Η ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ – ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

Ἀρχιμ. Κυρίλου

(Κεφαλοπούλου)

 

 Ὁ μοναχός, ἀπὸ θεϊκὴ κλήση καὶ προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ ἀφιέρωση, ἀκολουθεῖ τὸ μονοπάτι τῆς ἀσκήσεως, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ κλειδιὰ ποὺ τὸν ὁδηγοῦν στὸν οὐράνιο Πατὲρα. Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναχῶν ἀρχικὰ ἦταν ἀναχωρητικὸς καὶ ἐρημικὸς (4ος αἰ.)καὶ κατόπιν ὀργανώθηκε σὲ κοινοβιακὰ πρότυπα, σὲ μονές, σὺμφωνα μὲ τοὺς κανόνες καὶ τοὺς ὅρους ποὺ ἔθεσε ὁ Μέγ. Βασίλειος(ἀκόμη ἕως σήμερα στὴ Δύση οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν ἀνατολικὸ ὀρθόδοξο μοναχισμὸ ὀνομάζονται ”βασιλειανοί μοναχοί”).Ἔχει ἑπομένως ἐνδιαφέρον νὰ ἐξετάσουμε πῶς ὁ Μέγ. Βασίλειος, αὐτὸς ὁ μέγας ἀσκητὴς τῶν ὀρέων τοῦ Πόντου καὶ Καππαδοκίας καὶ θεμελιωτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, βλέπει τὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ μοναχοῦ. Ὁδηγός μας θὰ εἶναι τὰ ἀσκητικὰ συγγράμματά του ”Ἀσκητικὴ προδιατύπωσις”, ”Ὅροι κατὰ πλὰτος”, ” Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν”, ”Λόγοι ἀσκητικοί”.

 Ὑπάρχει ἕνα χωρίο τοῦ Μεγ. Βασιλείου ποὺ συμπυκνώνει τὸ βαθὺ νόημα τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὸ ὁποῖο περιγράφει τὸ πῶς ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ συγκεντρώσει τὴ διάνοιά του περὶ τὸν Θεὸν καὶ μὴν διασπᾶται ἡ σκέψη του σὲ κοσμικὰ ζητήματα. Ἔτσι, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νήψη(αὐτοσυγκέντρωση τῆς σκέψης στὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἱερὰ ἡσυχία) θὰ ὁδηγηθεῖ στὴν κάθαρση τῶν παθῶν καὶ τὴν θεία ἔλλαμψη τοῦ νοῦ. ” Ὁ νοῦς ἂς μὴν διασκορπίζεται στὰ ἐξωτερικά, οὔτε μέσω τῶν αἰσθήσεων νὰ διαχέεται στὸν κόσμο, νὰ ἐπανέρχεται πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας, καὶ ἀπὸ αὐτὸν νά ἀναβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ περιλάμπεται καὶ ἐκλάμπεται ἀπὸ τὸ θεϊκὸ κάλλος ξεχνᾶ τὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ οὔτε ἡ φροντίδα τῆς τροφῆς, οὔτε ἡ μέριμνα τῆς ἐνδυμασίας αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, μεταθέτει ὅλο του τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐνασχόλησή του στὴν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν”. Οὕτω γινόμεθα ναὸς Θεοῦ, ὅταν μὴ φροντίσι γηίναις τὸ συνεχές τῆς μνήμης διακόπτηται, ὅταν μὴ τοῖς ἀπροσδοκήτοις πάθεσι ὁ νοῦς ἐκταράττηται, ἀλλὰ πάντα ἀποφυγῶν ὁ φιλόθεος ἐπὶ Θεὸν ἀναχωρῆ”.

 Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι ἀσκητική, ἀποκομμένη καὶ ἀπογυμνωμένη ἀπὸ κοσμικὲς ὑποχρεώσεις καὶ γήινες ἀσχολίες. Ὁ μοναχὸς  ζεῖ βίο ἀκτήμονα καὶ ἀπράγμονα, ἐν πτωχείᾳ δηλ. καὶ χωρὶς μέριμνες τῆς καθημερινότητας, διότι ὁ σκοπὸς του εἶναι νὰ γίνει ”τῶν οὐρανίων πολιτευμάτων ἐραστὴς καὶ τῆς ἀγγελικῆς διαγωγῆς πραγματευτὴς καὶ τῶν ἁγίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ συστρατιώτης”. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀπαλλαγεῖ κάποιος ἀπὸ τὶς ἐξαρτήσεις τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ κάθε τί ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο ἔναντι  τοῦ αἰωνίου. Σὲ αὐτὸ συνίσταται ἡ προσπάθεια τοῦ μοναχοῦ ποὺ εἶναι μία σταυρικὴ καὶ ἀσκητικὴ ἀνάβαση ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμὸ στὴν ἀποταγὴ(ἀποκήρυξη τῶν κοσμικῶν), ὑποταγὴ στὸν ἡγούμενο ἢ τὸν πνευματικό του γέροντα, ὑπακοὴ καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες. Ὁ Μέγ. Βασίλειος συμβουλεύει τοὺς μοναχοὺς νὰ βροῦν καλὸ πνευματικὸ γέροντα, ἔμπειρο καθοδηγητὴ ”καλῶς ἐπιστάμενον ὁδηγεῖν τούς πρὸς τὸν Θεὸν πορευομένους, ἐκ τῶν οἰκείων ἔργων τὴν μαρτυρίαν ἔχοντα τῆς πρὸς Θεὸν ἀγάπης, γνῶσιν ἔχοντα τῶν θείων Γραφῶν, ἀπερίσπαστον, ἡσύχιον, θεοφιλῆ, φιλόπτωχον, ἀμνησίκακον, πολὺν εἰς οἰκοδομὴν τῶν ἐγγιζόντων αὐτ…” 

 Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ καταστεῖ καθαρὸς στὴν καρδιὰ καὶ τὴ σκέψη, μία ὕπαρξη ὁλόψυχα ἀφοσιωμένη στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μετάνοια.”Οὗτος ἀληθινὸς τῷ ὄντι μοναχός, ὁ νῆψιν κατορθῶν. Καὶ οὗτος ἀληθινὸς νηφάλιος, ὁ ἐν καρδίὢν μοναχὸς”(ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος).”Μοναχός ἐστι νοῦς, ὁ τῇ  αἰσθήσει ἀποταξάμενος καὶ λογισμὸν ἡδονῆς μηδὲ ἰδεῖν ἀνεχόμενος”(ὅσιος Θαλάσσιος). ”Πλοῦτος μοναχοῦ ἐστιν ἡ παράκλησις ἡ γενομένη ἐκ τοῦ πένθους, καὶ ἡ χαρὰ ἡ ἐκ πίστεως, ἡ ἐν τοῖς ταμείοις τῆς διανοίας λάμπουσα”(ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος), γιὰ νὰ παραθέσουμε καὶ μερικὲς γνῶμες ἄλλων Πατέρων.

 Μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ὁ μοναχὸς ἀκολουθεῖ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ὅτι ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὴ συνίσταται στὴν ἐφαρμογὴ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν στὸ ἐπίπεδο τῆς καθημερινότητας. Ὁ μοναχὸς ἀσκεῖται σωματικὰ μὲ τὴν ἐγκράτεια τοῦ σώματος στή διατροφὴ καὶ τὴ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων, τὴν ἐργασία του(τὸ διακόνημα στὴ μονή),μὲ τὴ λιτὴ ἐνδυμασία καὶ τὸν ἁπλὸ τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς. Μὲ τὴ νηστεία, τὶς προσευχές, τὴν ἀγρυπνία, τὴν ὑπακοή, τὰ διακονήματα καὶ τὴν ἐργασία τῶν χειρῶν του ὁ μοναχὸς σκληραγωγεῖ τὸ σῶμα του καὶ καταπολεμᾶ τὰ πάθη τῆς φιλαυτίας, τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ἀνέσεων ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ σάρκα καὶ μάχεται τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ ἡ προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἐπιφέρει. Ἡ σωματικὴ ἄσκηση τοῦ μοναχοῦ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση καὶ ἡ πρώτη ἀποτελεῖ βάθρο καὶ προϋπόθεση γιὰ τὴν δεύτερη. Παρὰλληλα μὲ τὴ συνεχῆ προσευχὴ καὶ τὶς ἀγρυπνίες ὁ μοναχὸς διατηρεῖ στὴν καρδιὰ του ὠφέλιμους καὶ πνευματικὰ καρποφόρους λογισμοὺς ποὺ ἐνισχύονται ἀπὸ τὴν ἀκρόαση ἢ τὴ μελέτη τῶν θείων λόγων, τῆς πατερικῆς, ἀσκητικῆς καὶ νηπτικῆς γραμματείας. Ἔτσι, συνολικά, ὁ μοναχὸς γυμνάζεται σωματικὰ καὶ πνευματικά, ἀντιμάχεται τοὺς σαρκικοὺς καὶ νοεροὺς πειρασμοὺς ποὺ τοῦ προβάλλει ὡς ἐμπόδια ὁ Πονηρός. Μέσα στὸ μοναστήρι, στὴν πνευματικὴ οἰκογένεια τῶν μοναχῶν, τὸ κοινόβιο καθίσταται θεραπευτήριο τῶν παθῶν, ἐργαστήριο καλλιέργειας τῶν ἀρετῶν τῆς ἐγκράτειας, τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς φιλάδελφης ἀγάπης, ποὺ γίνονται τὰ πνευματικὰ ἐφόδια τοῦ μοναχοῦ γιὰ νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ γήινα βαρίδια καὶ νὰ ἀνέλθει ἡ ψυχὴ στὰ οὐράνια.

Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ ζεῖ μέσα στὸ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς μονῆς καὶ νὰ ἀποφεύγει τὶς πολλὲς ἐπικοινωνίες μὲ τὸν κόσμο, διότι ἔτσι διασκορπίζεται ὁ νοῦς του σὲ πολυπράγμονες ὑποθέσεις καὶ χάνει τὸ στόχο του. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι τελείως ἀποκομμένος ἢ ὅτι δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν κόσμο. Ἀντιθέτως, ἡ ἀποστολή του, ἡ προσευχὴ του περικλείει ὅλους τους ἀνθρώπους. Ὁ μοναχὸς ἀγωνίζεται νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ ἀγαπήσει καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἰδίως ὅσους ἀντιμετωπίζουν δυσκολίες πνευματικές. Ὁ μοναχὸς ”ὁ λογιζόμενος τὴν προκοπὴν καὶ τὴν σωτηρίαν πάντων ὡς ἰδίαν προκοπὴν καὶ σωτηρίαν”εἶναι μακάριος, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ὁσίου Νείλου. Ὁ μοναχὸς μὲ τὴν προσευχὴ του ἀγωνιᾶ πνευματικὰ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους ἄσχετα ἂν ζεῖ μόνος στὸ μοναστήρι. Καὶ ἀφοῦ γίνει ὁ ἴδιος φῶς  φωτίζει καὶ ἀνὰπαύει πνευματικά τούς κουρασμένους ἀπὸ τὴν καθημερινότητα ἀνθρώπους.

Ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ ὅσιος Νεῖλος, ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ ”πάντων χωρισθείς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος”. Ὁ μοναχὸς ποὺ πάσχει γιὰ τὰ θεῖα καὶ ἀγωνίζεται νὰ καθάρει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη, βλέπει μὲ πολλὴ συμπάθεια, ἀγάπη καὶ κατανόηση κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ καταπονημένο ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος, ἔχοντας τὴν πνευματικὴ καὶ βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, μπορεῖ νὰ προσφέρει στὴν  κοινωνία καὶ σὲ πολλὲς μεμονωμένες περιπτώσεις τὴ θέαση ἑνὸς διαφορετικοῦ τρόπου ζωῆς, γνήσια εὐαγγελικῆς καὶ χριστιανικῆς, καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ.