Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

SVMA_EKKLHSIAS

                                                            π.  Γεωργίου  Δ. Μεταλληνοῦ

 

1.   Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ στὸν κόσμο ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία, ὡς ὁ χῶρος πραγματώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ πληρώματος τῆς  Ἀληθείας,  ποὺ εἰσήγαγε στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, Κύριος  ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἂν θέλαμε νὰ ὁρίσουμε, συμβατικά, τὸν Χριστιανισμὸ ὡς Ὀρθοδοξία, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου (Τριαδικοῦ Θεοῦ)  μέσα στὴν ἱστορία καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ (του ἀνθρώπου)  νὰ γίνει θεὸς «κατὰ χάριν».  Ὁ μοναδικὸς καὶ ἀπόλυτος στόχος τῆς ἐν Χριστῷ  ζωῆς εἶναι ἡ θέωση, ἡ ἕνωση δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει «κατὰ χάριν» αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴν φύση Τοῦ (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀτελεύτητος). Αὐτὴ εἶναι χριστιανικὰ ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἠθικὴ βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνα-δημιουργία, ἀνά-πλαση ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, μέσα ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, τὴν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία.  Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἱδρύθηκε γιὰ νὰ προσφέρει τὴν σωτηρία, τὴν ἔνταξη ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας σ’ αὐτὴ τὴν ἀναγεννητικὴ διαδικασία καὶ ἐμπειρία.

     Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ τὸν κόσμο, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τὴν κτίση,  ποὺ καλοῦνται νὰ ἀναγεννηθοῦν ἐντασσόμενοι στὴ ζωή της καὶ δεχόμενοι τὴν Χάρη της.  Ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ὅλη ἡ κτίση, χωρὶς τὸν Χριστὸ ζοῦν μέσα στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, καρπὸ τῆς πτώσεώς τους. Ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο: «Οὕτω  γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν (=ἐθυσίασε), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη  ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω.  3,16). Ὑπάρχει ὅμως καὶ ὁ κόσμος ποὺ «ὅλος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ» (Α΄  Ἴω. 5,19). Ἡ κτίση, ἀκολουθώντας τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς προέκταση τῆς σάρκας του, «συστενάζει καὶ συνωδίνει» (=συνυποφέρει) μὲ τὸν ἄνθρωπο, διότι ἔχει ὑποταχθεῖ στὴν ματαιότητα καὶ ἀναμένει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἔξοδο ἀπὸ  τὴ φθορὰ τοῦ πιστοῦ στὸν  Χριστὸ Ἀνθρώπου (Ρώμ. 8, 18-23). Ὅπως ὁ πτωτικὸς ἄνθρωπος παρέσυρε καὶ ὅλη τὴν κτίση στὴν πτώση του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δεχόμενος τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἁγιαζόμενος καὶ φθάνοντας στὴν ἀφθαρσία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, συμβάλλει στὴν ἀπελευθέρωση καὶ τῆς κτίσης καὶ στὸν ἁγιασμό της.

 

2.   Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχει καὶ ὁ κόσμος τῆς πονηρίας καὶ ἁμαρτίας, ποὺ συμπορεύεται μὲ τὸν ἄνθρωπο χωρὶς Χριστὸ καὶ χωρὶς τὴ Χάρη Του.  Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε ἐποχή, καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ ἁγιάζει τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσης του. Μέσα στὸν κόσμο τῆς πονηρίας δροῦν καὶ ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀνομίας, ἔγκλειστοι στὴν ἀνισορροπία τῆς πτώσης τους, ποὺ ἐκφράζεται ὡς ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀθεΐα καὶ θεομαχία,  ὡς ἀδικία καὶ ἐκμετάλλευση ἀπέναντι στὸν ἀδύνατο συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση, καὶ ὡς ἐσωτερικὴ σχιζοφρένεια, διάσταση δηλαδὴ καὶ διχοστασία μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας.  Ὁ Χριστὸς σαρκώθηκε καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ νὰ θεραπεύουν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ κτίση αὐτὴ τοὺς τὴ νόσο καὶ νὰ ἀποκαθιστοῦν χαρισματικὰ τὴν σχέση τους μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο, τὴν ὑλικὴ κτίση καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ καθένας.

     Στὴν ἴδια τραγικὴ ἀκαταστασία βρίσκεται καὶ ὁ σημερινὸς κόσμος. Με τὴν ἀνάπτυξη, μάλιστα, τῆς ἐπιστήμης καὶ τεχνολογίας καὶ τὴν δι’ αὐτῶν αὔξηση καὶ τῶν μέσων (αὐτο)καταστροφῆς, ποὺ διαθέτει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος,  ἔχουν ἀκόμη μεγαλύτερη τὴν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεραπευτικῆς προσφορᾶς της. Ποιός εἶναι, ἀλήθεια, ὁ σημερινὸς κόσμος; Θὰ ἀποτολμήσουμε μίαν ἁδρὴ σκιαγράφησή του.

    

3.  Πῶς μπορεῖ νὰ προσδιορισθεῖ  ὀρθόδοξα ὁ σύγχρονος κόσμος; Ἡ ἐποχή μας σφραγίζεται καθοριστικὰ ἀπὸ μία νέα ἱστορική συγκυρία, τὴ νέα Παγκόσμια Τάξη πραγμάτων, μὲ μία παγκόσμια Μονοκρατορία, τὴν Pax Americana, ποὺ μεταφέρει ἀναδρομικὰ στὴν Pax Romana, καὶ τὴν δυναμική της σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ σήμερα, ἡ ἀνθρωπότητα ἐντάσσεται σὲ  ἕνα παγκόσμιο σύστημα πολιτικῆς καὶ «ἀξιῶν», ποὺ ἐλέγχει καὶ διαμορφώνει καθολικὰ μέσῳ τῆς ἐνιαιοποιημένης «παιδείας» καὶ τῶν κατευθυνόμενων μέσων ἐπικοινωνίας  τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, ὡς πλανητικὸ ἄνθρωπο καὶ πλανητικὴ κοινωνία.  Αὐτὴ ἡ Νέα Ἐποχὴ (New Age) ποὺ θεμελιώθηκε    τὸ 1875 ἀπὸ τὴν ἱδρύτρια τῆς «Θεοσοφικῆς Θρησκείας» (Θεοσοφίας)  Helena Petrovna Blavatsky (+1891), περιγράφθηκε προφητικὰ ἀπὸ τὸν George Orwell στὸ ἔργο τοῦ «1984».  Ἡ κίνηση τῆς Νέας Ἐποχῆς προσδιορίζεται ἀπὸ   μία ἀποκρυφιστικὴ ἀντίληψη τῆς ἱστορίας, ποὺ θέλει τὴν ὑδροχοϊκὴ περίοδο τοῦ Ἀντιχρίστου νὰ διαδέχεται τὴν ἐποχὴ τοῦ «Ἰχθύος», δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο κατευθύνεται ὁ κόσμος μας σὲ ὅ,τι σημαίνει ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καὶ καταπολέμηση τοῦ ἔργου Του καὶ τῶν πιστῶν Του.

     Ἐνῷ τὰ συνθήματα τῆς Νέας Ἐποχῆς συνδέονται μὲ μία χιλιαστικὴ προσδοκία, στὰ ὅρια μίας ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας καθολικῆς εὐημερίας καὶ εἰρήνης, ἡ ἀπογοήτευση εἶναι παγκόσμια, διότι ἀναπαράγεται τὸ παλαιὸ σύστημα μὲ ὅλη τὴν παθογένειά του. Ἐξαπλώνεται ὅμως ὅλο καὶ περισσότερο, ἕνα μονοκρατορικὸ  παγκόσμιο σύστημα, ποὺ παγιώνει τὴν ἀστάθεια, τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὸν πόλεμο γιὰ τὴν ὑποταγὴ καὶ ἐκμετάλλευση τῶν πάντων, ἀλλὰ καὶ ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ μέλλον. Ὁ κόσμος μας βυθίζεται ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ἐξαθλίωση, πνευματικὰ καὶ οἰκονομικά, γιὰ νὰ διευκολύνεται ἡ ὑποταγὴ ὅλων στὴν Ὑπερδύναμη καὶ τὶς ἐπιλογές της. Τὰ Χριστούγεννα ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ψάλλουμε στὸ ὑπέροχο τροπάριο τῆς ἁγίας Κασσίας ἢ Κασσιανῆς, τῆς  Ὑμνογράφου, ἀναφερόμενοι στὴν παγκόσμια μονοκρατορία τῆς (Παλαιᾶς)  Ρώμης: «ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον τὰ ἔθνη ἐγένοντο». Σήμερα τὰ ἔθνη τῆς ἐποχῆς μας «γίνονται» καὶ πάλιν ὑπὸ μίαν παγκόσμια «βασιλεία», ἐντασσόμενα -ἀναγκαστικὰ καὶ στανικά- σὲ ἕνα κατασκευασμένο ἀπὸ τοὺς ἀρχιτέκτονες  τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς  παγκόσμιο πολιτικὸ σχῆμα (global Government), μὲ τὴν ἐπιβολὴ σ’ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ ὅλους τους χώρους τῆς Παγκόσμιας Ὑπερδύναμης.  Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι σ’ ὅλους τους τομεῖς  καὶ τὶς δομὲς τῆς παγκόσμιας κοινωνίας κυριαρχεῖ ἡ Κοσμοκράτειρα σύγχρονη Ρώμη, σὲ μία ποίμνη, τῆς ὁποίας ὅμως Ποιμὴν δὲν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου.

4.   Ὅπως ὅμως ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, καὶ μάλιστα φανερώνεται ἡ ἀγάπη Του ἐκεῖ ποὺ ἡ τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου πλεονάζει (Πρβλ. Ρώμ. 5,20), τὸ ἴδιο καὶ ἡ Ἐκκλησία Του, ποὺ συνεχίζει μὲ τοὺς Ποιμένες της νὰ διακονεῖ τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν θεραπεύει, προσφέροντάς του τὴ θεραπεία γιὰ τὴ νόσο του,  πνευματικὴ καὶ κοινωνική. Ὁ κόσμος, ὅσο αὐξάνει ἡ τραγικότητά του, τόσο περισσότερο ἀναζητεῖ τὴ σωτηρία, ἀνεπίγνωστα, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀναζητήσει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ συγκεκριμένα. Καὶ αὐτὸ καθιστᾶ τραγικότερη τὴν κατάστασή του.  Ὁ σύγχρονος κόσμος διψᾶ γιὰ Χριστὸ καὶ Ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ καταντᾶ, στὴν ἀναζήτησή του, θύμα τῶν προδρόμων τοῦ Ἀντιχρίστου.

     Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ στὸν ἀληθινὸ Χριστὸ τῶν Πατέρων ἡμῶν μὲ τὴν ἱεραποστολή της πρὸς ὅλο  τὸν κόσμο. Ἡ ἱεραποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι  πρόσκληση τοῦ κόσμου στὴν ἐν Χριστῷ  σωτηρία. Ἡ ἀληθινὴ δὲ λύτρωση, ἡ αὐθεντικὴ μετοχὴ δηλαδὴ στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ὡς καινὴ κτίση καὶ Χριστοζωή, ὁδηγεῖ στὴν ἱεραποστολικὴ μαρτυρία, ποὺ εἶναι διπλή: πρῶτα βεβαίωση τῆς λυτρωτικῆς ἐμπειρίας «εὑρήκαμεν Ἰησοῦν» καὶ μετὰ  κλήση σ’ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὰ λόγια «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰω. 1,47). Αὐτὸ τὸ μήνυμα ἀπευθύνει καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία στὴν ἐναγώνια λυτρωτικὴ ἀναζήτηση τοῦ κόσμου.  Ἀπευθύνεται σ’ αὐτούς, ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ συνεχῶς Τὸν ἀναμένουν ἡ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔμαθαν κάποτε κάτι γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ αἱρετικὰ διεστραμμένο, καὶ γι’ αὐτὸ Τὸν ξέχασαν στὴ ζωή τους, μιλώντας γιὰ «θάνατο τοῦ Θεοῦ» καὶ δείχνοντας τὴν ἀποχριστιανοποίησή τους.

     Ἀπευθύνεται ὅμως καὶ στὸν κατ’ ἐπίφαση λεγόμενο χριστιανικὸ (ἡ καὶ κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξο κόσμο), ποὺ ζεῖ μέσα στὴν αἱρετικὴ πανσπερμία καὶ  τὴν πολυειδῆ πλάνη, μὲ μία τυπικὴ καὶ ἐθιμικὴ χριστιανικότητα,  ὑπὸ τὶς ἐπιρροὲς τῶν ἀντιχρίστων ἰδεολογιῶν καὶ στὸ σκοτάδι τοῦ χωρὶς Χριστὸν κόσμου.  Πολὺ δὲ περισσότερο ὅμως ἔχουν ἀνάγκη τὸν Ἀληθινὸ Χριστὸ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχοντας ταχθεῖ  φορεῖς καὶ κήρυκες τοῦ σωστικοῦ μηνύματός Του στὸν κόσμο, διαπράττουμε τὸ ἔγκλημα νὰ συντασσόμεθα μὲ τὴν πλάνη, ποὺ εἰσῆλθε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς αἵρεση καὶ παραχάραξη τῆς Ἀλήθειας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ σώσει ἐν Χριστῷ τὸν κόσμο, ἂν ἡ ἴδια συμφύρεται, στὰ  πρόσωπα τῶν ποιμένων καὶ πιστῶν της, μὲ τὸν κόσμο καὶ τὶς πλάνες του. Ἡ ἀληθινὴ ἱεραποστολὴ προϋποθέτει ἀληθινοὺς Ποιμένες καὶ ἀληθινὰ πιστοὺς στὸν Χριστὸ ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὴν ἀλήθεια Ποιμένων καὶ Πιστῶν ἀρχίζει τὸ πρόβλημα. Καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία τῶν Ποιμένων. Πόσο Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κατὰ χάριν Ποιμένες καὶ πόσο ὀρθόδοξα εἶναι τὰ κριτήριά μας.

     Καὶ ἐπειδὴ καὶ οἱ διαχριστιανικοὶ καὶ διαθρησκειακοὶ Διάλογοι  τῆς Ὀρθοδοξίας χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς Κορυφὲς  ὡς προβολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδὴ Ἱεραποστολὴ , τὸ ἐρώτημα εἶναι ἡ σχέση τῶν Ποιμένων μας μὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοσή τους. Πόσο ἀποστολικοὶ καὶ πατερικοὶ εἴμεθα.  Ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης  (1927-2001)  συνήθιζε νὰ λέγει  ὅτι τὸ πρόβλημα θὰ εἶναι στὸ ἑξῆς πόσο ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ Ἐπίσκοποί μας, ποιὸ εὐαγγέλιο δηλαδὴ κηρύσσουν.  Τὸν κόσμο ὁδηγοῦν στὸν ἀληθινὸ Χριστὸ ὅσοι εἶναι Ἅγιοι ἡ βαδίζουν καὶ πορεύονται «σὺν πᾶσι τοὶς ἁγίοις» πρὸς τὴν ἁγιότητα. Ἀντίθετα τὸν ὠθοῦν ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν πλάνη καὶ καταστροφή, «οἱ ἔχοντες μόρφωσιν  εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β Τίμ. 3,5). Οἱ ταυτιζόμενοι δηλαδὴ καὶ συμπορευόμενοι μὲ τὴν πλάνην τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ποὺ καὶ αὐτὸς ζεῖ καὶ πολιτεύεται, ὅπως ὁ χωρὶς Χριστὸν κόσμος.

 

  

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα