ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ. ΑΛΛΑ ΠΩΣ;

Νικολάου Κατσιαβριᾶ Καθηγητοῦ

Καλοκαίρι 2002. Μὲ τὰ τρία πρῶτα μας παιδιὰ ἐπισκεφθήκαμε τοὺς γονεῖς τῆς συζύγου μου στὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἀπέχει περὶ τὰ 20 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸν Βόλο. Ἐκεῖ οἱ γονεῖς εἶχαν, καὶ ἔχουν ἀκόμα, κότες, κοτόπουλα, χῆνες, πάπιες, περιστέρια καὶ λοιπά. Ἡ γιαγιὰ πῆρε τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά, τὰ ὁποῖα ἦταν γύρω στὰ 5 χρόνια τους καὶ πῆγαν στὸν κῆπο. Τὰ μικρά, βλέποντας τὶς ντομάτες, τὶς πιπεριὲς καὶ τὰ κολοκυθάκια στὰ φυτά, ἀναφώνησαν: Πώ, Πώ, Ψώνια!!! 50 χρόνια πρίν, τὸ 1952, οἱ δικοί μου γονεῖς, νομάδες Σαρακατσαναῖοι, ἐγκατέλειψαν τὴ νομαδικὴ ζωὴ καὶ ἐγκαταστάθηκαν σὲ χωριὰ στὸν κάμπο.

Ἕως τότε ζοῦσαν σὲ καλύβες, τὸν χειμῶνα στὰ χειμαδιὰ καὶ τὰ καλοκαίρια στὰ ψηλὰ βουνά. Σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σὰν τὰ ἀγρίμια τοῦ δάσους. Μὲ ἐλάχιστες ἀνάγκες, καλὴ παιδεία καὶ μόρφωση καὶ μεγάλη ἀγάπη στὰ γράμματα. Ἐγὼ γεννήθηκα τὴν πρώτη δεκαετία τῆς μόνιμης ἐγκατάστασης. Μεγάλωσα σὲ χωριό. Οἱ γονεῖς μου ἦταν γεωργοὶ καὶ κτηνοτρόφοι. Χαίρονταν τὴ δουλειά τους, ἀλλὰ ἐμᾶς μᾶς προωθοῦσαν, ὅπως ὅλοι οἱ Σαρακατσαναῖοι, στὰ γράμματα. Ἔτσι ἀπὸ 10 ἐτῶν βρέθηκα στὴν πόλη… Θαύμαζα τοὺς παπποῦδες μου καὶ τὸν πατέρα μου, ποὺ ἔστρωναν μία κάπα καὶ ξάπλωναν καὶ κοιμόταν ὅπου νά ᾿ναι. Ἐγὼ φοβᾶμαι τὰ φίδια, τοὺς σκορπιοὺς τὰ πάντα. Ἄμαθος βλέπεις. Ἐκεῖνοι ὡς βοσκοὶ γνώριζαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν λύκο, τὴν ἀλεποῦ, τὸ κουνάβι… Τὰ ἕρμα τὰ παιδιά μου δὲν εἶναι οὔτε ὅπως ἐγώ. Εὐτυχῶς εἶχαν τοὺς παπποῦδες ἀπὸ τὴ μάννα τους καὶ εἶδαν τὸ ἀγροτικὸ σπίτι καὶ τὴν οἰκιακὴ οἰκονομία ποὺ τὸ χαρακτηρίζει.

Κάθε φορά ποὺ βρίσκομαι στὴν ὕπαιθρο καὶ βλέπω τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτά, τὰ βουνὰ καὶ τὶς θάλασσες ἀνοίγει ἡ καρδιά μου καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου. Θεωρῶ αὐτονόητο ὅτι ὁ Θεὸς μὲ ἔπλασε νὰ ζήσω σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον. Νὰ χαίρομαι τὸν ἀέρα, τὴ θάλασσα, τὸν ἥλιο, τὰ ἀστέρια. Δυστυχῶς ὅμως ἐγὼ σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον δὲν εἶμαι μόνιμος κάτοικος. Εἶμαι πάντα ἐπισκέπτης. Δὲν εἶμαι μέρος του ἁπλᾶ καὶ φυσικὰ ὅπως οἱ γονεῖς μου. Τὰ παιδιά μου μάλιστα δὲν γνωρίζουν κἄν, ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει. Πῶς κλειστήκαμε στὰ καβούκια μας καὶ ἀλλάξαμε τρόπο ζωῆς σὲ 50 χρόνια; Πῶς ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴ ζωὴ στὴ φύση καὶ τώρα κάνουμε λόγο γιὰ «ἐπιστροφὴ στὴ φύση;». Καὶ τί θὰ πεῖ ἐπιστροφὴ στὴ φύση; Ἕνας γείτονάς μας, γιατρός, ἔκτισε σὲ μία πλαγιὰ ἕνα παλάτι. Ἔχει θέα στὴ θάλασσα καὶ γύρω περιβόλι. Στὸ σπίτι ἔχει ὅλες τὶς ἀνέσεις τοῦ σπιτιοῦ στὴν πόλη: Πλυντήρια, ζεστὸ-κρύο νερό, τηλεόραση καὶ ὑπολογιστὴ καὶ διαδίκτυο. Στὸ σπίτι μέσα δὲν ὑπάρχει κόκκος σκόνης. Τὸ περιβόλι τὸ φροντίζουν δύο Ἀλβανοί. Τὸ ὅλο περιβόλι εἶναι φραγμένο μὲ ψηλὸ πέτρινο τοῖχο, πάνω σὲ αὐτὸν ὑπάρχει συρμάτινος φράχτης καὶ μέσα περιφέρονται μεγαλόσωμα σκυλιά. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ γιατροῦ καὶ τῆς οἰκογένειάς του ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλή τὰ ὑπάρχοντά του. Ἐννοεῖται ὅτι γιὰ νὰ κινηθοῦν ὅλοι ἔχουν αὐτοκίνητα! Πολλὲς φορὲς διερωτῶμαι: Ὅταν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι πᾶνε στὸ ἐξοχικό τους χαίρονται τὴ φύση; Ἐπιστρέφουν στὴ φύση, ἔστω καὶ λίγο;

Ἕνας φίλος μου φιλόλογος Καθηγητής εἶναι καὶ ἐπίμονα κυνηγός. Τὰ Σαββατοκύριακα βγαίνει μὲ παρέες στὰ βουνὰ καὶ κυνηγοῦν. Τὶς νύχτες μένουν σὲ εἰδικὰ διαμορφωμένα βανάκια στὰ ὁποῖα ἔχουν ὅλα τὰ καλά. Ποτὲ ἔξω. Χαίρονται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τὴ φύση; Ἢ τὴ φοβοῦνται; Ἕνας ξάδελφός μου, ποὺ βγάζει ἀκόμα τὰ πρόβατα στὰ βουνά, λέει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι συμπεριφέρονται σὰ χαζοὶ καὶ γελάει ὅταν τοὺς θυμᾶται: Δεκάδες τζὶπ σταθμεύουν σὲ κάποιο χωματόδρομο τοῦ βουνοῦ καὶ οἱ «κυνηγοὶ» ξαμολιοῦνται πρὸς διάφορες κατευθύνσεις μὲ τόσο βάρβαρο τρόπο, ποὺ φαίνονται σὰν ξένο σῶμα στὸ βουνό. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν βγαίνει οὔτε πουλὶ πετούμενο μπροστά τους. Κάτι μᾶς λείπει, λοιπόν, καὶ ὅταν βγαίνουμε στὴ φύση εἴμαστε ἄνθρωποι τῶν πόλεων; Μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖ εἶναι ὁ φυσικὸς τόπος τῆς ζωῆς μας, νὰ χαιρόμαστε κάπως τὴ φύση ὅταν βρισκόμαστε ἐκεῖ ἀλλὰ κάπου χάνουμε τὸ παιχνίδι καὶ παραμένουμε ξένοι στὴ φύση.

Στὴν παγκόσμια λογοτεχνία ὑπάρχουν τρία χαρακτηριστικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ φύση καὶ στὴ σχέση του μὲ αὐτή. Α΄. Τὸ γνωστότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ὁ Ροβινσὼν Κροῦσσος τοῦ Δανιὴλ Ντεφόε. Εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία κάποιου Εὐρωπαίου ναυαγοῦ ὁ ὁποῖος σώζεται σὲ ἕνα νησὶ στὸν ὠκεανὸ μὲ ἕνα ὅπλο, φυσίγγια καὶ κάποια ἐφόδια καὶ ὀργανώνει ἐκεῖ τὴ ζωὴ του … Χαίρεται τὴ φύση, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀγαπάει. Ζεῖ μὲ τὴν προσμονὴ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πόλη, πρᾶγμα ποὺ κάνει μόλις βρεῖ τὴν πρώτη εὐκαιρία νὰ φύγει ἀπὸ τὸν φυσικὸ παράδεισο στὸν ὁποῖο ζοῦσε. Β΄. Ἕνα ἄλλο λιγότερο γνωστὸ εἶναι τὸ Οὐῶνλντεν τοῦ Χένρι Ντέιβιντ Θόροου (1817-1862). Σὲ αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἐγκαταλείπει τὴν «πόλη» καὶ ἐγκαταβιώνει σὲ μία καλύβα, στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Οὐῶνλντεν στὶς Ἡνωμένες πολιτεῖες, ὅπου ζεῖ ἐρημητικὸ βίο γιὰ δύο χρόνια καὶ δύο μῆνες. Καὶ αὐτὸς ἐπιστρέφει στὸν πολιτισμὸ καὶ καταγράφει τὴν ἐμπειρία του. Αὐτὸς εἶναι σὲ καλύτερο δρόμο καὶ ζεῖ φυσικότερη ζωή. Ὁ Θόροου (Thoreau) ξεκίνησε μὲ τὴν ἀπόλυτη θέση «ἐπιστροφὴ στὴ φύση», ἀλλὰ κατέληξε σὲ μία ἰσορροπία μεταξὺ φύσεως καὶ πολιτισμοῦ. Ἡ στάση του καὶ τὰ γραπτά του ἐνέπνευσαν τὸ κίνημα τῶν χίπις καὶ τῆς οἰκολογίας. Δικό του ἦταν καὶ τὸ ἀπόφθεγμα «μεῖνε στὸν τόπο σου σὰν ταξιδιώτης». Γ΄. Ἕνα ἄλλο πολὺ ἐνδιαφέρον ἔργο εἶναι τὸ Παπαλάγκι. Σὲ αὐτὸ εἶναι γραμμένες οἱ ἐντυπώσεις ἑνὸς σοφοῦ φυλάρχου τῶν νησιῶν Σαμόα τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Εὐρώπη στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα. Ὁ σοφὸς φύλαρχος γράφει γιὰ νὰ προστατέψει τοὺς «ἀδελφούς του» τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ Παπαλάγκι. Παπαλάγκι εἶναι ὁ Εὐρωπαῖος καὶ τὸ ὅλο ἔργο εἶναι μία θαυμάσια κριτικὴ στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Ἀξίζει αὐτὸ τὸ τελευταῖο νὰ τὸ διαβάσει κανείς. Δίνω ἐδῶ ἕνα χαρακτηριστικὸ δεῖγμα. Ὁ φύλαρχος προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει στοὺς συμπατριῶτες του τί εἶναι τὸ ἐπάγγελμα, ἡ ἐργασία ποὺ κάθε καθὼς πρέπει Εὐρωπαῖος πρέπει νὰ ἀσκεῖ διὰ βίου. Λέει: «Ἐμεῖς θὰ ξυπνήσουμε τὸ πρωΐ, θὰ πᾶμε γιὰ κυνήγι, θὰ κόψουμε λίγα φροῦτα, θὰ ἑτοιμάσουμε τὸ φαγητό μας … Δουλειὰ εἶναι νὰ κάνεις κάτι ἀπὸ αὐτὰ (παράδειγμα: νὰ μαγειρεύει) ὅλη τὴν ἡμέρα σὲ ὅλη του τὴ ζωή!».

Χαρακτηριστικότερη ἐπισήμανση τοῦ φυλάρχου εἶναι ὅτι ὁ εὐρωπαῖος εἶναι ἄσπλαχνος καὶ ἄκαρδος καὶ κατακτητικὸς πρὸς τὴ φύση τὴν ὁποία δὲν ἀγαπάει, ἀλλὰ κοιτάει νὰ τὴν ἐκμεταλλευτεῖ, νὰ τὴν «ἀξιοποιήσει», θὰ λέγαμε σήμερα. Φαίνεται ὅτι καὶ ἐμεῖς ἔχουμε υἱοθετήσει τὶς Εὐρωπαϊκὲς ἀξίες καὶ τρόπο ζωῆς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχουμε ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ φύση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν κατανοοῦμε τὴ ζωή μας ὡς μέρος τῆς φύσης, ἀλλὰ σὰν κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι στὴ φύση καὶ ἔργο του εἶναι νὰ τὴν κατακτήσει. Γι᾿ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ μία βόλτα στὴ φύση σπεύδουμε στὰ σπίτια ἢ στὰ ξενοδοχεῖα –καὶ ξενοδοχεῖα μέσα στὰ ἔλατα!!!– σὲ «ἀσφαλὲς» περιβάλλον!!! Γίνεται λόγος γιὰ ἐπιστροφὴ στὴ φύση, ἐπειδή, ὑποτίθεται, μᾶς ἔχει ἀλλοτριώσει καὶ μᾶς ἔχει κάνει ἀφύσικους ἀνθρώπους ὁ πολιτισμός. Αὐτὸ ὥς ἕνα σημεῖο εἶναι σωστό. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ πολιτισμὸς ἀναφέρεται ὡς ἔργο τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάιν. Ὁ Θεὸς μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου» καί, ἐννοεῖται, ἐκεῖ ἔζησε καὶ ἡ οἰκογένειά του. Ὁ Ἄβελ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ποιμενικὴ ζωὴ, ἐνῶ ὁ Κάϊν μὲ τὴ γεωργική. Καὶ οἱ δύο προσέφεραν θυ­σία στὸν Θεὸ (καλῶς), ἀλλὰ μόνο ὁ Ἄβελ διαίρεσε καλῶς, καὶ πρόσφερε τὰ καλύτερα. Ἡ θυσία του ἔγινε δεκτὴ, ἐνῶ τοῦ Κάιν ὄχι. Αὐτὸ εἶχε ὥς ἀποτέλεσμα ὁ Κάιν νὰ τὸν φθονήσει καὶ νὰ τὸν σκοτώσει. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πῆρε τὴν «κατάρα» τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ «σημάδι» καὶ «ἦν οἰκοδομῶν πόλιν»… (Γένεση 4, 17 καὶ ἑξῆς). Θεολογικῶς, λοιπόν, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι αὐτὴ καθαυτὴ ἡ «πόλις» καὶ ὁ πολιτισμὸς, ἀλλὰ ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σὲ αὐτά: Ἂν χρησιμοποιεῖ τὸν πολιτισμὸ γιὰ νὰ αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λύσει τὰ προβλήματά του μόνος του καὶ νὰ αὐτοθεωθεῖ, τότε σαφῶς ἔχει λαθεμένη στάση καὶ ὁδηγεῖται στὴ διαφθορὰ καὶ τὸν κατακλυσμό, ὅπως ἔγινε τότε, ἢ στὴ σύγχυση τῆς Βαβέλ, ὅπως ἔγινε λίγο ἀργότερα.

Παρόμοια σύγχυση σὲ μεγαλειώδη ἔκταση βλέπουμε καὶ σήμερα: Ὑπερβολικὴ τεχνολογία, ἀπίστευτη γνώση, ἄμετρος πλοῦτος καὶ χλιδὴ καί, ταυτόχρονα, ἄθλια φτώχεια, ψυχασθένειες, ναρκωτικὰ καὶ παροιμιώδης ἐκμετάλλευση ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τῆς συνειδητῆς αὐτονόμησής του. Ἂν ὁ πολιτισμὸς ἦταν κάτι κακό, δὲν θὰ ἔμενε τόσα χρόνια ὁ π. Πορφύριος στὸ παρεκκλήσιο τῆς Πολυκλινικῆς στὴν Ὁμόνοια. Παράλληλα, κάθε ἀγροῖκος καὶ ἀμόρφωτος θὰ ἦταν ἅγιος. Ἐνῶ ἡ πόλις τοῦ Κάιν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἡ πόλις τῶν Ἑλλήνων εἶναι ὁ χῶρος συνάντησης, ὁλοκλήρωσης καὶ καταξίωσης τῶν πολιτῶν. Μὲ τὸν ἐρχομὸ μάλιστα τῆς Ρωμηοσύνης ἡ ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ «πολιτεύεται» καὶ πολίζεται ἀκόμα καὶ ἡ ἔρημος ἀπὸ ἁγίους ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νὰ εἶναι εὐάρεστοι στὸν Θεὸ καὶ κάποιοι εἶναι καὶ προφανῶς θεοφόροι ὁδηγοὶ τοῦ πολιτεύματος – ἔτσι ὀνόμαζαν τὸ κράτος τους. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ πόλη στὸ πολίτευμα τῆς Ρωμηοσύνης ἔγινε διὰ τῶν ἀγώνων τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀσκητῶν. Ὅταν ἡ πλανεμένη Δύση κυριάρχησε ὡς πολιτισμὸς στὸν κόσμο δημιουργήθηκαν οἱ πόλεις, ὅπως τὶς γνωρίζουμε.

Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος κατανοεῖ ὅτι κάτι πάει στραβά, ἀλλὰ δὲν ἔχει βοηθηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κατανοήσει τὴν αἰτία τῆς ἀλλοίωσής του. Ὅπως εἶχε καταλήξει καὶ ὁ Θόροου ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι ἡ ἰσορροπία μεταξύ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς φύσης. Ἐννοεῖται ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς πνευματικὴ ζωή, χωρὶς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄρνηση στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔλλειπε ἀπὸ τὸν Κάιν καὶ ὁδηγήθηκε σὲ ἀδιέξοδο. Κατάφαση στὴ χάρη εἶχε ὁ Ἄβελ καὶ ἦταν εὐλογημένος. Αὐτὸ εἶναι ποὺ χαρακτηρίζει τὸν κάθε Κάιν καὶ Ἄβελ στὴν ἱστορία. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ ζήτημα ἐπιστροφῆς στὴ φύση εἶναι πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ ζήτημα ἐπιστροφῆς μας στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ὁ δαιμονισμένος τῶν Γεργεσηνῶν ὅσο εἶχε μέσα του τὴν λεγεώνα τῶν δαιμονίων ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἔτρεχε στὰ μνήματα καὶ ξέσχιζε τὸν ἑαυτό του μὲ πέτρες. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστὸς ἐξέβαλε τὰ δαιμόνια, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθῶν» κάθονταν κοντὰ στὸ Χριστὸ «ἱματισμένος καὶ σωφρωνῶν» – εἶχε σώας τὰς φρένας καὶ ἦταν ντυμένος (Μτ. 8, 28-34, Μρκ. 5, 1-20, Λκ. 8, 26-39). Ἀπ᾿ ὅσα γνωρίζω αὐτὴ ἡ ἰσορροπία μεταξὺ φύσεως καὶ πολιτισμοῦ, ὅπου ὁδηγὸς καὶ κριτήριο εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ προϋπόθεση εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ὁρατὴ σαφέστατα στὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια στὰ ὁποῖα καλλιεργεῖται ἡ ἁγιοπατερικὴ παράδοση ἀσκητικῆς καὶ ἁγιότητας. Σὲ γενικὲς γραμμὲς στὸ «πῶς» τῆς ἐπιστροφῆς στὴ φύση ἔχουμε νὰ προτείνουμε τὰ ἀκόλουθα:

* Νὰ βροῦμε τὴν ἁπλὴ καὶ λιτὴ ζωή ὥστε νὰ ὑπηρετοῦμε τὶς βασικὲς ἀνάγκες μας. Τὰ παραπάνω δημιουργοῦν κινδύνους ἐξαρτήσεων.

* Νὰ περιορίσουμε τὶς «εἰκόνες» καὶ τὶς «πληροφορίες» μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς βομβαρδίζουν σήμερα. Αὐτὰ μᾶς ζαλίζουν καὶ χάνουμε τὴ ζωή, τὸν χρόνο καὶ τὶς συναντήσεις μὲ τοὺς συνανθρώπους μας.

* Νὰ εἴμαστε πάντοτε σὲ συμφωνία μὲ τὴ φύση. Σὲ αὐτὴ τὴ συμφωνία θὰ μᾶς ὁδηγήσουν οἱ παραδομένες νηστεῖες καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ γενικῶς. Εἶναι πράξη ἐλευθερίας νὰ φᾶμε λίγο κρεμμυδάκι, μερικὲς ἐλίτσες καὶ λίγα φροῦτα. Ἂν ἀνέβω στὸ βουνὸ καὶ κουβαλήσω ἐκεῖ τὸν «κόσμο» καὶ φάω καλαμάρια τηγανητὰ, ποιό τὸ ὄφελος;

* Νὰ μαθητεύσουμε σὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἁπλᾶ στὴ φύση καὶ εἶναι μέρος της λειτουργικό. Ἂν εἶναι καὶ εὐσεβεῖς, ἀκόμα καλύτερα.

* Νὰ μάθουμε πῶς φυτεύονται τὰ μαρούλια καὶ οἱ ντομάτες, πῶς ἀναπτύσσονται καὶ μαγειρεύονται τὰ κοτόπουλα καὶ ἄλλα πρακτικά.

* Νὰ συνδυάζουμε τὴν ἔξοδο στὴ φύση μὲ στροφὴ τοῦ νοῦ μας στὸν πλάστη μας, μὲ Δοξολογία καὶ Εὐχαριστία γιὰ ὅσα γνωρίζουμε καὶ ὅσα δὲν γνωρίζουμε, φανερὰ καὶ ἀφανῆ εὐεργετήματά Του.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα