Η εορτή του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη τον 12o – 14o Αι. μέσα από τις πηγές της εποχής

Χρήστου Νικολόπουλου
θεολόγου – βυζαντινολόγου

Σύμφωνα μέ τόν Τιμαρίωνα (ἔργο ἑνός ἀνωνύμου συγγραφέα τοῦ 12ουαἰ.), ὁ κύκλος τῶν ἑορτῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἄρχιζε ἕξι μέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή καί τελείωνε τήν ἑπομένη μέρα. Ὁ νομικός συγγραφέας Κωνσταντῖνος Ἀρμενόπουλος (1320 – 1380), ἀναφέρει ὅτι ὁ κύκλος αὐτός διαρκοῦσε ἕναν ὁλόκληρο μῆνα: μῆνα μέν ὑπέρ ὅλον συνεχῶς ὑμνουμένη.

Κατά τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἰσίδωρο Γλαβᾶ (1342 –1396), ὁ κύκλος τῶν ἑορτῶν ἄρχιζε μέ τά προεόρτια, δύο Κυριακές πρίν ἀπό τήν ἑορτή τοῦ μάρτυρα, τίς ὁποῖες ὀνομάζει «Κυριακές τῶν Προεορτίων» καί τελείωνε μέ τά ὀκταήμερα μεθεόρτια, τήν 3η Νοεμβρίου. Ὁ ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Συμεών (β΄ μισό 14ου αἰ. – 1429) μνημονεύει ὅτι οἱ πρός τιμήν τοῦ μάρτυρα ἀκολουθίες εἶχαν πασχάλιο χαρακτήρα, δηλαδή εἶχαν διαμορφωθῆ κατά τό πρότυπο τῶν ἑορτῶν καί τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Πάσχα. Πρίν ἀπό τό Πάσχα ὑπάρχει νηστεία, ἄρα καί τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου προηγοῦνταν νηστεία, ἡ ὁποία ἄρχιζε τήν 1η Ὀκτωβρίου.

Τά ὀκταήμερα μεθεόρτια ὑπῆρχαν ἐπειδή καί τό Πάσχα συνοδεύεται ἀπό τήν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα. Τήν τρίτη Κυριακή, πρίν ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου, ψαλλόταν προεόρτιος κανόνας πού προσομοίαζε τοῦ κανόνος τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων.Σύμφωνα μέ τόν Τιμαρίωνα (σέ μετάφραση) «τά Δημήτρια εἶναι μία γιορτή … (ὅπου) γίνεται γιά τούς Μακεδόνες τό πιό μεγάλο πανηγύρι, γιατί συγκεντρώνονται σ᾿ αὐτό… Ἕλληνες ἀπό κάθε τόπο, διάφορες φυλές Βουλγάρων, Ἰταλοί, Καμπανοί, Ἱσπανοί, Ποστογάλοι καί Κέλτες πού ζοῦν πέρα ἀπό τίς Ἄλπεις… Τόσο πολύ ἔχει διαδοθῆ ἡ φήμη του στίς περιοχές τῆς Εὐρώπης». Ὁ Ἀρμενόπουλος μιλάει γιά οἰκουμενική συρροή πλήθους:  καί πολλῷ γε μᾶλλον τήν ξύμπασαν συνελών, ἥ τῆς οἰκουμένης τῇ μετά θαύματος φήμῃ τά πέρατα δίεισι.

Ὁ Τιμαρίωνας ἐπισημαίνει ὅτι στίς ἐμπορικές σκηνές πού στήνονταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, πουλάγανε διάφορα ἐμπορεύματα, ὅπως ὑφάσματα, νήματα, ἔπιπλα καί ζῶα, ὅπως ἄλογα, γουρούνια, βόδια καί πρόβατα. Μία δεύτερη ἐκτεταμένη πόλη ἀπό σκηνές δημιουργόταν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλεως. Ὁ Ἰσίδωρος Γλαβᾶς τονίζει ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἀποτελοῦνταν ἀπό τέσσερις χωριστές ἑορτές: τέσσαρα παρ᾿ ἡμῖν τετύπωται συστήματα, ὧν ἕκαστον ἰδίᾳ πανήγυριν ἄγει τῷ μάρτυρι Δημητρίῳ. Ὁ ἀριθμός τέσσερα ταυτιζόταν μέ τήν ἀντίληψη τῶν τεσσάρων μερῶν τοῦ κόσμου. Στήν πρώτη ἑορτή, στίς 26 Ὀκτωβρίου, ἦταν παρών ὁ ἡγεμόνας τῆς Θεσσαλονίκης ἤ ἄν τύχαινε νά παρευρίσκεται ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Διάφοροι ἐγκωμιαστικοί λόγοι ἐκφωνοῦνταν πρός τόν μάρτυρα. Στήν δεύτερη ἑορτή, στίς 27 Ὀκτωβρίου, παρευρισκόταν ὁ Μητροπολίτης τῆς πόλεως μέ τόν κλῆρο. Ἡ τρίτη ἑορτή ἦταν ἀφιερωμένη στούς μοναχούς. Τέλος, στίς 3 Νοεμβρίου γιόρταζε ὁ ὑπόλοιπος λαός: ὁ σύλλογος τῆς πολιτείας ἅπας τήν τελευταίαν ἀποδίδωσι πανήγυριν.
Ὁ Τιμαρίωνας σημειώνει γιά τήν ἱερή τελετή τά ἑξῆς: «Αὐτή γίνεται σέ τρεῖς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες ἀπό πολλούς ἱερεῖς καί ψάλτες, πού χωρίζονται σέ δύο χορούς καί ἀναπέμπουν ὕμνους στόν μάρτυρα. Σ᾿ αὐτούς προΐσταται ὁ ἀρχιερέας, γιατί εἶναι εὔλογο κάποιος νά ὀργανώνη τήν γιορτή καί νά δίνη ἐντολές γιά ὅσα πρέπει νά γίνουν.

Αὐτά, λοιπόν, γίνονται  μέσα στήν νύχτα μέ φῶς καί λαμπάδες … (Μέ τήν αὐγή) καταφθάνει στόν ναό ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου, προχωρώντας μέ πολλή σωματοφυλακή καί μέ μεγάλη λαμπρότητα, ἐνῶ πολλοί ἱππεῖς καί ὄχι λιγώτεροι πεζοί, πλαισιώνουν τήν συνοδεία καί τήν προσέλευση … Ἔφθασε, λοιπόν, ὁ εὐγενής στόν ἱερό ναό καί ἀπέδωσε τίς τιμές στόν μάρτυρα μέτήν καθιερωμένη γονυκλισία … (ἔπειτα) στάθηκε στήν καθιερωμένη θέση του καί κάλεσε τόν ἀρχιερέα νά ἔρθη δίπλα του, ὅπως ἔχει καθιερωθῆ καί αὐτό, σύμφωνα μέ τούς κανόνες ἤ τά ἔθιμα.

Τότε, λοιπόν, ἡ ἀκολουθία τελέστηκε μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια –ὅπως ἦταν φυσικό μιά καί ὑπῆρχαν τέτοιοι παρατηρητές– καί ἀκούγονταν ″πιό θεϊκές″ οἱ ψαλμωδίες μέ τάξη καί ρυθμό καί ἔντεχνη ἐναλλαγή γιά περισσότερη χάρη. Καί δέν ἔψελναν ὕμνους μόνο οἱ ἄντρες, ἀλλά καί οἱ ὅσιες καί μοναχές γυναῖκες πού βρίσκονταν κάπου στήν ἀριστερή πτέρυγα τοῦ ναοῦ, χωρισμένες καί αὐτές σέ δύο ἐναρμονίους χορούς … Καί ὅταν ἡ τελετή καί οἱ καθιερωμένες τιμές ἔφθασαν στό τέλος τους, προσκυνήσαμε καί ἐμεῖς».


Κατά τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τελοῦνταν ἀσματικός Ἑσπερινός στούς ναούς τῆς Θεοτόκου τῆς Καταφυγῆς καί τῆς Ἁγίας Σοφίας. Στήν συνέχεια λιτανεία ἀπό τόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας κατευθυνόταν πρός τήν Καταφυγή, ἐνῶ ψάλλονταν τά ἰδιόμελα τοῦ μάρτυρα. Ἀπό τόν ναό τῆς Καταφυγῆς ἄρχιζε νέα, μεγαλοπρεπής πομπή, ἡ ὁποία ἔφθανε στόν ναό τῆς Ἀχειροποιήτου καί κατέληγε στόν Ἅγιο Δημήτριο. Ἡ πομπή παρουσίαζε μία κλιμάκωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν ἀπό τούς κατωτέρους στούς ἀνωτέρους βαθμούς. Προηγοῦνταν οἱ Τίμιοι Σταυροί τῶν κεντρικῶν ναῶν, μετά ἀκολουθοῦσε ὁ λαός καί ἔπειτα οἱ ἄρχοντες. Μετά τούς ἄρχοντες ἀκολουθοῦσε ὁ Τίμιος Σταυρός τῆς Ἁγίας Σοφίας, οἱ ἀναγνῶστες καί οἱ ψάλτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν στήν μέση τόν πρωτοκανονάρχη.

Στήν σειρά ἔρχονταν οἱ διάκονοι, τέσσερις διάκονοι κρατοῦσαν τό κιβώριο μέ τό ἱερό Μῦρο περιτριγυριζόμενοι ἀπό ἀναγνῶστες καί ἕξι κανδηλάπτες πού κρατοῦσαν ἀναμμένες λαμπάδες. Πίσω ἀπό τό κιβώριο ἀκολουθοῦσε ὁ δεύτερος στήν τάξη τῶν διακόνων καί μετά ὁ ἀρχιερεύς. Στήν συνέχεια ἀκολουθοῦσαν οἱ δώδεκα ἐπίσκοποι τῆς Θεσσαλονίκης. Τήν μεγαλειώδη αὐτή πομπή ἔκλεινε ὁ λαός, λέγοντας τό «Κύριε ἐλέησον». Μετά τήν εἴσοδο τῆς πομπῆς στόν ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ψάλλονταν Ἑσπερινός καί ἀκολουθοῦσε ἀγρυπνία. Στόν ναό πραγματοποιόταν ἕνα εἶδος ἀπομιμήσεως τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἐνῶ στόν τάφο τοῦ μάρτυρα ψάλλονταν ὁ 118ος Ψαλμός, μέ ἐφύμνια, παρόμοια πρός τά ἐγκώμια τοῦ ἐπιταφίου θρήνου. Τήν ἑπομένη μέρα τελοῦνταν ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου.


Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ὅλοι οἱ ὁμιλητές καλοῦσαν τόν λαό στό πραγματικό νόημα τῆς ἑορτῆς πού ἦταν τό ἑξῆς: τὸ γὰρ μιμήσασθαι μάρτυρα, τὸ ζηλῶσαι τὴν αὐτοῦ ἀρετήν, τὸ κατ᾿ ἴχνος αὐτοῦ τῆς φιλοσοφίας δραμεῖν, τοῦ τό ἐστιν ἑορτὴν ἐπιτελέσαι, τὸ πανηγυρῖσαι κατὰ Θεόν· τοῦ το μαρτύρων τιμή· τιμὴ γὰρ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος.

 

Βιβλιοπαρουσίαση – Πηγές

1. Τιμαρίων ἤ Περί τῶν κατά αὐτόν παθημάτων, ἔκδ. R. Romano, Pseudo–Luciano, Timarione (testo critic, introduzione, traduzione, commentario e lessico, Napoli 1974. (Ἐπανέκδοση μέ διορθώσεις στό La Satira Bizantina deisecoli XI – XV, Torino 1999, 99 – 175).

2. Φαίδωνας Κουκουλές, Βυζαντινών βίος καί πολιτισμός, τ. Γ΄, Ἀθήνα 1949.

3. Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, Οἱ ἑορτές τοῦ ἁγίου Δημητρίου στή Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1963.

4. Ἰωάννης Φουντούλης, Μεγάλη ἑβδομάδα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 1986.

5. Δημήτριος Γκίνης, Λόγος ἀνέκδοτος Κωνσταντίνου Ἀρμενοπούλου εἰς τήν προεόρτιον ἑορτήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ΕΕΒΣ 21 (1951)145 – 162.

6. Βασίλειος Λαούρδας, Συμεών Θεσσαλονίκης, ἀκριβής διάταξις τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 39 (1956) 327 – 342.

7. Βασίλειος Λαούρδας, Γαβριήλ Θεσσαλονίκης ὁμιλίαι, Ἀθηνᾶ 57 (1953) 141 – 178.

8. Βασίλειος Λαούρδας, Ἰσιδώρου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁμιλίαι εἰς τάς ἑορτάς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, Ἑλληνικά, παράρτημα ἀρ. 5 (1954) 19 – 65.