Η ΕΝΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ

«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους

ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ,

καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν»

(Μαρκ. η’ 38).

 

Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Καί ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει

τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Κυρίου. Καί συγχρόνως ἀναμεταδίδει τήν φωνή

τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου. Τί λέει; Πῶς τόν θέλει τόν πιστό Του; Ἐάν ὁ

ἄνθρωπος ντραπεῖ Ἐμένα καί τούς λόγους Μου, ἐάν δειλιάσει καί διστάσει

νά Μέ ὁμολογήσει Κύριο καί Ἀρχηγό του, ἐάν ὑπολογίσει τίς εἰρωνεῖες

καί ἀντιδράσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπό τό χρέος τῆς

ἀγάπης του πρός Ἐμένα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ἀποκηρύξω. Δέν

θά τόν ὑπολογίσω ὡς δικό Μου. Θά τόν ἀρνηθῶ κατά τήν Δευτέρα Μου

Παρουσία, πού θά ἔλθω συνοδευόμενος ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους. Αὐτό ζητεῖ

ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά γίνουν μαθητές καί ὀπαδοί Του. «Ὅς

ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι

καί ἁμαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν».

Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅλους μᾶς ἐνδιαφέρει.

Ἀλλά γιατί οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται τόν Χριστό καί

τά λόγια Του; Καί πῶς θεραπεύεται ἡ ντροπή αὐτή;

Οἱ ἄνθρωποι δειλιάζουν καί ντρέπονται διά τόν Χριστό καί τά λόγια

Του, γιατί:

Ἐπηρεάζονται ἀπό τά φρονήματα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν

ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι στίς ἡμέρες μας πού ἀγνοοῦν

τόν Θεό. Δέν διστάζουν νά ἐναντιωθοῦν πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι

πού ὡς σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους θέτουν τίς στιγμιαῖες ἀπολαύσεις

αὐτῆς τῆς ζωῆς. Σύνθημά τους ἔχουν «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ

ἀποθνήσκομεν». Συνέπεια τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὁ κομπασμός, ἡ αὐτο­

διαφήμιση, ἡ αὐτοπροβολή. Ἡ μόδα, ἔπειτα, μέ τούς ἐξωφρενισμούς της,

πού καταντᾶ μόνιμη φροντίδα τους. Πρότυπά τους καί ἰνδάλματά τους

ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τά πρόσωπα τῆς ξεπεσμένης κοινωνίας καί

τούς ἀστέρες τῆς ὀθόνης. Ἐπιζητοῦν συνεχῶς τήν ματαίαν δόξαν, τούς

φθηνούς ἐπαίνους, τά κολακευτικά χειροκροτήματα. Γι’ αὐτούς οὔτε

Θεός ὑπάρχει, οὔτε ἰδανικά, οὔτε ἠθικοί φραγμοί. Ἤ, μᾶλλον, Θεός τους

εἶναι ἡ «κοιλία, τό χρῆμα, ἡ γλυκειά ζωή», ὅπως τήν ὀνομάζουν σήμερα.

Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρησιμοποιοῦν τήν εἰρωνεία γιά τούς Χριστιανούς. 152

ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 128

Εἰρωνεύονται τόν νέο ἤ τή νέα, διότι μελετᾶ θρησκευτικά βιβλία ἤ διότι

πηγαίνει στό Κατηχητικό. Εἰρωνεύονται τόν τίμιο καί εὐσυνείδητο ἐργάτη

ἤ ὑπάλληλο, διότι δέν καταδέχεται νά λερώσει τά χέρια του μέ τήν ἀδικία,

νά πλουτίσει ἄκοπα καί ἄδικα. Εἰρωνεύονται τόν οἰκογενειάρχη, διότι

κρατάει τήν οἰκογένειά του σέ ἀτμόσφαιρα ἱερή καί πειθαρχημένη. Καί,

γενικά, εἰρωνεύονται τίς Χριστιανικές ἰδέες καί ἀντιλήψεις, ὡς πράγματα

παιδαριώδη, ἀναχρονιστικά, κατώτερα τοῦ λογικοῦ δημιουργήματος. Ἡ

στάση καί συμπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεάζει τούς Χριστιανούς

σέ σημεῖο, ὥστε δειλιάζουν νά ὁμολογήσουν τόν Χριστό καί τήν Ἀλήθειά

Του. Ἀποφεύγουν νά παρουσιάζονται ὅτι θρησκεύουν. Μέ ἀποτέλεσμα

νά «συσχηματίζονται» πρός τίς ἀπαιτήσεις τους. Νά γίνονται πιστοί

καί ἄπιστοι, θρῆσκοι καί ἄθρησκοι, ἠθικοί καί ἀνήθικοι. Καί νομίζουν,

ἔτσι, ὅτι μποροῦν νά τά ἔχουν καλά καί μέ τόν Χριστό καί μέ τόν κόσμο,

ἀνώδυνα καί μέ τό ἀζημίωτο. Καί καταντοῦν οἱ δυστυχεῖς ἀλλοπρόσαλλοι

ἄνθρωποι. Ἠμπορεῖ τούς χριστιανούς αὐτούς νά τούς ἀναγνωρίσει ὁ

Χριστός ὡς δικούς Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γι’ αὐτό διακηρύττει:

«Ὅς ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ

τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται

αὐτόν».

Τί χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ ἐπηρεασμός αὐτός;

1. Νά κόψωμε τούς δεσμούς. Ποιούς δεσμούς; Τούς δεσμούς μέ τόν

κόσμο, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Δέν καλούμαστε νά πάρουμε

τά βουνά καί τά ὄρη καί νά γίνουμε ἀσκητές καί ἐρημῖτες. Μέσα στόν

κόσμο θά μείνουμε, ἀλλά δέν θά συμμορφούμαστε μέ τό πνεῦμα τῶν

ἀνθρώπων τοῦ κόσμου. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε,

λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β’ Κορ. στ’ 17). Δηλαδή μή

πλησιάζετε τούς παραστρατημένους ἀνθρώπους. Μή τούς χαρίζετε τή

φιλία σας. Σταθῆτε μακρυά ἀπό αὐτούς. Διότι «ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσμον

οὐκ ἔστι ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ιωάν. β’ 15). Ἐάν κανείς ἀγαπᾶ

τόν κόσμο, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη δέν ὑπάρχει μέσα του. Γι’ αὐτό «μή

ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ» (Α’ Ἰωαν. β’ 15). Μή ἀγαπᾶτε

τόν μάταιο καί μακριά τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενο κόσμο, οὔτε τίς ἀπολαύσεις

πού προσφέρει ὁ κόσμος, πού ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό.

Διότι ὁ Θεός καί ὁ κόσμος εἶναι δυό πράγματα ἀσυμβίβαστα. Μᾶς τό λέει

καθαρά ὁ θεῖος Ἱάκωβος «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ

Θεοῦ ἐστιν; Ὅστις ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ

καθίσταται» (Ἰακ. δ’ 4). Ἐκεῖνος πού θά θελήσει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου

δηλ. τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, πού δέν φοβοῦνται καί δέν σέβονται

τόν Θεό, θά γίνει ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό μᾶς θά θελήσει νά γίνει

ἐχθρός τοῦ Ἁγίου Θεοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Χρειάζεται, ὅμως, νά λάβουμε

τήν ἀπόφαση νά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο. Ἄνθρωποι τοῦ κόσμου εἶναι 153

ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 128