Ευαγγελικά Κηρύγματα – Κυριακή μετά του Χριστού Γέννηση

«Τεθνήκασι οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν τοῦ παιδίου»

Πρὶν ἀπό λίγες ἡμέρες, Ἀδελφοί μου, εἰδαμε τὸν ὑπερμέγιστον Θεόν νὰ κατέρχεται ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς ταπείνωσης καὶ νὰ ἐνδύεται τὴν στολήν τῆς ταπεινώσεως, τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, μὲ μοναδικό σκοπό τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τὸν οὐρανό στὴ γῆ, καὶ ἀπό τὴν ἀγκαλιά τῆς ἀγνῆς Παρθένου, στὴ φάτνη ἑνός σπηλαίου, καταφύγιον ἀλόγων ζώων. Τὸ Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα παρουσιάζει τὸν τεχθέντα βασιλέα νὰ καταβαίνει ἀκόμη περισσότερο τὴν κλίμακα τῆς ταπείνωσης καθ’ὅσον κυριρχεῖ τὸ μῖσος τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Γεννηθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ θὰ ἔλεγε κανείς πῶς δὲν πρόφθασε νὰ γεννηθεῖ ὁ Θεάνθρωπος καὶ ἀμέσως ἄρχισε ὁ διωγμός ἐναντίον Του. Καὶ αὐτή τὴν ἱστορική ἀλήθεια τὴν περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μὲ τὰ ἐξῆς λόγια: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον», δηλαδή στοὺς δικούς του ἦλθε καὶ οἱδικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν, γιατί δικό του λαός ῆταν οἱ Ἰουδαῖοι, δικοί του εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δικός Του ὅλος ὁ κόσμος, γιατὶ ὁ κόσμος «δι’αὐτοῦ ἐγένετο». Καὶ ὅμως ὅλοι αὐτοί τότε, ὅπως καὶ ὅλοι ἐμεῖς σήμερα, ὁ καθ΄ενας μὲ τὴ σειρά του καὶ τὴν ὥρα του, στρεφόμαστε κατὰ τοῦ Παιδίου τῆς Βηθλεέμ. Ἡ δήλωση τοῦ Ἀγγέλου στὴ σημερινή περικοπή πῶς: «τεθνήκασι οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν τοῦ Παιδίου» εἶναι σαφῶς μία ἀποκάλυψη γιὰ τὴν τύχη ὅλων ἐκείνων ποὺ μὲ κάθε τρόπο πολέμησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ἡ ὁποία ἔχει ἀπό αἰῶνες προαγγελθεῖ. Ὁ Ἄρχων τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, τε Ἀντίχριστος καὶ οἱ κατά καιρούς ὑπηρέτες του θὰ συντριβοῦν καὶ θὰ σβήσουν μέσα στὴ δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ, μέσα στὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπεται ἀπό τὸ Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Πρῶτος ποὺ ἀκόνισε τὸ ξίφος καὶ στράφηκε κατὰ τοῦ Θεανθρώπου ἦταν ὁ Ἠρώδης. Τὰ θύματα πολλά, ἀθῶα καὶ ἀνυπερά-σπιστα νήπια τῆς Βηθλεέμ καὶ τῶν περιχώρων. Νὰ γνώριζε, ἄραγε, ὁ Ἠρώδης πῶς φονεύοντας τὰ νήπια ἐπιχειροῦσε τὸ ἀκατώρθωτο;Ἡ μωροφιλοδοξία του ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σταματίσει. Νὰ πνίξει τὸ θυμό του, νὰ σταματίσει τὴ μάταιη προσπάθειά του. Γι’αὐτό καὶ ἐπιχείρησε αὐτό ποὺ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας μόνο σὰν ἀπονενοημένο διάβημα μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Μία πράξη δηλαδή ἔσχατης ἀφροσύνης. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα γιατί ἄραγε ὁ Θεός δὲν ἄφησε καὶ τὸν ἐναθρωπίσαντα Υἱόν του νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν αἱμοχαρή βασιλιά τῆς Ἰουδαίας; Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό μᾶς τὴν δίνειὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Θὰ πεῖτε, λέγει, ἔπρεπε νὰ πέσει Αὐτός στὰ χέρια τοῦ Ἠρώδη καὶ παρ’ὅλο αὐτό νὰ μὴ σκοτωθεῖ. Δὲν θὰ γινόταν ὅμως πιστευτό ὅτι ἔλαβε σάρκα καὶ θὰ ἀπιστοῦσαν μπροστᾶ στὸ μέγεθος τῆς θείας οἰκονομίας. Γιατὶ ἄν μερικοί τόλμισαν νὰ ποῦν ὅτι εἶναι μῦθος ἡ πρόσληψη τῆς σάρκας, μὲ ὅλο ποὺ ἔγιναν αὐτά καὶ πολλά οἰκονομήθηκαν, ὅπως ἀρμόζει στὸ Θεό καὶ σύμφωνα μὲ τὴ δύναμή Του. … Γιατὶ δὲν εἶναι ἄξιο τῆς δυνάμεώς Του μόνο νὰ νικᾶ φανερά τοὺς ἐ-χθρούς Του, ἀλλά καὶ νὰ ἐξαπατᾶ εὔκολα». Γιὰ νὰ ἀποδείξει λοιπόν τὴν πραγματική πρόσληψη ὅλης καὶ πλήρους ἀνθρώπινης φύσης διέρχεται ἀπό ὅλα τὰ στάδιά της: ἐννεάμηνος κύησις, ὡδίνες καὶ τοκετός, γαλακτοτροφία καὶ ὅλα τὰ στάδια τῆς ἡλι-κίας τοῦ ἀνθρώπου ἔως τὴν ἐνηλικίωσή του. Ἔτσι περνῶντας ἀπό ὅλα τὰ στάδια ἀνά-πτυξης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, γίνεται εὔκολα δεκτό τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σφαγή τῶν ἀθώων νηπίων, ποὺ ἦταν μία θυσία ἀθώων γύρω ἀπό τὸ λίκνο τοῦ Ἀθώου, πρόκειται γιὰ μιὰ ἀνθρώπινη θυσία, χάριν Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά Του θὰ θυσιαστεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, μυριάδες ἀθώων θὰ χάσουν τὴν ζωή τους γιὰ χάρη Του. Τὸ μοναδικό ἔγκλημά τους ἦταν ἡ πίστη τους στὴν Ἀνάστασή Του. Ὁ Χριστός μαρτύρησε γιὰ ὅλους τοὺς ἀν-θρώπους, ἀθώους καὶ μὴ, καὶ μυριάδες ἄνθρωποι μαρτυροῦν γι’αὐτόν. Τὰ ἀθῶα νήπια μὲ τὸ σφαγιασμό τους, τὸν ἔσωσαν ἀπό τὸ θάνατο καὶ σώθηκαν γιὰ πάντα, ἐνῶ ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός προσθέτει ὅτι τὰ ἅγια νήπια τῆς Βηθλεέμ δὲν σφαγιάστηκαν ἐξ αἰτίας κάποιου ἁμαρτήματος, ἀλλά ὅτι ἡ σφαγή αὐτή ἔγινε ἀφορμή, γιὰ νὰ λάβουν αἰωνίους στεφάνους.

Ἀνάμεσα ὅμως στοὺς πολεμίους τοῦ Θεανθρώπου παρελαύνει καὶ ἡ χορεία ἐκείνων ποὺ δὲν ἀκόνισαν τὸ ξίφος, ἀλλά τὴν γραφίδα γιὰ νὰ φονεύσουν καὶ αὐτοί τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄσοφοι «σοφοί» τοῦ κόσμου μὲ τὴν παραχάραξη τῆς ἀλήθειας θέλησαν νὰ μιμηθοῦν τοὺς ἀντίχριστους τῆς δύναμης καὶ τοῦ μίσους.Ἔχοντας

καταστήσει τὸν Ἠρώδη σύμβολο τῆς ἄθεης ἐξουσίας τοῦ κόσμου τούτου, καταδιώκουν τὸν Χριστό ἀπό τότε ἔως σήμερα καὶ θὰ τὸ κάνει μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Μὲ ὅλη τὴ μανία τοῦ ψεύδους στρέφονται στὶς ἀγαθές συνειδήσεις τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ ἀδειάσουν ἐκεῖ τὸ δηλητήριο τῆς ψευδολογίας τους γύρω ἀπό τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λό-γου. Ὁ Ἠρώδης χρησιμοποίησε τὸ ξίφος καὶ σκότωσε σωματικά τὰ ἀθῶα νήπια, οἱ σύγ-χρονοι ὅμως Ἠρώδηδες, στὸ ὄνομα τῆς θρησκευτικῆς διαφορετικότητας καὶ ἀνεξιθρη-σκίας, στὸ ὄνομα τῆς γνώσης καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν καὶ ὁμολογιῶν, δηλητηριάζουν τὶς ψυχές τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν διδάσκοντάς τους ἕναν θρησκευτικό συγκριτισμό, ἀδιαφορῶντας ἄν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὴν ἀλήθεια, ἀφήνοντάς τους στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἄγνοια, καὶ αὐτό μόνο γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους μαθητές, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς ἑτε-ροδόξους, οἱ ὁποῖοι διδάσκονται αὐτά ποὺ ὁρίζει ἡ ὁμολογία τους.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι ἄν κάποιος πολεμάει κάποιον ἄνθρωπο ἤ θὰ νικήσει ἤ θὰ νικηθεῖ. Ὅποιος ὅμως πολεμάει τὸ Θεό «ἐν τῷ προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» σίγουρα εἶναι νικημένος ἀπό κάθε ἄποψη.Τὸ τέλος τῶν διωκτῶν εἶναι ἀνάλογο μὲ αὐ-τό τοῦ Ἠρώδη. Ὁ Ἄγγελος πληροφορεῖ τὸν ἀνήσυχο Ἰωσήφ ὅτι: «τεθνήκασι οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχή τοῦ παιδίου». Εἶναι μιὰ ἀλήθεια ποὺ διατρέχει τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανι-σμοῦ. Ὅσοι τύραννοι θέλησαν νὰ διώξουν καὶ νὰ θέσουν στὸ περιθώριο τὴν Ἐκκλησία, χάθηκαν καὶ παρεδόθηκαν στὴ λήθη, ἐνῶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, «λάμπει ὑπέρ τὸν ἤλιο». Ὁ Χριστὸς ἀναδεικνύεται θριαμβευτής στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους καὶ τῶν ὀργάνων του , γιὰ τὸν λόγο ὅτι «ἐξῆλθε ἵνα νικήσει».

Ὅτι ἰσχύει ὅμως γιὰ τὶς δύο παραπάνω κατηγορίες ἀνθρώπων ποὺ πολέμησαν καὶ πολεμοῦν τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ ἴδιο ἰσχύει χωρίς ἀμφιβολία καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἔννοιες ἀόριστες. Εἶναι τὸ ἕνα ἀποτέλε-σμα τοῦ ἄλλου, ὁ θάνατος ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅλα αὐτά ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Ὁ Χριστός μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν Σταυρική Του Θυσία καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, Ὄχι μόνο ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀ-πό τὴν ἁμαρτία, ἀλλά κατήργησε τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμη τοῦ Ἄδη. Ἀπό ἀγάπη γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἡ ἀγάπη τοῦ θεανθρώππου νίκησε τὸ μῖσος καὶ τὴ βία, τὴν ἄλογη σοφία καὶ γνώση, ὄντας ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ-Πατρός, νίκησε καὶ τὸ θάνατο ὅντας ἡ Ζωή καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ ὁδός τῶν ἀνθρώπων.

Ἀδελφοί μου. Τὶ μένει λοιπόν τώρα γιὰ τὸν κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς; Ἐπειδή ὁ θάνατος εἶναι ὁ κλῆρος ὅλων ἐκείνων ποὺ πολεμοῦν τὸν Χριστό, εἶναι φρόνιμο καὶ συμφέρον γιὰ τὴν πνευματική μας ζωή, νὰ ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας μήπως μὲ τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο τῆς ζωῆς μας ζητοῦμε τὴν ψυχήν τοῦ παιδίου Ἰησοῦ· μήπως εἶναι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ τὸν αὐτοέλεγχο αὐτό νὰ πολιτευόμαστε ὡς μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ, ὡς ὑπερασπιστές τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ὡς συνεχιστές τοῦ Νικητή τῶν αἰωνίων ἐχθρῶν τοῦ Θεανθρώπου, ἔτσι ὥστε τὸ τραγούδι καὶ ἡ εὐχή τῶν Χριστουγέννων «ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ» νὰ πλημμυρίζει τὶς καρδιές μας, γιατί «ΑΛΗΘΩΣ ἘΤΕΧΘΗ» τὸ παιδίον Ἰησοῦς, ποὺ «ἐξῆλθεν νικῶν». Ἀμήν.