Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ

Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλου

      (…) Ὅσες διαφοροποιήσεις ἔχουν ἐπιβάλει οἱ ἀέναες μεταμορφώσεις τῶν καιρῶν ἐπιζεῖ πάντα ἀκατάλυτο τὸ κύτταρο τῆς Φυλῆς. Ἀρκεῖ νὰ συλλογιστοῦμε πὼς ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι μία γλώσσα, ποὺ μιλιέται τρεῖς καὶ περισσότερο χιλιάδες χρόνια, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ριζικὴ μεταλλαγή, ἀκόμα καὶ ὅση ἔπαθαν τὰ λατινικά. Ὅλα τὰ μεγάλα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες τὰ ὀνομάζουν μὲ τὰ ὀνόματα, καὶ ἀπείραχτα τῶν ἡρώων τοῦ Ὁμήρου. Τὰ τοπώνυμα τῶν Πελασγῶν βρίσκονται στὸ στόμα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός, ἡ ψυχή, ἡ θάλασσα, ὁ ὠκεανός, ὁ ἄνθρωπος, ἀπειράριθμα ἄλλα ἐπιζοῦν καὶ ὁ ἄνεμος ποὺ φυσάει ἀκηλίδωτος στὸ ἔπος, στὴν τραγωδία καὶ στὸ βοσκοτόπι ἢ τὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Βέβαια γέμισε καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα στοιχεῖα ἐπείσακτα, ἀλλαξομόρφησε σὲ πολλά, καθὼς ὅλες οἱ ζωντανὲς γλῶσσες. Ἀλλ’ ἔμεινε στὸ βάθος ἡ ἴδια. Τέλος, καὶ ἂν ἀληθεύει ἐκεῖνο, ποὺ ἔγραψα κάποτε ἀλλοῦ, σὲ μία στιγμὴ ἀθυμίας, πὼς ἐπιζοῦμε περισσότερο μὲ τὰ ἐλαττώματα παρὰ μὲ τὰ προτερήματα τῶν προγόνων μας, εἶναι καὶ τοῦτο μία πρόσθετη ἀπόδειξη διάρκειας. Καὶ θὰ προσθέσω τώρα μία καινούργια παραδοξολογία: πὼς καὶ μέσα στὸν ἀναλφάβητο Ἕλληνα κρύβεται ἕνας εὐπαίδευτος. Ἡ προαιώνια καλλιέργεια τῆς φυλῆς δὲν ἔχει πεθάνει.

Καὶ γιὰ τοῦτο ἴσια, ἴσια, τὸ 1821, πρὶν πραγματωθεῖ, ὑπῆρξε ἡ ἔμμονη σκέψη καὶ μέριμνα ἑνὸς εὐρύτατου ἀστερισμοῦ πνευματικῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔζησαν καὶ ἔδρασαν, κατὰ τὰ μακρὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ὄχι μόνο στὰ σχολεῖα τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ κυριώτατα, στὶς περισσότερες εὐρωπαϊκὲς χῶρες, ἀπὸ τὶς ἀκροποταμιὲς τοῦ Νέβα καὶ τοῦ Βόλγα ἴσαμε τὶς ὄχθες τοῦ Τάμεση κι ἀπὸ τὸ Σηκουάνα καὶ τὸ Ρῆνο ἴσαμε τὰ βενετσιάνικα κανάλια καὶ τὶς εἰδυλλιακὲς τῆς  Σικελίας καὶ πάρα πέρα. Οἱ λόγιοι αὐτοὶ Ἕλληνες, καὶ οἱ γενναιόδωροι ἔμποροι τοῦ Ἄμστερνταμ, τῆς Βιέννης, τῆς Μασσαλίας, τοῦ Λιβόρνου, τῆς Γένοβας, τῆς Βενετίας καὶ οἱ ἁρματολοὶ καὶ κλέφτες στὰ βουνὰ καὶ οἱ καραβοκύρηδες, ποὺ πολεμοῦσαν τοὺς κουρσάρους στὴ Μέση θάλασσα, καὶ ὁ ἀνώνυμος, ὁ ἁπλὸς λαός, ὁ ἄνθρωπος τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, ὅλοι, παρὰ τὶς διαφορές τους, παρὰ τὶς παλινωδίες τους, παρὰ τὶς στενοκεφαλιές τους καμμιὰ φορά, δὲν ἔχασαν τὴ συνείδηση τῆς φυλῆς τους καὶ τὴν ἐμπαθῆ ἀφοσίωση στὸ μεγάλο ἰδανικὸ τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στὴν πνευματικὴ καὶ τὴν ἄλλη ζωὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ – βλέπουμε τὴν ἀπόφαση καὶ τὴν προετοιμασία, τὴν ἐμμονὴ στὶς ἀξίες, ποὺ καταξιώνουν τὸν ἄνθρωπο.

    Ἀνάμεσά τους ἡ λαϊκὴ τέχνη δὲν κατέχει τὴ μικρότερη θέση. Εἶναι καὶ αὐτὴ  μία μορφὴ τῆς προετοιμασίας, μία βαρυσήμαντη ἔκφραση τῆς ἑλληνικῆς διάρκειας. Ἀκόμη καὶ στὰ χέρια τοῦ ταπεινότερου μάστορα, διατηρεῖ μία συνείδηση ὀμορφιᾶς, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Πηνελόπη καὶ τὴ Ναυσικᾶ, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν κοπέλα τοῦ χωριοῦ ποὺ ἑτοιμάζει τὰ προικιά της – τότε ποὺ τὰ ἑτοίμαζε, πρὶν εἰσβάλει καὶ στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο ὁ τεχνοκρατικὸς πολιτισμὸς τοῦ αἰώνα (…)

     Μέσα στὸν τεχνίτη τῆς Τουρκοκρατίας, ποὺ παραδίνει, σὰν ἱερὴ παρακαταθήκη,  σὲ γιοὺς κι ἀγγόνια καὶ δισέγγονα τὴ μαστοριά του, ὑπάρχει ὁ πανάρχαιος μινωικὸς τεχνίτης, ὁ τοιχογράφος, καὶ ὁ μυκηναῖος σμιλευτὴς τοῦ χρυσοῦ στολιδιοῦ καὶ τῆς νεκρικῆς μάσκας καὶ ὁ κυκλαδίτης πλάστης καὶ ὁ ἀθηναῖος ἀγγειογράφος τῆς μεγάλης ἀκμῆς καὶ ὁ βυζαντινὸς καλλιγράφος καὶ διακοσμητής. Ὑπάρχει ὁλόκληρη ἡ παράδοση. Ἀνόθευτη φυσικά, ὄχι. Καὶ τοῦτο γιατί ἀλλάζουν οἱ καιροί, ἀλλάζει τὸ συνειδησιακὸ περιεχόμενο, ἀλλάζουν καὶ οἱ τεχνικοὶ προσανατολισμοί, δημιουργοῦνται νέες ἀνάγκες, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἐναλασσόμενες μορφὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ τὴν ἰδιοτυπία τῆς ἐθιμοταξίας καὶ γιατί, ἐπίσης, οἱ ἐπιρροὲς ἀπ’ ἔξω γίνονται διαφορετικές.

     Ὁ μινωικὸς καὶ ὁ μυκηναῖος τεχνίτης ζοῦσε μέσα στοὺς ἀνατολικοὺς πολιτισμοὺς τοῦ καιροῦ του ὁ τεχνίτης τῆς κλασσικῆς ἀκμῆς μέσα στὸ κλίμα τῆς θεαματικῆς ἀνόδου ὅλων τῶν καλλιτεχνικῶν ἐπιδόσεων, ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἕως στὴν τραγωδία, καὶ τῆς βεβαιότητας, ποὺ πρόσφερε ἡ ἡγεμονεύουσα θέση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου ὁ μεσαιωνικὸς τεχνίτης βρισκόταν σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ μουσουλμανικὴ Ἀνατολὴ καὶ τὴ βυζαντινὴ ὀρθοδοξία ὁ τεχνίτης τῆς Τουρκοκρατίας εἶχε ν’ ἀπορροφήσει ἕνα πλῆθος ἐπείσακτα στοιχεῖα, τὸν πλοῦτο τῆς Βενετιᾶς (γιὰ νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα) καὶ τὸν κόσμο τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, καθὼς τὸ διαμόρφωσαν ἡ κλεφτουριὰ καὶ τὸ ἁρματολίκι. Ὅλα αὐτὰ ἐξηγοῦν τὶς ἰδιάζουσες συχνὰ ἐκδηλώσεις τῆς λαϊκῆς τέχνης. Ἀλλὰ δὲν τῆς ἀφαιροῦν τὸ χαρακτήρα ἑνὸς λαμπροῦ στοιχείου διάρκειας, μιᾶς «κιβωτοῦ», ποὺ διασώζει τὴν ψυχὴ τοῦ Γένους καὶ τὴ διαπεραιώνει ἀπὸ τὴν πτώση στὴν ἀναβίωση.

     Οἱ πολυάριθμες συλλογὲς ἀντικειμένων τῆς λαϊκῆς τέχνης καὶ τὰ σωζόμενα ἕως τώρα (τὸ δυστύχημα εἶναι λιγοστά) ἀρχοντικά τῆς  Τουρκοκρατίας στὰ Γιάννινα, στὴν Κοζάνη, στὴν Καστοριά, στὰ θεσσαλικὰ Ἀμπελάκια ἢ στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου ἐπιμαρτυροῦν τὴ σημασία τοῦ γεγονότος.

     Οἱ ξενιτεμένοι Ἕλληνες στέλνουν στὴ σκλαβωμένη πατρίδα ὅ,τι καλλίτερο  παράγει ἡ βιοτεχνία τῆς μεσημβρινοδυτικῆς καὶ τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης ἀλλὰ καὶ βρίσκουν στὸν τόπο τὸ ἔμψυχο καὶ τὸ ἄψυχο ὑλικό, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ πραγματοποιήσουν τὶς ἐπιθυμίες τους.

     Στὴν περιοχὴ τῆς λαϊκῆς φορεσιᾶς ἰδιαίτερα εἶναι καὶ οἱ τοπικὲς διαφορὲς βαθύτατα αἰσθητές. Ἡ ποικιλία εἶναι ἀληθινὰ ἐκπληκτική, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ὁ πλοῦτος ἐντυπωσιάζουν. Ὑπάρχουν ἀκόμη – καὶ ὄχι μόνο στὶς μουσειακὲς συλλογὲς – καὶ σὲ πολλὰ σπίτια οἱ κασέλες τῶν προγόνων μὲ τοὺς θησαυροὺς τῆς ὑφαντικῆς καὶ τῆς κεντητικῆς, κατάλοιπα μίας ζωῆς, ποὺ ἔχει ἤδη περάσει στὴν ἱστορία. Τὰ ὑφάσματα, προέρχονται σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀπὸ τοὺς ξένους τόπους. Τὸ κέντημα ἄφθονο καὶ καλαίσθητο, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ἐπίσης, εἶναι «ἰθαγενές». (….)

     Ἡ ἑλληνικὴ λαϊκὴ τέχνη ἀποτελεῖ ἕνα συμπαγὲς καὶ ἀκομμάτιαστο σῶμα. Εἶναι ὁλόκληρη ἡ παράδοση. Καὶ ὄχι μόνο μία παράδοση μαστοριᾶς, αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ λιγώτερο. Συνοψίζει στὴν ἱστορική της ἀνέλιξη τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ. Κατὰ τοῦτο οἱ μαστοράδες καὶ τὰ τσιράκια τῆς τουρκοκρατίας, οἱ περισσότεροι ἀνώνυμοι, καθὼς οἱ ἀρχιτέκτονες, οἱ ζωγράφοι, οἱ διακοσμητὲς τῶν βυζαντινῶν καιρῶν, ἐκφράζουν μὲ τὶς δημιουργίες τους ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ περιστατικά, ἀσυνείδητα ἴσως, καὶ πορεύονται παράλληλα πρὸς τοὺς δασκάλους τοῦ Γένους, τοὺς σοφούς, τοὺς κοσμογυρισμένους, ποὺ ἀναδύονται μέσ’ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους. Τὴν παιδεία, ποὺ θὰ τὸ καταστήσει ἄξιό τῆς  ἐλευθερίας του.

      Μποροῦμε εὔκολα νὰ τοὺς φανταστοῦμε αὐτοὺς τοὺς τεχνίτες. Ἁγιογράφους ποὺ συντηροῦν τὴ μεγάλη βυζαντινὴ παράδοση τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας, χωρὶς ν’ ἀγνοοῦν συχνὰ καὶ τὴ δυτικὴ ἀναγέννηση καὶ ἄλλους ἀδεξιότερους, αὐτοδίδακτους, ποὺ ἀναδίνουν φρεσκάδα καὶ ἀφέλεια ξυλογλύπτες ποὺ κατεργάζονται, κρεμασμένοι στὶς σκαλωσιές, τὰ μεγάλα τέμπλα μὲ τὸ ἀκατανόητο πλῆθος τῶν διακοσμητικῶν στοιχείων καὶ τῶν παραστάσεων ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα μεταλλουργούς, ποὺ δουλεύουν τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσήμι, τὸ χαλκό, κεραμουργούς, ποὺ παίρνουν τὸν πηλὸ στὰ χέρια τους καὶ τὸν μεταμορφώνουν σὲ ἀριστοτέχνημα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὰ νέα κορίτσια καὶ τὶς ὥριμες γυναῖκες, ποὺ ξημεροβραδυάζονται στὸν ἀργαλειὸ ἢ στὸ βελόνι μὲ τὴ χρυσὴ κλωστὴ καὶ ντύνουν τὰ σπίτια τους καὶ τὰ σπίτια τῶν ἄλλων καὶ τὰ ὀμορφαίνουν καὶ συνάμα τραγουδοῦν τὸ πονεμένο δημοτικὸ τραγούδι, τὸν καημὸ τῆς σκλαβιᾶς, καὶ τὸ τραγούδι τὸ ἡρωικὸ τῆς  παλληκαριᾶς ἢ προσεύχονται στὴν Παναγία, ποὺ τὴ νιώθουν τόσο σιμά τους, καὶ στοὺς μεγαλομάρτυρες καὶ τροπαιοφόρους ἁγίους, ποὺ τοὺς νιώθουν, ἐπίσης, στὸ ἴδιο σιμά τους, ὅσο καὶ οἱ ἀρχαιότατοι Ἕλληνες τοὺς ἀνθρωποθεούς τους.

     Ὑπάρχει, λοιπόν, μία ἐσωτερικὴ σύνδεση ἀνάμεσα στὰ προϊόντα τῆς  λαϊκῆς τέχνης καὶ στὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ Γένους. Αὐτὴ ἡ σύνδεση εἶναι ὁριζόντια καὶ κάθετη. Πηγαίνει σὲ βάθος μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ ἁπλώνεται σὲ πλάτος μέσα στὶς τόσο διαφορετικὲς περιοχὲς τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου.

     Ἡ Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη, ποὺ ξόδεψε μία μακριὰ καὶ πλούσια ζωὴ στὴ σπουδὴ τῆς ἑλληνικῆς λαϊκῆς τέχνης, παρατηρεῖ ὅτι ἡ τέχνη αὐτὴ διατηρεῖ μὲ αὐστηρὴ προσήλωση τὶς παραδοσιακὲς μορφές, ποὺ παίρνει ἀπὸ τὶς προγενέστερες γενεές, τὶς μορφὲς ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους, δηλαδὴ τὴ συνέχεια καὶ τὴ συνέπεια, σὰν ἀσυνείδητη κληρονομιά, σὰν ἕνα ἱερὸ ἄγραφο νόμο.

     Ἔχουν ἰδιαίτερο καὶ σταθερὸ γνώρισμα τὴν τάση πρὸς τὶς γεωμετρικὲς κατασκευὲς μὲ κύριο στοιχεῖο τὴν εὐθεία γραμμὴ καὶ τὴ λιτότητα, ποὺ ἀνάγει τὰ σχήματα πρὸς τὴν ἀφαίρεση καὶ τὴν ἀποπνευμάτωση. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ ἐπιβεβαιώνει κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακὸ στὰ προϊόντα τῆς  ὑφαντουργίας, τῆς κεντητικῆς καὶ τῆς κεραμικῆς.  Οἱ τεχνίτες πρωτοτυποῦν στὴ σύζευξη καὶ τὴ ἐπανάληψη τῶν σταθερῶν διακοσμητικῶν στοιχείων, ὑπακούουν σ’ ἕναν κανόνα, ἀκόμη καὶ στὸν τομέα τοῦ χρώματος, ὥστε τὸ σύνολο ν’ ἀποπνέει ἕνα εἶδος, θὰ τ’ ὀνόμαζα ἔτσι, ἀρετῆς. Τὴ θέση τοῦ κύκλου παίρνει τὸ πολύγωνο.

     Ὥστε, ἂν ἀληθεύει κι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Mondrian, πὼς ἡ καμπύλη εἶναι ἡ διαφθαρμένη γραμμή, ἡ γραμμὴ τῆς ἀσυδοσίας καὶ τῆς ἀκολασίας ὁ γεωμετρισμὸς τῆς ἑλληνικῆς λαϊκῆς τέχνης, στηριγμένος στὶς εὐθύγραμμες κατασκευές, εἶναι καὶ μία διατύπωση φρονήματος, αὐτοῦ τοῦ ἡρωικοῦ φρονήματος, ποὺ κράτησε τὸ Γένος ὄρθιο σὲ καιροὺς δυσχείμερους.

    Ἀξιοσημείωτο εἶναι καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ σημειώνει ἡ Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη :  «Ἐξ ἀφορμῆς τῆς γεωγραφικῆς τοποθέτησης τῆς Ἑλλάδας ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, ἡ ἑλληνικὴ λαϊκὴ τέχνη ἔχει ὑποστεῖ δυὸ κυρίαρχες ἐπιδράσεις, τὴν ἀνατολικὴ ἐπίδραση, ποὺ ξαναβρίσκουμε στὴν πιὸ μακρινὴ ἀρχαιότητα, καὶ τὴ δυτικὴ ἐπίδραση, ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς φραγκικῆς κατάκτησης (καὶ μάλιστα μετὰ τὸ 1204). Ἡ τελευταία αὐτὴ εἶναι αἰσθητότερη στὰ νησιὰ καὶ κυριώτατα σὲ ὅσα ἔχουν καθολικὰ μοναστήρια καὶ ἀσκεῖται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ στὸ πλέξιμο τῆς δαντέλας καὶ στὴν κεντητική, ποὺ κάποτε κάποτε μᾶς δίνουν ἀντίγραφα ἰταλικῶν προτύπων. Ὅσο γιὰ τὴν τουρκικὴ ἐπίδραση, χρονολογικὰ μεταγενέστερη, αὐτὴ δὲν κατόρθωσε νὰ παραλλάξει τὴν ἑλληνικὴ τέχνη, γιατί ἡ ἑλληνικὴ ζωή, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, συνεχίζει τὴ βυζαντινὴ  ζωή» (μεταφράζω ἀπὸ τὸ γαλλικὸ κείμενο τῆς Α. Χατζημιχάλη: L’ art populaire grec», Athenes,  1937).

     Ἔτσι ὁ κόσμος, ποὺ ἐκφράζει ἡ ἑλληνικὴ λαϊκὴ τέχνη, εἶναι ἕνας κόσμος συνεχὴς μέσα στὸ χρόνο καὶ ἀπαρασάλευτος μέσα στὸ χῶρο. Ἡ βιοτεχνία παίρνει τὶς διαστάσεις μεγάλης τέχνης. Ἡ πηλιορείτικη ρόκα δὲν εἶναι πλασμένη μόνο ἀπὸ ἕνα καλοσκαλισμένο κομμάτι ξύλο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ παραμύθι καὶ τὸ τραγούδι, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μὲ τὴ δική της φωνή, ἡ λαϊκὴ τέχνη, φωνὴ τῆς σιωπῆς, φωνῆς τῆς γραμμῆς καὶ τοῦ χρώματος, τῆς ὑπομονετικῆς δουλειᾶς, τῆς θλίψης καὶ τῆς προσδοκίας, γίνεται ἕνα μέγιστο τεκμήριο ἐθνικῆς ἀγρυπνίας. Καὶ ἡ ἐθνικὴ ἀγρυπνία εἶναι ποὺ ἔκανε δυνατὴ τὴν ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Μέσα στὴ νύχτα τῶν αἰώνων ὁ δάσκαλος ἀγρυπνοῦσε ἀπάνου στὸ βιβλίο του, ὁ σοφὸς στὸ χειρόγραφό του, ὁ ζωγράφος στὸ σχέδιό του, ὁ κεραμουργὸς στὸ κομμάτι τοῦ πηλοῦ, ποὺ πάσχιζε νὰ τὸ ζωντανέψει καὶ νὰ τὸ ὀμορφύνει, ἡ ἀνυφάντρα καὶ ἡ κεντήστρα  στὸν ἀργαλειό της ἢ στὸ τελάρο της, ὁ δουλευτὴς τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τοῦ ἀσημιοῦ στὰ σύνεργά τους – ὅλοι ἀγρυπνοῦσαν καὶ καρτεροῦσαν νὰ θαμποχαράξει ἡ μέρα, νἄρθει  ὁ ἥλιος νὰ φωτίσει τὴ μαραμένη γῆ.

     Εἶναι ἕνα φαινόμενο, ποὺ σὲ κάθε συνειδητὸ ἄνθρωπο θὰ προκαλεῖ πάντα θαυμασμὸ καὶ συγκίνηση.