Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ – ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ


Ἀπὸ τὴν κάθαρση τῶν  παθῶν στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν

       (Συμβουλὲς  τῶν Νηπτικῶν Πατέρων τῆς  Φιλοκαλίας)

 

Ἀρχιμ. Κυρίλου

(Κεφαλοπούλου)

 

Οἱ ἀρετὲς

 

Ἂς ἐξετάσουμε τώρα ποιὲς  ἀρετὲς συμβάλλουν στὴν κάθαρση τῶν  παθῶν καὶ ἐνισχύουν τὸν  ἀγωνιζόμενο χριστιανὸ στὴν πνευματική του ζωή. Οἱ ἀρετὲς ἀποτελοῦν στάδια ποὺ οἰκοδομοῦν τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐπίπεδα ποὺ ὁδηγοῦν  τὸν  ἄνθρωπο στὴν πορεία του  νὰ συναντήσει τὸν Θεό. Οἱ Πατέρες  διδάσκουν ὅτι τὸ πρῶτο βῆμα στὴν πορεία αὐτὴ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀντίδοτο τῆς δαιμονικῆς  ὑπερηφανίας  καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀποβάλλει τὸν ἐγωισμὸ  ποὺ  σκοτίζει τὸν νοῦ, καὶ νὰ προσαρμόσει τὴ ζωή του στὸ  θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος πρῶτος δίδαξε ἔμπρακτα ταπεινοφροσύνη, μὲ τὴ σάρκωσή Του, τὴν ταπεινὴ  γέννηση, τὴ ζωὴ Του ὑφιστάμενος ἐμπαιγμοὺς καὶ τελικῶς μὲ τὸν θάνατό  Του. Πολλὲς φορὲς δίδασκε ὅτι  ἦλθε ἐπὶ γῆς γιὰ νὰ κάνει  ὄχι τὸ δικό Του  θέλημα, ἀλλὰ αὐτὸ τοῦ Πατρός του. Στοὺς Μακαρισμοὺς  ἐπαινεῖ τοὺς ταπεινοὺς διότι  σὲ αὐτοὺς θὰ δοθεῖ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Μέγ. Βασίλειος  γράφει σχετικῶς ὅτι ἡ ”ταπείνωσις, Χριστοῦ μίμησις, ἔπαρσις δὲ καὶ παρρησία καὶ ἀναίδεια, τοῦ διαβόλου μίμημα”.

Ἡ ταπείνωση ἐξαλείφει  τὸ πάθος τῆς ὑπερηφανίας, καὶ  εἶναι μία ἀρετὴ ποὺ οἱ  δαίμονες οὔτε ὁ Πονηρὸς μπορεῖ νὰ ἀνταγωνισθεῖ. Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀνοίγει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος) καὶ ”ὅποιος ἔχει ἀποκτήσει ταπεινὸ φρόνημα ἔχει μέσα του ἔνοικο τὸν Χριστό, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπέκτησε τὴν ταπείνωση τοῦ Κυρίου”(ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

 Τὸ ἑπόμενο στάδιο  εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς μετανοίας,  ἀρετῆς ποὺ σχετίζεται  μὲ  τὴν ταπενοφροσύνη. Ὁ ταπεινὸς  ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας  καὶ τῆς  ἀναξιότητάς του.  Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀρετὴ  ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς  σωτηρίας καὶ τῆς ἐπιστροφῆς  τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ (Συμεὼν  ὁ Νέος Θεολόγος),ἐνῶ ὁ Ἰωάννης  τῆς Κλίμακος  μᾶς λέει ὅτι ”ἀποχὴ κακοῦ, ἀρχὴ μετανοίας, ἀρχὴ δὲ μετανοίας, ἀρχὴ σωτηρίας”. Ἡ μετάνοια ὅταν εἶναι γνήσια καὶ καρδιακή, φέρνει καὶ ἄλλους πνευματι- κοὺς καρπούς, αὐτοὺς τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης. Χωρὶς τὸ σταθερὸ θεμέλιο τῆς μετανοίας, δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε  στὶς ἄλλες ἀρετὲς (Γρηγόριος Παλαμᾶς).

 Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ  δεύτερο βάπτισμα, μὲ τὴν ἔννοια  ὅτι καθαρίζει τὸν  ἄνθρωπο  ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες, τὸν ἀναβαπτίζει στὴ Θεία  χάρη. Μετάνοια εἶναι ”τὸ νὰ μισήσει κανεὶς τὴν ἁμαρτία, νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρετὴ νὰ ἐκκλίνει ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶ νὰ κάνει τὸ ἀγαθό. Ἔργα τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ἡ κατάνυξις καὶ τὸ πνευματικὸ πένθος, ἡ πραότητα τῆς καρδιᾶς” (Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ὅμως, γιὰ νὰ φέρει ἀποτελέσματα ἡ μετάνοια, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἀρετές, ὀφείλει νὰ εἶναι διαρκής, ἰσόβια καὶ ὄχι πρόσκαιρη ἢ περιστασιακή.

 Ἡ μετάνοια μὲ τὴν  σειρὰ της ὁδηγεῖ στὴν ἐλπίδα, ”διότι ὅποιος ἐλπίζει νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση, μετανοεῖ καὶ διορθώνεται” (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος). Ἔτσι ὁδηγούμαστε σὲ μία νέα σειρὰ ἀρετῶν, ποὺ συνδέονται μὲ τὶς προηγούμενες ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, (Α’ Κορ.13,13). Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές. Ὁ Κύριος χαρακτήρισε τὴν ἀγάπη ὡς τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ (Ματθ.22,37-39), ἐνῶ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὁρίζεται ὡς ἀγάπη( Α΄ Ἰω.4,16).

Προτοῦ ὅμως ἐξετάσουμε ξεχωριστὰ καὶ ἐν συντομίᾳ τὶς  τρεῖς αὐτὲς  ἀρετές, ἂς δοῦμε  πρῶτα πὼς διασυνδέονται μεταξύ τους. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ ἀγάπη παρομοιάζεται  μὲ τὸν ἥλιο ,ἡ πίστη μὲ τὶς  ἡλιακὲς ἀκτίνες ποὺ θερμαίνουν τὴν πίστη, καὶ ἡ ἐλπίδα μὲ τὸ φῶς ποὺ φωτίζει πνευματικά τούς ἀνθρώπους. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς  ἀρετὲς εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συνυπάρχουν  στὴν  πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀγωνιζομένου χριστιανοῦ, ἀφοῦ ”ἡ πίστη ὑπάρχει γιὰ νὰ θερμαίνει καὶ νὰ στηρίζει τὴν ψυχὴ στὸν Θεό, ἡ ἐλπίδα γιὰ νὰ φέρνει στὴν ψυχὴ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἐπισκιάζει καὶ νὰ τὴν καθοδηγεῖ, νὰ τὴν παρακινεῖ στὰ ἔργα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἡ ἀγάπη γιὰ νὰ φωτίζει τὸν νοῦ, νὰ τὸν ἀνυψώνει ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ οὐράνια, νὰ μεταβάλλει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς καὶ τὸ φθαρτὸ σὲ ἄφθαρτο” (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος). Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὅτι ”κάθε μία ἐκ τῶν τριῶν ἀναπτύσσεται διὰ μέσου τῶν ἄλλων ἔχουσα οἰκεῖο ἔργο στὴ μεταμόρφωση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου”.

Ἡ ἀγάπη, σύμφωνα μὲ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες, χαρακτηρίζεται ὡς ἡ κορυφὴ τῶν πνευματικῶν  ἀρετῶν, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ὁλοκλήρωση ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν. ”Ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη ρίζα καὶ ἀρχὴ πάσης ἀρετῆς ἐστιν”  (Γρηγόριος Παλαμᾶς, πρβλ. Ἰακ.4,4),ἡ ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν μὲ τὴν ὁποία ”ὁλικῶς τῷ Θεῷ συναπτόμεθα, καταργουμένης τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν τῇ τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνῃ καὶ τήν δι’ ἀγάπης ἐν ἡμῖν παραδόξως ἐνεργουμένην υἱοθεσίαν τῆς χάριτος” (Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι). Ὅμως, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη πλήρης καὶ τελεία, πρέπει νὰ ἀπευθύνεται καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους, στὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων νὰ διακρίνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ συμφωνοῦν τόσο ἡ Κ.Δ. (πρβλ.Μάρκ.12,31,33, Α’ Ἰω.4,20) ὅσο καὶ οἱ Πατέρες.

Ὡς πρὸς τὴν πίστη, θεωρεῖται  ὡς ἡ ἀρετὴ ποὺ περιφρουρεῖ  καὶ διασώζει τὸν  ἄνθρωπο, ἡ  ὁποία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὑπομονή, ἐνισχύει τοὺς πιστοὺς στὶς δυσκολίες: ”πρέπει νὰ ὑπομένουμε κάθε δοκιμασία ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς κάθε εἴδους λογισμούς. Ἀπόκτησε πίστη, γιὰ νὰ καταπατήσεις τοὺς ἐχθροὺς” (Ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Ἡ ἀληθινὴ πίστη ἐνεργοποιεῖται μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὀφείλει νὰ φανερώνεται καὶ νὰ λάμπει μὲ τὴν πρόοδο στὰ καλὰ ἔργα (Γρηγόριος Σιναΐτης). Ἡ πίστη τέλος συνδέεται μὲ τὴν σταθερὴ ἐλπίδα στὶς ἐπαγγελίες καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καθὼς μᾶς λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ”πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων” (Ἑβρ.11,1).

Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πολύτιμο γιὰ τὴν  ἀσκητικὴ πεῖρα καὶ τὴν πορεία πρὸς τὴν θέωση, σύμφωνα μὲ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες, εἶναι ἡ προσευχή. Ἤδη, ὁ Κύριός μας ἔχει ἀφήσει τὴν προτροπή: ”γρηγορετε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν” (Ματθ.26,41), καὶ ”πάντοτε προσεύχεσθαι” (Λουκ.18,1).

Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες  μᾶς δίνουν διαφόρους ὁρισμοὺς γιὰ τὸ τί εἶναι  προσευχή. Ἔτσι λοιπόν, ἡ προσευχὴ εἶναι ”εὐχὴ καθαρὴ καὶ ἄϋλη, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἑνώσει τὸν προσευχόμενο μὲ τὸν Θεό”, πρὸς ”θεϊκή ἀνάταση καὶ ἕνωση” (Γρηγόριος Παλαμᾶς),”ὁμιλία τοῦ νοῦ μὲ τὸν Θεὸ” (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), διαρκῶς ”μνημονευτέον Θεοῦ ἢ ἀναπνευστέον” (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).

Ὡστόσο, οἱ Πατέρες θέτουν κάποιες πνευματικὲς προϋποθέσεις καὶ κατάλληλη προετοιμασία γιὰ  τὴν προσευχή. Ὅταν οἱ Πατέρες μιλοῦν γιὰ  προετοιμασία στὴν προσευχὴ ἐννοοῦν  τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση, καὶ  κυρίως τὴν ἀπόλυτη προσήλωση  στὴν προσευχή, χωρὶς κοσμικοὺς  ἢ ἄλλους  περισπασμούς. ” Ὁ γνησίως ἀγαπῶν τὸν Θεόν, οὗτος καὶ ἀπερισπάστως πάντως προσεύχεται. Καὶ ὁ ἀπερισπάστως πάντως προσευχόμενος, οὗτος καὶ γνησίως ἀγαπᾶ τὸν Θεόν’ ‘(Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής).Ὁ νοῦς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς πρέπει νὰ εἶναι ΄΄ἀνίδεος, ἀσχημάτιστος, ἀτάραχος, ἀπερίσπαστος, ἀκίνητος, ἄϋλος, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ τελείᾳ ἀταραξίᾳ προσομιλεῖν τῷ Θεῷ” (Ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

Ἡ καθαρὴ καὶ ἀπερίσπαστος, ἢ ὅπως ἀλλιῶς τὴν ὀνομάζουν  οἱ νηπτικοὶ  Πατέρες, νοερὰ καὶ  ἀμετεώριστος προσευχή, μπορεῖ νὰ φωτίσει  τὸν νοῦ τοῦ  προσευχομένου  καὶ νὰ τὸν ἀνεβάσει σὲ πνευματικὰ ὕψη, ἀκόμη καὶ στὴν θέαση τοῦ  Θεοῦ ”εὔχεται δὲ τις τῷ νοΐ, ὅταν, εὐχόμενος καὶ ψάλλων, ἀναθεωρῇ τὸν νοῦν τὸν ἐγκείμενον ἐν τῇ  θείᾳ Γραφῇ καὶ δέχεται ἀναβάσεις ἐκεῖθεν ἐννοιῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐκ θεοπρεπῶν ἐννοιῶν, ὑφ’ ὧν ἁρπαζομένη νοερῶς ἡ ψυχὴ εἰς ἀέρα φωτός, ἐλλάμπεται τρανῶς καὶ καθαίρεται πλέον καὶ πρὸς οὐρανοὺς ὅλη μετάρσιος γίνεται καὶ τῶν ἀποκειμένων τοῖς ἁγίοις ἀγαθῶν κατοπτεύει τὰ κάλλη” (Νικήτας Στηθάτος).

 Οἱ Πατέρες ἐπίσης  κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἁπλότητα  τῆς προσευχῆς, καὶ συστήνουν  τὴν μονολόγιστη προσευχὴ ”Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με”, ἡ ὁποία, ὡς σύντομη καὶ περιεκτική, ἐπιτρέπει στὸν νοῦ νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἐπίσης, θεωροῦν ὅτι ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἐνισχύει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ διατηρεῖ στὴ σκέψη του συνεχῶς πνευματικοὺς καὶ θεοφιλεῖς λογισμούς. Ὁ Μέγ. Βασίλειος λέει ὅτι ”προσευχῆς καιρὸς ἅπας ὁ βίος”.

 Συνδέεται ἐπίσης  ἡ προσευχὴ μὲ τὴ νηστεία,  ὡς στοιχεῖο ποὺ ἐνισχύει  καὶ  ἐνδυναμώνει τὴν προσευχή. Ἡ νηστεία βοηθάει στὴν κάθαρ-σὴ  τοῦ σώματος  ἀλλὰ καὶ  τῆς ψυχῆς ἀπὸ πονηροὺς καὶ  αἰσχροὺς λογι-σμούς. Ἡ προσευχὴ  ἑνὸς ποὺ νηστεύει εἶναι  καθαρή, καθὼς ὁ νοῦς τοῦ  εἶναι καθαρὸς καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ ἀκάθαρτες εἰκόνες καὶ σκέψεις (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

 Ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως  γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, σύμφωνα  μὲ τοὺς νηπτικοὺς  Πατέρες, ἀποτελοῦν στάδια, βαθμίδες  τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ  ὡς στόχο ἔχουν νὰ ὁδηγήσουν  στὴν πνευματικὴ τελείωση ποὺ  ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν κάθαρση  τῆς καρδιᾶς καὶ τὴ θέωση.  Οἱ Πατέρες ἀποδίδουν μεγάλη  σημασία στὴν κάθαρση τῆς  καρδιᾶς, ποὺ τὴν ἐννοοῦν  ὡς τὸ ψυχοπνευματικὸ κέντρο  τοῦ ἀνθρώπου.  Ἐὰν λοιπὸν  καθαρισθεῖ ἡ καρδιά, ἀπὸ τὴν  ὁποία προέρχονται πονηροὶ λογισμοί, φόνοι, πορνεῖες, μοιχεῖες, κλεψιές,  ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες (πρβλ.Ματθ.5,19), αὐτὸ θὰ  ἀποτελέσει σημαντικὴ  προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπόκτηση  τῶν ἀρετῶν. ” Ἡ καρδιὰ ἡγεμονεύει ὅλου τοῦ ὀργανισμοῦ ,καὶ ἐὰν καταλάβει τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς ἡ Θεία χάρη, θὰ βασιλεύει σὲ ὅλους τούς λογισμοὺς καὶ σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος, γιατί ἐκεῖ (ἐνν. στὴν καρδιὰ) βρίσκεται ὁ νοῦς καὶ ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς” (Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος). 

Μόνον σὲ μία καθαρὴ καρδιὰ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς καὶ σὲ αὐτὴν  συντελεῖται ἡ  πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνώτερο στάδιο τῆς θέωσης-ἕνωσης μὲ τὸ  Θεῖο, ποὺ εἶναι ”τὸ ἑνωθῆναι Χριστῷ ἐλλάμψει ἐνυποστάτω…τοῦ ζωοποιοῦ καὶ φωτιστικοῦ Πνεύματος” (Γρηγόριος Παλαμᾶς).Μόνον τότε ἡ ἀνθρώπινη διάνοια θὰ  ἔχει καταστεῖ καθαρή, ἐλεύθερη ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, καὶ θὰ ἔχει φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν οἱ Πατέρες ”ἀγγελικὸ λογισμό”, δηλ. ἀληθινὴ γνώση καὶ ἀπαθῆ θεώρηση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

Ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων ἀποσκοπεῖ  στὸ νὰ  ἀποκαταστήσει τὴν  ἄμεση ἐπαφὴ καὶ τὴν ἐπικοινωνία  τους μὲ τὸν Θεό, κάτι ποὺ εἶχε  διακοπεῖ μὲ τὴν ἔκπτωση ἀπὸ  τὸν Παράδεισο τῶν πρωτοπλάστων, καὶ νὰ ἐνεργοποιήσει ἐκ νέου στὸν ἄνθρωπο τὸ ”καθ’ ὁμοίωσιν”, δηλ. τὴν  δυνατότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ καταστεῖ Θεὸς κατὰ χάριν, νὰ θεωθεῖ, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. ”Εἰς τοῦτο ἡμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα Θείας κοινωνοὶ φύσεως καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι καὶ φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν” (Μάξιμος Ὁμολογητής), νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος μέτοχός του Θείου, ”ἡ γὰρ μετοχὴ τῇ καθάρσει, τῇ δὲ μεθέξει συνέπεται κάθαρσις, τούτου δὲ γενομένου, θεὸς ὅλος κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος γίνεται” (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος).