Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (12/23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1828) – ΜΙΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

 

τοῦ Χαράλαμπου Στεργιούλη

Φιλολόγου-Δρ. Βυζαντινῆς Φιλολογίας Α.Π.Θ.

Στὶς 2 Ἀπριλίου 1827 ἡ Γ΄ Ἐθνικὴ Συνέλευση τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸ ψήφισμα ὑπ’ ἀριθμὸν Στ΄ ἐπικύρωνε ἐπίσημα τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια ὡς Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας: «Ὁ Κόμης Ἰωάννης Καποδίστριας ἐκλέγεται παρὰ τῆς συνελεύσεως ταύτης ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐμπιστεύεται τὴν νομοτελεστικὴν αὐτῆς ἐξουσίαν». Ὁ Καποδίστριας, εὑρισκόμενος στὸ Βερολῖνο, διάβασε σὲ κάποια ἐφημερίδα τὴν εἴδηση τῆς ἐκλογῆς του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Eynard, τὸν Ἑλβετὸ τραπεζίτη φίλο του, νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσει ἢ νὰ τὴν διαψεύσει. Ταυτόχρονα ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Πετρούπολη. Στὴν Πετρούπολη ἔπρεπε νὰ λύσει τὸ πρῶτο μεγάλο πρόβλημα ποὺ ἀνέκυπτε μὲ τὴν ἐκλογή του, νὰ πείσει, δηλαδή, τὸν τσάρο Νικόλαο νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ ρωσικὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.

Ὁ τσάρος Νικόλαος, ὅμως, ἀντὶ νὰ ἐγκρίνει τὴν παραίτησή του, τοῦ ζήτησε νὰ ἀναλάβει ἐκ νέου τὰ καθήκοντά του στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν. Ὁ Καποδίστριας ἀρνήθηκε τὴν τιμὴ καὶ ἀπάντησε θαρραλέα στὸν Νικόλαο: «Ἐὰν δὲν δεχθῶ τὴν ἐκλογή μου καὶ ἡ Ἑλλὰς γονατίσει, τί θὰ ποῦν γιὰ μένα; Νά ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σώσει καὶ προτίμησε μιὰ λαμπρὴ θέση στὴ Ρωσία ἀπὸ τὴ σωτηρία τῆς πατρίδας του καὶ τὴν ἄφησε νὰ χαθεῖ.» Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες προσπάθειες ὁ τσάρος Νικόλαος ὑπέγραψε τὸ πολυπόθητο κείμενο τῆς παραίτησης τὴν 1η Ἰουλίου 1827.

Τὸ πρωινὸ τῆς 15ης Ἰουλίου ὁ Καποδίστριας ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Πετρούπολη καὶ ξεκινᾶ τὸ ταξίδι του πρὸς τὸ Λονδῖνο καὶ τὸ Παρίσι. Κύριος σκοπὸς τοῦ ταξιδιοῦ του νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἠθικὴ ἀλλὰ καὶ οἰκονομικὴ στήριξη τῶν δύο μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων, τῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς Γαλλίας ἀντίστοιχα. Ἡ ὑποδοχὴ στὸ Λονδῖνο, ὅταν ἔφθασε στὶς 15 Αὐγούστου, ἦταν ψυχρή. Ἕξι βδομάδες παρέμεινε στὸ Λονδῖνο παλεύοντας γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δίκαια. Οἱ Ἄγγλοι ἦταν ἀρκετὰ καχύποπτοι ἀπέναντι στὸν Κυβερνήτη, γιατὶ τὸν θεωροῦσαν ὄργανο τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς. Στὸ Παρίσι ἔφθασε στὶς 16 Σεπτεμβρίου καὶ παρέμεινε ἕναν περίπου μῆνα, ἀναπτύσσοντας μεγάλη διπλωματικὴ δραστηριότητα. Ἡ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξαν οἱ Γάλλοι ἦταν γενικὰ πιὸ φιλικὴ καὶ αὐθόρμητη.

Στὶς 10 Ὀκτωβρίου ὁ Καποδίστριας θὰ φύγει ἀπὸ τὸ Παρίσι γιὰ τὴ Γενεύη καὶ στὴ συνέχεια γιὰ τὸ Τορῖνο. Στὸ Τορῖνο πληροφορήθηκε τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς ναυμαχίας τοῦ Ναυαρίνου. Τελικά, στὶς 8 Νοεμβρίου θὰ φθάσει ἀπὸ τὸ Τορῖνο στὸ λιμάνι τῆς Ἀγκώνα, ἐλπίζοντας πὼς τὸ ἀγγλικὸ πολεμικὸ πλοῖο ποὺ θὰ τὸν μετέφερε στὴν Ἑλλάδα θὰ ἦταν ἤδη ἀγκυροβολημένο στὸ λιμάνι. Οἱ Ἄγγλοι εἶχαν φροντίσει νὰ παραχωρήσουν πλοῖο τοῦ πολεμικοῦ τους στόλου γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ νέου Κυβερνήτη, ἐπειδὴ ἔβλεπαν καὶ σ’ αὐτήν τους τὴν ἐνέργεια μιὰ καλὴ εὐκαιρία ἐπιρροῆς τῆς Μεγάλης Βρετανίας στὰ ἑλληνικὰ πράγματα.

Τὸ ἀγγλικὸ πολεμικὸ ὅμως δὲν εἶχε φθάσει στὸ λιμάνι. Οἱ Ἄγγλοι καθυστεροῦσαν ἀδικαιολόγητα τὴν ἀποστολή του. Δέκα μέρες πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, ἡ ἀγγλικὴ κορβέτα «Wolf» ἀγκυροβόλησε στὸ λιμάνι τοῦ Ἀγκώνα. Ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἡ κορβέτα ἀπέπλευσε. Τὰ ξημερώματα τῆς 6ης Ἰανουαρίου ἡ κορβέτα ποὺ μετέφερε τὸν Κυβερνήτη συνάντησε κοντὰ στὶς ἀλβανικὲς ἀκτὲς τὸ ἀγγλικὸ πολεμικὸ «Warspite». Ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ γίνει μετεπιβίβαση ἐπιβατῶν καὶ ἀποσκευῶν. Στὸν Καποδίστρια δὲν ἄρεσε καθόλου ἡ συγκεκριμένη ἐνέργεια τῶν Ἄγγλων. Γράφει στὸν ἀδερφό του Βιάρο: «ἀχθεινὸν ἦτον τὸ Ἀγκώνειον τεσσαρακονταήμερόν μου, καὶ ἀλγεινὴ ἡ ἀνάγκη καθ’ ἣν μετεπέρασα ἀπὸ ἓν πλοῖον εἰς τὸ ἄλλον, ἐν μέσῃ θαλάσσῃ καὶ κατενώπιον τῆς γενεθλίου μου γῆς». Οἱ Ἄγγλοι ἀποδεικνύονταν ἐξαιρετικὰ ἀνάλγητοι. Ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν νὰ τὸν μεταφέρουν γιὰ λίγο στὴν Κέρκυρα, γιὰ νὰ προσκυνήσει στοὺς τάφους τῶν γονέων του, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑποχρέωσαν μεσοπέλαγα νὰ ἀλλάξει πλοῖο.

Τὸ «Warspite» τὸν μετέφερε στὴν Μάλτα, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1828. Στὶς 6 Ἰανουαρίου τὸ Warspite ἔμπαινε στὸ λιμάνι τοῦ Ναυπλίου κι ὄχι στὴν Αἴγινα, ἕδρα τῆς Προσωρινῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, λόγῳ θαλασσοταραχῆς. Τὴν ἑπόμενη μέρα οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ καλωσορίσουν τὸν Κυβερνήτη.

Τὴν Κυριακὴ 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1828 παρακολούθησε τὴ δοξολογία στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ τὴν ἑπόμενη ἀπέπλευσε γιὰ τὴν Αἴγινα. Στὶς 12 Ἰανουαρίου οἱ ἀρχὲς καὶ ὁ λαὸς τῆς Αἴγινας ὑποδέχονταν ἐπίσημα τὸν Κυβερνήτη. Παρόντα ἦταν καὶ τὰ πλοῖα τῶν τριῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Στὴν προκυμαία τῆς Αἴγινας πραγματοποιήθηκε ἡ ἔπαρση τῆς ἑλληνικῆς σημαίας καὶ στὴ συνέχεια ὁ Καποδίστριας μὲ «χαρίεν ἀλλὰ σοβαρὸν ὕφος καὶ βάδισμα» κατευθύνθηκε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Αἴγινας γιὰ τὴν ἐπίσημη δοξολογία. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δοξολογίας ὁ Καποδίστριας ἀρνήθηκε νὰ ἀνέβει στὸν ὑπερυψωμένο θρόνο ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ πρόσωπό του, καὶ στάθηκε ὄρθιος ἀνάμεσα στὸν κόσμο. Ὄρθιος ἄκουσε καὶ τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας ποὺ ἐκφώνησε ὁ λόγιος Θεόφιλος Καΐρης.

Ὁ Θεόφιλος Καΐρης στὸν πανηγυρικό του ζητᾶ ἀφενὸς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες νὰ χαροῦν, γιατὶ ἡ ἡμέρα τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Καποδίστρια εἶναι μία ξεχωριστή, γιὰ τὸ Ἔθνος, ἡμέρα. Εἶναι ξεχωριστὴ «διότι παύουσιν εἰς τὸ ἑξῆς τὰ δεινά μας διότι θέλομεν ἰδεῖ τὴν δικαιοσύνην ἰσχύουσαν, τοὺς νόμους ἐνεργουμένους, τὴν κακίαν τιμωρουμένην, τὴν ἀρετὴν βραβευομένην, καὶ ἐν γένει τὴν πατρίδα εὐνομουμένην καὶ εὐδαιμονοῦσαν εἰς τὰ ἔσω, τροπαιοῦχον καὶ θριαμβεύουσαν εἰς τὰ ἔξω, τὴν πίστιν ὄχι πενθοῦσαν, ἀλλὰ λαμπροφοροῦσαν καὶ χαίρουσαν». Ζητᾶ δὲ ἀφετέρου ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη νὰ πολιτευθεῖ κατὰ τέτοιον τρόπο «ὥστε νὰ παύσωσιν αἱ διχόνοιαι, νὰ διαλυθῶσιν αἱ φατρίαι, νὰ ἐνεργῶνται, καὶ νὰ ἰσχύωσιν οἱ νόμοι, νὰ ἀσφαλισθῇ ἑκάστου ἡ ζωή, ἡ τιμή, ἡ ιδιοκτησία». Καὶ συνεχίζει ὁ Καΐρης: «ἐὰν ἐμπνεύσῃς τὴν ὁμόνοιαν, τὴν συμφωνίαν, καὶ τὴν πρὸς τὴν Πατρίδα ἀγάπην· ἐὰν ὁδηγήσῃς τοὺς πολιτικούς της εἰς τὰ ἀληθινὰ αὐτῆς συμφέροντα, καὶ τοὺς πολεμικούς της εἰς τὴν ἀληθινὴν αὐτῆς δόξαν· ἐὰν κάμῃς, ὥστε νὰ εὐδαιμονῇ ἐσωτερικῶς εὐνομουμένη, καὶ νὰ θριαμβεύωσι τὰ ὅπλα της κατὰ τοῦ ἀσπόνδου ἐχθροῦ της, νὰ μένῃ ἀσάλευτος καὶ ἀκλόνητος ἡ ἀνεξαρτησία της, ἄθικτος ἡ αὐτονομία της», τότε εἶναι σίγουρο πὼς τὸ ὄνομά του θὰ χαραχθεῖ μὲ χρυσᾶ γράμματα στὸ βιβλίο τῆς Ἱστορίας. Ἕναν τέτοιο ἡγέτη περίμεναν οἱ Ἕλληνες πὼς θὰ τοὺς κυβερνοῦσε μετὰ τὸν ἀγῶνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, ἕναν τέτοιο ἡγέτη σκιαγραφοῦσε καὶ ὁ Θεόφιλος Καΐρης.

Ὁ Γολγοθᾶς τοῦ Καποδίστρια εἶχε ἤδη ξεκινήσει. Ἤξερε πὼς τὸ ἔργο ποὺ ἀναλάμβανε, ἦταν δύσκολο. Δὲν λύγισε ὅμως οὔτε μία στιγμή. Σήκωσε τὸ Σταυρό του μέχρι τὸ τέλος. Δὲν ὑπολόγισε οὔτε τὴν ἴδια του τὴ ζωή, προκειμένου νὰ ὑπηρετήσει τὸ ἐθνικὸ καὶ μόνον συμφέρον. Ἔτσι τρία χρόνια ἀργότερα, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831, ὁ Καποδίστριας δεχόταν τὴν ἄνανδρη δολοφονικὴ ἐπίθεση τοῦ Κωνσταντῆ καὶ τοῦ Γιώργη Μαυρομιχάλη, κι ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ναύπλιο, χωρὶς νὰ προλάβει νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἀνόρθωσης τῆς Ἑλλάδας.

 

 

Βιβλιογραφία •Ἑλένη Κούκου, Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ἄνθρωπος – ὁ Εὐρωπαῖος διπλωμάτης 1800-1828, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθῆνα 2005 15.

•Παναγιώτης Πασπαλιάρης, Ὁ Ἰωάννης πίσω ἀπὸ τὸν Καποδίστρια, [σειρά: Ἡγέτες], ἔκδ. Ἡ Καθημερινή, Ἀθῆνα 2014.