Η ΠΕΝΘΕΚΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Αἰκατερίνης Μ. Ρεβάνογλου

φιλολόγου, διδάκτορος βυζαντινῆς ἱστορίας

Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β΄ (685-695 μ.Χ.). Ὀνομάζεται Πενθέκτη, διότι τὸ νομοθετικό της ἔργο συμπλήρωνε τὸ ἔργο δύο προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς Ε΄ καὶ τῆς Στ΄ (1). Εἶναι γνωστὴ καὶ ὡς «ἐν Τρούλλῳ», διότι συγκλήθηκε στὴν μετὰ τρούλλου αἴθουσα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ παλατιοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ἄρχισαν στὰ τέλη τοῦ 691 καὶ τελείωσαν μετὰ τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 692, χρονολογία τὴν ὁποία ἀποδέχεται ἡ ἔρευνα (2). Στὰ πρακτικὰ τῆς Πενθέκτης ἔχουν διασωθεῖ α) ὁ προσφωνητικὸς λόγος τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου πρὸς τὸν Ἰουστινιανὸ Β΄, β) τὸ κείμενο τῶν 102 κανόνων ποὺ ἐξέδωσε καὶ γ) ὁ κατάλογος τῶν 227 ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου (3). Ἡ Πενθέκτη ἀσχολήθηκε μὲ θέματα ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, ζητήματα ποὺ δὲν εἶχαν ἀντιμετωπιστεῖ στὶς δύο προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες περιορίστηκαν στὴν ἐπίλυση δογματικῶν θεολογικῶν διαφορῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς 102 κανόνες τῆς Πενθέκτης εἴτε ἀνανεώνουν ἢ τροποποιοῦν κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἴτε συμπληρώνουν προγενέστερες Συνόδους, εἴτε ἑρμηνεύουν κανόνες ἄλλων Συνόδων. Λίγοι εἶναι οἱ κανόνες οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν νέες κανονικὲς διατάξεις. Εἰσαγωγὴ στὶς ἀποφάσεις τῆς Πενθέκτης ἀποτελοῦν οἱ δύο πρῶτοι κανόνες μὲ τοὺς ὁποίους ἐπικυρώνονται οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις προηγούμενων Συνόδων, ἐνῷ ἀναγνωρίζεται τὸ δικαίωμα μόνο στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο νὰ τροποποιήσει τοὺς ὑφιστάμενους κανόνες τῆς Ἐκκλησίας (4). Στὴν Πενθέκτη ἀπαντοῦν διατάξεις ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ διοίκησης, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ρυθμίζονται ζητήματα πρωτοκαθεδρίας στὶς βαθμίδες ἱεροσύνης (καν.7) (5). Καταδικάζονται κανονικὰ παραπτώματα τῶν κληρικῶν, ὅπως ἡ σιμωνία (καν. 22 καὶ 23) (6) καὶ στηλιτεύονται ἐνέργειες ἀσυμβίβαστες πρὸς τὴν ἰδιότητα τῶν κληρικῶν, ὅπως ἡ εἴσοδός τους ἐντὸς καπηλείων ἢ ἡ κατοχὴ καπηλείων (καν. 9), ἡ τοκοληψία (καν. 10) καὶ τὸ «κυβεύειν» (καν. 50). Τὸ ἐπιτίμιο γιὰ τοὺς παραβάτες κληρικοὺς εἶναι ἡ παύση ἢ ἡ καθαίρεση (7). Ρυθμίζονται θέματα ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης, ὅπως ἡ χορήγηση νέων προνομίων στὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου (8), ἐνῷ μὲ μία σειρὰ κανόνων ρυθμίζεται τὸ γαμικὸ καθεστὼς γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς ἐπισκόπους (9). Ἀπαντοῦν ἐπίσης διατάξεις περὶ τῶν ἐπισκόπων, ὅπως ὁ καθορισμὸς τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων ἄσκησης τῶν καθηκόντων ἑνὸς ἐπισκόπου καὶ ἡ καταδίκη τῆς «εἰσπηδήσεως» σὲ ἄλλη ἐπισκοπή (καν. 20) (10).

Ἡ Πενθεκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος

Ἡ Πενθεκτη Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος

Σημαντικὲς εἶναι καὶ οἱ λειτουργικὲς διατάξεις τῆς Πενθέκτης, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὰ μυστήρια τῆς Θείας Εὐχαριστίας (κανόνες 32, 28, 57, 58, 83 καὶ 101), τοῦ Βαπτίσματος (κανόνες 31, 59, 78, 84 καὶ 95) καὶ σὲ ἄλλες λατρευτικὲς συνήθειες. Στόχος τους εἶναι νὰ ἀντιμετωπιστοῦν διάφορες ἀντικανονικὲς συνήθειες καὶ νὰ διασφαλιστεῖ ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας. Ἡ Σύνοδος ἐπεχείρησε ἐπίσης νὰ ὀργανώσει τὸν μοναχικὸ βίο μὲ μία σειρὰ κανόνων (κανόνες 40-49). Ἀντιμετώπισε προβλήματα ποὺ σχετίζονται μὲ παρεκτροπὲς ἠθικῆς φύσεως τῶν μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν καὶ προέβλεψε ἐπιτίμια ἐναντίον τῶν παραβατῶν (καν. 44). Ὁ κανονολόγος Βαλσαμὼν ἐξηγεῖ ὅτι οἱ ἀπαγορεύσεις προφυλάσσουν ἀφενὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μονάζουσες ἀπὸ πειρασμούς, ἀφετέρου ἀποφεύγονται τὰ κακόβουλα σχόλια ὅσων ἀναζητοῦν ἀφορμὲς σκανδάλων καὶ διαβολῶν (11) .

Μεταξύ των 102 κανόνων τῆς Πενθέκτης ὑπάρχουν καὶ κάποιοι οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν λατρευτικὲς συνήθειες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία ποὺ ἐπιβάλλει ἡ Ρώμη στοὺς κληρικούς (καν. 13), τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀμνοῦ, συνηθισμένη στὶς ἁγιογραφικὲς παραστάσεις τῆς Δύσης (καν. 82) κ.ἄ.(12). Οἱ κανόνες αὐτοὶ προκάλεσαν τὴν ἀντίδραση τοῦ πάπα. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως πρόβλημα τὸ προκάλεσε ὁ κανών 36, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὰ προνόμια τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως σὲ σχέση μὲ αὐτὸν τῆς Ρώμης. Οἱ λανθασμένες ἀπόψεις τῆς Δύσης περὶ πρώτου καὶ πρωτείου στὴν ἐκκλησία δημιούργησαν ρήξη στὶς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν (13).

Σημαντικὸ εἶναι ἐπίσης τὸ ἔργο τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ πλαίσιο ἐξυγίανσης τοῦ χριστιανικοῦ βίου, καθὼς προσπάθησε νὰ ἀποκόψει ἐθνικὰ καὶ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα καὶ συνήθειες ποὺ ἐπιβίωναν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Θὰ κάνουμε ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὴ συνέχεια σὲ κάποιες διατάξεις, οἱ ὁποῖες δίνουν στοιχεῖα τοῦ λαϊκοῦ βίου κατὰ τὸν 7ο αἰ. καὶ ἀποκαλύπτουν τὸ πολιτιστικὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς. Μὲ τὸν κανόνα 61 καταδικάζονται ὅλες οἱ μαγικὲς πρακτικὲς καὶ οἱ μέθοδοι πρόβλεψης τοῦ μέλλοντος, κατάλοιπα τῶν ἀρχαίων θρησκειῶν. Γίνεται λόγος γιὰ τοὺς «ἀρκτοσύρτες» οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὰ σχόλια τοῦ Βαλσαμῶνος, πωλοῦσαν ὡς φυλακτὰ ἐναντίον τῆς βασκανίας τὶς τρίχες ἄρκτων μαζὶ μὲ κόκκινες συνήθως κλωστές. Ὁ ἴδιος κανὼν ἀναφέρεται καὶ στοὺς «νεφοδιῶκτες» οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν νεφῶν προέβλεπαν τὸ μέλλον, τοὺς «γητευτὲς» οἱ ὁποῖοι ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα διαφόρων Ἁγίων ἰσχυρίζονταν ὅτι ἀποκτοῦσαν μαντικὲς ἱκανότητες καὶ τοὺς «φυλακτηρίους» οἱ ὁποῖοι κατασκεύαζαν διάφορα φυλακτὰ καὶ τὰ πωλοῦσαν γιὰ νὰ ξορκίσουν τὰ κακά (14). Μὲ τὸν κανόνα 62 ἀποδοκιμάζονται καὶ καταδικάζονται ἑορτὲς τῆς ἀρχαιότητας, ὅπως αὐτὲς τῶν Καλάνδων κατὰ τὴν 1η Ἰανουαρίου, τῶν Βοτῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Πανὸς καὶ τῶν Βρουμαλίων ἀφιερωμένων στὸ Διόνυσο. Ὁ ἴδιος κανὼν ἀπαγόρευσε ἐπίσης τὶς ἀπρεπεῖς ὀρχήσεις ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τὴν 1η Μαρτίου. Κατὰ τὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις τῆς ἡμέρας αὐτῆς συνήθιζαν νὰ χρησιμοποιοῦν τραγικά, κωμικὰ καὶ σατυρικὰ προσωπεῖα καὶ νὰ ἐνδύονται οἱ ἄνδρες ὡς γυναῖκες καὶ ἀντιστρόφως. Τὰ ἐπιτίμια γιὰ τοὺς παραβάτες εἶναι ἡ καθαίρεση γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ ὁ ἀφορισμὸς γιὰ τοὺς λαϊκούς (15). Μὲ ἐθνικὲς δοξασίες σχετίζεται καὶ ὁ κανὼν 65, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθιμο νὰ ἀνάβουν φωτιὲς κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῶν μηνῶν («νουμηνίαι») μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἐργαστήρια ἢ τὶς οἰκίες καὶ νὰ πηδοῦν πάνω ἀπὸ αὐτὲς γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὸ κακό. Σύμφωνα μὲ τὰ σχόλια τοῦ κανονολόγου Βαλσαμῶνος πρόκειται περὶ τῶν «κληδώνων», δηλαδὴ τὴ μαντεία «διὰ τινων σημείων» (16). Καταδικάζονται ἐπίσης οἱ τελετὲς τῶν φοιτητῶν τῆς νομικῆς κατὰ τὴν ἔναρξη καὶ λήξη τῶν μαθημάτων (καν. 71). Ὁ κανὼν καταργεῖ τὴ συνήθεια τῶν φοιτητῶν νὰ πηγαίνουν στὰ θέατρα, νὰ ἐπιδίδονται σὲ ἱπποδρομικοὺς ἀγῶνες («κυλίστρες») καὶ νὰ ἐνδύονται κατὰ τὸν ἀρχαῖο τρόπο (17). Μὲ τὶς διατάξεις αὐτὲς ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε νὰ ἐξαλείψει παγανιστικὰ ἔθιμα, ἐθνικὲς ἑορτὲς καὶ παραδόσεις, διότι ἀλλοίωναν τὸ γνήσιο πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Παρὰ τὴν προσπάθεια ὅμως ποὺ καταβλήθηκε, πολλὲς ἑορτὲς καὶ ἔθιμα συνέχισαν νὰ ἐπιβιώνουν καὶ μετὰ τὴν καταδίκη τους, γεγονὸς τὸ ὁποῖο καταδεικνύει τὶς βαθιὲς ρίζες τους.

Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι τὸ νομοθετικὸ ἔργο τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπῆρξε τεράστιο. Μὲ τὴν κωδικοποίηση ὅλων τῶν κανονικῶν διατάξεων τῆς ἐκκλησίας ἡ Σύνοδος συνέβαλε σημαντικὰ στὴ διαμόρφωση τοῦ ὀρθόδοξου κανονικοῦ δικαίου καὶ ἐπηρέασε τὴν ἐξέλιξή του στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν.

 

1. Ἡ ὀνομασία Πενθέκτη δὲν δόθηκε ἐξαρχῆς, ἀλλὰ χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν κανονολόγο Βαλσαμῶνα κατὰ τὸν 12ο αἰ. Βλ. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τ. Α΄-ΣΤ΄, Ἀθῆναι 1852-1859, τ. Β΄, 300. – Ἀνάλογη καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Σπ. Τρωιάνου, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της ἔργο, Θεσσαλονίκη 1992, 7, σημ. 7. – Ο Γ. Γκαβαρδίνας, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της ἔργο, Ἀθήνα 1998, 39, θεωρεῖ ὅτι ὁ Βαλσαμὼν ἁπλῶς κατέγραψε τὴν ὀνομασία Πενθέκτη ποὺ ἦταν ἤδη σὲ χρήση κατὰ τὸν 12ο αἰ. – Γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτήρα τῆς Συνόδου βλ. Βλάσιος Φειδᾶς, Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου, Ἐπίσκεψις 486 (1992) 14 κ.ἐ. – Γιὰ τὸ κανονικὸ ἔργο τῆς Συνόδου βλ. V. Laurent, L’Oeuvre canonique du concile in Trullo, REB 23 (1965) 7-41.

2. Βλ. σχετικὰ C. Head, Justinian II of Byzantium, Madison 1972, 66. – Ἀ. Στράτος, Τὸ Βυζάντιον στὸν Ζ΄ αἰώνα, τ. Στ΄, Ἀθῆναι 1977, 56-57. – Τὴ συζήτηση γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς Συνόδου βλ. Γ. Γκαβαρδίνας, Πενθέκτη 32-36 καὶ Β. Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ θεολογία τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, Ἀθήνα 2011, 594-600.

3. Ἔκδοση τῶν κανόνων τῆς Συνόδου ἀπὸ τὸν P. P. Joannou, Discipline générale antique, τ. I, 1: Les canons des conciles oecuméniques (IIe-IXe s.). [Fonti IX – Pontificia Commissione per la Redazione del Codice di Diritto Canonico Orientale], Roma 1962-1964, τ. Ι, 1, 101-241. Πα- λαιότερη ἔκδοση J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio (ἀναστ. ἔκδ. Graz 1960-62), τ. 11, 921- 988. – Τὸ κείμενο τῶν κανόνων ἐξέδωσε τὸ 1868 ὁ J. B. Pitra, Juris ecclesiastici graecorum historia et monumenta, τ. 2, Roma 1868, 17-99. – Οἱ κανόνες τῆς Πενθέκτης Συνόδου συμπεριελήφθησαν στὸ Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα, τ. Β΄, 72 295-554, ὅπου καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια τῶν βυζαντινῶν κανονολόγων τοῦ 12ου αἰ. – Τὸ κείμενο τῶν κανόνων ἐπίσης ἐν Δ. Κοντοστεργίου, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως 691- 692, ΕΕΘΣΠΘ 28 (1965) 487-525, κυρίως 496-525. – Τῆς ἰδίας, Αἳ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, Θεσσαλονίκη 1991, 193-228.

4. Βλ. Γ. Γκαβαρδίνας, Πενθέκτη 131- 132. – Σπ. Τρωιάνος, Πενθέκτη 10-11 – Γιὰ τὸ δεύτερο κανόνα τῆς Πενθέκτης βλ. Π. Μενεβίσογλου, Ο Β΄ κανὼν τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐν Τιμητικὸν ἀφιέρωμα εἰς τὸν μητροπολίτην Κίτρους Βαρνάβαν ἐπὶ τῇ 25ετηρίδι τῆς ἀρχιερατείας του, Ἀθῆναι 1980, 261-281.

5. Βλ. σχετικὰ Π. Μπούμης, Τὰ ἐκκλησιαστικὰ ὀφφίκια ὡς «κατὰ κόσμον» ἀξιώματα. Συμβολὴ εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ζ΄ κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἀθῆναι 1970. – Σπ. Τρωιάνος, Πενθέκτη 35. – Γ. Γκαβαρδίνας, Πενθέκτη 161 κ.ἐ.

6. Γιὰ τὴ σιμωνία βλ. K. M. Ράλλης, «Περὶ Σιμωνίας κατὰ τὸ Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», ἐν Τιμητικῷ τόμῳ Ἀντωνίου Ζηλήμονος, Ἀθῆναι 1933. – Βλ. ἐπίσης Ἐλευθερία Παπαγιάννη, Τὰ οἰκονομικὰ τοῦ ἔγγαμου κλήρου στὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1986, 225, 232, 290.

7. Βλ. σχετικὰ Ἐλευθερία Παπαγιάννη, Ἐπιτρεπόμενες καὶ ἀπαγορευμένες κοσμικὲς ἐνασχολήσεις τοῦ βυζαντινοῦ κλήρου, Πρακτικὰ Δ΄ Πανελλήνιου Ἱστορικοῦ Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1983, 145-166.

8. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου μὲ ἀπόφαση τοῦ Ἰουστινιανοῦ Β΄μεταφέρθηκε μαζὶ μὲ κυπριακὸ πληθυσμὸ στὴν περιοχὴ τῆς Κυζίκου τὸ 691 καὶ ὀνομάστηκε ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ἰουστινιανουπόλεως μὲ διευρυμένες δικαιοδοσίες. Γιὰ τὸ ζήτημα βλ. Ἐ. Κουντούρα-Γαλάκη, Ὁ 39ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (692) καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ Β΄, Δίπτυχα 6 (1994-95) 169-178.

9. Γιὰ τὸ γάμο τῶν κληρικῶν βλ. M.T. Cholij, Married Clergy and Ecclesiastical Continence in Light of the Council in Trullo (691), AHC (1987), Heft 1, 71-230 καὶ AHC (1987), Heft 2, 241-299.

10 Γιὰ τὶς διατάξεις περὶ ἐπισκόπων βλ. ἀναλυτικότερα Γ. Γκαβαρδίνας, Πενθέκτη 167-173.

11. Βλ. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τ. Β΄, 417.

12. Βλ. σχετικὰ H. J. Vogt, Der Streit um das Lamm. Das Trullanum und die Bilder, AHC (1988) Heft 1/2, 135-149. – P. Yannopoulos, Le 82e Canon du Quinisexte et l’iconographie monétaire, Byzantion 66II (1996) 531-535.

13. Ἀρκετὸ ἐνδιαφέρον ἔχουν οἱ διηγήσεις τῶν δυτικῶν πηγῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ πάπα νὰ ὑπογράψει τὰ πρακτικὰ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικής Συνόδου καὶ τὴν ἀντίδραση τοῦ Ἰουστινιανοῦ Β΄, ὁ ὁποῖος ἔστειλε στὴ Ρώμη τὸν πρωτοσπαθάριο Ζαχαρία γιὰ νὰ συλλάβει τὸν πάπα. Γιὰ τὰ γεγονότα βλ. F. Görres, Justinian II und das römische Papsttum, BZ 17 (1908) 432-454. – J. Richards, The Popes and the Papacy in the Early Middle Ages (476-752), London, Boston 1979, 210-211. – Βλ. ἐπίσης Π. Μπούμης, Τὰ πρεσβεῖα ἐξουσίας τῶν θρόνων Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1982. – Σπ. Τρωιάνος, Πενθέκτη 12-13.

14. Τὰ κατατοπιστικὰ σχόλια τοῦ Βαλσαμῶνος γιὰ τὸν κανόνα 61 ἐν Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τ. Β΄, 444-447. – Πβλ. Γ. Γκαβαρδίνας, Πενθέκτη 272-273. – Γιὰ τὴ μαγεία βλ. Σπ. Τρωιάνος, Ἡ μαγεία στὰ βυζαντινὰ νομικὰ κείμενα, Πρακτικά τοῦ A΄ Διεθνοῦς Συμποσίου «Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὸ Βυζάντιο», Ἀθῆνα 1989, 551-572.

15. Καλάνδες ὀνομάζονται οἱ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ τελοῦνταν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τὴν πρώτη ημέρα κάθε μήνα (“calendae”). Τὰ Βοτά, κατὰ τὸν Βαλσαμῶνα, σχετίζονται μὲ τὰ βοτά, δηλαδὴ τὰ πρόβατα [Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τ. Β΄, 450 καὶ Στ΄, 243]. Ἦταν ρωμαϊκὴ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποία γίνονταν θυσίες ὑπὲρ ὑγείας καὶ εὐτυχίας τοῦ αὐτοκράτορα. Τὰ Βρουμάλια εἶχαν ἀρχαιοελληνικὲς καταβολὲς καὶ προέρχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Βαλσαμῶνα, ἀπὸ τὸ ἐπίθετo τοῦ Διονύσου “βροῦμος”. [Βλ. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τ. Β΄, 450]. Κατὰ τὴν 1η Μαρτίου ἐπίσης ἐτελεῖτο μεγάλη πανήγυρις μὲ ἀπρεπεῖς ἐκδηλώσεις γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν. Γιὰ τὶς ἑορτὲς αὐτὲς βλ. Φ. Κουκουλές, Βυζαντινὸς βίος καὶ πολιτισμός, Ἀθῆναι 1949, τ. Β1, 13-31 καὶ Γ΄ 263 κ.ἐ. Γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Βρουμαλίων εἰδικότερα βλ. C. Grawford, De Bruma et Brumalibus festis, BZ 23 (1923) 389. – Γιὰ τὸν 62ο κανόνα τῆς Πενθέκτης βλ. J. Constantelos, Canon 62 of the Synod in Trullo and the Slavic problem, Βυζαντινὰ 2 (1970) 23 κ.ἐ.

16. Οἱ τελετὲς τοῦ κλήδωνος τὴν ἐποχὴ τοῦ Βαλσαμῶνος (12ος αἰ.) συνηθίζονταν νὰ τελοῦνται τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Ἰουνίου. Βλ. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τ. Β΄, 458. – Πβλ. Γ. Γκαβαρδίνας, Πενθέκτη 278.

17. Βλ. τὰ σχόλια ἀπὸ τὸν Βαλσαμῶνα ἐν Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τ. Β΄, 470-471. – Γιὰ τὰ εἰδωλολατρικὰ κατάλοιπα σὲ ποικίλες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις βλ. Φ. Κουκουλές, Βίος, τ. Β1 13 κ.ἐ. – H. J. Scheltema, Κυλίστρα, ΕΕΒΣ 29 (1959) 78- 80.