Η έννοια της διγλωσσίας στην Άγια Γραφή και την εκκλησιαστική γραμματεία

Μιχαήλ Βασ. Γαλενιανοῦ
δρ. Θεολογίας, δρ. Φιλοσοφίας

«Διγλωσσία» σύμφωνα μέ διάφορα λεξικά τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι τό νά μιλάη ἕνα ἄτομο ἤ ἕνα ἔθνος δύο γλῶσσες ἤ νά χρησιμοποιῆ ἄλλη μορφή γλώσσας στόν προφορικό καί ἄλλη στόν γραπτό λόγο. Μεταφορικά σημαίνει τήν ὑποκριτική χρήση ἀπό ἕνα ἄτομο, ἕνα ὀργανισμό κ.λπ., δύο ἀπόψεων ἀνάλογα μέ τό συμφέρον του (1) .

Κατ᾿ ἐπέκταση, δίγλωσσος καλεῖται αὐτός πού μιλάει δύο (μητρικές) γλῶσσες, αὐτός πού ἔχει γραφτῆ σέ δύο γλῶσσες, ὁ διερμηνέας κ.λπ., ἀλλά καί αὐτός πού διατυπώνει διαφορετικές ἀπόψεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση. Μέ τήν μεταφορική αὐτή καί κακόσημη ἔννοια, χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία. Οἱ σχετικές ἀναφορές εἶναι βέβαια ἐλάχιστες, προφανῶς ἐπειδή χρησιμοποιοῦνται καί ἄλλοι ὅροι μέ παρεμφερές περιεχόμενο, περιέχουν ὡστόσο ἀρκετά στοιχεῖα γιά τόν χαρακτήρα τοῦ διγλώσσου καί τίς συνέπειες τῆς συμπεριφορᾶς του. Στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, λέγεται χαρακτηριστικά ὅτι «ἀνὴρ δίγλωσσος ἀποκαλύπτει βουλὰς ἐν συνεδρίῳ, πιστὸς δὲ πνοῇ κρύπτει πράγματα» (2). Ἐδῶ ὁ ὅρος «δίγλωσσος» χρησιμοποιεῖται μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀναξιοπίστου, ἐκείνου δηλα-δή ὁ ὁποῖος φανερώνει πράγματα πού δέν πρέπει σέ ἀντίθεση μέ τόν «πιστό», τόν ἀξιόπιστο πού σιωπᾶ, ὅταν χρειάζεται. Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει: «Τὸν δολερὸν φησιν ἐνταῦθα, τὸν οὐκ ἀληθῆ (3)· ὅς λέγων ὅ μὴ ἔχει κατὰ ψυχήν, τῆς ἑκάστου διανοίας ἐν συνεδρίῳ πεῖραν λαμβάνει.


Ὁ δὲ πιστὸς πνοῇ ἤτοι ἀπὸ βάθους καρδίας, οἰκονομῶν τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει, τὰ μὲν πρὸς τὸ συμφέρον λέγει,  τὰ δὲ σιωπᾷ» (4). Κατά τήν ἑρμηνεία αὐτή, ὁ δίγλωσσος ἐνεργεῖ μέ δολιότητα σέ ἕνα συνέδριο, λέγοντας ἄλλα ἀπό αὐτά πού ἔχει μέσα του, προκειμένου νά ἐκμαιεύση τίς ἐνδόμυχες σκέψεις τῶν ἄλλων γιά νά τούς ἐκμεταλλευτῆ. Ἀντίθετα ὁ ἔμπιστος μιλάει μέ εἰλικρίνεια καί πρός τό συμφέρον ὅλων, γι᾿ αὐτό καί σιωπᾶ, ὅταν κρίνη πώς ἔτσι εἶναι τό καλύτερο γιά ὅλους. Κατ᾿ ἄλλη ἑρμηνεία, ὁ δίγλωσσος τοῦ χωρίου τῶν Παροιμιῶν εἶναι ὁ προδότης, ἐκεῖνος πού μαρτυρεῖ τά μυστικά τοῦ ἑνός στόν ἄλλο ἤ τίς ἀποφάσεις ἑνός συμβουλίου στούς ἐχθρούς γιά δικό του συμφέρον. Ὁ ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος ὑποστηρίζει ὅτι «ἀνήρ δίγλωσσος» εἶναι «ὁ ὑποσχόμενος εἰς τοῦτον ἐχεμύθειαν, λέγων ὅμως τά μυστικά εἰς τόν ἄλλον ἀναλόγως τῶν συμφερόντων του, ἑπομένως δίγλωσσος εἶναι ὁ διπρόσωπος, ὁ ἀχαρακτήριστος, ὁ ἄπιστος …, ὁ ἀποκαλύπτων καί καταμηνύων εἰς τούς ἐχθρούς τάς ἀπορρήτους ἐν συνεδρίῳ βουλάς, ἀποφάσεις» (5).


Τήν δεύτερη ἑρμηνεία ἐνισχύει ἡ μετάφραση τοῦ διορθωμένου ἑβραϊκοῦ κειμένου πού ἀποδίδει τόν στίχο ὡς ἑξῆς: «Ὁ σπερμολόγος ἀποκαλύπτει μυστικά, ὁ δέ ἀξιόπιστος ἄνθρωπος διατηρεῖ ἐμπιστοσύνην»6. Γιά τό κείμενο τῶν Ο΄ ὅμως ἀκριβέστερη φαίνεται νά εἶναι ἡ πρώτη, γιατί ὁ στίχος ἀναφέρει «ἐν συνεδρίῳ» καί ὄχι «συνεδρίου» ἤ «ἐκ συνεδρίου», ἐκτός βέβαια κι ἄν ἡ ἀποκάλυψη μυστικῶν στούς ἐχθρούς γίνεται «ἐν συνεδρίῳ», ὁπότε προκύπτει μία τρίτη ἑρμηνεία κατά τήν ὁποία στό «συνέδριο» μετέχουν ἐχθροί καί φίλοι καί ὁ δίγλωσσος μέ τήν διγλωσσία του ἀποκαλύπτει στούς ἐχθρούς τά σχέδια τῶν «δικῶν» του γιά προσωπικό ὄφελος, σέ ἀντίθεση μέ τόν πιστό πού «φυλάει» τά μυστικά. Ὅλες αὐτές οἱ ἑρμηνεῖες δέν ἀπέχουν φυσικά πολύ ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη καί σέ κάθε περίπτωση τό σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ δίγλωσσος εἶναι ἀναξιόπιστος, ἄνθρωπος πού κανένας δέν μπορεῖ νά ἐμπιστευτῆ. Οἱ ὑπόλοιπες ἀναφορές τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν διγλωσσία, βρίσκονται στό βιβλίο τῆς Σοφίας Σειράχ. Ἡ πρώτη ἔχει ὡς ἑξῆς: «μὴ λίκμα ἐν παντὶ ἀνέμῳ (7) καὶ μὴ πορεύου ἐν πάσῃ ἀτραπῷ· οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ δίγλωσσος»8. Οἱ παροιμιώδεις ἐκφράσεις τοῦ στίχου καλοῦν σέ σταθερότητα, συνοδευόμενες ἀπό τήν ἐπισήμανση ὅτι ἡ ἀστάθεια εἶναι δεῖγμασυμπεριφορᾶς τοῦ διγλώσσου. Ὁ δίγλωσσος πάει «ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος», ἐνεργεῖ δηλαδή ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις, χωρίς νά τηρῆ κάποιες ἀρχές (9).

Κατά συνέπεια δίγλωσσος εἶναι ὁ συμφεροντολόγος, ὁ «ὑποκριτής»10. Ἡ στάση του προβάλλεται ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγή καί ὁ ἴδιος χαρακτηρίζεται ἀποδοκιμαστικά ἁμαρτωλός. Ἄρα ἡ διγλωσσία εἶναι μία λανθασμένη τακτική, ἕνας κακός τρόπος συμπεριφορᾶς, μία ἁμαρτία, μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως. Σέ ἄλλο στίχο, λέγεται: «Μὴ κληθῇς ψίθυρος καὶ τῇ γλώσσῃ σου μὴ ἐνέδρευε· ἐπὶ γὰρ τῷ κλέπτῃ ἐστὶν αἰσχύνη καὶ κατάγνωσις πονηρὰ ἐπὶ διγλώσσου» (11). Δίγλωσσος νοεῖται ἐδῶ αὐτός, ὁ ὁποῖος στήνει παγίδες μέ τήν γλῶσσα του, αὐτός πού «βάζει λόγια». Ἀποδοκιμάζεται ὅμοια μέ τόν ψιθυριστῆ, ἐκεῖνον δηλαδή πού διαδίδει ἀνυπόστατες εἰδήσεις καί ἡ φήμη του συγκρίνεται μέ ἐκείνη τοῦ κλέφτη. Ἄν γιά τόν κλέφτη ὑπάρχη ντροπή, γιά τόν δίγλωσσο ὑπάρχει καταφρόνηση, κατάκριση, ὅτι εἶναι ἄνθρωπος πονηρός. Λίγο παρακάτω, προστίθεται: «Καὶ ἀντὶ φίλου μὴ γίνου ἐχθρός· ὄνομα γὰρ πονηρὸν αἰσχύνην καὶ ὄνειδος κληρονομήσει· οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ δίγλωσσος» (12). Γιά ἄλλη μία φορά ἀποδοκιμάζεται ἐδῶ ὁ δίγλωσσος ὡς ἁμαρτωλός καί ἡ στάση του προβάλλεται ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγή. Καταγράφονται ἐπίσης μερικές ἀπό τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς διγλωσσίας. Ὅταν ἡ διγλωσσία γίνη ἀντιληπτή, τότε ὁ δίγλωσσος καταντᾶ ἀπό φίλος ἐχθρός καί βγάζει κακό ὄνομα στήν κοινωνία, τό ὁποῖο συνοδεύεται ἀπό μεγάλη ντροπή.


Ἡ τελευταία ἀναφορά τοῦ βιβλίου τῆς Σοφίας Σειράχ στήν διγλωσσία, εἶναι καί ἡ πιό καταδικαστική γι᾿ αὐτήν. Συγκεκριμένα, λέγεται: «Ψίθυρον καὶ δίγλωσσον καταράσασθε, πολλοὺς γὰρ εἰρηνεύοντας ἀπώλεσαν (13), (14)». Ὁ δίγλωσσος, λοιπόν, ὅπως καί ὁ ψιθυριστής, εἶναι ἄξιος κατάρας, γιατί μέ τήν συμπεριφορά του διαταράσσει τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τούς καταστρέφει. Παραπέμποντας στό χωρίο αὐτό, ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής προτρέπει: «Μὴ γίνου δίγλωσσος, ἑτέρως μὲν τῷ λόγῳ, ἑτέρως δὲ τῇ συνειδήσει διακείμενος. Τὸν γὰρ τοιοῦτον ἡ Γραφὴ ὑπὸ κατάραν ἵστησιν» (15). Στήν συνέχεια τοῦ ἰδίου βιβλικοῦ χωρίου, γίνεται λόγος γιά «γλῶσσα τρίτη» πού «ὁμοιάζει πρὸς τὸ δίγλωσσος» (16). Στά «ἱερὰ παράλληλα» μάλιστα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος φαίνεται πώς εἶχε ὑπ᾿ ὄψη του κάποια παραλλαγή τῶν σχετικῶν στίχων, ἀναφέρεται ὡς «γλῶσσα διττή» (17), δηλαδή διγλωσσία. Στήν γλῶσσα αὐτή πού εἶναι «ἡ συκοφαντική γλῶσσα» (18), χρεώνονται φοβερά δεινά, ὅπως ἡ καταστροφή πόλεων καί μεγιστάνων καί ἡ ἀποπομπή γυναικῶν ἀπό τά σπίτια τους: «γλῶσσα  τρίτη πολλοὺς ἐσάλευσε καὶ διέστησεν αὐτοὺς ἀπὸ ἔθνους εἰς ἔθνος καὶ πόλεις ὀχυρὰς καθεῖλε καὶ οἰκίας μεγιστάνων κατέστρεψε, γλῶσσα τρίτη γυναίκας ἀνδρείας ἐξέβαλε καὶ ἐστέρησεν αὐτὰς τῶν πόνων αὐτῶν, ὁ προσέχων αὐτῇ οὐ μὴ εὕρῃ ἀνάπαυσιν, οὐδὲ κατασκηνώσει μεθ᾿ ἡσυχίας» (19)

Ἀπό τίς ὀλέθριες συνέπειές της, ἡ διγλωσσία ἀποδεικνύεται ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη, γι᾿ αὐτό καί στήν ἐκκλησιαστική γραμματεία εὔλογα χαρακτηρίζεται «παγίδα θανάτου». Συγκεκριμένα στήν φερομένη ὑπό τό ὄνομα τῶν Ἀποστόλων Διδαχή, ὑπάρχει ἡ συμβουλή: «Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ δίγλωσσος· παγὶς γὰρ θανάτου ἡ διγλωσσία» (20). Ἡ ἴδια συμβουλή ὑπάρχει καί στήν ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα (τήν φερομένη ὡς ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα) (21). Προφύλαξη ἀπό τήν διγλωσσία συνιστᾶται καί σέ νόθο ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Φυλάττεσθαι δὲ πάλιν μὴ εἶναι δίγλωσσον ἤ δίγνωμον» (22).
Στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία, λοιπόν, ἡ διγλωσσία παρουσιάζεται ὡς μεγάλο κακό καί ἀποδοκιμάζεται ἔντονα ὡς ἐπαίσχυντη γιά τόν δίγλωσσο καί ὡς ἰδιαίτερα καταστροφική γιά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις.

1. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό γεγονός ὅτι στήν ἴδια συνάφεια, διγλωσσία καλεῖται μεταφορικά ἡ διπλωματική γλῶσσα.

2. Πρμ. 11, 3.

3. Σημειωτέο ὅτι «δίγλωσσος», μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀναληθοῦς, ἀποκαλεῖται σέ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Συγκεκριμένα λέγεται ὅτι ὁ Ἰούδας «δίγλωσσος καὶ πολυπράγμων ἦν· ἐλάλει γὰρ μάτην, τοὐτέστιν οὐκ ἀληθὴς ἦν». (Ἐξηγήσεις εἰς τούς Ψαλμούς, Μ΄, PG 27, 197 C – ΒΕΠΕΣ 32, 1065–6).

4. Ἐξηγήσεως εἰς τάς Παροιμίας Σολομῶντος τά σωζόμενα, κεφ. ΙΑ΄, PG 64, 688.

5. Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄, τόμ. 25, Ἀθῆναι 1964, σ. 70.

6. Ἡ Ἁγία Γραφή (Γενική Ἐπιστασία Ἀθ. Χαστούπη), τόμ. Γ΄, Ἀθήνα 1993, σ. 234.

7. Δηλαδή: μή λιχνίζης τό σιτάρι σέ κάθε ἄνεμο.

8. Σοφ. Σειρ. 5, 9.

9. Μέ ἐξαίρεση βέβαια τήν τήρηση τῆς «ἀρχῆς» τοῦ κακῶς ἐννοουμένου συμφέροντος, τοῦ συμφέροντος τῆς στιγμῆς.

10. Ἰ. Γιαννακοπούλου (ἀρχιμ.), ὅπ.π., τόμ. 26, Ἀθῆναι 1964, σ. 27.

11. Σοφ. Σειρ. 5, 9.

12. Σοφ. Σειρ. 6, 1.

13. Κατ᾿ ἄλλη γραφή: ἀπώλεσε(ν). Μέ τό ρῆμα στόν ἑνικό ἀριθμό, ψιθυριστής καί δίγλωσσος εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο· μέ τό ρῆμα στόν πληθυντικό ἀριθμό, πρόκειται γιά δύο πρόσωπα μέ τήν γενική φυσικά ἔννοια, τήν ἀντιπροσωπευτική τοῦ εἴδους.

14. Σοφ. Σειρ. 28, 13.

15. Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, ρπε΄, Φιλοκαλία (ἔκδ. «Ἀστήρ»), τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1982, σ. 122.

16. Ἰ. Γιαννακοπούλου (ἀρχιμ.), ὅπ.π., τόμ. 26, σ. 27.

17. Εἰς τά ἱερά παράλληλα, ΙΖ΄, PG 95, 1385 C–D.

18. Βλ. σχετικά Ἰ. Γιαννακοπούλου, ὅπ.π., τόμ. 26, σ. 27.

19. Σοφ. Σειρ. 28, 14 – 16. Στούς ἑπομένους στίχους μέχρι τό τέλος τοῦ κεφαλαίου, ἐπισημαίνεται ἡ ἀπίστευτη δύναμη τῆς γλώσσας (π.χ. λέγεται ὅτι «πληγὴ μάστιγος ποιεῖ μώλωπας, πληγὴ δὲ γλώσσης συγκλάσει ὀστᾶ») καί περιγράφονται γλαφυρότατα οἱ ὀλέθριες συνέπειές της σέ ὅσους πέφτουν στήν παγίδα της. 20. Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, 2, 4, ΒΕΠΕΣ 2, 2161–2. Ἡ συμβουλή αὐτή παραβάλλεται μέ τόν στίχο τῶν Παροιμιῶν: «ὁ ἐνεργῶν θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει καὶ ἔρχεται ἐπὶ παγίδας θανάτου». (Πρμ. 21, 6).

21. Βαρνάβα Ἐπιστολή, 19 (67), PG 2, 777 C: «Οὐκ ἔσῃ δίγνωμος, οὐδὲ δίγλωσσος· παγὶς γὰρ θανάτου ἐστὶν ἡ διγλωσσία». Κατ᾿ ἄλλη ἔκδοση πάντως τό χωρίο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ γλωσσώδης». (Βαρνάβα Ἐπιστολή, ΧΙΧ, 7, ΒΕΠΕΣ 2, 24222–23).

22. Πίστις τῶν ἁγίων τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ ἁγίων θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ, PG 28, 1639 D