Η ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟ 1204 ΩΣ ΤΟ 1262)

 

ΜΕΡΟΣ Β’

 

Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ

 

 

 

Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος

 

 

 

Ἀ­φοῦ λοι­πόν, στό Α’ μέ­ρος δό­θη­κε τό ἱ­στο­ρι­κό πε­ρί­γραμ­μα ὅ­σων προ­η­γή­θη­καν τῆς κα­τά­κτη­σης τῆς Μεσ­ση­νί­ας ἀ­πό τούς Φράγ­κους, στοι­χεῖ­α ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τήν ἔν­τα­ξη τοῦ κυ­ρί­ως θέ­μα­τος τό­σο χρο­νο­λο­γι­κά ὅ­σο καί στίς ἱ­στο­ρι­κές συν­θῆ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, ἡ με­τά­βα­ση στίς ἀ­παρ­χές τῆς φραγ­κο­κρα­τί­ας τοῦ μεσ­ση­νια­κοῦ χώ­ρου ἔρ­χε­ται ὁ­μα­λά στήν φυ­σι­ο­λο­γι­κή της σει­ρά καί στίς σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν χω­ρίς ὁ ἀ­να­γνώ­στης νά εἰ­σά­γε­ται ἀ­πό­το­μα στό θέ­μα τῆς μεσ­ση­νια­κῆς κα­τά­κτη­σης, ἀ­φοῦ ἔ­χει ἤ­δη πλη­ρο­φο­ρεῖ γιά τά γε­γο­νό­τα πού ὁ­δή­γη­σαν σέ αὐ­τήν. Στό κλεί­σι­μο τοῦ Α’ μέ­ρους ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­ση τῶν συμ­βάν­των εἶ­χε φθά­σει στό ση­μεῖ­ο πού οἱ Φράγ­κοι ἦσαν ἕ­τοι­μοι νά εἰ­σέλ­θουν στήν Μεσ­ση­νί­α.

 

Πρῶ­τος σταθ­μός στήν πο­ρεί­α τους τό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας). Ἐ­πει­δή δέν ὑ­πῆρ­χε λι­μά­νι κα­τάλ­λη­λο γιά νά προ­σα­ρά­ξουν τά πλοῖα­ τῶν Φράγ­κων, ἀ­πο­φά­σι­σαν νά μήν μεί­νουν. Για­τί, σύμ­φω­να μέ πρό­τα­ση τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1662-1670), οἱ Φράγ­κοι στήν πο­ρεί­α τους θά πέρ­να­γαν ἀ­πό τά φρού­ρια ἐ­κεῖ­να τά πα­ρα­λια­κά (Κο­ρώ­νη, Με­θώ­νη, Κα­λα­μά­τα), πού θά μπο­ροῦ­σαν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τά λι­μά­νια τους, καί μέ τά πλοῖ­α τους νά ἀ­πο­κό­ψουν τόν ἐ­φο­δια­σμό τῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στῶν τῶν φρου­ρί­ων. Με­ρι­κοί μό­νον στρα­τι­ῶ­τες ἐ­πι­τέ­θη­καν σέ ντό­πιους πού βρί­σκον­ταν ἐ­κτός τῶν τει­χῶν. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι πρό­λα­βαν νά κα­τα­φύ­γουν στό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας, Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1685-1689).

 

Τό Γαλ­λι­κό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως εἶ­ναι τό μό­νο πού μᾶς δί­δει τήν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα πλη­ρο­φο­ρί­α πῶς στήν συ­νέ­χεια οἱ Φράγ­κοι κα­τέ­λα­βαν καί τήν Πύ­λο (Port de Junch τήν ὀ­νο­μά­ζει τό Chronique, παρ. 110).

 

Σύμ­φω­να μέ τίς ἄλ­λες πα­ραλ­λα­γές τῶν Χρο­νι­κῶν, οἱ Φράγ­κοι με­τά τήν Κυ­πα­ρισ­σί­α κα­τευ­θύν­θη­καν πρός τήν Με­θώ­νη (Μο­θώ­νη ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ δι­ά­φο­ρα χω­ρί­α, ἐ­νῶ ἀλ­λοῦ λ.χ. παρ. 329 τήν γρά­φει ὡς Mouton) καί βρῆ­καν ”τό κά­στρον ἦ­ταν ἔ­ρη­μον καί ὅ­λον χα­λα­σμέ­νο­ν” δι­ό­τι τό εἶ­χαν κα­τα­γρά­ψει πρω­τύ­τε­ρα οἱ Βε­νε­τοί (7), κα­θώς εἶ­χε γί­νει κέν­τρο Ἑλ­λή­νων πει­ρα­τῶν πού πα­ρε­νο­χλοῦ­σαν τά βε­νε­τσι­ά­νι­κα πλοῖ­α (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1690-1694). Ἀλ­λά καί ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος (La Conquete, παρ. 329) ἀ­να­φέ­ρει γιά τά τεί­χη τῆς Με­θώ­νης πώς ἦσαν γκρε­μι­σμέ­να. Ἑ­πό­με­νο φρού­ριο πού συ­νάν­τη­σαν ἦ­ταν αὐ­τό τῆς Κο­ρώ­νης, τό ὁ­ποῖ­ο, ἄν καί ”ἀχαμνό ἀ­πό τεί­χεα­ καί πύρ­γου­ς” προ­έ­βα­λε ἀν­τί­στα­ση. Οἱ Φράγ­κοι ἀ­ναγ­κά­σθη­καν νά βάλ­λουν κα­τά τοῦ φρου­ρί­ου μέ τριμ­που­τσέ­τα (εἶ­δος πο­λε­μι­κῆς βλη­τι­κῆς μη­χα­νῆς). Οἱ Κο­ρω­ναῖ­οι τό­τε πα­ρα­δό­θη­καν μέ τόν ὅ­ρο νά γί­νουν σε­βα­στά τά σπί­τια τους, ὅ­ρος πού ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτός. Ὁ Βιλ­λε­αρ­δουΐ­νος ἐγ­κα­τέ­στη­σε φράγ­κι­κη φρου­ρά καί φρού­ραρ­χο (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1696-1710 καί Chronique, παρ. 111).

 

Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, κα­τευ­θύν­θη­καν πρός τήν Κα­λα­μά­τα, ὅ­που βρῆ­καν φρού­ριο ἀ­νί­σχυ­ρο, ”ὡς μο­να­στή­ρι ἦτα­ν”, κα­θώς λέ­γει τό Χρο­νι­κό, καί τό κα­τέ­λα­βαν (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1711-1714, Chronique, παρ. 113). Ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ πάν­τως ὅ­τι ὁ Βι­λλεαρ­δου­ΐνος (La Conquete παρ. 330) μαρ­τυ­ρεῖ πώς τό κά­στρο τῆς Κα­λα­μά­τας ἦ­ταν ἰ­σχυ­ρό καί ἡ πο­λι­ορ­κί­α του δι­ήρ­κε­σε. Ἀλ­λά μᾶλ­λον ὀ­φεί­λου­με νά δε­χθοῦ­με πώς ὁ Φράγ­κος ἱ­στο­ρι­κός σφάλ­λει, κα­θώς ἡ Κα­λα­μά­τα βρί­σκε­ται σέ πε­δι­νό, ἀ­νοι­χτό μέ­ρος, γε­γο­νός πού κα­θι­στά τό φρού­ριό της ἀρ­κε­τά εὐ­κο­λο­πρό­σβλη­το.

 

Ὅ­ταν οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­μα­θαν τό πό­σο εἶ­χαν προ­χω­ρή­σει οἱ Φράγ­κοι κα­τα­κτη­τές, ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τούς ἀν­τι­με­τω­πί­σουν. Μα­ζεύ­θη­καν λοι­πόν Ἕλ­λη­νες μα­χη­τές ἀ­πό τίς πό­λεις Νι­κλί καί Βε­λι­γο­στή (τῆς Ἀρ­κα­δί­ας), ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Λα­κε­δαί­μο­νος καί τά χω­ριά τοῦ Λάκ­κου τῆς Μεσ­ση­νί­ας, κα­θώς καί Σλά­βοι Μη­λιγ­κοί ἀ­πό τόν Τα­ΰγε­το, σύ­νο­λο 4.000 πε­ζοί καί ἱπ­πεῖς, καί στρα­το­πέ­δευ­σαν στόν Χρυ­σο­ρέ­α (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1715-1725).

 

Ἀλ­λά καί οἱ Φράγ­κοι, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν τήν συ­νά­θροι­ση τῶν Ἑλ­λή­νων μα­χη­τῶν στόν Χρυ­σο­ρέ­α, κι­νή­θη­καν πρός τό ἴ­διο μέ­ρος ”καί πό­λε­μον ἐ­δώ­κα­σιν οἱ Φράγ­κοι καί οἱ Ρω­μαῖ­οι­” (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1729). Ἡ μά­χη δό­θη­κε ὄ­χι στόν Χρυ­σο­ρέ­α, ἀλ­λά στήν θέ­ση Κα­πη­σκιά­νους, στόν ”Κούντουρα ἐ­λαι­ῶ­να­” ὅ­πως ἀλ­λοι­ῶς τήν ὀ­νο­μά­ζει τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, κα­θώς οἱ Φράγ­κοι πέ­τυ­χαν νά πα­ρα­σύ­ρουν τούς Ἕλ­λη­νες σέ ἀ­νοι­χτό πε­δί­ο (στό ”Κούντουρα ἐ­λαι­ῶ­να­”) καί νά τούς νι­κή­σουν κα­τά κρά­τος, φο­νεύ­ον­τας ἀρ­κε­τούς ἀν­τι­πά­λους τους. Οἱ Φράγ­κοι ἀ­ριθ­μοῦ­σαν στήν μά­χη μό­νο 700 μα­χη­τές (8).

 

Καί ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἐ­πί­σης μνη­μο­νεύ­ει τήν μά­χη. Οἱ ἀ­ριθ­μοί πού ἀ­να­φέ­ρει γιά τίς δύ­ο ἀν­τί­πα­λες δυ­νά­μεις, ἄν καί δι­α­φέ­ρουν ἀ­πό τούς ἀν­τί­στοι­χους ἀ­να­φε­ρό­με­νους στό Χρο­νι­κό, βρί­σκον­ται στά ἴ­δια πε­ρί­που ἐ­πί­πε­δα (τό Χρο­νι­κό δί­νει 4.000 Ἕλ­λη­νες καί 700 Φράγ­κους, ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος πα­ρα­δί­δει 5.000 γιά τούς Ἕλ­λη­νες καί 500 γιά τούς Φράγ­κους). Σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­φή­γη­ση τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου (La Conquete παρ. 328 κ.ἑ.) οἱ Φράγ­κοι, ξε­κι­νών­τας ἀ­πό τήν Με­θώ­νη, προ­χώ­ρη­σαν σέ ἀ­πό­στα­ση μί­ας ἡ­μέ­ρας μέ τά ἄ­λο­γα, συ­ναν­τή­θη­καν μέ τούς Ἕλ­λη­νες, τούς ὁ­ποί­ους καί νί­κη­σαν θρι­αμ­βευ­τι­κά. Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος μᾶς πα­ρέ­χει καί τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ἀρ­χη­γός τῶν Ἑλ­λήνων ἦ­ταν κά­ποι­ος Μι­χά­λης (Michalis, ὅ.π. παρ. 301). Εἶ­ναι ἡ μό­νη πη­γή πού δι­α­σώ­ζει τό ὄ­νο­μα τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων. Πέ­ραν τοῦ ὀ­νό­μα­τος αὐ­τοῦ (Michalis) πε­ρισ­σό­τε­ρα συμ­πα­γῆ στοι­χεῖ­α πού νά μᾶς ὁ­δη­γή­σουν μέ βε­βαι­ό­τη­τα στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση κά­ποι­ου ἱ­στο­ρι­κοῦ προ­σώ­που καί τήν ταύ­τι­σή του μέ τόν  Μι­χά­λη, ἀρ­χη­γό τῶν Ἑλ­λή­νων στήν μά­χη τοῦ ”Κούντουρα ἐ­λαι­ῶ­να­”, δέν πα­ρέ­χον­ται. Ὑ­πάρ­χει πάν­τα ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά ὑ­πο­θέ­σου­με κά­ποι­ον. Ὡ­στό­σο, δέν μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λή­ξου­με μέ βε­βαι­ό­τη­τα βα­σι­ζό­με­νοι σέ ἕ­ναν ὑ­πο­θε­τι­κό συλ­λο­γι­σμό.

 

Ἄλ­λο προ­βλη­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ὁ χω­ρο­γρα­φι­κός ἐν­το­πι­σμός τοῦ πε­δί­ου τῆς μά­χης. Ἔ­χουν προ­τα­θεῖ δι­ά­φο­ρες θέ­σεις, ἀ­κό­μη καί ἐ­κτός τῆς Μεσ­ση­νί­ας. Τό στοι­χεῖ­ο τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νου ὅ­τι οἱ Φράγ­κοι ἀ­πό τήν Με­θώ­νη ὡς τήν το­πο­θε­σί­α τῆς μά­χης δι­ή­νυ­σαν ἀ­πό­στα­ση μί­ας ἡ­μέ­ρας ἔ­φιπ­ποι, ἀρ­κεῖ γιά νά ἀ­πο­κλεί­σει τίς ἐ­κτός μεσ­ση­νια­κοῦ χώ­ρου προ­τα­θεῖ­σες θέ­σεις. Με­ρι­κοί ἐ­ρευ­νη­τές (9) πα­ρα­σύρ­θη­καν ἴ­σως ἀ­πό τήν Ἰ­τα­λι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ Χρο­νι­κοῦ καί δι­α­τύ­πω­σαν τήν γνώ­μη ὅ­τι ἡ μά­χη ἔ­γι­νε στό ἀ­κρω­τή­ριο Σκι­έ­νο [Capo Schieno στό Ἰ­τα­λι­κό Χρο­νι­κό, Κα­πη­σκιά­νοι (;)], ὅ­μως δέν μπό­ρε­σαν νά ἐν­το­πί­σουν τέ­τοι­ο ἀ­κρω­τή­ριο.

 

Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη εἶ­ναι ἡ θέ­ση πού προ­τεί­νει ὁ Μουν­δρέ­ας. Ξε­κι­νών­τας μέ δε­δο­μέ­νη τήν θέ­ση στρα­το­πέ­δευ­σης τῶν Ἑλ­λή­νων στόν Χρυ­σο­ρέ­α (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1719) ὑ­πο­στη­ρί­ζει πώς τό το­πω­νύ­μιο Χρυ­σο­ρέ­ας δη­λώ­νει πο­τα­μό χρυ­σο­φό­ρο, πού κα­τε­βά­ζει ψήγ­μα­τα χρυ­σοῦ στήν ρο­ή του. Ταυ­τί­ζει λοι­πόν τόν Χρυ­σο­ρέ­α μέ τόν ση­με­ρι­νό Ξε­ρί­λα πο­τα­μό, πού χύ­νε­ται στόν Πά­μι­σο [βλ. Μουν­δρέ­α, ”Τοπωνυμικά τῆς Μεσ­ση­νί­ας (στήν ἐπο­χή τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας), στά ”Πρακτικά τοῦ Α’ Δι­ε­θνοῦς Συ­νε­δρί­ου Πε­λο­πον­νη­σια­κῶν Σπου­δῶ­ν”, Σπάρ­τη 1975, τ. Β’, σελ. 184-185].

 

Ὅ­ποι­ο ὅ­μως καί ἄν ἦ­ταν τό πε­δί­ο τῆς μά­χης (πάν­τως μέ­σα στόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο), τό ἀ­πο­τέ­λε­σμά της ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κό. Μέ αὐ­τήν τήν μό­νη μά­χη σέ ἀ­νοι­χτό πε­δί­ο, στούς Κα­πη­σκιά­νους, ἑ­δραι­ώ­θη­κε ὁ­ρι­στι­κά ἡ φραγ­κι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α στήν Μεσ­ση­νί­α (1205).

 

Γιά νά ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ ἡ κα­τά­κτη­ση ὅ­μως, ἀ­πέ­μει­νε νά κυ­ρι­ευ­θοῦν τά φρού­ρια τοῦ Ἀ­ρα­χλό­βου καί τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας). Ἔ­τσι, με­τά τό νι­κη­φό­ρο ἀ­πο­τέ­λε­σμα στούς Κα­πη­σκιά­νους, ὅ­μως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος συμ­βού­λευ­σε τόν Σαμ­πλίτ­τη νά κα­τα­λά­βουν τό Ἀ­ρά­χλο­βο (ὅ­πως καί ἔ­γι­νε, Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1756-1765) (10). Τό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας πο­λι­ορ­κή­θη­κε μέν, ἀλ­λά προ­έ­βα­λε ἰ­σχυ­ρή ἀν­τί­στα­ση, δι­ό­τι ἦ­ταν κα­λά ὀ­χυ­ρω­μέ­νο καί εἶ­χε πύρ­γο ἀ­πό τήν κλασ­σι­κή πε­ρί­ο­δο, ἀ­πό τήν ”ἐποχή τῶν Ἑλ­λή­νω­ν”, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει τό Χρο­νι­κό. Οἱ Φράγ­κοι ἀ­ναγ­κάσθη­καν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ”τριπουτσέτα” καί ”τζογρατάρους”. Οἱ Ἀρ­κα­δι­νοί τε­λι­κά πα­ρέ­δω­σαν τό φρού­ριο μέ τόν ὅ­ρο νά γί­νουν σε­βα­στά τά σπί­τια, οἱ ζω­ές καί οἱ πε­ρι­ου­σί­ες τους (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1765-1790, Γαλ­λι­κό Χρο­νι­κό παρ. 115).

 

Τό 1205 ἡ Μεσ­ση­νί­α βρί­σκε­ται ὑ­πό φραγ­κι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί τό πιό με­γά­λο μέ­ρος τῆς Πε­λο­πον­νή­σου, ἄν ἐξαι­ρέ­σου­με ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ο­χές λ.χ. τήν Μο­νεμ­βα­σιά, τό Ναύ­πλιο καί τήν Κό­ριν­θο.

 

 

 

                                    Συ­νε­χί­ζε­ται…

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα