ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Της Ιωάννας Σωτήρχου

 

Το γεγονός ότι η ύπαιθρος και η γεωργία στον καιρό της κρίσης που διανύουμε αποτελούν «καταφύγιο» αλλά και «θερμοκήπιο ιδεών και πρωτοβουλιών» τόσο για τον αγροτικό πληθυσμό όσο και για τους κατοίκους της πόλης έρχεται να επιβεβαιώσει μια πρόσφατη έρευνα των καθηγητών στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Χαράλαμπου Κασίμη και Σταύρου Ζωγραφάκη.

 

Την ίδια στιγμή, όμως, που δημιουργούνται νέες δυνατότητες για τη γεωργία, ο χρόνος είναι λιγοστός και οι «παλιές αμαρτίες» τροχοπέδη, αφού τα προβλήματα που χρονίζουν και σ’ αυτόν τον τομέα παραμένουν άλυτα.

 

«Οι κινήσεις αυτές δεν περιβάλλονται από ένα πλαίσιο πολιτικής και μια στρατηγική για την αγροτική ανάπτυξη, καθώς το αρμόδιο υπουργείο υπηρέτησε συχνά τα σχέδια του πελατειακού πολιτικού συστήματος στη γεωργία και απέτυχε να δώσει προσανατολισμό και να εκσυγχρονίσει τις δομές της» παρατηρούν οι ερευνητές εκφράζοντας όμως και μια αισιοδοξία επειδή «οι προοπτικές της ελληνικής γεωργίας είναι ευνοϊκότερες από άλλους κλάδους της οικονομίας, και ενώ οι αρνητικές συνέπειες της κρίσης έχουν ήδη εκδηλωθεί, τα πιθανά οφέλη για τη γεωργία εκκρεμούν ακόμη.

 

Προτεραιότητες παραμένουν η ανάδειξη των πλεονεκτημάτων και η προώθηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας», συμπεραίνουν.

 

Γεωγραφική, επαγγελματική και κοινωνική η κινητικότητα προς την ύπαιθρο, εμφανίζει ταυτόχρονα «στοιχεία μιας νέας αγροτικότητας»: αναβαθμίζεται η θέση της γεωργίας όχι μόνο με την αναζωογόνηση παραδοσιακών καλλιεργειών αλλά και με την ανάπτυξη νέων, ενώ καταγράφεται ανακατανομή της απασχόλησης σε ομάδες πληθυσμού μεταξύ αγροτικού και αστικού χώρου.

 

Στην εργασία τους με τίτλο «Ανάγκη ή/και επιλογή: η ύπαιθρος ως διέξοδος στην κρίση», οι καθηγητές προσεγγίζουν τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην ελληνική γεωργία στο περιβάλλον της κρίσης, αντλώντας στοιχεία από την Ερευνα Εργατικού Δυναμικού. Τι διαπιστώνουν;

 

Μπορεί η απασχόληση να έχει κατακρημνιστεί από το 2008, με αποκορύφωμα το 2011, στο σύνολο της οικονομίας, ωστόσο ο πρωτογενής τομέας αντιστεκόταν διατηρώντας ανοδική πορεία μέχρι το 2011, χρονιά που πήρε μεν την κατιούσα αλλά σε μικρότερο βαθμό από τον κατήφορο στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα.

 

Οι εργαζόμενοι στις αστικές περιοχές έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μείνουν άνεργοι συγκριτικά με την ύπαιθρο, όμως, οι αγροτικές περιοχές εμφανίζουν χαμηλότερη ανεργία τόσο πριν όσο και μετά την κρίση (15,6% το 2011 έναντι 22,2% των αστικών περιοχών).

 

Η ανεργία πλήττει περισσότερο τους Αλβανούς μετανάστες παρά τους Ελληνες και τους λοιπούς μετανάστες, τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες και τους πτυχιούχους έναντι όσων έχουν πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

 

Ακόμη από τις 30.000 θέσεις γεωργικής εργασίας που χάνονται από τον αγροτικό χώρο οι 17.000 από αυτές αναπληρώνονται από τους νεοεισερχόμενους οι οποίοι προέρχονται από τις πόλεις. Σχεδόν ένας στους δύο είναι από την Αττική (45%) και ακολουθούν κατά σειρά η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη (9%), η Θεσσαλία και η Στερεά Ελλάδα (7%), η Ανατολική Μακεδονία (6%), η Κρήτη (5%) κ.λπ.

 

Κατά τα 2/3 δραστηριοποιούνται στην φυτική παραγωγή, το υπόλοιπο 1/3 στη ζωική και πάνω από τους μισούς είναι αυτοαπασχολούμενοι.

 

Η οικονομική κρίση, σύμφωνα με τους καθηγητές, δημιουργεί ευκαιρίες για τα νοικοκυριά στις αστικές περιοχές της χώρας με τη μορφή νέων θέσεων για αυτοαπασχολούμενους με ή χωρίς προσωπικό καθώς και θέσεις για μισθωτούς και βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση.

 

Αυτή η εξέλιξη, μέσα στη γενικευμένη αύξηση της ανεργίας σε αυτές τις περιοχές, σημαίνει ότι υπάρχουν κλάδοι που μπορούν να δώσουν διέξοδο σε ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από την ανεργία και την ανέχεια. Αυτή την περίοδο της κρίσης, ο πρωτογενής τομέας είναι ο μοναδικός που δημιουργεί θέσεις για μισθωτή εργασία σε όλες τις περιοχές της χώρας.

 

Επαγγελματίες, νέοι και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι οι νεοεισερχόμενοι στην αγροτική παραγωγή. Συγκεκριμένα:

 

Το 72% προέρχεται από άλλους κλάδους απασχόλησης (29% από δημόσιες υπηρεσίες, 54% από εμπόριο – αναψυχή – διοικητικές και επαγγελματικές δραστηριότητες, 4% κατασκευές) ενώ μόνο το 28% εξ αυτών δεν είχαν καμιά απασχόληση την προηγούμενη χρονιά [ήταν άνεργοι (21%), μαθητές ή σπουδαστές (24%), νοικοκυρές (32%) ή υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία (22%)].

 

Το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων εργαζομένων είναι ηλικίας 35-39 (19%), συνολικά η μέση ηλικία τους είναι τα 41,7 έτη έναντι του 47,3 των παλαιών εργαζομένων. Και έχουν υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο: 33% έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση (24% πτυχίο ανώτατης σχολής και το 9% τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών) και το 47% δευτεροβάθμια.

 

Τα ευρήματα συμφωνούν με πρόσφατη μελέτη της Κappa Research στην οποία ένα 68,2% έχει σκεφτεί την εγκατάσταση στην επαρχία αναζητώντας απασχόληση και καλύτερη ποιότητα ζωής, καθώς τα 2/3 έχουν ακίνητη περιουσία να αξιοποιήσουν και ενδιαφέρονται όχι τόσο για τη γεωργία (1/3) όσο για άλλους τομείς της οικονομίας (τουρισμό, πολιτισμό, επικοινωνίες).

 

Αλλωστε οι χαμένες θέσεις εργασίας του τριτογενή τομέα στις αγροτικές περιοχές είναι ελάχιστες, παρά την κρίση, αφήνοντας σε αυτό το θέμα τον πρωτογενή στη δεύτερη θέση.

 

Για όσους θέλουν να ασχοληθούν με τον αγροτικό τομέα κύρια επιλογή είναι η γεωργία (78%) και δευτερευόντως η κτηνοτροφία (15,5%) με προτεραιότητα στις ελιές (47,6%), τις βιολογικές καλλιέργειες (42,7%), τα λαχανικά-κηπευτικά (37%) και τα αρωματικά φυτά (32%).

 

«Παρά τον επικοινωνιακό βομβαρδισμό εξεζητημένων καλλιεργειών (ιπποφαές, σπιρουλίνα, σπαράγγια, αρωματικά φυτά κ.λπ) οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι επιλέγουν πιο συμβατικές καλλιέργειες» παρατηρούν οι ερευνητές.

 

Πέρα από την επιθυμία επιστροφής του αστικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, αυτοί που θέλουν να ασχοληθούν με τις γεωργικές δραστηριότητες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην υλοποίηση των σχεδίων τους. Το εγχείρημα είναι ευκολότερο για νεότερους και καλά εκπαιδευμένους, ενώ για τα υπάρχοντα αγροτικά νοικοκυριά γίνεται επιτακτική μια εσωτερική αλλαγή στρατηγικής που συνδυάζεται με έναν νέο καταμερισμό εργασίας των μελών του εντός και εκτός της εκμετάλλευσης.

 

Αναδρομή

 

Η έρευνα των καθηγητών Χ. Κασίμη και Στ. Ζωγραφάκη αποτυπώνει και την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη γεωργία τα προηγούμενα χρόνια: αυτή περιγράφεται ως «απογεωργικοποίηση» καθώς την κρίση που σοβούσε ήδη από τη δεκαετία του ’90 για ποικίλους λόγους, άμβλυνε η φθηνή μεταναστευτική εργασία, οι «από μηχανής θεοί» όπως αναφέρονται χαρακτηριστικά, οι οποίοι μέχρι την κρίση συνεισέφεραν την αποκλειστική μισθωτή εργασία στον κλάδο.

 

Η γεωργική ενασχόληση δεν αρκούσε για να ζήσει κανείς  ενώ η υποαπασχόληση και η μείωση της αυτοαπασχόλησης αποτελούσαν χαρακτηριστικά της. Την εικόνα συμπληρώνει η πολυαπασχόληση για το ένα τρίτο των αρχηγών στα αγροτικά νοικοκυριά και το γεγονός ότι το 40% του εισοδήματός τους προέρχεται από εξωαγροτικές δραστηριότητες.

 

Συγκεκριμένα, ενώ την τελευταία δεκαετία το σύνολο του ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 16%, το ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα συρρικνώθηκε κατά 22%, κι αν η συμβολή του στο ΑΕΠ της χώρας προ κρίσης ήταν 3,5% και σήμερα έχει φτάσει στο 4,1% αυτό δεν οφείλεται στην επίτευξη καμίας βελτίωσης αλλά στη μεγάλη ύφεση των άλλων τομέων της οικονομίας.

 

Καθοδική η πορεία των εκμεταλλεύσεων, που το διάστημα 2003-2010 έφτασε το 14,3%, παρέμεναν μικρές και δεν εξασφάλιζαν πλήρη απασχόληση για πάνω από ένα άτομο στα δύο τρίτα του συνόλου. Συνακόλουθη και η μείωση των απασχολούμενων από 724.000 το 1998 σε 520.000 το 2008, που έφτασαν να αποτελούν το 11% των απασχολούμενων στη χώρα.

 

Η καθίζηση για το αγροτικό εισόδημα (μετά το 1995 και την αύξηση που είχε προηγηθεί λόγω ΚΑΠ) ξεπερνά το 20% μετά το 2005 όταν αντιθέτως στην Ε.Ε. αυξάνεται κατά 18%.

 

Αυξανόμενα αρνητικό και το εμπορικό ισοζύγιο, αφού μέχρι το 2008 αυξάνονταν οι εισαγωγές έναντι των εξαγωγών: «Εκτός από τα καγιέν εισάγουμε και σκόρδα, καρότα, χυμούς από τη Γερμανία και διαμορφώνουμε ένα αρνητικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων κοντά στα 2 δισ. με την Ε.Ε. και 200 εκατ. με τη Γερμανία.

 

Αυτό οφείλεται στη μειούμενη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας που μπορεί να αποδοθεί στη μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, στην ανορθολογική διαχείριση των κοινοτικών πόρων που αναλίσκονται στην κατανάλωση ή και σε επενδύσεις εκτός γεωργίας και υπαίθρου και σε μια αναποτελεσματική διαρθρωτική πολιτική που οδήγησαν στην αύξηση του κόστους παραγωγής» επισημαίνουν σχετικά οι ερευνητές.

 

 

 

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα