Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ*

π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοὺ

Ὁμότιμου  Καθηγητῆ Πὰν/μίου Ἀθηνῶν

1. Θὰ προσεγγίσουμε τὰ διαγραφόμενα στὸ δεδομένο πρὸς ἀνάπτυξη θέμα μεγέθη, μὲ σκοπὸ νὰ προσδιορισθεῖ ἡ μεταξύ τους σχέση. Παράδοση καὶ ἐθνικὴ ταυτότητα προϋποτίθεται, ὅτι λειτουργοῦν μὲ μιὰ ἀμοιβαιότητα, ὥστε ἡ ἀξιοποίηση τῆς πρώτης νὰ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀνάκτηση τῆς δεύτερης. Τὸ ζητούμενο, δηλαδή, εἶναι ἡ ἐθνική μας ταυτότητα, ὅπως διαμορφώθηκε διαχρονικὰ στὴν ἱστορικὴ σύζευξη ἑλληνικότητας καὶ χριστιανικότητας, ὡς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἕνωση αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀληθινὸ κοσμογονικὸ γεγονός, διότι γέννησε ἕνα κυριολεκτικὰ νέο κόσμο, ἕνα δηλαδὴ πρωτόγνωρο μέγεθος στὴν ἱστορία καὶ προϋποθέτει τὴν πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸ σῶμά Του, τὴν Ἐκκλησία, σὲ μιὰ θεανθρώπινη ἕνωση καὶ σχέση. Ἡ πρόσληψη αὐτὴ περιέλαβε φυσικὰ ὅλα τα στοιχεῖα τῆς ἑλληνικότητας, ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀνθρώπινη σάρκα στὴν θεανθρώπινη αὐτὴ ἕνωση. Διότι ὑπῆρχαν ἐκφράσεις τῆς ἑλληνικότητας, ποὺ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἐνέργημα τῆς θείας Χάρης, γιὰ νὰ προετοιμασθεῖ καὶ πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ ἕνωση, ἀλλὰ καὶ νὰ λειτουργήσει ὡς ζύμη στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση ὅλου του κόσμου.

Τὰ βασικότερα ἀπὸ τὰ συστατικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικότητος εἶναι ἡ θρησκευτικότητα ὡς θεοκεντρικότητα, ἡ συνεχὴς δηλαδὴ ἀναφορὰ στὸ θεῖο καὶ ἡ συνάρτηση μαζί του. Ὁ ἀνθρωπισμός, ὡς καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας, μὲ κορύφωση στὸ γεγονὸς τῆς πόλης. Ἡ συνεχὴς ζήτηση τῆς ἀλήθειας σ΄ὅλους τους χώρους τοῦ ἐπιστητοῦ. Ἡ συνείδηση τῶν ὁρίων τοῦ λόγου καὶ ἡ ὑπέρβαση κάθε ὑπερεκτίμησης τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, κάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν «ὕβριν». Ἡ κοινωνικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας, τὸ μοίρασμα δηλαδὴ τῶν ἀγαθῶν, ὡς βίωση τῆς ἀλήθειας, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἠρακλείτου: «καθ΄ ὅ,τι ἂν κοινωνήσωμεν ἀληθεύομεν». Εἶναι ἡ ἑλληνικὴ θεμελίωση τοῦ πνεύματος τοῦ κοινοτισμοῦ. Ἡ κατάφαση τῆς ἑτερότητας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Ἄλλου (ξενία) μὲ τὴν πρόσληψή του σὲ ἕνα ἑνιαῖο πολιτισμὸ ὡς ἰσότιμου ἑταίρου, κάτι ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο καὶ κορυφώθηκε  στὴν ρωμαίικη οἰκουμενικότητα.

Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἔφεραν τὸν Ἑλληνισμὸ κοντὰ στὸν Χριστιανισμὸ καὶ μὲ τὴν ἕνωση μαζί του καταξιώθηκεν μέσα στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη ὡς Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία θὰ προσλάβει, ἐξ ἄλλου, τὸν ἑλληνικὸ τρόπο σκέψεως, ἀποβαίνοντας πνευματικὰ καθαρὰ «ἑλληνική», ἀλλὰ μέσα στὴν καθολικότητα καὶ στὴν παγκοσμιότητά  της. Ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἔλεγε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους λαοὺς εἶναι αὐτὸ ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τοὺς ἕλληνες Πατέρες. Ἡ ἑλληνικὴ θρησκευτικότητα συνέζευξε τὸν Παρθενώνα μὲ τὴν Ἁγία – Σοφία, ὑποστασιώνοντας τὴν Ρωμιοσύνη ὡς Ἑλληνορθοδοξία. Ὁ θεούμενος ἄνθρωπος καὶ ὁ  ἀδελφικὸς  ἢ κοινοτικὸς τρόπος ὑπάρξεως εἶναι τὰ παραμόνιμα ἰδανικά του Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ συνάμα διάσωση τῆς ἀκεραιότητας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς προσώπου καὶ κοινωνίας. Ἡ ἐν Χριστῷ αὐθυπέρβαση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνδέθηκε μὲ τὴν μετάβαση ἀπὸ τὴν φυλετικὴ στὴν ὑπερφυλετικὴ συνείδηση. Χωρὶς νὰ καταργηθοῦν ἡ συνείδηση τῆς κοινῆς καταγωγῆς (τὸ ὅμαιμον) καὶ ἡ φιλοπατρία, ἱεραρχοῦνται στὴν ἐν Χριστῷ ὑπερεθνικὴ καὶ ὑπερφυλετικὴ ἀδελφοσύνη καὶ τὸ αἷμα ἱεραρχεῖται στὸ πνεῦμα, μὲ τὴν ἰσοκράτεια, ἀλλὰ καὶ χριστιανικὴ σημασία τοῦ ὄρου.

Ἡ ὑπεροχικὴ – κατ΄ ἄνθρωπον – παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τεκμηριώνεται μὲ τὴν θέση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν Χριστιανικὴ Βίβλο, στὴν Λατρεία καὶ τὴν Συνοδικὴ καὶ Πατερικὴ Γραμματεία. Ἡ Ἑλληνική, σ΄ὅλες τὶς ἱστορικὲς μορφές της, σώζεται στὸν ἐκκλησιαστικοπατερικὸ λόγο, ἀποβαίνοντας γλώσσα συνόλης της Ὀρθοδοξίας. Ἡ γλώσσα δὲ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ μᾶς τοὺς ΄Ἕλληνες εἶναι καὶ γλώσσα ἐπικοινωνίας ὅλου τοῦ ΄Ἔθνους, ὅπως ἦταν μέχρι τὸν 19ο αἰώνα κοινὴ γλώσσα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἄλλωστε, εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀνομάζεται «ἑλληνική», καὶ αὐτὸ δηλώνουν οἱ ὄροι «γραικικὴ Ἐκκλησία» ἢ ECCLESIA GRAECA – GREEK CHURCH τῶν Εὐρωπαίων.

Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ ἑλληνορθόδοξη πραγματικότητα ὡς θεανθρώπινη ἕνωση ἑλληνικότητας καὶ ὀρθοδοξίας, δηλαδὴ Χριστοῦ, τῆς ἀναντικατάστατης κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύμπαντος τοῦ Γένους. Κύριο στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης, ἐθνικῆς καὶ ὑπερεθνικῆς, συνείδησης εἶναι ἡ ζήτηση τῆς ἄκτιστης θείας Χάρης. Ὁ Ὀρθόδοξος  Ἕλληνας, ὁ Ρωμηός, ζεῖ μὲ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου στὴ ζωή του καὶ τὴν προσδοκία τοῦ θαύματος, ποὺ εἶναι ἡ ἐγκυρότερη ἐπιβεβαίωση τῆς θείας παρουσίας. « Καρδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως», κατὰ τὸν μακαριστὸ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἔγινε σημαντικότατο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς ἐθνικῆς ἐπιβίωσης καὶ διαχρονικῆς παρουσίας του. Αὐτὸ ὁμολόγησε τὸ 1852 ἡ ἁρμόδια γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ νομοσχέδια Ἐπιτροπὴ μέσα στὴν Ἑλληνικὴ Βουλή: «Αὕτη (δηλαδή: ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) διετήρησεν ἐν ταῖς περιπετείαις τῶν χρόνων τὴν πνευματικὴν καὶ ἐθνικὴν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων». Ἡ ἐθνικὴ ἑνότητά μας ἐξασφαλίζεται μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, καὶ μάλιστα στὴν λατρεία, ποὺ λειτουργεῖ, κυρίως σὲ καιροὺς δυσχειμέρους, ὡς «κιβωτὸς τοῦ Ἔθνους.». Αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέχρι τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους (συμβατικά το 1830). Αὐτὴ ἦταν ὡς τότε ἡ ταυτότητά μας. Ὅταν ὅμως γίνεται σήμερα λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη «ἀνάκτησης» τῆς ταυτότητάς μας, προϋποτίθεται ἢ ἡ ἀπώλεια ἢ ἡ συσκότισή της. Ἀλλ΄αὐτὸ δικαιώνεται ἀπὸ τὴν μετέπειτα ἱστορική μας πορεία.

 

2. Ἕνας πνευματικὸς καὶ ἰδεολογικὸς δυισμὸς παρασιτεῖ μόνιμα στὸ σῶμα τοῦ ἔθνους μας ἐπὶ αἰῶνες. Οἱ φυγόκεντρες τάσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, τοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ, τοῦ Ἰωάννου Ἰταλοῦ, τῶν λατινοφρόνων τοῦ 14ου αἰώνα καὶ τῶν δυτικιζόντων διαφωτιστῶν τοῦ 18ου δὲν εἶναι παρὰ ἐκρηκτικὲς φανερώσεις τῆς μόνιμης ἔντασης ἀνάμεσα στὴν πατερικὴ Ὀρθοδοξία καὶ τὴν μὴ καθολικὰ ὀρθοδοξοποιημένη ἑλληνικότητα. Ἔξω ἀπὸ τὸ ἁγιοπατερικὸ πλαίσιο ἡ σύζευξη Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας λειτουργεῖ ὡς ἀποτυχία καὶ ἐκφράζεται εἴτε ὡς σαφὴς ἄρνηση κάθε μεταξύ τους συνάφειας, εἴτε ὡς βίαιος ἐξελληνισμός, δηλαδὴ ἐκφιλοσόφηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅπως γίνεται στὴν αἵρεση, ἢ καὶ στὴν αἱρετίζουσα διανόηση, ὅταν μένει ἀβάπτιστη, δηλαδὴ μὴ καθολικὰ ἀναγεννημένη. Ὁ νεώτερος Ἑλληνισμὸς εἶναι παράγωγο τῆς σύγκρουσης οὐμανισμοῦ καὶ πατερικότητας. Ὅταν ἡ οὐμανιστικὴ ἀπολυτότητα μετριάζεται, ἡ Ὀρθοδοξία θεωρεῖται ὡς προέκταση καὶ συμπλήρωμα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ στοχασμοῦ, ἀξιολογικὰ πάντως μέγεθος δεύτερο ἀπέναντι σ΄ἐκεῖνον. Ἡ στροφὴ τῶν ἀνθρωπιστῶν μας στὴν ἀρχαιότητα καταλήγει ἀμετάκλητα στὴ ρήξη μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ θεανδρικὸ πρότυπο, πού, καὶ ὅταν δὲν ἀπορρίπτεται ρητά, θεωρεῖται ἐξωπραγματικό, ἀναχρονιστικὸ καὶ συνεπῶς χωρὶς οὐστιαστικὴ σημασία. Στὸν ἀσκητὴ – θεούμενο ἀντιτάσσεται ὁ ἐλεύθερος πολίτης τοῦ κόσμου, ὁ «διανοούμενος ἄνθρωπος» (ὁ ὅρος ἀπαντᾶ ἤδη στὸν Πλήθωνα). Πρέπει δὲ στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ δηλωθεῖ, ὅτι ἡ στροφὴ στὴν ἀρχαία θρησκεία (δωδεκάθεο λ.χ.), στοὺς κύκλους διανοουμένων μας κυρίως, γίνεται, διότι ἐκείνη σ΄ἀντίθεση μὲ τὸν Χριστιανισμό, καὶ μάλιστα τὴν Ὀρθοδοξία, δὲν ζητεῖ ἄσκηση καὶ πνευματικὸ ἀγώνα, ἐξαντλώντας τὴν σχέση μαζί της σὲ τελετὲς καὶ ἐξωτερικὲς διαδικασίες. Ὁ μεγάλος Λάϊμπνιτς ἔλεγε, ὅτι, ἂν ἡ Γεωμετρία ἀπαιτοῦσε τρόπο ζωῆς, θὰ τὴν εἴχαμε ἀπορρίψει ὡς μάθημα! Ὁ Ἑλληνισμὸς αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, ποὺ ἀπορρίπτει ἢ κολοβώνει τὴν Ὀρθοδοξία, ἔχει ἐλλιπῆ ταυτότητα, διότι ἀρνεῖται τὸ μέρος της ἐκεῖνο, ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν πληρότητα καὶ καθολικότητα τοῦ αἰωνίου.

Ἡ συνάντησή μας μὲ τὰ εὐρωπαικὰ φῶτα (18ος αἱ.) ἐπέφερε τὴν διάσπαση τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητάς μας, εἰσάγοντας ἕνα νέο ἀνθρωποείδωλο καὶ κοινωνικὸ μοντέλο, τὴν διαμόρφωση τῶν ὁποίων ἀνέλαβε ἡ ἐκπαίδευση (δὲν λέγω «παιδεία»), σὲ ἕνα πολιτειακὸ πλαίσιο, ποὺ ὑποτιμᾶ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, διατηρώντας μιὰ τυπικὴ σχέση μαζί της, παρὰ τὰ φαινόμενα, ποὺ καὶ ἐδῶ ἀπατοῦν. ΄Ἔτσι φθάσαμε στὴν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετημένου ἤδη ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλησε μὲ τὴ λογικὴ καλλιέργειά του νὰ ἐπιτύχει τὴν τελείωσή του. Τὸ λογικὸ κατέλαβε τὴν θέση τῆς Χάρης. Τὰ «ἱερὰ γράμματα» τοῦ Πατροκοσμᾶ καὶ τῶν Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπὸ τὰ «εὐρωπαϊκὰ φῶτα». Τὸ ὑπερφυσικὸ ὑποχώρησε μπροστὰ στὸ φυσικό, στὴν πίστη στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ «ὀρθὸ λόγο». ΄Ἔτσι, τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο τοῦ δυτικοῦ κόσμου μετακενώθηκε στὴν «καθ΄ἡμᾶς ἀνατολή», μαζὶ μὲ ὅλα τα γεννήματα τῆς μακραίωνης δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, ὅλα διαμετρικὰ ἀντίθετα πρὸς τὸν κόσμο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας.

Οἱ ἐπιλογὲς τῶν πολιτικῶν μας δυνάμεων, παρὰ τὴν ἐπίφαση ἐκκλησιαστικότητας καὶ θρησκευτικότητας, θὰ συγκλίνουν πρὸς τὸ πρότυπο τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, μὲ τὸν ὁποῖο ταυτίζονται στὴν πλειονότητά τους οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς μας ἡγεσίας. Τὰ στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης θὰ γίνονται ὡς ἕνα σημεῖο ἀνεκτὸ (καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ τὶς ψευδαισθήσεις), ἀλλὰ ὡς μουσειακὲς ἐπιβιώσεις ἢ ἐκθέματα λαογραφικοῦ χαρακτήρα καὶ ὄχι ὡς ζωτικὰ καὶ οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ὕπαρξης. Τὸ νέο αὐτὸ κοινωνικὸ πλαίσιο καθιέρωσε προοδευτικὰ μιὰ νέα συλλογικὴ νοοτροπία καὶ μιὰ νέα στάση ζωῆς, ποὺ ἀπωθεῖ κάθε ἔννοια θεονομίας καὶ χριστοκεντρικότητας, ἀποδυναμώνει τὴν βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμποδίζει τὴν γνήσια ἀναζήτησή του, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἀπορρίπτεται ρητὰ ἡ θρησκεία.

Ἡ ἀλλοτρίωση αὐτὴ πέρασε καὶ μέσα στὴν παραδοσιακὴ ἑλληνικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς καὶ κυρίως ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά, δὲν εἶναι πιὰ ἡ μάμμη τοῦ Μ. Βασιλείου ὁσία Μακρίνα, ποὺ τὸν ἐμύησε στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλὰ ὅπως ὁ παπποὺς καὶ ἡ  γιαγιὰ τοῦ ἄθεου Σάρτρ, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια σημειώνει: « Ἡ οἰκογένειά μου ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸ ρεῦμα τῆς βαθμιαίας ἀποχριστιανοποίησης, ποὺ γεννήθηκε μέσα στὴν βολταιρικὴ μεγαλοαστικὴ κοινωνία… Φυσικὰ ὅλος ὁ κόσμος πίστευε ἀπὸ διακριτικότητα… Ἡ καλὴ κοινωνία πίστευε στὸν Θεό, γιὰ νὰ μὴ μιλεῖ γι΄ αὐτόν… Ὁδηγήθηκα -συνεχίζει- στὴν ἀπιστία, ὄχι ἀπὸ τὴ σύγκρουση τῶν δογμάτων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία τοῦ παπποῦ μου καὶ τῆς γιαγιᾶς μου» (βλ. π. Ἀθανάσιος. Γιέφτιτς, ΧΡΙΣΤΟΣ – ἀρχὴ καὶ τέλος, Ἀθῆναι 1983, σ.396). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔφθασε καὶ ἡ δική μας «χριστιανικὴ» οἰκογένεια, μὲ τὴν κατίσχυση τῶν δυνάμεων ἐκείνων, ποὺ ἀπέβλεπαν στὴν κοινωνία, ποὺ γέννησε τὸν σύγχρονο δυτικὸ ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Σάρτρ.

Κάπως διαφορετικά, βέβαια, ὁραματιζόταν τὸ ἑλληνικὸ κράτος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ μόνος ὀρθόδοξος ἡγέτης τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ: «Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος -ἔλεγε- σύγκειται ἐκ τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες ἀπὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔπαυσαν ὁμολογοῦντες τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καὶ τὴν γλώσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν λαλοῦντες, καὶ διέμειναν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν ἢ κοσμικὴν (δηλαδὴ ἐθναρχικὴν) δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των, ὅπου ποτὲ τῆς Τουρκίας καὶ ἂν κατοικῶσιν». (Ἐπιστολαί…, μετάφρ. Μ.Γ.Σχινά, τόμ.Ά΄, 181, σ.198). Μὲ τοὺς Βαυαροὺς δὲν θὰ πραγματωθεῖ «ἄνωση» τῆς θρησκευτικότητας, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀνάκαμψης τῆς ὀρθοδοξίας, Κ.Θ.Δημαρᾶς), ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία θὰ βλέπει τὴ θρησκεία ὡς κρατικὴ θρησκευτικὴ ὑπηρεσία καὶ ὄχι ὡς τὸ ζωτικὸ χῶρο πραγματώσεως τοῦ Νεοέλληνα ἀνθρώπου. Προβάλλεται ὁ τύπος τοῦ κοινωνικὰ ἄψογου καὶ χρηστοῦ, δηλαδὴ τοῦ εὔχρηστου πολίτη…

Τὸ ἰδεολογικὸ στίγμα τῆς σύγχρονης πραγματικότητας ἐξακολουθεῖ νὰ ὁρίζεται ἀπὸ τὸν κοσμοθεωριακὸ διαποτισμὸ τοῦ ἔθνους τὸν 19ον αἰ. Στὴν ἐποχὴ τῶν Βαυαρῶν κυοφορήθηκε ὅλη ἡ μεταγενέστερη Ἑλλάδα. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο ὁ χῶρος τῆς λογιοσύνης, στὸν ὁποῖο ἐπιβλήθηκε τὸ εὐρωπαϊκὸ πρότυπο, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ μικροαστικὴ κοινωνία, ποὺ ἔκτοτε τρέφεται μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ εὐσεβισμοῦ, ποὺ καὶ αὐτὸ ἀπωθεῖ τὸ πατερικὸ παράδειγμα. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ χάθηκε στὴν παιδεία καὶ κοινωνία μας δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικότητα, ἀλλὰ ἡ ἐκκλησιαστικότητα, ἡ σχέση μὲ τὴν ἀποστολικοπατερικὴ παράδοσή μας, ποὺ γεννᾶ ὄχι ἠθικιστές, ἀλλὰ Ἁγίους. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ἀκριβῶς, ἀναδύεται ἡ ἀστασίαστη δυναμικὴ τῆς παραδόσεώς μας στὴν ἐπανεύρεση τῆς ταυτότητάς μας. Τί εἶναι ὅμως ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση στὴν οὐσία της καὶ ποιὰ ἡ λειτουργία της;

 

3. Ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν συνιστᾶ μετάδοση σὲ κάθε ἐπερχόμενη γενεὰ μιᾶς ἄσαρκης γραμματειακῆς μαρτυρίας, ποὺ περιορίζεται σὲ μερικὰ «ὁμολογιακὰ» κείμενα. Εἶναι ἡ ἀδιάκοπη μετάδοση μιᾶς ἐμπειρίας, ἑνὸς τρόπου ζωῆς, μέσα στὸν ὁποῖο «παρατείνεται» (συνεχίζεται) ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ Χριστοζωή, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Χριστὸς καλεῖ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἐνταχθεῖ στὸ σῶμά Του, τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ζεῖ μέσα στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του, τὴν κτίση καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ὁ Ἑλληνισμός, δεχόμενος τὸν Χριστό, βαπτίσθηκε ὁλόκληρος στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι «πέθανε» καὶ «ἀναστήθηκε» σὲ μιὰ νέα ὕπαρξη, τὴν χριστιανική. ΄Ἔτσι ἐντάχθηκε καὶ αὐτὸς στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως μεταδίδει στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς μὲ τὴν παιδεία καὶ πολιτικοκοινωνική του διάρθρωση καὶ διακονία. Αὐτὸ ἦταν, παρόλες τὶς ἀναπόφευκετες ἀτέλειες καὶ παρεκκλίσεις τὸ Βυζάντιο – ἡ Ρωμανία. Ὁ Ὀρθόδοξος ἄνθρωπος – συνεπῶς καὶ ὁ ὀρθόδοξος Ἕλληνας – διαμορφώνεται στὸ ὑπαρκτικὸ πλαίσιο, ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ Βυζάντιο/Ρωμανία ἦταν μιὰ μεγάλη Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν Ὀρθοδοξία της, προσφέρει βιοτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο σώζεται ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος, ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία, μὲ ὅλες τὶς παραμέτρους τοῦ βίου, τὴν παιδεία, τὴ γλώσσα, τὴν πατρίδα.

Ἡ ἑλληνικότητα, λοιπόν, παρὰ τὶς μεταβολὲς τῶν καιρῶν, σώζεται ἀκέραιη στοὺς θύλακες τῆς παραδόσεώς μας. Αὐτοὶ ἐξασφαλίζουν τὴν συνέχειά μας, πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, ἐφ΄ὅσον λοιπὸν δὲν ἔχει χαθεῖ ἡ παράδοσή μας, εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ ἐπανασύνδεσή μας μαζί της. Τὸ πλαίσιο, ποὺ διαφυλάσσει τὴν συνέχεια τῆς ταυτότητός μας, εἶναι πρωταρχικά τα μοναστήρια μας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἔχουσες σχέσεις μὲ αὐτὰ ἐνορίες μας, ὡς καὶ ὅλοι οἱ χῶροι ἐκεῖνοι, ποὺ ζοῦν καὶ κινοῦνται στὸ ἴδιο πλαίσιο ζωῆς καὶ μαρτυρίας. Τὰ μοναστήρια ὑπῆρξαν πάντα τα φυλακτήρια τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας, διότι διέσωσαν τὸν ἑλληνορθόδοξο τρόπο ζωῆς, μαζὶ μὲ τὴν πίστη. Αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ποὺ ἀπωθήθηκε μεθοδευμένα ἀπὸ τὸν 19ον αἰώνα στὸ περιθώριο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, γέννησε τὸν Μακρυγιάννη, τὸν Παπουλάκο, τὸν Φλαμιάτο, τὸν Καποδίστρια, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Σεφέρη, τὸν Λορεντζάτο καὶ τόσους ἄλλους ἀληθινοὺς Ρωμηοὺς -Ἕλληνες καὶ πατριῶτες. Διότι τὰ μοναστήρια μας καὶ οἱ παραδοσιακές μας ἐνορίες τροφοδοτοῦν καὶ τὴν οἰκογένεια, τὸ ζωτικὸ κύτταρο τῆς κοινωνίας μας.

Στὴν μερίδα ἐκείνη τοῦ Ἔθνους, ποὺ ζεῖ στὴν καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ κέντρο τὸ μοναστήρι, ὀφείλεται ἡ παρατηρούμενη ἀνάσχεση τοῦ ρυθμοῦ τῆς ἀλλοτρίωσής μας. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἀνάσχεση αὐτὴ εἶναι τόσο μεγαλύτερη καὶ ἀποτελεσματικότερη, ὅσο στερεότερη εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Τὰ μοναστήρια τῆς Ρωμηοσύνης, διασώζοντας τὰ πνευματικὰ καὶ κοινωνικὰ θεμέλια τοῦ Ἔθνους, κρατοῦν τὸν λαό μας στὴν παράδοσή του, μὲ ἀληθινοὺς ἡγέτες μας τοὺς Ἁγίους. Ὅπου εἶναι ἐνεργὸς ὁ πατερικὸς τρόπος ζωῆς καὶ ἡ πνευματικότητα τῶν Ἁγίων μας, ἐκεῖ εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ ἐπιβίωση τῶν συστατικῶν τῆς ταυτότητάς μας (πίστη, γλώσσα, πατριωτισμός, ἀγωνιστικότητα) καὶ ἡ διάπλαση τοῦ ἑλληνορθοδόξου ἀνθρώπου, ταυτισμένου μὲ τὴν ἑλληνικότητα ἐκείνη, ποὺ δέχθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἐντάχθηκε ὁλόκληρη στὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὸ ἦταν τὸ καύχημα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅταν ἔλεγε: «Ἑλλὰς ἐμή… ὡς Χριστῷ εἴξας προφονέως» (Ἑλλάδα μου, μὲ πόση προθυμία δόθηκες στὸν Χριστό, PG.37,). Αὐτὴ ἡ ἑλληνικότητα μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει, διατηρώντας τὴν ταυτότητά της.

Γιὰ νὰ καταστεῖ ὅμως δυνατὴ ἡ ἐπαναλειτουργία (ἢ ὀρθὴ λειτουργία) τῆς παραδόσεώς μας, δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ θεωρητικὴ γνώση τῶν θυλάκων ἐπιβιώσεώς της ἢ τοῦ τρόπου λειτουργίας της. Χρειάζεται καὶ ἡ ἄμεση ἐνεργὸς μετοχὴ σ΄αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς καί, συνεπῶς, ὁ ἀναβαπτισμός μας. Ἀπαιτοῦνται, γι’ αὐτὸ δραστικὲς ἐσωτερικὲς διεργασίες, ἀνάλογες μὲ ἐκεῖνες ποὺ ζητεῖ γιὰ τὴ σωτηρία ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἀποθέσθαι… τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης … καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον … ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὀσιότητι ἀληθείας» (Ἐφεσ. 4, 22-23). Τὸ ζητούμενο, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποβολὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τῆς προηγούμενης ζωῆς μας, ποὺ φθείρεται ἀπὸ τὶς ἀπατηλὲς ἐπιθυμίες … καὶ ἡ ἔνδυση τοῦ νέου ἀνθρώπου … γιὰ ἀληθινὴ δικαιοσύνη καὶ ἁγιότητα». Τὸ τελευταῖο σημαίνει ἀνανέωση τῆς σχέσης μὲ τὸν ἑαυτὸ μας (ἁγιότητα) καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπο (δικαιοσύνη), ποὺ εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς σωτηρίας, ὁριζόντιο καὶ κάθετο δοκάρι.

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὸ πράγμα σοβαρά, ἀπέκδυση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πλάνης καὶ ἀπάτης, ποὺ μᾶς μετακένωσε ἡ φραγκιὰ καὶ ἡ ταύτιση μαζί της («ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν»). Δηλαδή: ψευδώνυμη γνώση, ποὺ δημιουργεῖ ἔπαρση καὶ ἀπανθρωπιά, ἰδεολογίες ποικίλες, κοινωνικοπολιτικὰ συστήματα, μὲ ὅλα τα ἐξαρτήματά τους, ὅπως ὁ παπισμός, οἱ προτεσταντισμοί, ὁ ἀστισμός, ἡ κεφαλαιοκρατία, οἱ διάφοροι σοσιαλισμοί, ὁ μαρξιστικὸς κομμουνισμός, οἱ διάφορες ψευδοθρησκεῖες, ὁ μασονισμός, τὸ Ρόταρυ, τὸ σύστημα Λάιονς, ὁ προσκοπισμὸς καὶ κάθε ἐγκλωβισμὸς τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων στὸν δυτικὸ τρόπο ζωῆς καὶ σὲ συσσωματώσεις μασονικῆς καὶ σιωνιστικῆς προέλευσης, ἀποκρυφιστικὲς λατρεῖες, καὶ γενικὰ ὅ, τι «μυρίζει» Δύση, ὅπως τὰ Μ.Μ.Ε. κ.τ.ο.  Ἄμεση διακοπὴ κάθε σχέσης μαζί τους καὶ ὑποκατάσταση πολλῶν ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέσα μὲ μαθήματα, ἀκούσματα καὶ θεάματα μέσα ἀπὸ τὴν παράδοσή μας. Σ΄αὐτὴ τὴν προσπάθεια ἀπαιτεῖται ἐγρήγορση καὶ δραστικότητα ἀνάλογη μὲ ἐκείνη, ποὺ δείχνουμε στὸν κίνδυνο μιᾶς ἐπιδημίας ἢ σοβαρᾶς νόσου.

Ἂν δὲν γίνει αὐτὴ ἡ ἀποεξάρτηση ἀπὸ ὅλα τα παράγωγά της ἀλλοτριωμένης ἀπὸ τὸν αὐθεντικὸ ἀποστολοπατερικὸ χριστιανισμὸ Δύσης καὶ δὲν ἀκολουθήσει ἡ ἀληθινὴ ἐπανασύνδεσή μας μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση στοὺς θύλακες ἐπιβιώσεως καὶ συνέχειάς της, ἡ ἀνάκτηση τῆς ταυτότητάς μας θὰ μείνει ἁπλὴ φλυαρία καὶ θέμα συνάξεως, ὅπως καὶ ἡ παροῦσα, γιὰ προβληματισμό, ὅπως λέμε, ἀλλὰ χωρὶς συνέχεια καὶ συνέπεια. ΄Ἔτσι ὅμως θὰ συνεχίζεται ἡ ἑρμαφρόδιτη κατάσταση, ποὺ μάθαμε νὰ τὴν χαρακτηρίζουμε στοὺς πανηγυρικούς μας ἑλληνισμὸ καὶ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ποὺ ἀναιρεῖ καὶ τὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὴν ὀρθοδοξία. Ἐναβρυνόμεθα νὰ εἴμασθε ἑλληνορθόδοξοι τῶν τύπων καὶ τῶν ἀστυνομικῶν ταυτοτήτων, οἱ ὁποῖες ὅπως κατήντησαν σήμερα, χωρὶς δήλωση ὄχι μόνο τοῦ θρησκεύματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐθνικότητας – ἰθαγένειας, ὅσο καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀρέσει μαρτυροῦν τὴν ἀληθινὴ ταυτότητά μας, ὅτι δηλαδὴ εἴμεθα φραγκολεβαντίνοι «ἀστοχριστιανοί», ὅπως δεκαετίες πρὶν ἔλεγε πολὺ ὀρθὰ ὁ μακαρίτης Νίκος Ψαρουδάκης, δυσαρεστώντας τοὺς ταυτισμένους ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὸ  σύστημα εὐσεβιστές μας.

Ἡ ἀληθινὴ ἐπανάκτηση ἄρα τῆς ταυτότητάς μας δὲν εἶναι εὔκολο ἐγχείρημα. Καὶ ἡ δυσκολία δὲν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες, ὅσο ἀπὸ τὴν ἀποδυναμωμένη καὶ ἐν ληθάργω θέλησή μας. Στὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ χρειάζεται ἱερὸ πεῖσμα. Διότι ἔχει τὴν δυσκολία, ποὺ εἶχε καὶ τὸν πρῶτο χριστιανικὸ αἰώνα ἡ ἄρνηση τῆς εἰδωλολατρίας γιὰ τὴν ἔνταξη τῶν Ἐθνικῶν, μαζὶ καὶ τῶν Ἑλλήνων, στὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχει, ἄλλωστε, μεγάλη σχέση ἀνάμεσα στὴν τότε PAX ROMANA καὶ τὴν σημερινὴ PAX AMERICANA τῆς νέας Ἐποχῆς. Ἡ παγκοσμιοποίηση, στὸ ἰδεολογικὸ καὶ πολιτιστικὸ μέρος της, μὲ τὴν ὁλιστικὴ στρατηγική της, ἰσοπεδώνει κάθε εἴδους ἐθνικὴ ταυτότητα, μέσω τῆς ἀναίρεσης ὅλων των ἐθνικῶν ἰδιαιτεροτήτων, γιὰ τὴν ἀφομοίωση ὅλων των λαῶν σὲ μιὰ ἑνιαία πλανητικὴ κοινωνία, ποὺ ἀπαιτεῖ τὸν ὁμοιόμορφο πλανητικὸ ἄνθρωπο,  ἄθυρμα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς Πανθρησκείας ἢ Παναθεΐας.  Ἡ Ἑλληνορθοδοξία εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τοῦ δυτικοῦ μετανεωτερικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, διότι οἱ Ἕλληνες μένουμε ἀκόμη ριζωμένοι στὴν παράδοσή μας, μὴ ἔχοντας ἀκόμη καθολικὰ διαβρωθεῖ ἢ ἁλωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὴν κυρίαρχη ἰδεολογία καὶ τὴν παγκόσμια ἐξουσία.

Ἡ ἀπόταξη ὅμως τοῦ κόσμου, ποὺ ὑποσχεθήκαμε στὸ βάπτισμά μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν πλήρη ἐπανένταξή μας στὸ σῶμα τῆς παράδοσής μας, ὅπως ἀκριβῶς «ἀναστήθηκε καὶ πορεύθηκε πρὸς τὸν πατέρα του» (Λουκ. 15,18) ὁ ἄσωτος υἱὸς καὶ τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ κάθε σωστὸς μοναχός, ἐγκαταλείποντας  τὸν κόσμο τῆς «ἀσωτείας»  καὶ ἐντασσόμενος στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μέσα στὴν Μονή του.  Μιὰ τέτοια ἀπόφαση καὶ κίνηση εἶναι φυσικὰ δύσκολη, ἀλλὰ πάντα δυνατὴ  μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ  («πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ, Φιλιπ.4,13). Χρειάζεται ὅμως δύναμη ἀπόφασης καὶ ὑπομονή.  «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22),  εἶπε ὁ Χριστός μας.  Διότι σημαίνει ἄρνηση καὶ ἐγκατάλειψη πολλῶν πραγμάτων, ποὺ θεωροῦνται ἀναγκαία στὴ ζωή μας.

Αὐτὰ λέγονται, γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτό, ὅτι ἀνακαινίσεις καὶ ἀναπροσαρμογὲς ὑπαρκτικὲς καὶ ὑπαρξιακὲς δὲν γίνονται μὲ ρητορισμοὺς καὶ μεγαλοστομίες.  Καὶ ξέρω, ὅτι δυσαρεστῶ, διότι μάθαμε νὰ ζητοῦμε  μικροβελτιώσεις στὴ ζωή μας, ἐνῷ εἴμαστε αἰχμάλωτοι στὸν κόσμο καὶ τὴν πολυειδὴ φθορά του.  Πρέπει ὅμως νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι, ὅπως ἔγραφε τὸ 1984, ὁ καθηγητὴς Χρῆστος Γιανναρᾶς, ἐπῆλθε τὸ «τέλος  τῆς  Ἑλλάδος»  (Finis Graeciae), τῆς Πατερικῆς δηλαδὴ καὶ Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, τῆς Ἑλλάδος τοῦ Πατροκοσμᾶ καὶ τῶν Κολλυβάδων, ποὺ γνώριζε τί σημαίνει ἁμαρτία καὶ ζητοῦσε τὴν ὑπέρβασή της.  Σήμερα δυστυχῶς κορυφώθηκε ἡ ταύτισή μας μὲ τὴν πτώση, ποὺ θεωρεῖται πιὰ ὡς φυσικὴ κατάσταση.

Θὰ παρατηρήσει ὅμως κάποιος:  Τὸ ὅτι μιλοῦμε γιὰ ἀνάγκη ἀφύπνισης καὶ νέας πορείας στὴν παροῦσα ἡμερίδα, δὲν εἶναι παρήγορο;  Ναί, εἶναι, διότι  δείχνει τὴν μὴ πλήρη νέκρωση τῶν ἀντανακλαστικῶν μας.  Χρειάζεται ὅμως νὰ δραστηριοποιηθεῖ   ἡ «μαγιὰ» τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ ὁπωσδήποτε  ὑπάρχει.  Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι, ἂν καὶ μεῖς ἀνήκουμε σ’  αὐτήν.  Διαφορετικὰ θὰ μείνουμε φίλαθλοί τῆς κερκίδας, χειροκροτώντας  τοὺς νικητές, ἐνῷ ἐμεῖς μένουμε ἀνάσκητοι καὶ ἄναθλοι.  Μὴ γένοιτο!

* ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ, ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 2011

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα