαν πρὸς στιγμή, ὅμως μαζὶ ἑνωμένα, τέσσερα χέρια στὴν ἀρχή, κι ἔπειτα ἔξι κι ὀκτὼ καὶ δεκατέσσερα, μὲ μία καρδία, μὲ μία πνοή, μ’ ἀγάπη πίστη καὶ προσευχή, κατάφεραν κι ἐπούλωσαν τὶς πληγές. «Ὅπου γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί μου…» Ναί, εἶναι πάντα ἐκεῖ, μαζί τους ὁ Θεός. Καθημερινὰ Τὸν καλημερίζουν, Τὸν προσκαλοῦν στὸ κοινό τους τραπέζι, Τὸν καληνυχτίζουν, πρὶν παραδοθοῦν στὴν παρηγοριὰ τοῦ ὕπνου. Ἀληθινά, εἶναι ἕνα καράβι ἡ οἰκογένεια… Εἶναι μία θάλασσα ἡ ζωή… Θάλασσα μὲ γαλήνη καὶ γλυκιὰ νηνεμία, ἀλλὰ καὶ φουρτούνα κι ἀντάρα καὶ ταραχή… Εἶναι ἕνα λιμάνι ἡ ἐκκλησία… Λιμάνι ποὺ προβάλλει σιμὰ σὲ κάθε θαλασσοταραχή, νὰ προστατέψει, νὰ ἐπουλώσει, νὰ ἀνεφοδιάσει… τὸ κάθε καράβι, τὸν κάθε καπετάνιο ἢ καπετάνισσα, τὸν κάθε ναύτη, τὸν καθένα ποὺ συνειδητὰ θ’ ἀναζητήσει τὴν θαλπωρή, στὴν ἀγαπητικὴ τοῦ νηνεμία.