Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Ἰωάννη Ἐλ. Σιδηρᾶ

Θεολόγου – Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ – Νομικοῦ

Ἡ τέχνη τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μοναδικῆς καλλιτεχνίας καὶ ὑψηλῆς θεολογικῆς προσεγγίσεως ἀριστουργήματα, στὰ ὁποῖα ἀπεικονίζεται τὸ μεμαρτυρημένο γεγονὸς τῆς Θείας Ἐπιφανείας, τῶν Θεοφανείων ἢ Φώτων, κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπὸ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ.

Οἱ ἴδιες οἱ ἁγιογραφημένες παραστάσεις τῆς βαπτίσεως τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπομνηματίζουν θεολογικὰ τὸ γεγονὸς μὲ ἕναν μοναδικὰ ἀριστοτεχνικό, σαφῆ καὶ εὔληπτο τρόπο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ ὀρθόδοξες ἁγιογραφίες, ὡς ὑψηλὴ ἔκφραση τῆς βυζαντινῆς τέχνης καὶ ὁρατὴ-ἁπτὴ ἀπεικόνιση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀποτελοῦν τὸ «σχολεῖο τοῦ λαοῦ».

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκονογραφημένης παράστασης τῆς Βαπτίσεως διὰ χειρὸς Φώτη Κόντογλου

Ὁ πολὺς ὀρθόδοξος Ἁγιογράφος, ἀοίδιμος Φώτιος Κόντογλου, στὸ περισπούδαστο καὶ μνημειῶδες πόνημά του, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἔκφρασις Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας. Α΄ Κείμενον», ἀναφέρεται στὴν καθιερωμένη καὶ παραδεδομένη, μέσα ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἁγιογραφικὴ βυζαντινὴ παράδοση, γνήσια τεχνοτροπία καὶ ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς κλασικῆς εἰκονογραφημένης παραστάσεως τῆς βαπτίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Φώτιος Κόντογλου, περιγράφοντας τὰ τῆς ἀπεικονίσεως τοῦ γεγονότος τῆς βαπτίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφει θεολογώντας τὰ ἑξῆς: «Ἡ Βάπτισις. Βράχοι ὑψηλοί, ὅπου σμίγουν καὶ σχηματίζουν μία κλεισούρα, μέσα στὴν ὁποία τρέχει ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς μὲ ρεῦμα σφοδρό. Στὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ ἵσταται ὁ Χριστός, γυμνός, μὲ ἕνα ἄσπρο πανὶ μόνο στὴ μέση Του. Μὲ τὴν δεξιὰ χεῖρα εὐλογεῖ τὰ ὕδατα, ἐνῷ σὲ πολλὲς εἰκόνες καὶ μὲ τὶς δύο χεῖρες. Ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλες εἰκόνες βλέπει κατενώπιον, ἐνῷ σὲ ἄλλες εἰκονίζεται ἐκ τῶν πλαγίων, μὲ ἀνοικτοὺς τοὺς ἀχράντους πόδας Του ὡσὰν νὰ περπατᾶ. Τὸ ἅγιο πρόσωπό Του εἶναι σοβαρὸ καὶ γρηγοροῦν γιὰ τὸ μέγα μυστήριο ποὺ γίνεται. Τὸ σῶμα Του εἶναι ὡσὰν σκαλισμένο σὲ ξύλο, μὲ διάφορα σχήματα γραμμένα ζωηρὰ στὸ στῆθος, στοὺς ὤμους, στὴν κοιλιά, καὶ ὄχι σαρκῶδες.

Τὰ ὕδατα, ὅπου Τὸν περιβάλλουν, εἶναι βαθύχρωμα καὶ ρευματίζοντα καὶ φαίνονται ὡς νὰ μὴν ἐγγίζουν τὸ σῶμα Του, καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μὴν ταραχθεῖ ὁ καθαρὸς περίγυρος τοῦ ἀχράντου σώματος.

Ἐξεστηκὼς ὁ Πρόδρομος, ἁπλώνει τὴν χεῖρα του τρομαγμένος, γιὰ νὰ ἐγγίσει τὴν ἀκήρατη κορυφὴ τοῦ Δεσπότου, βλέποντας τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους. Ἔντρομο εἶναι ὅλο τὸ σῶμα του καὶ τὰ πόδια του δρασκελοῦν τὶς πέτρες πρόθυμα στὸ θεϊκὸ πρόσταγμα.

Στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ ἵστανται δύο ἢ τρεῖς Ἄγγελοι, προσκυνοῦντες καὶ κρατοῦντες πανιά. Μέσα στὸν ποταμό, κάτωθεν τοῦ Κυρίου, εἶναι ζωγραφισμένοι σὲ μικρὸ σχῆμα μία γυναῖκα καὶ ἕνα γερόντιον. Ἡ γυναῖκα παριστάνει συμβολικῶς τὴ θάλασσα καὶ εἶναι καθισμένη ἐπάνω σ’ ἕνα θεριόψαρο, κρατοῦσα σκῆπτρο στὴν χεῖρα καὶ ἔχουσα στέμμα στὴν κεφαλή. Ὁ δὲ γέρων παριστάνει τὸν Ἰορδάνη ποταμό, καὶ κρατᾶ τὴν μίαν ὑδρίαν ἀπὸ τὴν ὁποία τρέχει τὸ νερό. Καὶ οἱ δύο ἔχουν γυρισμένη μὲ φόβο τὴν κεφαλή τους πρὸς τὸν Χριστό. Αὐτὰ τὰ δύο πρόσωπα ζωγραφίζονται κατὰ τὸν ψαλμό, ὅπου λέγει: «Ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. ριγ΄ 3). Μέσα στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κολυμβοῦν ψάρια γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπεράνω Αὐτοῦ φαίνεται ἡ καμάρα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία κατέρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς μέσα στὴν ἀκτῖνα, ἔχοντας γύρω του φωτεινὸ κύκλο. Πλησίον τοῦ Προδρόμου εἶναι ζωγραφισμένη μία ἀξίνη βαλμένη ἀνάμεσα στοὺς κλάδους ἑνὸς δένδρου, κατὰ τὴ ρήση τοῦ ἁγίου: «Ἤδη δὲ καὶ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται».

«Σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος»

Σὲ μερικὲς εἰκόνες τῆς Βαπτίσεως εἰκονίζεται ὁ Κύριος πατώντας ἐπάνω σὲ μία πλάκα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι καταπλακωμένα ὀφίδια, ὅπου ἐκβάλλουν τὶς κεφαλές τους, καὶ τοῦτο εἰκονίζεται κατὰ τὴν προφητικὴ ρήση, ἡ ὁποία λέγει: «Σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος» (Ψαλμ. ογ΄. 13). Ἀλλὰ καὶ στὴν ὑμνωδία τῆς ἑορτῆς ἀναφέρονται πολλάκις οἱ δράκοντες, ὅπου συμβολικῶς παριστάνουν τὸν διάβολο, ἢ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅπως στὰ ἀκόλουθα: «Καὶ γὰρ τὸν κεκρυμμένον τοῖς ὕδασι πολέμιον, τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους, ἐπείγομαι ὀλέσαι, λυτρούμενος τὸν κόσμον», «ὑπέκλινας κάραν τῷ Προδρόμῳ, συνέθλασας κάρας τῶν δρακόντων», «Σὺ καὶ τὰ Ἰορδάνεια ρεῖθρα ἡγίασας, οὐρανόθεν καταπέμψας τὸ Πανάγιόν σου Πνεῦμα, καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων», «Ἀδὰμ τὸν φθαρέντα ἀναπλάττει ῥείθροις Ἰορδάνου, καὶ δρακόντων κεφαλὰς ἐμφωλευόντων διαθλάττει ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων Κύριος»… Σὲ ὀλίγες εἰκόνες τῆς Βαπτίσεως εἶναι ζωγραφισμένος μέσα στὸν ποταμὸ ἕνας Σταυρὸς ἐμπεπηγμένος ἐπάνω σὲ μία μαρμάρινη στήλη, ὅπως φαίνεται σὲ ψηφιδωτὴ εἰκόνα στὴ Μονὴ τοῦ ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Στειρίτου. Ὑποθέτω ὅτι ἡ στήλη αὐτὴ καὶ ὁ σταυρὸς ζωγραφίζονται, διότι κατὰ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ὑπῆρχε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὅπως ἱστορεῖ ἕνας προσκυνητής, ὁ

Θεοδόσιος, ὅπου ἐταξίδευσε χάριν προσκυνήσεως στοὺς Ἁγίους Τόπους κατὰ τὸ 530 μ.Χ., καὶ ὁ ὁποῖος γράφει ταῦτα: «Ἐν τῷ τόπῳ ἔνθα ὁ Κύριος ἡμῶν ἐβαπτίσθη, ὑπάρχει κίων μαρμάρινος καὶ ἐπ’ αὐτοῦ σταυρὸς σιδηροῦς». Σὲ ἄλλες πάλι εἰκόνες ζωγραφίζονται παιδία νὰ κολυμβοῦν, ὅπως στὸν ναὸ τῆς Περιβλέπτου στὸν Μυστρά…

Σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς Βαπτίσεως παριστάνονται οἱ πηγὲς τοῦ ποταμοῦ νὰ βγαίνουν ἀπὸ τοὺς βράχους, ὅπου ἔχουν φυσιογνωμία ἀνθρώπου, ἢ καὶ ὡς ὁλόσωμοι ἄνθρωποι χύνοντας νερὸ ἀπὸ στάμνες ὅπου κρατοῦν…».

Τὴν παραπάνω γλαφυρὴ καὶ παραστατικὴ περιγραφὴ τῆς βυζαντινῆς εἰκόνος τῆς Θείας Ἐπιφανείας, Θεοφανείας ἢ τῶν Φώτων ἀπὸ τὸν Φώτιο Κόντογλου ὑπομνηματίζει θεοπνεύστως ἡ θεολογία τῶν Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ σημασία τῆς Βαπτίσεως

Ἡ θεολογία καὶ ὑμνολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἔχει ἀσχοληθεῖ διεξοδικὰ μὲ τὴν ὄντως μεγίστη ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Θεοφανείων, γιὰ νὰ καταδείξει ὅτι μὲ τὴν ἐνανθρώπιση καὶ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου «παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου, ἰδοὺ τὰ πάντα καινὰ γέγονεν». (Β΄Κορ. Ε΄, 17). Ἐνῷ δηλαδὴ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέμεινε στὴ σάρκα Του τὴν ἀνθρώπινη περιτομή, ὅπως ὡρίζετο σαφῶς γιὰ τὰ ἄρρενα τέκνα τοῦ Ἰσραὴλ στὶς σχετικὲς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἐντούτοις ἦλθε καὶ κατήργησε χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων τὴν «ἔνσαρκη περιτομὴ» καὶ συνάμα παρέδωσε, θείᾳ δυνάμει, τὴν «ἀχειροποίητη περιτομή», τὸ μυστήριο δηλαδὴ τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ὡς «λουτρὸν παλιγγενεσίας» καθίσταται τὸ μέσο τῆς καθάρσεως, ἀναγεννήσεως, μεταμορφώσεως καὶ ἀπολυτρώσεως ἀπὸ τὶς ὀντολογικὲς καὶ ὑπαρξιακὲς συνέπειες τῆς ἀνθρωποφθόρου ἁμαρτίας, ὅλων τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι μέλη τοῦ δικοῦ Του σώματος.

Ἀπὸ τὸ «βάπτισμα τοῦ ὕδατος» στὸ «βάπτισμα τοῦ Πνεύματος»

Στὸ σχέδιο τῆς «Θείας Οἰκονομίας» γιὰ τὴ λύτρωση καὶ σωτηρία τοῦ κτιστοῦ καὶ φθαρτοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ ἐνσαρκωθεὶς καὶ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ συνεπλήρωσε τὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας Του, προσῆλθε στὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ κήρυκα τῆς ἀληθείας Του, ἅγιο Ἰωάννη, γιὰ νὰ βαπτισθεῖ καὶ νὰ φανερώσει ὄχι μόνο τὴν καινὴ ζωὴ ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν «ἀχειροποίητη περιτομή», τὸ βάπτισμά Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀναδείξει καὶ νὰ βεβαιώσει τὴ θεϊκή Του φύση, ὡς Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός. Εἶναι βεβαίως ἀπολύτως αὐτονόητο ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶχε καμμία ὀντολογικὴ ἀνάγκη ἢ νομοτελειακὴ φυσικὴ ἀδυναμία νὰ δεχθεῖ

τὸ βάπτισμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο κτιστὸ καὶ φθαρτό, τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ἀλλ’ ἐντούτοις ἐξ «ἄκρας ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας» καταδέχεται ἀπὸ ἀνθρώπινες χεῖρες τὸ «βάπτισμα τοῦ ὕδατος», τὸ ὁποῖο μεταποιεῖ σὲ «βάπτισμα τοῦ Πνεύματος», θέτοντας σὲ ἐφαρμογὴ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ θείου σχεδίου γιὰ τὴ λύτρωση καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τοῦτο δὲ καθίσταται ἀκόμη περισσότερο θαυμαστὸ καὶ σωτήριο γιὰ τὸ «θνητὸ γένος τῶν βροτῶν», ἐπειδὴ ἀκριβῶς, κατὰ τὴν ὑπερκόσμια τέλεση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ Πατὴρ ὡς φωνὴ καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς», ἐπιβεβαιώνουν, πιστοποιοῦν καὶ διακηρύττουν σὲ ὅλη τὴν κτιστὴ δημιουργία, ἡ ὁποία ἔκθαμβη καὶ ἐκστατικὴ καθορᾷ τὸν μόνον ἀναμάρτητο νὰ βαπτίζεται, ὅτι «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ εὐδόκησα».

Αὐτὴ ἡ στιγμὴ τῆς κατὰ σάρκα βαπτίσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἡ πρώτη, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ λυτρωτικοῦ καὶ σωστικοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἔργου Του, διαβεβαίωση ἀπὸ τὸν φανέντα τρισυπόστατο Θεὸ ὅτι ὁ ἐνσαρκωθεὶς καὶ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Μεσσίας καὶ ἀναμενόμενος ἀπελευθερωτὴς καὶ ἀπολυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἔτσι ἡ θεϊκὴ αὐτὴ διαβεβαίωση καθιστᾶ ἀπολύτως ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τοῦ Κυρίου.

«Σήμερον ὁ ἄδυτος Ἥλιος ἀνέτειλε καὶ ὁ κόσμος τῷ φωτὶ Κυρίου καταυγάζεται»

Τὸ μοναδικὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐπιφανείας ἢ Θεοφανείας καθίσταται σωτήριο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει μὲ ἔμφαση: «…Ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις…» (Τιτ. 2,11), καὶ ἀλλοῦ ἀναφέρεται στὴν «…ἐπιφάνεια τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ» (Τιτ. 2,13). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀνέτειλε ὁριστικῶς καὶ μὲ τὸν πλέον θαυμαστὸ καὶ ἐπίσημο τρόπο, τὸ ἀνέσπερο καὶ ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνίου ζωῆς, τῆς ἀθανασίας, τῆς ἀλήκτου καὶ ἀκτίστου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἐνσαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ λαὸς «ὁ καθήμενος ἐν σκότει καὶ ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (ΜΘ. 4,16) ἠξιώθη νὰ γίνει κοινωνὸς καὶ μέτοχος τῆς ἀκτίστου χάριτος, καὶ νὰ λουσθεῖ ἀναγεννητικά, ἀνακαινιστικὰ καὶ μεταμορφωτικὰ μέσα στὸ ἄκτιστο καὶ ὑπερκόσμιο φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος ἐν Ιορδάνῃ ποταμῷ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δεικνύει ἀγαλλομένη στὰ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πιστὰ μέλη της τὰ ὅσα τελοῦνται σ’ αὐτήν, μὲ ὅσα ἀναγινώσκονται καὶ ψάλλονται, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀπεικονίζονται στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία, ὅτι αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο καὶ κοσμοσωτήριο γεγονὸς εἶναι μονίμως παρὸν στὴ μυστηριακὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ ζωή της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χορὸς τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων ψάλλει: «Σήμερον γὰρ ὁ τῆς ἑορτῆς ἡμῖν ἐπέστη καιρός, καὶ ὁ χορὸς τῶν Ἀγγέλων ἐκκλησιάζει ἡμῖν,

καὶ ἄγγελοι μετ’ ἀνθρώπων συνεορτάζουσι. Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς τοῖς ὕδασιν ἐπεφοίτησε. Σήμερον ὁ ἄδυτος Ἥλιος ἀνέτειλε καὶ ὁ κόσμος τῷ φωτὶ Κυρίου καταυγάζεται».

Ὁ ἐμβαπτισμὸς τοῦ μόνου ἀναμάρτητου Ἰησοῦ Χριστοῦ στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου καθίσταται ἀπαρχὴ τῆς ἀποκαθάρσεως, ἀναγεννήσεως καὶ ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τοῦ φθαρτοῦ καὶ πεπτωκότος ἀνθρωπίνου προσώπου ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολή του ὅτι «…Ὅτε δὲ ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ… κατὰ τὸν αὑτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινίσεως Πνεύματος Ἁγίου, οὗ ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν, ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου (Τίτ. 2, 4-7).

«Ὁ γυμνὸς Χριστὸς βαπτίζεται καὶ ἐνδύει τὸν γυμνὸν ἄνθρωπον τῆς φθορᾶς μὲ ἔνδυμα ἀφθαρσίας»

Τὸ θεανδρικὸ βάπτισμα στὸ «ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος» καθίσταται ὄντως «λουτρὸν παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινίσεως» γιὰ τὸν χοϊκὸ καὶ πεπερασμένο ἄνθρωπο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ καταλύει καὶ ἀναιρεῖ τὴν «ψυχοφθόρο καὶ σωματοφθόρο κακία» καὶ τὸ ἑωσφορικὸ ψεῦδος τοῦ μισανθρώπου διαβόλου, γίνεται γιὰ ὅλους «τύπος» καὶ γιὰ νὰ καθαγιάσει τὴν ἀπαρχὴ κάθε πράξεως καὶ γιὰ νὰ κληροδοτήσει στοὺς υἱοὺς καὶ στὶς θυγατέρες του, τοὺς βεβαπτισμένους πιστούς, τὴν ἔνθεη πίστη στὸ παραδιδόμενο μυστήριο βεβαία καὶ ἀναμφίβολη.

Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, εἶναι «…ἁμαρτιῶν κάθαρσις, ἄφεσις πλημμελημάτων, ἀνακαινισμοῦ καὶ ἀναγεννήσεως αἰτία…». Ὅλα τὰ παραπάνω ὅμως νοοῦνται ὄχι μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ νοερὰ καὶ ὑπεραισθητά. Αὐτὲς βέβαια τὶς εὐεργεσίες δὲν τὶς χαρίζει τὸ φυσικὸ νερό, ἀλλὰ ἡ προσταγὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ φθάνει μυστικὰ στὴ δική μας ἐλευθερία, ἐνῷ τὸ ὕδωρ συντελεῖ στὸ νὰ φανεῖ ἡ ψυχοσωματικὴ κάθαρση τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Λούζεται στὸ ὕδωρ τῆς φύσεως ὁ ἀναμάρτητος Χριστὸς καὶ ἀναπλάθεται μὲ Πνεῦμα ἅγιο ὁ θνητός. Ὁ γυμνὸς Χριστὸς βαπτίζεται καὶ ἐνδύει τὸν γυμνὸν ἄνθρωπο τῆς φθορᾶς μὲ ἔνδυμα ἀφθαρσίας.

Ἡ σημασία τοῦ ὕδατος στὸ μυστήριο τῆς Βαπτίσεως

Γιατί ὅμως ἀπαιτεῖται στὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς βαπτίσεως, πέραν τῆς ἐπιδημίας καὶ καθόδου τοῦ Παναγίου καὶ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, καὶ ἡ χρήση τοῦ φυσικοῦ ὕδατος; Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος – διφυὴς καὶ ὄχι ἁπλός, καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὸ διπλὸ αὐτὸ

σύζευγμα ὁρίσθηκαν γιὰ τὴ θεραπεία του τὰ συγγενῆ καὶ ὅμοια φάρμακα, γιὰ τὸ μὲν ὁρατὸ σῶμα τὸ αἰσθητὸ ὕδωρ καὶ γιὰ τὴν ἀόρατη ψυχὴ τὸ ἀφανὲς Πνεῦμα, ποὺ τὸ καλοῦμε μὲ πίστη καὶ ἐπέρχεται μὲ ἄρρητο τρόπο. Εὐλογεῖ δὲ ὄχι μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὸ φυσικὸ μέσο τῆς καθάρσεως, ποὺ εἶναι τὸ ὕδωρ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας μας. Τὸ ὕδωρ λοιπόν, ἂν καὶ εἶναι φυσικὸ στοιχεῖο καὶ τίποτε ἄλλο, μὲ τὴν ἐπενέργεια τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ τελεταρχικοῦ Πνεύματος ἀνανεώνει καὶ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ νοητὴ καὶ ὑπεραισθητὴ ἀναγέννηση καὶ ὑπεραισθητὴ μεταμόρφωσή του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Μήπως καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶχε χρεία τοῦ φυσικοῦ ὕδατος γιὰ νὰ καθαρθεῖ, ἐνῷ ἦταν ἀναμάρτητος; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ ἀφέθηκε στὸν ὑδάτινο ραντισμὸ γιὰ νὰ καταδείξει στοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ὕδατος ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη καὶ ἐπενέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ καθαρτήρια καὶ ἀπολυτρωτικὴ καὶ ἁγιαστική του δύναμη καὶ ἐνέργεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «Σήμερον ὁ Δεσπότης νάμασιν ἐνθάπτει βροτῶν τὴν ἁμαρτίαν».

Ὅταν συνεπῶς βαπτίζεται ὁ ἄνθρωπος, κατὰ μίμηση τοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βαπτίσματος τοῦ ἀναμαρτήτου Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε νεκρώνεται ἡ θανατηφόρος καὶ φθοροποιὸς ἁμαρτία, ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, ἀπεκδύεται τὴν ἐνδυμασία τῆς φθορᾶς καὶ ἐνδύεται τὴν «ἀχειροποίητη ἐνδυμασία» τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς παλιγγενεσίας. Ἀποθνήσκει ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ καὶ ἀναγεννᾶται ὁ καινός, ὁ νέος Ἀδάμ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία θεοπνεύστως ψάλλει: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε», ἐνῷ τὸ Χριστεπώνυμο πλήρωμα Αὐτῆς δεόμενο ἀναβοᾷ: «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ὑπὸ Ἰωάννου βαπτισθείς», καὶ ὁμολογιακῶς ἐπιβεβαιώνει: «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις».

* Περισσότερα γιὰ τὴν εἰκονογραφία τῶν Θεοφανείων, καθὼς καὶ ἀφιέρωμα στὸν μεγάλο Ρῶσο ἅγιο καὶ ἁγιογράφο Ἀντρέι Ρουμπλιόφ, δεῖτε στὸ ἔνθετο ‘

ἀφιέρωμα τῶν Θεοφανείων 2014, στὸ φύλλο 6504 καὶ στὴ διεύθυνση http://www.paratiritis-news.gr/admin/entheta/1395999777.pdf