Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Λάμπρος Κ. Σκόντζος

Θε­ο­λό­γος–Κα­θη­γη­τής

 

Δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὴ θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τοῦ Ἕλ­λη­να, αὐ­τὴ εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θρη­σκεί­ας κα­τὰ τὴν πρώ­ϊμη ἀρ­χαι­ό­τη­τα στὴν Ἑλ­λά­δα ἦ­ταν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ὑ­πό­θε­ση. Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, ὁ πιὸ σε­βά­σμιος, ἦ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Στὸ οἰ­κο­δο­μι­κὸ συγ­κρό­τη­μα ὑ­πῆρ­χε ἰ­δι­αί­τε­ρος χῶ­ρος γιὰ θρη­σκευ­τι­κὲς τε­λε­τουρ­γί­ες. Ἀ­κό­μα καὶ τὰ με­γά­λα κέν­τρα τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς θρη­σκεί­ας (Δω­δώ­νη, Δελ­φοί, Ἐ­λευ­σίς, Ὀ­λυμ­πί­α, κ.λ.π.), ἦ­ταν ἀρ­χι­κὰ ἰ­δι­ω­τι­κὰ ἱ­ε­ρὰ καὶ ἀ­νῆ­καν σὲ οἰ­κο­γέ­νει­ες. Ἡ βά­ση τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς λα­τρεί­ας ἦ­ταν ἡ προ­γο­νο­λα­τρεί­α, ὅ­που λα­τρεύ­ον­ταν οἱ νε­κροὶ πρό­γο­νοι τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Πι­στευ­ό­ταν ὅ­τι αὐ­τοὶ μπο­ροῦ­σαν νὰ πα­ρέμ­βουν κα­τα­λυ­τι­κὰ στὴ ζω­ὴ τῶν ζων­τα­νῶν με­λῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο σμι­λεύ­ον­ταν μί­α κα­τα­πλη­κτι­κὴ ἱ­στο­ρι­κὴ μνή­μη γιὰ τοὺς νε­κρούς, τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά τους καὶ τὰ κα­τορ­θώ­μα­τά τους. Ἔ­τσι προ­ῆλ­θε μὲ τὸν και­ρὸ ἡ ἡ­ρω­ο­λα­τρί­α, ἡ ὁ­ποί­α θὰ πά­ρη ἀρ­γό­τε­ρα με­γά­λες δι­α­στά­σεις στοὺς ἱ­στο­ρι­κοὺς χρό­νους. Ὁ Ἡ­ρα­κλῆς,Θη­σέ­ας,Ἀ­χιλ­λέ­ας, Περ­σέ­ας,Με­λά­νιπ­πος,Με­λέ­α­γρος, καὶ ἄλ­λοι πολ­λοὶ ἥ­ρω­ες, γό­νοι ἐ­πι­φα­νῶν ἀρ­χαί­ων πα­τρι­ῶν, ἔ­λα­βαν πα­νελ­λή­νια ἀ­να­γνώ­ρι­ση ὡς κοι­νοὶ πρό­γο­νοι καὶ ἐν­τά­χτη­κε ἡ λα­τρεί­α τους σὲ ὅ­λες τὶς πό­λεις. Ἐ­πί­σης ἀρ­χαῖ­ες οἰ­κο­γε­νεια­κὲς λα­τρεῖ­ες το­πι­κῶν θε­ο­τή­των ἀ­να­μεί­χτη­καν μὲ τὶς θε­ό­τη­τες ἄλ­λων οἰ­κο­γε­νει­ῶν καὶ πα­τρι­ῶν, ὥ­στε στὸ τέ­λος ἔ­γι­ναν θε­οὶ ὅ­λων τῶν Ἑλ­λή­νων. Αὐ­τὸ συ­νε­τέ­λε­σε, στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­θνι­κό­τη­τας, δι­ό­τι εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι οἱ φυ­λὲς στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ χῶ­ρο, ἀρ­χι­κὰ δὲν εἶ­χαν τί­πο­τε τὸ κοι­νὸ με­τα­ξύ τους, ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξε ὁ με­γά­λος με­λε­τη­τὴς τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δος Σου­η­δὸς κα­θη­γη­τὴς M. Nilsson.

Κά­θε οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἐκ­δή­λω­ση εἶ­χε καὶ ἀν­τί­στοι­χη θρη­σκευ­τι­κὴ οἰ­κο­γε­νεια­κὴ τε­λε­τουρ­γί­α, ὅ­πως ἡ γέν­νη­ση, ἡ ὀ­νο­μα­το­δο­σί­α, ὁ γά­μος, ἤ ὁ θά­να­τος. Ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἑ­ορ­τὴ «Ἀ­πα­τού­ρια» λ.χ. στὴν Ἀ­θή­να εἶ­χε ἀ­να­χθεῖ σὲ ση­μαν­τι­κὸ πο­λι­τι­κὸ γε­γο­νός, δι­ό­τι κα­τ᾿ αὐ­τὴ ἐν­τάσ­σον­ταν στὴν ἀ­θη­να­ϊ­κὴ κοι­νω­νί­α οἱ ἔ­φη­βοι Ἀ­θη­ναῖ­οι καὶ ἔ­δι­ναν τὸν ὅρ­κο τοῦ πο­λί­τη στὸ να­ὸ τῆς το­πι­κῆς θε­ό­τη­τας Ἀ­γραύ­λου. Οἱ ἔ­φη­βοι Σπαρ­τιᾶτες γι­νό­ταν πο­λί­τες μὲ τε­λε­τουρ­γί­α στὸ να­ό τῆς Ὀρ­θί­ας Ἀρ­τέ­μι­δος, μὲ τὴ γνω­στὴ τε­λε­τὴ τῆς μα­στί­γω­σής τους. Ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια εἶ­χε ἐ­πω­μι­σθεῖ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ δί­νη στὴν κοι­νω­νί­α κα­λοὺς καὶ ἀ­γα­θοὺς πο­λί­τες.

Ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς συ­νεί­δη­σης καὶ τῆς εὐ­σέ­βειας συ­νε­χί­στη­κε καὶ συ­νε­χί­ζε­ται ὡς τὰ σή­με­ρα. Στὸ κα­κῶς λε­γό­με­νο Βυ­ζάν­τιο, ποὺ γιὰ μᾶς εἶ­ναι ἡ Ρω­μα­νί­α, ὁ με­σαι­ω­νι­κὸς Χρι­στι­α­νι­κὸς Ἑλ­λη­νι­σμός, «τὸ Γέ­νος τῶν Ρω­μαί­ων» κα­τὰ τὸν π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό, ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς συ­νεί­δη­σης στὴν οἰ­κο­γέ­νεια θὰ πά­ρη νέ­α πνο­ὴ καὶ θὰ ἀ­πο­κτή­ση και­νού­ργια ὁρ­μή. Ἡ ἐ­θε­λού­σια καὶ ἐ­λεύ­θε­ρη με­τα­στρο­φὴ τῶν Ἑλ­λή­νων στὴν ἀ­πο­κε­κα­λυ­μέ­νη ἐν τῷ σαρ­κω­μέ­νῳ Λό­γῳ τοῦ Θε­οῦ νέ­α πί­στη, ἔ­δω­σε στὸ θε­σμὸ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας νέ­ο πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ δυ­να­μι­κή. Ἡ νέ­α χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια δὲ ὑ­πάρ­χει ἁ­πλὰ νὰ παι­δο­ποι­ῆ καὶ νὰ τρο­φο­δο­τῆ τὴν πο­λι­τεί­α μὲ κα­λοὺς πο­λί­τες, ἀλ­λὰ νὰ φέρ­νει στὸν κό­σμο νέ­ες ὑ­πάρ­ξεις, ἀν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα μο­να­δι­κὰ καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτα, εἰ­κό­νες τοῦ Θε­οῦ, τὰ ὁ­ποί­α θὰ ἐν­τα­χθοῦν στὸ λα­ό Του, ὡς πο­λί­τες τῆς βα­σι­λεί­ας Του, προ­ο­ρι­σμέ­νοι γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα καὶ τὴ θέ­ω­ση. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ θὰ δώ­ση στοὺς χρι­στια­νοὺς γο­νεῖς τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση ὄ­χι ἁ­πλὰ νὰ καλ­λι­ερ­γοῦν μί­α κά­ποι­α θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα στὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ παι­διά, ἀλ­λὰ νὰ τὰ ἐν­τάσ­σουν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴ σω­στι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς σω­τη­ρί­ας, δη­λα­δὴ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, καὶ εἶ­ναι, ἡ «κα­τ᾿ οἶ­κον Ἐκ­κλη­σία»­,  ὅ­που συν­τε­λεῖ­ται τὸ μυ­στή­ριο τῆς ζω­ῆς, ἀ­σκεῖ­ται ἡ ἀ­ρε­τὴ τῆς ἀ­γά­πης καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἡ προ­ο­πτι­κή τῆς σω­τη­ρί­ας. Τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα εἶ­ναι ἄ­πει­ρα. Ὑ­πέ­ρο­χοι χρι­στια­νοὶ γο­νεῖς ἔ­δω­σαν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν κοι­νω­νί­α με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ση­μά­δε­ψαν τὴν πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου. Ὁ  Μέ­γας Βα­σί­λει­ος,Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος,Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος,ἱ­ε­ρὸς Αὐ­γου­στί­νος,Μέ­γας Φώ­τιος,Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, κ.ἄ.  Ἦ­ταν γό­νοι πι­στῶν χρι­στι­α­νι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα, τέ­κνα εὐ­σε­βῶν μη­τέ­ρων, ὅ­πως τῆς Ἐμ­μέ­λειας, τῆς Νό­νας, τῆς Ἀν­θοῦ­σας, τῆς Μό­νι­κας.

Οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πῆρ­ξαν ὁ ἰ­σχυ­ρὸς κα­τα­λύ­της τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ὅ­πως ἡ «μι­κρὰ ζύ­μη ὅ­λον τὸ φύ­ρα­μα ζυ­μοὶ» (Α΄κορ. 5,6), κα­τὰ τὸν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, «ζύ­μω­σαν» τὸν κό­σμο. Ἄλ­λω­στε οἱ χρι­στια­νοὶ εἶ­ναι ἡ ψυ­χὴ τοῦ κό­σμου, σύμ­φω­να μὲ τὸ ση­μαν­τι­κό­τα­το ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ κεί­με­νο τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ­ῶνα «Πρὸς Δι­ό­γνη­τον Ἐ­πι­στο­λὴ». Ἀ­κό­μα εἶ­ναι «ἡ χώ­ρα τοῦ Ἀ­χώ­ρη­του, ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει τὸν κό­σμο», κα­τὰ τὸν π. Βα­σί­λει­ο Γον­τι­κά­κη. Πά­νω στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια στη­ρί­χτη­κε τὸ θε­ο­σω­στὸ κρά­τος τῆς Ρω­μα­νί­ας, τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς Οἰ­κου­μέ­νης, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­δω­σε ἀ­σύγ­κρι­τα πε­ρισ­σό­τε­ρα στὸν παγ­κό­σμιο πο­λι­τι­σμό, ἀ­πὸ ὅ­σα νο­μί­ζουν με­ρι­κοί. Ἡ χι­λι­ό­χρο­νη λαμ­πρὴ ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στη­ρί­χτη­κε ἀ­ναμ­φί­βο­λα στὶς ἀ­ξί­ες ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν οἱ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμέ­νοι λα­οί της, τοὺς ὁ­ποί­ους ἕ­νω­νε ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο ἔ­παι­ξε ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, τὸ πρω­ταρ­χι­κὸ αὐ­τὸ κύτ­τα­ρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς Οἰ­κου­μέ­νης. Καὶ ὅ­ταν ἀ­κό­μη θὰ πα­ρακ­μά­ση τὸ κρά­τος, γιὰ τοὺς γνω­στοὺς λό­γους, ἡ οἰ­κο­γέ­νεια θὰ πα­ρα­μεί­νη ἰ­σχυ­ρὴ γιὰ νὰ δι­α­τη­ρῆ ἄ­σβε­στη τὴ ρω­μαί­ϊκη πα­ρά­δο­ση στὶς ψυ­χὲς τῶν Ρω­μη­ῶν, δη­λα­δή, ὅ­λων τῶν ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξε ἡ ἀ­εί­μνη­στη κα­θη­γή­τρια Ἀγ­γε­λι­κὴ Λα­ΐ­ου σὲ πε­ρι­σπού­δα­στη ἐρ­γα­σί­α της.

       Ἔ­τσι ἡ ρω­μαί­ϊκη πα­ρά­δο­ση δὲ θὰ σβή­ση καὶ με­τὰ τὴν πτώ­ση τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας. Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια θὰ συ­νε­χί­ζη νὰ εἶ­ναι βα­θύ­τα­τα χρι­στι­α­νι­κὴ καὶ θὰ ἐ­πι­τε­λῆ τὸν ὑ­πέρ­τα­το σκο­πό της νὰ σμι­λεύ­η προ­σω­πι­κό­τη­τες, εἰ­κό­νες τοῦ Θε­οῦ. Στοὺς δύστη­νους χρό­νους τῆς δου­λεί­ας δύ­ο πα­ρά­γον­τες θὰ σώ­σουν τὸ Γέ­νος: Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς θὰ στη­ρι­χτῆ πά­νω σὲ αὐ­τὰ τὰ δύ­ο βά­θρα γιὰ νὰ δι­α­νύ­ση τὰ τε­τρα­κό­σια σκο­τει­νὰ χρό­νια τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς δου­λεί­ας. Εἶ­ναι γνω­στὸ πὼς οἱ ὑ­πό­δου­λοι Ἕλ­λη­νες, ἔ­χον­τας στὴν ψυ­χο­σύν­θε­σή τους τὸν Ὀρ­θό­δο­ξο τρό­πο ζω­ῆς, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ὑ­πο­δού­λω­ση, συ­νέ­χι­σαν τὴν κοι­νω­νι­κή τους ὀρ­γά­νω­ση, πά­νω στὶς ἀρ­χὲς τῶν πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῶν Κοι­νο­τή­των. Πρω­ταρ­χι­κὸς πυ­ρή­νας αὐ­τῆς τῆς ὀρ­γά­νω­σης ἦ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Πολ­λὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες μα­ζὶ ἀ­πο­τέ­λε­σαν τὴν Κοι­νό­τη­τα, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξαν­τλοῦν­ταν ὅ­λες οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν Ρω­μηῶν. Μὲ πνεῦ­μα πρω­το­φα­νοῦς ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης ἐ­πέ­λυ­αν τὰ προ­βλή­μα­τά τους. Μὲ δι­ά­θε­ση εἰ­λι­κρι­νοῦς συ­νερ­γα­σί­ας ἐρ­γά­ζον­ταν γιὰ τὴν κοι­νὴ προ­κο­πή. Θυ­μη­θεῖ­τε τὰ Ἀμ­πε­λά­κια. Ὅ­λη ἡ ὑ­πό­δου­λη ἐ­πι­κρά­τεια τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων λει­τουρ­γοῦ­σαν σὰν τὰ Ἀμ­πε­λά­κια καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δι­α­σώ­θη­κε ὁ Γέ­νος, με­γα­λούρ­γη­σε καὶ στὸ τέ­λος ἀ­πο­τί­να­ξε τὸ βάρ­βα­ρο Ἀσιά­τη τύ­ραν­νο μὲ τὸν ἄ­νι­σο τι­τά­νιο ἀ­γῶνα του. Μέ­σα στὴν πο­νε­μέ­νη ρω­μαί­ϊκη οἰ­κο­γέ­νεια καλ­λι­ερ­γοῦν­ταν ἀ­πὸ τὸν κου­ρα­σμέ­νο πα­τέ­ρα καὶ τὴν κα­τα­πι­ε­σμέ­νη μάν­να ἡ πί­στη στὸ Σω­τῆρα Χρι­στὸ καὶ ἡ ἐλ­πί­δα γιὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Πα­τρί­δας. Τὰ σκλα­βω­μέ­να ἑλ­λη­νό­που­λα γέ­μι­ζαν τὴν ψυ­χή τους μὲ Χρι­στὸ καὶ Ἑλ­λά­δα. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὅ­ταν με­γά­λω­ναν ἀ­γω­νί­ζον­ταν καὶ ἔ­δι­ναν συ­χνὰ τὴ ζω­ή τους, στὸ Χρι­στὸ ὡς Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, ποὺ ἦ­ταν ταυ­τό­χρο­να καὶ Ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρες. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ στὸ σύ­νο­λό τους οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τῆς ἐ­θνι­κῆς μας πα­λιγ­γε­νε­σί­ας ἀ­γω­νί­στη­καν καὶ νί­κη­σαν γιὰ τοῦ «Χρι­στοῦ τὴν πί­στη τὴν ἁ­γί­α καὶ τῆς Πα­τρί­δος τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α». Κά­τι ποὺ δὲ μπό­ρε­σαν νὰ κα­τα­λά­βουν καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο νὰ «χω­νέ­ψουν» οἱ δυ­τι­κο­θρεμ­μέ­νοι «δι­α­νο­ού­με­νοι», τύ­που Κο­ρα­ῆ, τοὺς ὁ­ποί­ους με­γά­λω­σαν «νταν­τά­δες» καὶ ὄ­χι μα­ννά­δες στὰ ἀρ­χον­τι­κά τῆς Δύ­σε­ως, καὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦρ­θαν κα­τό­πιν στὴν Ἑλ­λά­δα γιὰ νὰ «φω­τί­σουν» τὸν «ἀ­γράμ­μα­το» Μα­κρυ­γιά­ννη, τὸν «ἄ­ξε­στο» Κο­λο­κο­τρώ­νη καὶ τόν «ἀ­γροῖ­κο» Κα­νά­ρη!

Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἥ­ρω­ες τῶν κα­το­πι­νῶν ἀ­γώ­νων τοῦ Ἔ­θνους μας δι­α­πνέ­ον­ταν ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια ἰ­δε­ώ­δη. Οἱ ἀ­εί­μνη­στοι Μα­κε­δο­νο­μά­χοι μας δι­α­πνέ­ον­ταν ἀ­πὸ ἀ­κλό­νη­τη πί­στη στὸ Χρι­στό, μὲ τραν­τα­χτὸ πα­ρά­δειγ­μα τὸν Παῦ­λο Με­λᾶ. Οἱ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὶ καὶ οἱ στρα­τι­ῶ­τες στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α εἶ­χαν μα­ζί τους μι­κρὰ εἰ­κο­νί­σμα­τα, ποὺ τοὺς τὰ εἶ­χαν δώ­σει οἱ μη­τέ­ρες τους ὅ­ταν ἔ­φευ­γαν γιὰ τὴ μοι­ραί­α ἐκ­στρα­τεί­α, γιὰ φυ­λα­κτό. Οἱ πο­λε­μι­στὲς τῆς Πίν­δου στὸ ἔ­πος τοῦ ᾿40, ἔ­φυ­γαν γιὰ τὸ μέ­τω­πο μὲ τὴν εὐ­χὴ τῆς μάν­νας τους: «Ἡ Πα­να­γιὰ μα­ζί σου». Δὲν εἶ­ναι λί­γοι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ στὴ φω­τιὰ τῆς μά­χης ἔ­βλε­παν μί­α πε­λώ­ρια γυ­ναί­κα νὰ κα­τα­δι­ώ­κη τοὺς ὑ­περ­φί­α­λους ἐ­χθρούς τῆς Ἑλ­λά­δος καὶ νὰ προ­στα­τεύ­η τὰ παι­διά της, ποὺ ἔ­δι­ναν τὸ δί­και­ο ἀ­γώ­να γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α της.

 

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα