ΕΠΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ (1912-2012)

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Από τον απαράμιλλο άθλο της Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821) και την εκ της τέφρας ανάσταση του υπόδουλου γένους των Ελλήνων οδηγηθήκαμε στη δημιουργία του πρώτου μικρού κρατιδίου ως «Βασιλείου της Ελλάδος». Παρά ταύτα όμως παρέμεναν εκτός του εθνικού γεωγραφικού σώματος της Ελλάδος οι πολύ ζωτικής σημασίας περιοχές της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, καθώς και των νήσων του Αρχιπελάγους (Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου).

Οι εθνικιστικές τάσεις των Νεοτούρκων ή Νεοθωμανών σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών, η κατάργηση των προνομίων των Δωδεκανήσιων από την Υψηλή Πύλη, οι αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών στην Κρήτη, η κατάληψη των οθωμανοκρατούμενων Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς (Μάιος 1912), οι βλέψεις της Αυστροουγγαρίας για την Αλβανία και την Θεσσαλονίκη και οι ενδόμυχες και ακόρεστες εθνικιστικές τάσεις των Σέρβων και των Βουλγάρων για την ελληνική Μακεδονία αφύπνισαν την Ελλάδα να διεκδικήσει στο πλαίσιο της «Μεγάλης Ιδέας» την απελευθέρωση και οριστική ενσωμάτωση όλων των αλύτρωτων περιοχών όπου χτυπούσε ακμαία η καρδιά του ελληνισμού.

Στο ηγετικό πηδάλιο της Ελλάδος, κατά συγκυρία αγαθή και μοναδική για τα πολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα της περιόδου εκείνης ευρίσκοντο δύο ισχυρές και μεγαλόπνοες προσωπικότητες, ο Αρχιστράτηγος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και ο ρεαλιστής και αποφασιστικός Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος. Και τα δύο αυτά πρόσωπα ενέπνευσαν τον ατρόμητο ελληνικό στρατό να γράψει νέες χρυσές σελίδες εθνικής εποποιΐας κατά τους δύο Βαλκανικούς πολέμους 1912/1913.

Το «πλήρωμα του χρόνου» είχε έλθει, όταν ως ενιαία αμυντική συμμαχία (16/29 Μαΐου 1912) η Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο εστράφησαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εχθροπραξίες από τις άλλες δυνάμεις εναντίον των Οθωμανών είχαν αρχίσει από τον Σεπτέμβριο του 1912, ενώ η Ελλάδα ύψωσε τα λάβαρα του νέου έπους κατά την 5η Οκτωβρίου του 1912.

Στο Βασιλικό Διάγγελμα της 5ης Οκτωβρίου 1912 ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄ καλούσε τον ελληνικό στρατό να πολεμήσει εναντίον των Οθωμανών προκειμένου «διά του τιμίου αυτού αίματος να αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους». Ο ελληνικός στρατός διέρχεται την ελληνοτουρκική μεθόριο και καταλαμβάνει την Ελασσώνα και με αυτοθυσία δίνει την αιματηρή και νικηφόρα μάχη στα στενά του Σαραντάπορου, που υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την έκβαση των μετέπειτα πολεμικών επιχειρήσεων στο μέτωπο. Για την μάχη στο Σαραντάπορο ο μέγας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος έγραψε ότι το αίσιο αποτέλεσμα αυτής «εξέπληξε και φίλους και εχθρούς της Ελλάδος διά το ταχύ και τολμηρόν της ενεργείας» των ελληνικών στρατευμάτων.

             Την επομένη οι Έλληνες στρατιώτες εισέρχονται στα ιστορικά Σέρβια και την 12η Οκτωβρίου στην πόλη της Κοζάνης, «τον καθαρόν και αμιγή τούτον της Μακεδονίας Παράδεισον», όπου ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος Μανιάτης, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης (1929-1935), υποδεχόμενος τον διάδοχο Κωνσταντίνο και προσφωνώντας αυτόν με ανεκλάλητο ενθουσιασμό έλεγε: «Την αιδήμονα και γλυκείαν ταύτην ελληνίδα δεσμώτιδα ημετέραν πατρίδα, την επί αιώνας δουλεύουσαν εις φυλήν ξένην, αλλογενη και αλλόθρησκον, εξηγοράσατε, ουχί χρυσίω ή αργυρίω, αλλά τιμίω αίματι των υιών της ελευθέρας μητρός Ελλάδος».

            Ακάθεκτος ο ελληνικός στρατός συνεχίζει την προέλασή του στη νότια Μακεδονία και στις 19-20 Οκτωβρίου αντιμετωπίζει νικηφόρα τον οθωμανικό στρατό στην κρίσιμη και φονική μάχη των Γιαννιτσών, η οποία καθόρισε ουσιαστικά και την μελλοντική τύχη της Θεσσαλονίκης για την απελευθέρωση της οποίας ο Ελευθέριος Βενιζέλος διά τηλεγραφήματος σχεδόν απειλητικά απαίτησε από τον διαφωνούντα διάδοχο Κωνσταντίνο να οδηγήσει τάχιστα τον ελληνικό στρατό και να την καταλάβει, επειδή οι Βούλγαροι συγκέντρωναν στρατεύματα για να εισέλθουν νικητές στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας και να την καταλάβουν ως τροπαιοφόροι. Οι Βούλγαροι μάλιστα εζήτησαν από τον Ανώτατο Διοικητή του Γ΄ Οθωμανικού σώματος στρατού Χασάν Ταχσίν Πασά να τους παραδώσει την πόλη, αλλ΄ εκείνος απερίφραστα απάντησε: «Από τους Έλληνες πήραμε τη Θεσσαλονίκη πριν από 482 χρόνια και πάλι στους Έλληνες θα την παραδώσουμε». Μετά από 482 έτη δουλείας (1430-1912) το πλήρωμα του χρόνου είχε έλθει.

            Ξημέρωνε 26η Οκτωβρίου, ημέρα εορτής του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, πολιούχου και προστάτου της Θεσσαλονίκης, όταν εισήρχετο θριαμβευτής ο ελληνικός στρατός στην πόλη, η οποία άνευ όρων παρεδόθη από τον Διοικητή Ταχσίν Πασά στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Η επίσημη δοξολογία επί τη απελευθερώσει της πρωτεύουσας της Μακεδονίας έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά χοροστατούντος του σοφού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου Αλεξιάδη, και έκτοτε η επέτειος αυτή θεωρείται και εορτάζεται ως σύμβολο απελευθερώσεως της όλης ελληνικής Μακεδονίας.            Στο ιστορικό αυτό γεγονός εκ των πρώτων που εισήλθε με τον διάδοχο Κωνσταντίνο στη Θεσσαλονίκη ήταν και ο τότε Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης, ο οποίος υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας κατά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους και εμψύψωνε τα ελληνικά στρατεύματα.

            Το συγκλονιστικό γεγονός της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης κατά την ημέρα του πολιούχου αυτής Αγίου Δημητρίου εκφράζει με την οξύγραφη ποιητική του δεινότητα ο Ιωάννης Πολέμης: «Κι η σκλάβα εξύπνησε μεμιάς. Πετιέται απ΄ το κρεβάτι, τα ξαφνιασμένα μάτια της στα κάστρα της κολλά. Όχι, δεν ήταν όνειρο: Νάτη η Παρθένα, νάτη, όμορφη, γαλανόλευκη, με το Σταυρό ψηλά».

            Στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις στρέφονται προς την Δυτική και Κεντρική Μακεδονία και καταλαμβάνουν ισχυρά στρατηγικά ερείσματα, την Φλώρινα, τα Γρεβενά, την Καστοριά, την Κατερίνη, την Βέροια, ενώ ήδη η Χαλκιδική και σημαντικά τμήματα των νομών Σερρών και Καβάλας είχαν απελευθερωθεί. Στις 3 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στη Κορυτσά. Παράλληλα οι ελληνικές δυνάμεις καταλαμβάνουν όλη την περιοχή της Χιμάρας και στη συνέχεια του Μετσόβου. Η πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Ιωάννινα, «πρώτα στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» απελευθερώνονται στις 21 Φεβρουαρίου του 1913 και παντού αντηχούσε το τραγούδι: «Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε». Άλλες μονάδες προελαύνουν προς Βορράν και καταλαμβάνουν το Αργυρόκαστρο στις 21 Μαρτίου 1913, αλλά δεν συνεχίζουν την προέλασή τους προς την Αυλώνα λόγω της εντόνου αντιδράσεως της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να κατέχει η Ελλάδα την είσοδο της Αδριατικής.

            Παράλληλα όμως προς τις χερσαίες επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού και ο ελληνικός στόλος είχε συνεχείς και αλλεπάλληλες νίκες, οι οποίες οδήγησαν στην απελευθέρωση των νήσων Λήμνου, Ίμβρου, Τενέδου, Σαμοθράκης, Ικαρίας, Ψαρών, Θάσου, Αγίου Ευστρατίου, Μυτιλήνης και Χίου. Κορυφαίες θαλάσσιες επιχειρήσεις υπήρξαν εκείνες που αφορούσαν την ανατίναξη από τον ελληνικό στόλο της τουρκικής κορβέτας Φετίχ Μπουλέντ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την ναυμαχία της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) πλησίον των Στενών των Δαρδανελλίων και ένα μήνα αργότερα, στις αρχές Ιανουαρίου 1913, την ναυμαχία της Λήμνου, η οποία εδραίωσε την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

            Ο Αρχηγός του ελληνικού στόλου, ένδοξος Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης στις ναυμαχίες: «με την δύναμιν του Θεού έπλεε μεθ΄ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του προαιωνίου εχθρού του Γένους». Στις θαλάσσιες επιχειρήσεις μετείχαν τόσο ο τότε αρχιμανδρίτης Διονύσιος Δάφνος, μετέπειτα Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, ως εφημέριος της ναυαρχίδος του στόλου στο θρυλικό «Αβέρωφ», όσο και ο αρχιμανδρίτης Ανδρέας Τριανταφύλλου, μετέπειτα Μητροπολίτης Τριφυλίας και Ολυμπίας. Μάλιστα κατά την απόβαση πεζοναυτών από το θωρηκτό «Αβέρωφ» στη Μυτιλήνη, η Ιερά Μονή Λειμώνος Καλλονής φιλοξένησε το αρχηγείο του στρατού, εκεί νοσηλεύτηκαν οι τραυματίες και η Μονή παρεχώρησε τα απαραίτητα τρόφιμα. Ο πρώτος νεκρός από την επαρχία Μηθύμνης υπήρξε ο μοναχός Νεόφυτος Καμένος.

            Ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης στο έργο του «Η Εκκλησία εις το Αγώνα της Ελευθερίας» αναφέρει ότι ο τότε Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης, μετείχε στον πόλεμο ως στρατιωτικός ιερεύς «πάντοτε παρακαλουθών εκ του σύνεγγυς τους ηρωϊκούς μαχητάς και διά των φλογερών κηρυγμάτων και της αυτοθυσίας του εξυψών το πατριωτικόν αυτών φρόνημα», ενώ ιδιαίτερα μαχητική «…υπήρξεν η δράσις του Επισκόπου Τρίκκης και Σταγών Ανθίμου Παντελάκη, όστις κατά τας αρχάς του πολέμου του 1912 κατήρτισε και ιδιαίτερον σώμα εκ μοναχών, αγάμων και χηρευόντων κληρικών…μετέχον εις τας επιχειρήσεις».

            Προ των πυλών της Κωνταντινουπόλεως, στο προάστιο Τσατάλτζα, στις 20 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου 1912, υπογράφεται η ανακωχή των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και στις 17/30 Μαΐου 1913 υπογράφεται και η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου.

            Υπερβολικές ωστόσο ήταν οι απαιτήσεις της βουλγαρικής αντιπροσωπείας, η οποία πρόβαλε απαράδεκτους όρους: «την Θεσσαλονίκη ή πόλεμο». Αμετάκλητη όμως υπήρξε και η απόφαση της Ελλάδος να κρατήσει πάση θυσία την Θεσσαλονίκη και τούτο συμβόλιζε και η μόνιμη εγκατάσταση του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονίκη, όπου όμως δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 1913 και στο θρόνο ανήλθε ο Κωνσταντίνος ΙΒ΄.

            Η διαμάχη Ελλήνων και Βουλγάρων και η δυσαρέσκεια των Σέρβων από τους Βουλγάρους οδήγησαν στην έκρηξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου την 16η Ιουνίου 1913. Έτσι, σταδιακά ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει με αλλεπάλληλες σκληρές μάχες το Κιλκίς, την Δοϊράνη, το Μπέλες, την Στρώμνιτσα, τα Κρέσνα, την Ξάνθη και την Κομοτηνή, ενώ ο ελληνικός στόλος αποβιβάζει αγήματα και καταλαμβάνει το Δεδέ-Αγάτς (Αλεξανδρούπολη), το Πόρτο Λάγος και τη Μάκρη της Δυτικής Θράκης.

            Ο πόλεμος λήγει μ τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/10 Αυγούστου 1913), η οποία επεφύλασσε για την Δυτική Θράκη άλλα επτά οδυνηρά έτη Βουλγαρικής κατοχής (1913-1919), οπότε την 14η Μαΐου 1920 οι Νομοί Ροδόπης και Έβρου ενσωματώνονται στον εθνικό κορμό της ελληνικής επικράτειας.           

            Το έπος των Βαλκανικών Πολέμων δημιούργησε την Μεγάλη Ελλάδα και απεδείχθη εμπράκτως ότι η ενότητα αρχόντων και αρχομένων, κλήρου και λαού, ελληνικού στρατού και ελληνικού στόλου κατά την κρίσιμη ώρα του αγώνος έδωσαν σάρκα και οστά στην «Μεγάλη Ιδέα» με την παλιγγενεσία της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των νήσων το Αιγαίου.

            Με ακλόνητη πίστη στο Θεό και στα ιδανικά της ελευθερίας και της φιλοπατρίας, κλήρος, λαός και στρατός εμάχοντο «με τα βλέμματα προσηλωμένα εις το σύμβολον του Σταυρού και με έμβλημα το: Εν τούτω Νίκα», καθώς έγραφε στο τηλεγράφημα που απηύθυνε προς τους συμμάχους βαλκανικούς λαούς ο Βασιλεύς Γεώργιος, ο οποίος στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό την 5η Οκτωβρίου 1912, έγραφε μεταξύ άλλων: «Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το κράτος…όπως διά των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν, ην ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων…επικαλούμεθα δε την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιοτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού» (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος).

            Επέτειος εκατονταετηρίδος (1912-2012) ελευθέρας Ηπείρου, Μακεδονίας και νήσων του Αιγαίου Πελάγους. Επέτειος Ηρώων και Μαρτύρων, επωνύμων και ανωνύμων πεσόντων υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ο τύμβος των ιερών αυτών οστέων «φυλάσσει της πατρίδος τα όρια και το τίμιον αίμα των αρδεύει της ελευθερίας ημών το δένδρον».

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα