Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

THEOTOKOS

Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου

Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

 

Εφ’ όσον η Υποστατική Ένωση των δύο Φύσεων στο Χριστό πραγματοποιήθηκε από την στιγμή της σύλληψης, η Μητέρα του Σωτήρος, η Μαρία, τιμάται αληθινά να αποκαλείται «η Μητέρα του Θεού», «Πανευλογημένη», «Αειπάρθενος», «Παναγία» και «ΘΕΟΤΟΚΟΣ», διότι δεν γέννησε απλά ένα ψιλό άνθρωπο, αλλά τον Ενσαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού που είναι ο μοναδικός και μόνον αληθινός Θεάνθρωπος.[1]  Αυτή η αλήθεια διακηρύχθηκε από τις τέσσερες Οικουμενικές Συνόδους που ερμήνευσαν τις Διδαχές της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Αποστολικής Παράδοσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αναγνώρισαν την πραγματική μητρότητα της Αειπάρθενης Κόρης Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό και την πραγματική σύλληψη απ’ αυτήν του Υιού και Λόγου του Θεού.  Συλλαμβάνοντας τον Θεάνθρωπο μέσα στην αγιοτάτη παρθενική μήτρα της, εκ Πνεύματος Αγίου, παρέμεινε Αειπάρθενος.  Είναι η μόνη γυναίκα που είναι ταυτόχρονα Μητέρα και Παρθένος, Παρθένος και Μητέρα.  Η υπερφυσική και άσπιλος σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου δεν ζημίωσε στο παραμικρό την παρθενία της, ούτε πριν από την γέννηση ή κατά την γέννηση του παιδιού της, αλλά ούτε μετά την γέννηση, διότι παραμένει για πάντα ΠΑΡΘΕΝΟΣ.

Η Μαρία, η Μητέρα του Μεσσία, του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, δεν είχε ποτέ κάποια σεξουαλική σχέση με τον Μνήστορα Ιωσήφ πριν ή μετά από την γέννηση του Ενσαρκωθέντος Υιού του Θεού.  Τα αδέλφια του Χριστού που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη είναι τα παιδιά του Ιωσήφ από τον πρώτο του γάμου και δεν είναι παιδιά της Αειπάρθενης Μαρίας.

Η εκλογή της Παρθένου Μαρίας είναι η αποκορύφωση της προόδου του Ισραήλ προς συμφιλίωση με τον Θεό, αλλά η τελική ανταπόκριση του Θεού σ’ αυτή την πρόοδο και την αρχή της νέας ζωής έρχεται με την ενσάρκωση του Λόγου.  Η σωτηρία χρειαζόταν … μία νέα ρίζαδιότι κανένας, παρά μόνον ο Θεός, είναι χωρίς αμαρτία, κανένας δεν μπορεί να δώσει ζωή, κανένας δεν μπορεί να συγχωρέσει αμαρτίες. Αυτή η νέα ρίζα είναι ο Θεός Λόγος που έγινε σάρκα, και η Παρθένος Μαρία έγινε ο ναός Του.[2]

Από την αρχή η Ορθόδοξος Εκκλησία διακήρυξε την Μαρία να είναι ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ και ΘΕΟΤΟΚΟΣ και πάνω απ’ όλους τους αγίους, ΠΑΝΑΓΙΑ.  Η αρετή και άσπιλη ζωή της την ανέδειξαν ανωτέρα σε αγιότητα από τα Χερουβείμ και πιο τιμιωτέρα από τα Σεραφείμ, διότι γέννησε τον Θεάνθρωπο.

Παρ’ όλο που ομολογούμε την Μαρία ως Αειπάρθενο και Θεοτόκο, άσπιλο, αμόλυντο και άφθορο από οποιαδήποτε προσωπική αμαρτία, δεν υπήρξε ελεύθερη από την Προπατορική αμαρτία.  Πιστεύομε, ότι καθαρίστηκε από την προγονική αμαρτία την στιγμή του ευαγγελισμού της, όταν το Πανάγιο Πνεύμα κατήλθε και η δύναμη του Παντοδυνάμου Θεού την επισκίασε και συνέλαβε υπερφυσικά τον Ενσαρκωθέντα Λόγο του Θεού.  Αποκαλώντας την ‘Παναγία’, διακηρύττομε και ομολογούμε ότι ξεπέρασε σε δικαιοσύνη και αγιότητα όλους τους δικαίους άνδρες και γυναίκες όλων των εποχών.  Όμως, δεν ήταν παντελώς αναμάρτητος, διότι γεννηθείσα από τον Αδάμ υπήρξε ένοχη της Προπατορικής αμαρτίας, παρ’ όλο που ο Υιός της, ο Θεάνθρωπος, είναι ο μόνος Αναμάρτητος.

 

1. Ο όρος «ΘΕΟΤΟΚΟΣ».

 

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (381), χρησιμοποιώντας το πρώτο ανάθεμα του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, καταδίκασε τον Νεστόριο που επέμενε, ότι η Αειπάρθενος Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Χριστό και συνεπώς θα πρέπει να αποκαλείται ως «ανθρωποτόκος» (δηλαδή, Μητέρα του ανθρώπου που ουδέποτε ήταν ενωμένος με τον Λόγο) ή «Χριστοτόκος» (δηλαδή, Μητέρα του Χριστού, αλλά όχι Μητέρα του Θεανθρώπου).  Αυτή η Σύνοδος διακήρυξε την Αειπάρθενο να είναι πραγματικά «ΘΕΟΤΟΚΟΣ», διότι πραγματικά έδωσε γέννηση στο Λόγο του Θεού που έγινε σάρκα.  Αυτός ο όρος επαναλήφθηκε από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), που διακήρυξε, ότι ο Χριστός … κατά τις τελευταίες αυτές μέρες για μας και για την δική μας σωτηρία … γεννήθηκε … από την Μαρία την Παρθένο και Θεοτόκο κατά την ανθρωπότητά Του.

Η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος επίσης διακήρυξε … την Μαρία να είναι Παρθένος … κυρίως και αληθινά Θεοτόκος. Είναι προφανές, ότι με το να την αποκαλεί «Θεοτόκο», διακηρύττεται ότι είναι «Μητέρα», διότι έδωσε πραγματική γέννηση στην ανθρώπινη φύση του Θεανθρώπου, και είναι πράγματι η «Μητέρα του Θεού». Διότι, συνέλλαβε, κυοφόρησε και έδωσε γέννηση στον Ενσαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού, στο δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που είναι αληθινά Θεός.  Δεν έδωσε γέννηση στη Θεία Φύση Λόγου, αλλά μόνον στην ανθρώπινη φύση Του, που την ανέλαβε καθ’ υπόσταση.

Η υπερευλογημένη και αειπάρθενος Μαρία υπήρξε πράγματι, και όχι ψευδώς, η Μητέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού.  Αυτό το γεγονός μαρτυρείται από την Αγία Γραφή που αναφέρεται σ’ αυτήν ως την «την μητέρα του Ιησού» ή «η μήτηρ αυτού»[3] και από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν ανακοίνωσε σ’ αυτήν, ότι θα συλλάβει «ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν».[4]  Στον Άγιο Ιωσήφ ο ίδιος Αρχάγγελος ανακοίνωσε, ότι «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου».[5]  Η Αειπάρθενος και Θεοτόκος Μαρία κλήθηκε για πρώτη φορά ως «Μητέρα του Κυρίου» από την Αγία Ελισάβετ, την μητέρα του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.[6]  Ο Άγιος Απόστολος Παύλος διακήρυξε λέγοντας, ότι «ὅτε δέ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»[7] και ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός γεννήθηκε «ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατὰ σάρκα».[8]

Την πραγματική μητρότητα της Αειπαρθένου Μαρίας υπεραμύνθηκαν οι Άγιοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος που διακήρυξε λέγοντας, ότι ο Κύριός μας … είναι αληθινά από την οικογένεια του Δαβίδ κατά την ανθρώπινη καταγωγή … και ότι … αληθινά γεννήθηκε από την Παρθένο.[9]  Σ’ άλλα μέρη των συγγραμμάτων του ο ίδιος Πατέρας λέγει, … διότι ο Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός συνελλήφθηκε από την Μαρία.[10]

Ο Άγιος Ειρηναίος ομολογεί, ότι ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, απόγονος ανθρώπων και ανθρώπινο πλάσμα∙ ο Κύριος γεννήθηκε ως άνθρωπος και έτσι έγινε ο «Υιός του ανθρώπου».[11]  Πρόσθεσε, ότι … για ποία αιτία τότε κυοφορήθηκε μέσα της, εάν δεν δέχθηκε τίποτε απ’ αυτήν;[12]

Ο Τερτυλιανός διακήρυξε, ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε όπως οι Γνωστικοί ισχυρίζονται «διά της Παρθένου» ή «μέσα στην Παρθένο», αλλά «εκ της Παρθένου».[13]

Ο όρος «Θεοτόκος» πρωταρχικά χρησιμοποιήθηκε από τον Ωριγένη και κατόπιν απ’ όλους τους Αγίους Πατέρες.

Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας πίστευε, ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος με το να λάβει σάρκα … από την Παρθένο Θεοτόκο.[14]

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κατηγορούσε όλους εκείνους … που δεν αναγνωρίζουν την αγία Μαρία ως Θεοτόκο … ότι είναι χωρίς Θεό.[15]

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τόνισε, ότι … αληθινά και Θεοτόκος και Παρθενομήτωρ η δικαίως ευλογημένη θα πρέπει να ονομάζεται.  Διότι, ο Ιησούς που γεννήθηκε απ’ αυτήν δεν ήταν απλά ένας ψιλός άνθρωπος.[16]

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός απορρίπτοντας τον όρο «Χριστοτόκο», παρατήρησε, ότι … δικαίως και αληθώς πρέπει να αποκαλούμε την αγία Μαρία Θεοτόκο … διότι Εκείνος που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθώς Θεός.[17]

Ο Μογίλας παρατήρησε, ότι … η Ενσάρκωση του Χριστού πραγματοποιήθηκε με την συνεργασία του Αγίου Πνεύματος.  Όπως η Παρθένος, πριν συλλάβει υπήρξε παρθένος, έτσι κατά την σύλληψή της και μετά από την σύλληψη παρέμεινε παρθένος ακόμη κατά την γέννηση∙ διότι απ’ αυτήν γεννήθηκε Εκείνος, διατηρώντας την παρθενία της.  Έτσι, ακόμα και μετά την γέννηση, παραμένει για πάντα παρθένος.  Γι’ αυτό τον λόγο … την πιο αγνή Παρθένο Μαρία … την Θεοτόκο … που ήταν άξια να εκπληρώσει ένα τέτοιο Μυστήριο, όλοι οι Ορθόδοξοι οφείλουν να δοξάζουν ανάλογα και να τιμούν αυτήν ως την Μητέρα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, μ’ άλλα λόγια ως την «Θεοτόκο».  Ο Λόγος του Θεού, που είναι άναρχος, κατήλθε από τον ουρανό χωρίς να φέρει σάρκα μαζί Του, αλλά μέσα στην μήτρα της αγίας Παρθένου και από το αγνό αίμα της έλαβε σάρκα, με την συνεργασία του Αγίου Πνεύματος και γεννήθηκε απ’ αυτήν ως εξ αγνής Μητέρας.  Την αποκαλούμε επίσης «Θεοτόκο», διότι γέννησε τον Θεό κατά την ανθρωπότητά Του, και απ’ αυτήν ο Χριστός γεννήθηκε, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.[18]

 

2.  Η αειπαρθενία της Θεοτόκου σύμφωνα με την Αγία Γραφή

και τους Αγίους Πατέρες

 

Η Αγία Γραφή ξεκάθαρα μαρτυρεί για την παρθενία της Θεοτόκου σε σχέση με τον χρόνο της σύλληψης και κυοφόρησης, πρωταρχικά στην ερώτηση της Αειπαρθένου Μαρίας προς τον Άγγελο: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω»;[19]  Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μαρτυρεί γι’ αυτό με το να διακηρύξει, ότι «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν»[20] και ότι «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου».[21]

Κατά συνέπεια, η Διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την εποχή των Αποστολικών Πατέρων υπήρξε, ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε … πραγματικά από την Παρθένο …[22] και ότι … η δύναμη του Θεού κατήλθε πάνω στην Παρθένο και την επισκίασε και την έκαμε να είναι με παιδί, υπάρχουσα παρθένος,[23] σύμφωνα με την προφητεία του Προφήτη Ησαΐα που λέγει: «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός».[24]

O Άγιος Ειρηναίος αναφερόμενος στην ανωτέρω προφητεία υπογραμμίζοντας το μέρος που μιλά για την Μαρία ως «παρθένο» και τονίζει, ότι αυτό δόθηκε διά της Ενσάρκωσης του Θεού.  Καταδίκασε επίσης εκείνους που τολμούν … να παρερμηνεύσουν τις Γραφές … με το να αλλάζουν την λέξη «παρθένος» με την λέξη «νεαρά κοπέλα» και να λέγουν: ‘Ιδού, η νεαρά κοπέλα θα συλλάβει …», όπως έκαμε ο Θεοδοτίων ο Εφέσιος και Ακύλας ο Ποντικός στις μεταφράσεις τους της Παλαιάς Διαθήκης από το γνήσιο Εβραϊκό κείμενο.  Οι αιρετικοί Εβιονίτες, προτιμούσαν να χρησιμοποιούν αυτές τις μεταφράσεις αντί την μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄), και οδηγήθηκαν στο να αρνηθούν την υπερφυή σύλληψη του Χριστού μέσα στην Παρθένο διακηρύττοντας, ότι …γεννήθηκε από τον Ιωσήφ!!!  Ω! Πόση βλασφημία!!!  Συγκρίνοντας την Παρθένο Μαρία προς την Εύα, παρατήρησε λέγοντας, ότι … όπως η Εύα είχε σύζυγο, αλλά ως παρθένος, παρήκουσε και δι’ αυτής της παρακοής έγινε η αιτία του θανάτου για τον εαυτόν της και για όλο το ανθρώπινο γένος, έτσι και η Μαρία ως μνηστευμένη, αλλά ως παρθένος έδειξε υπακοή και έγινε η αιτία για σωτηρία για τον εαυτόν της και για όλο το ανθρώπινο γένος.[25]

Ο Τερτυλιανός[26] επανειλημμένως μίλησε για την υπερφυή σύλληψη της Παρθένου, που διατήρησε την παρθενία της.  Με μία φωνή, όλοι οι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας διακηρύττουν ότι η Μαρία υπήρξε … παρθένος πριν από τον τόκο, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο.  Κανένας δεν αρνήθηκε αυτή την υψίστη τιμή της Αειπαρθένου Μαρίας και Θεοτόκου, εκτός από τους αιρετικούς Εβιονίτες, ο Κέλσος,[27] ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, οι Ιεχωβάδες (Μάρτυρες του Ιεχωβά), μερικοί Προτεστάντες, όπως οι Ευαγγελιστές και Πεντηκοστιανοί, αιρετικοί δηλαδοί που απαρνήθηκαν την γνησία Αποστολική Παράδοση.[28]

Κατά την γέννηση του Ιησού Χριστού, η Αειπάρθενος Μαρία και Θεοτόκος, παρέμεινε Παρθένος.  Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η αγνότητα και το άσπιλόν της ως παρθένος συναποτελείτο από την αγνότητα της καρδιάς της και την τήρηση του νοός της, όπως και ολοκλήρου του εσωτερικού και εξωτερικού της κόσμου, που ήσαν πέραν από οποιαδήποτε αμαρτία της σάρκας, σκέψης, επιθυμίας ή θέλησης. Αυτή η αγνότητα και καθαρότητα της καρδιάς της διατηρήθηκε την στιγμή που γεννούσε ως «παρθενία του νοός» (“virginitas mentis”), «παρθενία των αισθήσεων» (“virginitas sensus”) και «παρθενία του σώματος» (“virginitas corporis”).[29] 

Ο Ωριγένης αναφέρθηκε στην προφητεία που διακήρυτται, ότι «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»[30] και παρατήρησε, ότι … μόνον ο Χριστός άνοιξε την μήτρα της παρθένου, όταν γεννήθηκε∙ διότι κανένας πριν από τον Χριστό άγγιξε εκείνη την ιερά μήτρα∙ όλα τα πρωτότοκα, παρ’ όλο που είναι πρωτότοκα, όμως, δεν ανοίγουν την μήτρα, αλλά ο σύζυγος.  Ο Ωριγένης συμπεραίνει λέγοντας, ότι … όλες οι παρθενικές πύλες δεν ανοίχθηκαν με την θέληση εκείνων που κυοφορούνται μέσα τους, σύμφωνα με την προφητεία: «Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι’ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς  Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη».[31]  

Ο Κλήμης Αλεξανδρινεύς υποστήριζε την άποψη, ότι … όταν η Μαρία γεννούσε, βρέθηκε να είναι παρθένος.[32]

Ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων επίσης δήλωσε, ότι … όταν η Μαρία γεννούσε, παρέμεινε παρθένος.[33]

 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, διακηρύττοντας την ανωτέρω αλήθεια, παρατήρησε:  «Όπως, όταν ο Χριστός συνελλήφθηκε, διατήρησε την Παρθένο, έτσι και όταν γεννήθηκε, διατήρησε άθικτη την παρθενία της, διότι Εκείνος μόνον πέρασε δι’ αυτής και παρέμεινε κεκλεισμένη … διότι δεν ήταν αδύνατον για Εκείνον να διέλθει δι’ αυτής της πύλης και να μη ζημειώσει την παρθενία της.[34]

Στα ανωτέρω μπορούμε να προσθέσουμε, ότι η άσπιλος και αγιότερη γέννηση του Κυρίου μας από την Αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία όχι μόνον διατήρησε την αγνότητα της παρθενίας της, αλλά επίσης την εξήρε και την ανύψωσε σε υψηλότερη δόξα.

 

3. Η Θεοτόκος μετά την γέννηση παρέμεινε Παρθένος

 

Το Δόγμα που αναφέρεται στο γεγονός, ότι η Αειπάρθενος και Θεοτόκος Μαρία παρέμεινε Παρθένος ακόμα μετά την γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, απαρνήθηκαν οι αιρετικοί Αντιδικομαριανίτες,[35] ο επίσκοπος Σαρδικής Ελβίδιος,[36] μερικοί σύγχρονοι Προτεστάντες, παρ’ όλο που ο Μαρτίνος Λούθηρος αποδέχθηκε την αειπαρθενία της Θεοτόκου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (Χιλιαστές) και άλλοι.  Η αιτία γι’ αυτή την άρνηση βασίστηκε στο ευαγγελικό χωρίο του κατά Ματθαίου Ευαγγελίου: «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον».[37] 

Όσο αφορά αυτή την ευαγγελική έκφραση «ἕως», πρέπει να τονίσουμε, ότι η Αγία Γραφή συχνά χρησιμοποιεί παρόμοιες εκφράσεις περιορισμένου χρόνου, αλλά δεν αποκλείει το απεριόριστο και συνεχιζόμενο χρόνο.  Παραδείγμνατος χάρη, στην Γένεση διαβάζουμε: «Καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·  καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς»,[38] παρ’ όλο που ο κόρακας ποτέ δεν επέστρεψε στην Κιβωτό.  Επίσης, ο Κύριος είπε: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»,[39] παρ’ όλο που αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι μαζί με τους Μαθητές Του μετά από το τέλος του αιώνος, διότι ο Άγιος Απόστολος Παύλος μας διαβεβαίωσε λέγοντας, «ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα»[40] μετά από την Γενική Ανάσταση.   Ο όρος «πρωτότοκος» σημαίνει εκείνος που έχει γεννηθεί πρώτος, ακόμα και εάν είναι το μόνον παιδί.[41]  Τα παιδιά του Ιωσήφ … δεν ήσαν από την Μαρία … αλλά από την πρώτη γυναίκα που έζησε μαζί με τον Ιωσήφ πριν από την Μαρία.[42]

Αποτελεί πραγματικότητα και αληθεία, ότι … το αξίωμα της Μαρίας (ως Παρθένου) έπρεπε να διατηρηθεί μέχρι το τέλος, ώστε το σώμα της … πριν από την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, ευρεθεί άξιο να διακονήσει το Μέγα Μυστήριο της Θείας Ενσάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού.[43]  Γι’ αυτό ήταν αδύνατον γι’ αυτήν, που υπήρξε η αρχή της αγνότητας ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες, να συνάψει οποιαδήποτε σχέση με άνδρα, διότι αυτή … γέννησε τον Θεό και έμαθε το θαύμα από εμπειρία.[44]

Πολλοί από τους Αγίους Πατέρες, όπως ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων,[45] Ιερώνυμος,[46] Αυγουστίνος[47]και Επιφάνιος[48] υπεράσπισαν την αλήθεια αυτού του Δόγματος ενάντια όλων των αιρέσεων που αντιτάχθηκαν στην Αειπαρθενία της Θεοτόκου.  Ο ιερός Αυγουστίνος μαρτυρεί: Ως Παρθένος συνέλλαβε, ως Παρθένος έτεκε και ως Παρθένος παρέμεινε.[49]

 

4. Η σχετική αναμαρτησία της Θεοτόκου

 

Η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει, ότι η αναμάρτητος κατάσταση της Αειπαρθένου Μαρίας[50] ήταν μία … σχετική κατάσταση και από την Χάρη του Θεού… και όχι από την φύση,  … διότι μόνον ο Θεός είναι απόλυτα αναμάρτητος από την Φύση Του.[51]  Η Μητέρα του Θεού γεννήθηκε ως άνθρωπος και κατά συνέπεια ως απόγονος του Αδάμ συμμετείχε στην Προπατορική αμαρτία, όπως συμβαίνει σ’ όλους τους ανθρώπους.  Πέτυχε μία κατάσταση σχετικής αναμαρτησίας λόγο της ενάρετης ζωής της και την Χάρη του Θεού που την επισκίασε την στιγμή του ευαγγελισμού της, όταν εκείνη ταπεινά και υπάκουα αποδέχθηκε να γίνει Μητέρα του Υιού του Υψίστου.  Καταστάθηκε «ἄμεμπτος», σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Παύλου, «κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος».[52]

Ανάμεσα σ’ όλους τους αρχαίους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας μόνον ο ιερός Αυσουστίνος αποδέχτηκε την πλήρη αναμαρτησία της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και πίστευε ότι υπήρξε ελεύθερη από κάθε προσωπική αμαρτία.  Όλοι οι άνθρωποι, λέγει ο ιερός Πατήρ, πρέπει να θεωρούν τον εαυτόν τους αμαρτωλούς … εκτός από την αγία παρθένο Μαρία, περί της οποίας, για τιμή προς τον Κύριο, όταν πρόκειται να αναφερθεί περί αμαρτίας, δεν θέλω να θέσω το ζήτημα.[53]  Αυτά τα λόγια αναφέρονται στην αναμάρτητο κατάσταση της Αειπαρθένου Μαρίας και δεν σημαίνουν ότι ήταν ελεύθερη από την Προπατορική αμαρτία.[54]

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διακήρυξε ότι η Θεοτόκος … έγινε η πηγή όλων των αρετών, όλης της ζωής και απαρνήθηκε τις σαρκικές επιθυμίες από τον νουν … έτσι διατήρησε την ψυχή και το σώμα της στην παρθενία, όπως θα έπρεπε σ’ εκείνη που επρόκειτο να δεχτεί τον Ένα μέσα της, δηλαδή τον Υιό του Θεού.  Γι’ αυτό τον λόγο, εμείς οι Ορθόδοξοι, ομολογούμε την Θεοτόκο Μαρία να είναι «Παναγία», δηλαδή υπερέχει σε αγιότητα όλους τους Αγίους Αγγέλους και ανθρώπους.[55]

 

5. Η Μητέρα του Κυρίου είναι αληθινά Θεοτόκος

 

               H πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Λόγο ‘μέσα από την μήτρα’ ορίζει την Αειπάρθενο Μαρία και Μητέρα του Κυρίου να είναι πράγματι «ΘΕΟΤΟΚΟΣ».[56]  Εφ’ όσον δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη φύση ήταν χωρισμένη από τον Λόγο, διότι υπήρξε αμέσως με την σάρκα του Λόγου στην σύλληψη μέσα στη μήτρα της Παρθένου και μεγάλωσε μέσα στην Παρθένο,[57] είναι προφανές, ότι ήταν εντελώς λάθος να ονομαστεί απλά και μόνον: «Μητέρα του Χριστού», δηλαδή «Χριστοτόκος», όπως διακήρυξε ο αιρεσιάρχης Νεστόριος, και να μην διακηρυχθεί «πράγματι» και «κυρίως Θεοτόκος».

               Στην Καινή Διαθήκη η Παρθένος αποκαλείται από την Αγία Ελισάβετ, την μητέρα του Προφήτη Ιωάννου του Βαπτιστή, ως «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου»,[58] και χαιρετίζεται ως τοιαύτη.  Με παρόμοιο τρόπο ο Άγιος Απόστολος Παύλος διακήρυξε λέγοντας, ότι «ὅτε δέ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός».[59]

               Ο Τερτυλιανός παρατήρησε, ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε όπως οι αιρετικοί Γνωστικοί διακήρυτταν «διά της Παρθένου» ή «μέσα στην Παρθένο», αλλά «εκ της Παρθένου», προσλαμβάνοντας σάρκα από το αγνό αίμα της.[60] 

               Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος Αντιοχείας τόνισε, ότι … ο Θεός μας Ιησούς Χριστός συνελήφθηκε από την Μαρία σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, αμφότερα από το σπέρμα του Δαβίδ και εκ Πνεύματος Αγίου.[61] Συνεπώς, ο όρος «Θεοτόκος» εισήχθηκε ενωρίτερα από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.  Έτσι, σύμφωνα με τον Ωριγένη, … ο πρώτος τόμος της Επιστολής προς Ρωμαίους ερμηνεύει το πώς αποκαλείται Θεοτόκος.[62] 

 

               Ο Άγιος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, γράφοντας προς τον Αλέξανδρο Κωνσταντινουπόλεως, τόνισε ότι … ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ενεδύθηκε σώμα όχι κατά φαντασία από την Θεοτόκο Μαρία λόγο του τέλους των αιώνων και για την παραβίαση της αμαρτίας,[63] και κατέβηκε προς την ανθρωπότητα.

               Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας επανειλημένως διακηρύσσει την Μαρία να είναι … η Παρθένος Θεοτόκος.[64]

               Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διακήρυξε, ότι … εάν οποιοσδήποτε δεν λαμβάνει υπ’ όψη του ότι η Αγία Μαρία είναι η Θεοτόκος, είναι χωρίς την Θεότητα.[65]

               Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας παρατήρησε, ότι, … εάν οποιοσδήποτε δεν ομολογεί τον Εμμανουήλ να είναι αληθινά Θεός και επομένως την Αγία Παρθένο να είναι Θεοτόκος, που γεννήθηκε σαρκικώς και εδωσε σάρκα στο Λόγο που είναι από τον Θεό … Ας είναι αναθεματισμένος.[66] 

               Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος[67] κατά γράμμα διακήρυξε την Αειπάρθενο Μαρία  να ονομάζεται «Θεοτόκος» (… και για την δική μας σωτηρία από την Μαρία την Παρθένο και Θεοτόκο σύμφωνα με την ανθρωπότητα … γεννήθηκε).[68]  Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος[69] επανέλαβε τον αναθεματισμό εναντίον οποιουδήποτε που … δεν αναγνωρίζει αληθινά Θεοτόκο την αγία και ένδοξο αειπάρθενο Μαρία … ή την αποκαλεί ‘ανθρωποτόκο’ ή ‘Χριστοτόκο’ … και όχι κυρίως και αληθινά Θεοτόκο.[70]  Στο Δόγμα της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου,[71] διακηρύχθηκε ότι η Γέννηση του Χριστού … κατά τις τελευταίες ημέρες για μας και για τη δική μας σωτηρία εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, της κυρίως και αληθώς Θεοτόκου.[72]

               Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξετάζοντας την σημασία αυτού του Δόγματος παρατήρησε, ότι … ομολογούμε την Αγία Παρθένο να είναι κυρίως και αληθινά Θεοτόκος … όχι γιατί η Θεότητα του Λόγου προσέλαβε … την αρχή Του απ’ αυτήν, διότι ο Θεός Λόγος γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων αχρόνως από τον Πατέρα και κατοίκησε μέσα … στην μήτρα της και απ’ αυτήν αμεταβλήτως … ενσαρκώθηκε και γεννήθηκε.  Ο Κύριος δεν έφερε … σώμα από τον ουρανό… και δεν πέρασε μέσον της Παθένου … ως δι’ ενός κανναλιού.  Ούτε κατοίκησε μέσα σ’ ένα … ήδη διαμορφωμένο άνθρωπο όπως μέσα σ’ ένα Προφήτη …, αλλά έλαβε από την Παρθένο Θεοτόκο … σάρκα ουσιαστικά όμοια με την δική μας … και … μέσα στη δική Του Υπόσταση δέχθηκε μία λογική ψυχή με ζώσα σάρκα … γεννόμενος ο ίδιος η Υπόστασή της.   Ο σκοπός της Ενσάρκωσης θα ολοκληρώνετο, εφ’ όσον … πραγματοποιήθηκε γι’ αυτό, ώστε η αμαρτωλή και πεσμένη και διαφθαρμένη φύση γίνει νικηφόρα εναντίον του πλάνου τυράννου … σύμφωνα με τα αποστολικά λόγια: «ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν».[73]  Σε καμία περίπτωση θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Θεοτόκο Μαρία «Χριστοτόκο», ούτε αποκαλούμε …  Εκείνον που γεννήθηκε από την Παρθένο, ‘Θεοφόρο’, … όπως ο Νεστόριος ο κλέφτης έλεγε μέσα από την μανία του …, διότι στην Ενσάρκωση του Λόγου … τρία πράγματα πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα … η ένωση, η ύπαρξη και η θέωση από τον Λόγο … της ανθρώπινης φύσης.  Αφ’ ης στιγμής η σύλληψη συνέβηκε, … υπήρξε μέσα στο Λόγο η σάρκα∙ η Μητέρα του Θεού δίδει υπερφυσικώς στον Δημιουργό να σχηματιστεί και στον Θεό να γίνει άνθρωπος.  Από την άλλη πλευρά, Εκείνος εθέωσε εκείνο που έλαβε, χωρίς σύγχυση ή αλλαγή των δύο ενωμένων Φύσεων.  Πράγματι, τότε η Παναγία Παρθένος είναι αληθινά Θεοτόκος, διότι … από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης … της ανθρωπίνης φύσης του Κυρίου, υπήρξε … μέσα σε δύο … Φύσεις, Θεία και ανθρώπινη.  Έτσι, … από την άκρα σύλληψη … η ανθρώπινη φύση Του υπήρξε … μέσα στο Λόγο.[74] 

 

6. Ο Νεστόριος και η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (431)[75]

 

Όλες οι αιρέσεις προήλθαν από την προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει την θεία Φύση του Χριστού με την ανθρώπινη λογική. Η διδασκαλία για την ουσιαστική, αδιάρρηκτο και αδιάλυτο ένωση της θείας και της ανθρώπινης Φύσεως μέσα στο Χριστό επικρατούσε στην αρχή του πέμπτου αιώνα, μέχρις ότου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος επιχείρησε να ερμηνεύσει αυτό το μέγα μυστήριο με νέα διδασκαλία.

Ο Νεστόριος γεννήθηκε στη Γερμανίκεια της Συρίας και έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον Απρίλιο του 428.  Στην αρχή υπήρξε διώκτης των αιρετικών, αλλά πολύ γρήγορα παρασύρθηκε από φιλοσοφικές σκέψεις και δίδασκε ένα δόγμα που συγγένευε με εκείνο του Αρειανισμού.

Ο Νεστόριος πίστευε ότι έπρεπε να διακρίνεται η ανθρώπινη φύση του Χριστού από της θείας· και ενώ ευλαβείτο την Μαρία ως Παναγία και ως Μητέρα του Χριστού, δεν την δεχόταν ως «Θεοτόκο».  Δεχόταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού ως ένδυμα, το όργανο και το ναό που χρησιμοποίησε η θεία Φύση.  Η δοξασία αυτή παράστανε τον Σωτήρα ως άνθρωπο που μετείχε σε κάποια υπερφυσική δύναμη, αλλά δεν ήταν λιγότερος άνθρωπος και ούτε ομοούσιος προς τον Πατέρα.  Η διδασκαλία του χώριζε σε δύο πρόσωπα και υποστάσεις τον ένα Χριστό, και δημιουργούσε ένα ψιλό άνθρωπο με δική του υπόσταση χωρίς τον Λόγο, και ένα Θεό αλλά γυμνό από την ανθρωπότητα.  Με άλλα λόγια χώριζε τον ένα Υιό σε δύο υιούς, και άλλον έλεγε ότι είναι ο υιός του Θεού, και άλλον ο υιός της Παρθένου.  Γι’ αυτό και την Παρθένο Μαρία και κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού δεν ονόμαζε «Θεοτόκο», αλλά «Χριστοτόκο» και «Θεοδόχο» για το λόγο διότι γέννησε Χριστό Θεοφόρο.

 

Η διδασκαλία του Νεστορίου υπήρξε η ίδια η διδασκαλία του αιρετικού Παύλου Σαμοσατέα, και που προ πολλού είχε παύσει να υπάρχει.  Ο Νεστόριος οδηγήθηκε στην αίρεση, διότι προσπάθησε να καθορίσει την τέλεια φύση της θεότητας και ανθρωπότητας στο Χριστό.  Η Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος ανακήρυξε τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, αλλά δεν διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να καταλαβαίνεται η ένωση των δύο φύσεων και ποία είναι η αμοιβαία σχέση των δύο φύσεων μετά την ένωση.

Οι δοξασίες του Νεστορίου ήσαν θεωρίες της Αντιοχειανής Σχολής, που χώριζε τις δύο φύσεις του Χριστού, και όπως τις διέκρινε ξεχωριστές πριν από την ένωση,  έτσι και τις διέκρινε μετά από την ένωση.  Γι’ αυτό τον λόγο ο Νεστόριος δεν ήθελε να δεχθεί τη φυσική ένωση, αλλά χαρακτήριζε την ένωση ως σχετική, ως συνάφεια, ως ενοίκηση· η αθέτηση αυτή διαιρούσε το πρόσωπο του Σωτήρα σε δύο πρόσωπα και παρίστανε τον Χριστό «άνθρωπο θεοφόρο». Αυτή η θεωρία οδήγησε τους οπαδούς της Αντιοχειανής Σχολής να αρνηθούν τον όρο «Θεοτόκο» και την αντίδοση των ιδιωμάτων, που η Ορθόδοξος Εκκλησία δεχόταν και κήρυττε τον Χριστό όχι τεμνόμενο σε δύο πρόσωπα, αλλά γνωριζόμενο σε δύο φύσεις με ασύγχυτο τρόπο.

Ο Νεστόριος χώριζε τις δύο φύσεις στο Χριστό, αρνιόταν την φυσική και ουσιώδη ένωση, και δεν ήθελε να ονομάζεται η Παρθένος «Θεοτόκος». Διότι ο Θεός Λόγος, έλεγε, συνάφθηκε μόνον με την ανθρώπινη φύση, επομένως η ένωση είναι σχετική και όχι φυσική που αντιφάσκει στη διαφορά των δύο φύσεων και δεν θα φύλασσε σώες και αναλλοίωτες τις ιδιότητες κάθε μίας.

Η αίρεση του Νεστορίου ξεσήκωσε εναντίον της τους οπαδούς της Πίστεως της Νικαίας.  Υπέρμαχος της Ορθοδόξου παρατάξεως υπήρξε ο Άγιος Κύριλλος Πατριάρχης Αλεξανδρείας.  Οι δύο Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας αντάλλαξαν επιστολές, αλλά κανένα αποτέλεσμα δεν προέκυψε.  Ο Άγιος Κύριλλος βλέποντας το σκληροτράχηλο του Νεστορίου γράφει προς τον Επίσκοπο Ρώμης Κελεστίνο και του εξηγεί την πλάνη της αιρέσεως του Νεστορίου και πώς εξαπλώθηκε παντού.  Το ίδιο έκαμε και ο Νεστόριος υπερασπίζοντας την γνώμη του.

Ο Κελεστίνος, αφού διάβασε τις επιστολές, κάλεσε Σύνοδο στην Ρώμη και καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου (430) και τον απείλησε, ότι εάν μέσα σε δέκα μέρες δεν άλλαζε γνώμη η Σύνοδος θα αναθεμάτιζε αυτόν.  Τον ίδιο καιρό ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Άγιος Κύριλλος συγκάλεσε Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια και καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου.  Έστειλε προς τον Νεστόριο τα γράμματα της Συνόδου και δώδεκα αναθεματισμούς, διά των οποίων καταδικαζόταν και αναθεματιζόταν η αίρεση του Νεστορίου.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Νεστόριος και οι οπαδοί του εξοργίστηκαν περισσότερο και αντέταξαν άλλους δώδεκα αναθεματισμούς εναντίον του Αγίου Κυρίλλου, διότι, κατά τους Νεστοριανούς, ανακαίνιζε το δόγμα του Απολιναρίου.

Ο Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Θεοδόσιος πεισθείς από την πρεσβυτέρα αδελφή του, Πουλχερία, συγκάλεσε Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο για να δοθεί τελική λύση στο ζήτημα αυτό. 

 

Στην Έφεσο παραβρέθηκαν οι δύο Πατριάρχες Κύριλλος και Νεστόριος με 200 Επισκόπους από την Ανατολή, Αίγυπτο και Μακεδονία.  Η Σύνοδος άρχισε τις εργασίες της στις 22 Ιουνίου κάτω από την προεδρία του Αλεξανδρείας Κυρίλλου.  Ο Νεστόριος κλήθηκε τρεις φορές να προσέλθει, αλλά δεν εμφανίσθηκε.  Γι’ αυτό καθαιρέθηκε και καταδικάστηκαν οι διδασκαλίες του. Οι επιστολές του Αγίου Κυρίλλου και Κελεστίνου, οι δώδεκα αναθεματισμοί  και η επιστολή προς τον Νεστόριο του Αγίου Κυρίλλου, αναγνωρίστηκαν ως Ορθόδοξοι.

 

Ο Όρος της Συνόδου έχει ως εξής:

 

«Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν … ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα· δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε· διό ένα Χριστόν, ένα Υιόν, ένα Κύριον ομολογούμεν.  Κατά ταύτην την της ασυγχύτου ενώσεως έννοιαν ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον διά το τον Θεόν λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν, τας δε ευαγγελικάς και αποστολικάς περί του Κυρίου φωνάς ίσμεν τους θεολόγους άνδρας τας μεν κοινοποιούντας ως αφ’ ενός προσώπου, τας δε διαιρούντας ως επί δύο φύσεων, και τας μεν θεοπρεπείς κατά την θεότητα του Χριστού, τας δε ταπεινάς κατά την ανθρωπότητα αυτού παραδιδόντας».

 

Η αίρεση του Νεστορίου, αν και καταπολεμήθηκε, δεν έσβυσε τελείως, αλλά υποστηρίχθηκε από τον μορφωμένο κλήρο της Συρίας.  Στους διωγμούς του Βυζαντινού Κράτους οι Νεστοριανοί κατέφυγαν στην Περσία, όπου διαδόθηκε κάτω από την υποστήριξη του βασιλέως Φερόζη.  Οι Νεστοριανοί αποσπάσθηκαν από την Ορθόδοξο Εκκλησία οριστικά το 498 και αποτέλεσαν ξεχωριστή Εκκλησία.  Ο Νεστοριανισμός διαδόθηκε στην Περσία, Ασσυρία, Χαλδαία, Αραβία, Ινδία όπου και ονομάσθηκαν «Χριστιανοί του Θωμά».

Η σπουδαιότητα της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου έγκειται στο ότι όρισε τις σχέσεις των δύο φύσεων στο Χριστό, της θείας και ανθρώπινης, και ομολόγησε την αγίαν Παρθένο «Θεοτόκο».  Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος φρούρησε την πίστη της Νικαίας και έσωσε αυτήν από τις καταστρεπτικές δυνάμεις της αίρεσης του Νεστορίου.  Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε και την αίρεση του Πελαγιανισμού, που δίδαξε ότι με την πτώση του Αδάμ δεν διαφθάρηκε η ανθρώπινη φύση και ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί πράττοντας το καλό με την ελευθέρα βούλησή του.



[1] Πρβλ.  Ευδοκίμωφ, Ορθοδοξία, σελ. 202-209.

[2] Meyendοrff, Theοlοgy, σελ. 147.

[3] Ματθ.1:18; 13:55.  Μάρκ. 3:31, 32; 6:3. Λουκ.2:33, 43, 48. Ιωάν. 2:1; 19:26.  Πράξεις1:14.

[4]Λουκ.1:31.

[5] Ματθ.1:20.

[6]Λουκ.1:43.

[7] Γαλ. 4:4.

[8] Ρωμ. 1:3.

[9] Ιγνατίου, Προς Σμυρναίους, 1, 1, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ.110.

[10] Του ιδίου, Προς Εφεσίους, 18, 2, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ.92.

[11] Ειρηναίου, Πανάριον, III, 19, 3, Migne, P.G., 7, 941.  Πρβλ.  Του ιδίου, Χατζηεφραιμίδη, σελ. 244-245.

[12] Ειρηναίου, Πανάριον, III, 22, 1-2, Migne, P.G., 7, 955-956.  Πρβλ.  Του ιδίου, Χατζηεφραιμίδη, σελ. 252-253.

[13] Τερτυλιανού, De carne Christi, 20, migne, P.L., 2, 830.

[14] Αθανασίου του Μεγάλου, Κατά Αρειανών, III, § 29, Migne,  P.G., 26, 385.

[15] Γρηγορίου του Θεολόγου, Επιστ. 101, § 4, Migne, P.G., 37, 176.

[16] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία εναντίον εκείνων που δεν ομολογούν την αγία Παρθένον ως Θεοτόκον, § 4, Migne, P.G., 76, 260.

[17] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις. Ότι η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, III, 56, 12, Migne,  P.G., 94, 1028.

[18] Μογίλα, στον Καρμήρη, Τα Δογματικά, τ. II, σελ. 613-614.

[19]Λουκ.1:34.

[20] Ματθ.1:23. Ησ. 7:14.

[21] Ματθ.1:20.

[22] Ιγνατίου, Προς Σμυρναίους, 1, 1, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ.110.

[23] Ιουστίνου, Απολογία Α΄, 33, § 4,  B, v. 3, P 178.  Του ιδίου, Διάλογος, 76-78,  B, v. 3, σελ. 280-282.

[24] Ησ. 7:14.

[25] Ειρηναίου, Πανάριον, βιβλίο III, κεφ. 21, § 1 and 22, 4, Migne, P.G., 7, 946 and 951.  Πρβλ.  Του ιδίου, Χατζηεφραιμίδη, σελ.247-248 and 2553-254.

[26] Τερτυλιανού, Apοlοgeticus, 21, migne, P.L., 1, 453.  Του ιδίου, De virg. vel. 6, migne, P.L., 1, 2946.  Του ιδίου, De carne Christi, 17, migne, P.L., 2, 827.  Του ιδίου,  De mοnοgamia, 8, migne, P.L., 2, 989.

[27] Ωριγένους, Κατά Κέλσου, I, 32,  B, v. 9, σελ. 92.

[28] Τρεμπέλα, Δογματική, τ. II, σελ. 208.

[29] Του ιδίου, Δογματική, τ. II, σελ. 208-209.

[30] Λουκ.2:23.  Ex. 13:1.

[31] Ωριγένους, Εις Λουκάν, Ομιλία 14, Migne, P.G., 13, 18 and 34.  Jez. 44:2.  Αμφιλοχίου Ικονίου, Εις την υπαπαντήν του Κυρίου, Ομιλία II, Migne, P.G., 39, 48-49.

[32] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Σρωματείς, VII, κεφ. XVI, Migne, P.G., 9, 529.

[33] Αμβροσίου, Επιστ. 42, migne, P.L., 16, 1172-1177.

[34] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις. Περί της γενεαλογίας του Κυρίου, και περί της αγίας Θεοτόκου, IV, 87, 14, Migne, P.G., 94, 1161.

[35] Επιφανίου, Πανάριον,, Αίρεσις LXXVII, βιβλίο III, § 1, P.G., 43, 641-699.

[36] Ιερωνύμου, De perpetua virginitate B. Marie Adversus Helvidium, migne, P.L., 23.

[37] Ματθ.1:25.

[38] Γεν. 8:7.

[39] Ματθ.28:20.

[40] Α΄ Θεσσ. 4:16-17.

[41] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις. Περί της γενεαλογίας του Κυρίου, και περί της αγίας Θεοτόκου, IV, 87, 14, Migne, P.G., 94, 1161.  Χρυσοστόμου, Εις Ματθαίον 1:25, Migne, P.G., 57, 58.  Ζιγαβινού, Εις Ματθαίον 1:25, Migne, P.G., 129, 136.

[42] Ωριγένους, Εις Λουκάν, Ομιλία 17, and Εις Ματθαίον, 13, 55,  B, v. 13, σελ. 13 and 29.

[43] Ωριγένους, Εις Ματθαίον, 13, 55,  B, v. 13, σελ. 29.

[44] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις. Περί της γενεαλογίας του Κυρίου, και περί της αγίας Θεοτόκου, IV, 87, 14, Migne, P.G., 94, 1161.

[45] Αμβροσίου, De St Virgin et S. Mariae virginitate perpetus, migne, P.L., 16, 319-348..

[46] Ιερωνύμου, De perpetua virginitate B. Marie Adversus Helvidium, migne, P.L., 23.

[47]  Αυγουστίνου, De haereasibus 56 and 84, migne, P.L., 42, 40 and 46.

[48] Επιφανίου, Πανάριον,, Αίρεσις LXXVII, βιβλίο III, § 1, P.G., 43, 641-699.

[49]  Αυγουστίνου, “Virgο cοncepit, virgο peperit, virgο permansit”, Sermο 51, 11, 18, migne, P.L., 38, 343.

[50] Μητσοπούλου, Θέματα, σελ. 151-154.

[51] Καρμίρη, Σύνοψις, σελ. 50.

[52] Φιλ. 3:6.

[53]  Αυγουστίνου, De natura et gratia, XXXVI, 42, migne, P.L., 44, 267.

[54] Ott, Precis, P 288.

[55] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις.Περί της γενεαλογίας του Κυρίου, και περί της αγίας Θεοτόκου, IV, 87, 14, Migne, P.G., 94, 1160.

[56] Πρβλ. Φραγκοπούλου, Χριστιανική Πίστις, σελ. 139-141.

[57] Συμεώνος, Ευρισκόμενα, Ομιλία XLV, σελ. 210-211.

[58] Λουκ. 1:43.

[59] Γαλ. 4:4.

[60] Tertullien, De carne Christi, 20, migne, P.L., 2, 830.

[61] Ιγνατίου, Εις Εφεσίους, 18, 2, στον Lightfoot, The Apostolic Fathers, σελ..92.

[62] Σωκράτους, Εκκλησιστική Ιστορία, VII, κεφ. 32, Migne, P.G., 67, 812.

[63] Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, εν Θεοδωρήτου, Εκκλησιστική Ιστορία, I, 3, Migne, P.G., 82, 908.

[64] Αθανασίου Αλεξανδρείας, Κατά Απολιναρίου 1, § 12, Migne, P.G., 26, 1113.  Ένθ’ ανωτέρω, Κατά Αρειανών, III, 29, Migne, P.G., 26, 385.

[65] Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 101, Migne, P.G., 37, 178.

[66] Α΄ Ανάθεμα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. 

[67] Κεφαλά, Σύνοδοι, σελ. 134-152.

[68] Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

[69] Κεφαλά, Σύνοδοι, σελ. 152-163.

[70] 6ος Κανών της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου. Pedalion, σελ. 299∙ 2ος Κανών της ιδίας Συνόδου, Πρβλ. Pedalion, σελ. 294-296.

[71] Κεφαλά, Σύνοδοι, σελ. 164-190.

[72] Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

[73] Α΄ Κορινθ. 15:21.

[74] Δαμασκηνού, Έκθεσις, Περί της αγίας Θεοτόκου∙ κατά Νεστοριανών. III, 12, Migne, P.G., 94, 1028, 1029 και 1032.

[75] Λαμπαδαρίου, Σταλλαγματιές, τ. Β΄, σελ. 267-271.