Ἡ παραδοσιακή κατοικία

Κώστα Δ. Κονταξῆ
ἐπίκουρου καθηγητοῦ Λαογραφίας
Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας

Τὸ σπίτι εἶναι τὸ λίκνο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς· μέσα σὲ αὐτό, αὐτὴ γεννιέται οὐσιαστικὰ καὶ ἀρχίζει νὰ διαμορφώνεται, πρὶν νὰ ἀναπτυχθεῖ σὲ πλατύτερη βάση, ὅταν βγεῖ ἀπὸ αὐτό. Ὁ Μ. Γ. Μερακλὴς θεωρεῖ τὸ σπίτι ὡς τὸ χῶρο, ὅπου ἡ φύση ἐξανθρωπίζεται, προοδευτικά, ὅπου καὶ ὁ ἄνεμος, ἀκόμη, μεταπλάθεται δημιουργικά. Γι’ αὐτὸ ἡ μελέτη τοῦ σπιτιοῦ ἔδωσε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἔρευνα τοῦ πολιτιστικοῦ χώρου, δηλαδὴ τὴν ἔρευνα τοῦ χώρου ὡς βασικῆς προϋπόθεσης γιὰ τὴ δημιουργία καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πολιτιστικῆς δραστηριότητας.

Ἐξάλλου, ἦταν φυσικὸ ὁ ξωτικὸς αὐτὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο χῶρος νὰ κερδίσει τὴν ἀφοσίωσή του, ἀλλὰ καὶ νὰ τοῦ προκαλέσει τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν ὡραΐσει, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη ἀντίληψη. Ἔτσι, ἡ ἔννοια τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς, βρῆκε, κατὰ τὸν Μερακλή, καὶ στὴν περίπτωση τοῦ σπιτιοῦ τὴν ἐπαλήθευση καὶ τὴν ἐπικύρωσή της. Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα ἔγραφε ὁ Γ. Α. Μέγας, μὲ ἀφορμὴ τὰ ἀρχοντικὰ σπίτια τῆς Σιάτιστας.

«Τίποτε δὲν φανερώνει τόσο καθαρὰ τὴν οἰκονομικὴ εὐημερία καὶ τὴν ἐν γένει ἀνύψωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου ἑνὸς τόπου, ὅσο ἡ ἀνάπτυξη τῆς τέχνης, προπάντων τῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Τὸ σπίτι ποὺ ἔχει ἀρχικὸ προορισμὸ νὰ στεγάσει τὴν οἰκογένεια καὶ νὰ πληρώσει τὶς στοιχειώδεις ἀνάγκες τῆς διαβίωσής της, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας καὶ τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἀναπτύσσεται καὶ αὐτὸ πέραν τῆς ἐννοίας τοῦ ἀπολύτως ἀπαραίτητου καὶ ἐξελίσσεται πρὸς μία πιὸ σύνθετη μορφή. Ἔτσι καὶ τὰ ἀρχοντόσπιτα τῆς Σιατίστης, τριάκοντα περίπου τὸν ἀριθμόν, κτισμένα πρὸ 200 καὶ πλέον ἐτῶν, ὅτε ἤκμαζεν οἰκονομικῶς, παρουσιάζουν μίαν ἀπὸ τὰς μᾶλλον ἐξειλιγμένας μορφὰς τῆς οἰκιακῆς μας ἀρχιτεκτονικῆς. Ἄρχοντες φιλέορτοι, ἀποστέργοντες τὰς ταπεινὰς καὶ ἀπερικοσμήτους οἰκήσεις, διέθεταν τὸν πλοῦτον των εἰς κατασκευὰς εὐπρεπεῖς (…). Αὐτοὶ ἔδωσαν εἰς τοὺς λαϊκοὺς τεχνίτας τὴν εὐκαιρίαν καὶ τὰ μέσα νὰ ἀσκήσουν τὴν τεχνικὴν τῶν δεξιότητα καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὴν ἔμφυτον εἰς αὐτοὺς καλαισθησίαν».

Ἔτσι, ἡ ἔρευνα τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς προσέλκυσε, στὴν ἀρχή, στὸν τόπο μας, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν λαογράφων, καὶ κατεξοχὴν τοῦ Γ. Α. Μέγα, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπαυσε, σχεδὸν ποτέ, νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ λαϊκὸ σπίτι τοῦ ἀγροτικοῦ χώρου, ἀπὸ τὸ 1922 (θρακιώτικο σπίτι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἕβρου) ὣς τὸν θάνατό του (1976).

Ὁ Μ. Γ. Μερακλὴς θεωρεῖ ὅτι οἱ στόχοι τοῦ Μέγα ἦταν δύο : ἡ ἀπόδειξη τῆς πολιτισμικῆς – ἐθνικῆς συνέχειας μὲ τὴ μελέτη καὶ τῶν μορφῶν τοῦ ἑλληνικοῦ σπιτιοῦ τῆς ὑπαίθρου· καὶ ἡ ἀπόδειξη τῆς πρωταρχικῆς σημασίας ποὺ ἔχει ὁ χῶρος τοῦ σπιτιοῦ, ὡς κοιτίδα κοινωνικῆς ζωῆς καὶ παραγωγῆς πολιτισμοῦ.

«Ἡ λαογραφικὴ ἔρευνα περιλαμβάνει πλὴν τῶν διαλόγων καὶ πράξεων ἐκδηλώσεις τοῦ βίου, τοῦ λαοῦ», παρατηρεῖ ὁ Μέγας, «καὶ τὰ ἔργα τῆς τέχνης καὶ τὰ ἀντικείμενα τοῦ ὑλικοῦ βίου αὐτοῦ(…). Ὅθεν τὰ ἔργα τῆς λαϊκῆς τέχνης ἀποτελοῦν ἐκδηλώσεις τῆς ὑλικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ, καὶ γενικῶς τὴν ἐπὶ τῆς ὕλης ἐκδήλωσιν τῶν δημιουργικῶν του λαοῦ δυνάμεων…, τὸν τεχνικὸν αὐτοῦ πολιτισμόν· ἡ μελέτη δὲ αὐτῶν ἐνέχει μεγίστην σημασίαν ὄχι μόνο διὰ τὴν γνῶσιν τῆς ἱστορίας καὶ τῆς γενικῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν κατανόησιν τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, στὴν ὁποίαν ἀποσκοπεῖ ἡ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ».

Ἔτσι, κατὰ τὸ Μέγα, τὸ σπίτι καὶ ἡ αὐλὴ μὲ τὰ παράσπιτα, τὸν φοῦρνο, τὸν στάβλο, τὸν ἀχυρῶνα ἐρευνῶνται ἀπὸ τὴ λαογραφία, μόνο ὅταν εἶναι ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ λαϊκοῦ τεχνίτη, δημιουργήματα τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, ἐργάζονταν καὶ ἐργάζονται, σύμφωνα μὲ τρόπους καὶ συστήματα, ποὺ παραδόθηκαν ἀπὸ τὶς προηγούμενες γενιές, χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἢ τὴν ἐπίδραση μορφωμένου τεχνίτη. Τὸν λαογράφο ἐνδιαφέρει ἕνα οἰκοδόμημα, ἐφόσον αὐτὸ ἀντικαθρεφτίζει τὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἱκανότητες ὄχι μεμονωμένων ἀτόμων, ἀλλὰ μίας ὁμάδας ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι φορεῖς τῆς λαϊκῆς παράδοσης. Ἐξάλλου, γιὰ τὸν λαογράφο ἕνα κτήριο δὲν ἔχει ἀξία μόνο ἀπὸ πρακτικὴ καὶ αἰσθητικὴ πλευρά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἱστορικὴ καὶ λαογραφικὴ ἄποψη. Καὶ ὅταν, δηλαδή, ἡ αἰσθητικὴ καὶ πρακτικὴ ἀξία ἑνὸς ἔργου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ λαοῦ εἶναι μέτρια καὶ τότε αὐτὸ ἐρευνᾶται καὶ σπουδάζεται ὡς στοιχεῖο καὶ σταθμὸς μεταβατικὸς στὴν ἐξέλιξη τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς.

Τὸ πρόβλημα τῆς κατοικίας, δηλαδὴ τῆς κατασκευῆς στέγης γιὰ τὴν οἰκογένεια, τὰ ζῶα καὶ τὶς ζωοτροφές, τὸ ἀντιμετωπίζει κάθε ἀγρότης, σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς · τὴ λύση, ὅμως, δὲν τὴ βρίσκει ὁ ἴδιος, κάθε φορά, ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ ἴδιο πρόβλημα εἶχε παρουσιασθεῖ καὶ στοὺς προγόνους, καί, κάποτε, αὐτοὶ ἔδωσαν μία λύση, μία συγκεκριμένη μορφὴ ποὺ ἀποτυπώθηκε, μὲ τὸν καιρό, σὲ ὁρισμένο τύπο καὶ σύστημα. Τὸν τύπο καὶ τὸ σύστημα αὐτὸ ἔχει κληρονομήσει αὐτὸς καὶ πρόκειται τώρα νὰ τὸ προσαρμόσει στὰ πραγματικὰ δεδομένα καὶ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, ὥστε νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἀνάγκες τῆς διαβίωσης τῆς οἰκογενείας του καὶ τῆς ἐξυπηρέτησης τῶν ἀσχολιῶν τῶν μελῶν της.

Ἀπὸ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται, κάθε φορά, ἡ προσαρμογὴ αὐτή, πηγάζουν πολλὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὸν τύπο ποὺ παραδόθηκε, παραλλαγὲς ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ μορφή· ἔτσι δημιουργεῖται ποικιλία μορφῶν, οἱ ὁποῖες φανερώνουν ὀργανικὴ ἐξέλιξη, φυσικὴ γιὰ κάθε ἀνθρώπινο ἔργο. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ μανία τοῦ νεωτερισμοῦ εἰσέδυσε καὶ στὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις μας, ἔφερε σύγχυση καὶ ἔσμιξε τὶς μορφὲς ποὺ παραδόθηκαν καὶ διέσπασε, σὲ πολλά, τὴ φυσικὴ καὶ ἀβίαστη ἀνάπτυξη τῆς λαϊκῆς μας οἰκοδομίας.

Οἱ παραδοσιακὲς κατοικίες ἑνὸς τόπου τῆς πατρίδας μας εἶναι, κατὰ κανόνα, τυπικές, σχηματικὲς στὰ κύρια συστατικά τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρώτη ἐντύπωση ποὺ ἀποκομίζει κάποιος ὅταν ἐπισκέπτεται ἕνα χωριὸ ἢ μία κωμόπολη, εἶναι ἡ ἑνιαία ἐξωτερικὴ μορφή, ποὺ παρουσιάζουν τὰ σπίτια τοῦ οἰκισμοῦ αὐτοῦ. Διακρίνει ἂν τὰ σπίτια εἶναι μονώροφα ἢ διώροφα, ἂν οἱ στέγες εἶναι σαμαρωτὲς ἢ ἐπίπεδες, ἂν σκεπάζονται μὲ κεραμίδια ἢ μὲ πλάκες σχιστολιθικές, ἂν ἡ κύρια πρόσοψη μὲ τὴν ἐξώπορτα βρίσκεται στὴ στενὴ ἢ τὴ μακριὰ πλευρὰ τῶν σπιτιῶν κ. τ. λ.

Ἂν ἕνα σπίτι ὑπέστη, μεταγενέστερα, διασκευὴ ἢ ἐπαύξηση τῶν χώρων, βρίσκει ὁ ἐρευνητὴς μὲ ποιὸν τρόπο ἔγιναν οἱ προσθῆκες καὶ οἱ διασκευές. Ἰδιαίτερα, τὴν προσοχὴ τοῦ ἑλκύει ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε ἡ στέγαση τοῦ σπιτιοῦ, ἐπειδὴ ἡ στέγη ἀποτελεῖ τὸ οὐσιῶδες, ἀλλὰ καὶ τὸ δυσκολότερο πρόβλημα τῆς ὅλης οἰκοδόμησης τοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ. Παρατηρεῖ τὴ θέση καὶ τὴν κατασκευὴ τῆς ἑστίας, τῆς καπνοδόχου, τῶν «ἀμπαριῶν» γιὰ τοὺς καρπούς, τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ψήνουν τὸ ψωμὶ στὴ γάστρα ἢ στὸν φοῦρνο, τὴν κατασκευὴ τοῦ φούρνου.

Ἐξετάζει, τέλος, τὸ «σπιτομάζωμα», κατὰ τὸ Μέγα, ὅλα, δηλαδή, τὰ ἔπιπλα τοῦ χωρικοῦ σπιτιοῦ: ποὺ στοιβάζονται τὰ στρώματα καὶ οἱ «βελέντζες», ποὺ τοποθετοῦνται οἱ στάμνες μὲ τὸ νερό, ποὺ στήνεται ὁ ἀργαλειὸς κ. τ. λ. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀναζητᾶ τὶς λύσεις ποὺ ἔδωσε ὁ κάθε νοικοκύρης · εἶναι λύσεις ποὺ δὲν ἔχουν τὴ σφραγῖδα τῆς ἀτομικότητας, ἀλλὰ ἀποτελοῦν σύστημα, ποὺ ἐπικρατεῖ, γενικά, ἢ κατὰ τὸ πλεῖστον στὸν τόπο καὶ χαρακτηρίζει τὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ.

Συμπερασματικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στὴν ἀγροτικὴ (παραδοσιακὴ λαϊκὴ) κατοικία βρίσκονται ἐκφρασμένες ὄχι μόνο οἱ βιοτικὲς ἀνάγκες καὶ συνήθειες τοῦ ἀνθρώπου τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο μπόρεσε νὰ καλύψει αὐτές, χρησιμοποιώντας τὰ ὑλικὰ μέσα, τὰ ὁποῖα τοῦ παρεῖχε ἡ φύση ποὺ τὸν περιέβαλε καὶ ἐπιθέτοντας σὲ αὐτὴ τὴ σφραγῖδα τῆς δικῆς του δημιουργικότητας καὶ καλαισθησίας, παλαιότερα.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκτιζαν τὶς κατοικίες τους μὲ τὰ δικά τους χέρια ἢ μὲ τὴ βοήθεια ντόπιων κτιστῶν, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν, τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξη τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ποὺ εἶναι πολύτιμη, ὄχι γιατί θὰ εἶναι πρότυπο γιὰ μίμηση, ἀλλὰ γιατί, ὡς φυσικὸ γέννημα τῆς ἑλληνικῆς γῆς, δείχνει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη μελέτη τοὺς κανόνες, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλει ἡ ἑλληνικὴ φύση, τὸ ἑλληνικὸ τοπίο καὶ ἡ ἀγροτικὴ οἰκονομία στοὺς οἰκισμοὺς καὶ τοὺς ὅποιους κανόνες πρέπει νὰ τοὺς σεβασθοῦμε, ἀφοῦ οἱ παράγοντες που τους δημιούργησαν δεν αλλάζουν.