ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΤΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ

Ιωάννη Σιδηρά

Θεολόγου-Νομικού

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ  ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. 

Ο Άγιος Ιωάννης  ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αποδεικνύεται  ιδιαίτερα επίκαιρος στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από  την έντονη πολιτική κρίση  στην πενόμενη Ελλάδα, καθώς  υπήρξε ο  πλέον  σκληρός επικριτής  των  ακροτήτων της  πολιτικής εξουσίας και  των  φορέων αυτής  που  διατιούσαν  contra στα  διδάγματα της Εκκλησίας και  σε  βάρος  του  πενόμενου  λαού.

Ο έλεγχός  του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημοσίου βίου, ο οποίος, όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο ιερός Χρυσόστομος ουδέποτε εχαρίστηκε στους άρχοντες του αιώνος τούτου και γι΄ αυτό το λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εν των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητα τους. Ουδέποτε ο Ιερός Πατήρ εδίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για το φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετωπίζει και τους πολιτικούς άνδρες της ανωτάτης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα , ακόμη και το ίδιο το παλάτι.

Έτσι, δεν  άργησε να συγκρουστεί ευθέως και  χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική της ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας  και  της σπατάλης που έκανε ενώ πεινούσε ο λαός.
Στυλίτευε την  μεγάλη και προκλητική  πολυτέλεια, τις ασυλόγιστες διασκεδάσεις  της  ανακτορικής  Αυλής, αλλά  και  του ευρύτερου  χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου  έβλεπε την επιδειξιομανία «…την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυραλοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν….» και όλες εκείνες  τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.

Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για  τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό  της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απιστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών. Και όμως, όταν ο Ευτρόπιος εξέπεσε του αξιώματος του και εζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην εκκλησία, ο Ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον», που έχουν καταγραφεί ως  μοναδικής ρητορικής δεινότητος κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας.

Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου  του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μία πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως.

Όμως  όπως είναι  γνωστό, όπου  υπάρχει  δράση  υπάρχει  και  αντίδραση. Έτσι, ο  ασυμβίβαστος και  ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των  οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και  το γεγονός ότι  δεν  θέλησε και  δεν  επεδίωξε ποτέ  την φιλία ή  την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου.

Τότε οι αντίπαλοι  του Χρυσοστόμου, όπως ήταν ο  λιθομανής και χρυσολάτρης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, η ματαιόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, πολλές από τις ματαιόδοξες κυρίες της ανακτορικής Αυλής, αλλά και πολλοί από τους επισκόπους που είχε καθαιρέσει ως αναξίους του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, έθεσαν ως ανίερο στόχο να τον αφανίσουν. Έτσι όλη αυτή η παρασυναγωγή και φατρία, στο πρόσωπο κάποιων ψευδοεπισκόπων  με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσαν αντικανονικά στην πόλη Δρυ, το έτος 403 μ.Χ. μία ψευτοσύνοδο, η οποία ονομάστηκε ληστρική σύνοδος, και κατεδίκασε άνευ λόγου και ερήμην τον Ιερό Χρυσόστομο.

Ο αγανακτισμένος από  την  άδικη  απόφαση  λαός, χιλιάδες λαού, έφθασαν  σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και  να κατακρεουργήσουν τους πάντες για  την  εξορία του  φιλάσθενου Ποιμενάρχου τους. Τότε  η  ηθική  και  φυσική  αυτουργός, η αυτοκράτειρα Ευδοξία εζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να επαναφέρει τον Χρυσόστομο στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Χρυσόστομος εισήρχετο στη Βασιλεύουσα ο λαός παραληρούσε από χαρά και εκείνος εύδακρυς βροντοφώναξε  «τι ποιήσω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν;  Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχεείν υπέρ της υμετέρας σωτηρίας, λαέ μου …»

Το  δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς για  πολύ λίγο. Αφορμή για  τη νέα  και  τελευταία  δοκιμασία  του Ιερού  Πατρός εδόθη  όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρίας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας) ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός και στο κέντρο της δημόσιας αγοράς. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…..»

Όλα αυτά ως σεισμός τάραξαν τα ανάκτορα και ο Ιερός Χρυσόστομος οδηγείται και πάλι στην εξορία, κατά το έτος 404 μ.Χ. Η βεβαρυμμένη όμως υγεία του, μετά από τρία έτη σκληράς εξορίας, δεν άντεξε και το 407 μ.χ. ο άτλας αυτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρέδωσε το πνεύμα του λέγοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή την φράση: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Το Οικουμενικό  Πατριαρχείο την 13 Νοεμβρίου  εκάστου  έτους  τιμά ιδιαιτέρως τον  Αρχιεπίσκοπο Κωσνταντινουπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Την ημέρα αυτή  στον Πατριαρχικό θρόνο δεν  ανεβαίνει ο Πατριάρχης, αλλά τοποθετείται η εικόνα του Ιερού Πατρός, ενώ ο Πατριάρχης ίσταται στο παραθρόνιο, έχοντας στο χέρι του μαύρη ράβδο.

Ιδιαίτερη υπήρξε η τιμή και ευλογία  για τον  Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, όταν κατά τον Νοέμβριο του 2004 και  εν όψει της θρονικής εορτής του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την παραμονή του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ιδρυτού της εκκλησίας της Κωσνταντινουπόλεως, μετέφερε στον πατριαρχικό ναό, μετά από επτά αιώνες τα λείψανα των Αγίων Αρχιεπισκόπων Κωσνταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, τα οποία είχαν κλαπεί από του Λατίνους Σταυροφόρους και εφυλάσσοντο στο Βατικανό. Τα Ιερά λείψανα επέστρεψαν μόνιμα στον φυσικό τους χώρο στον πατριαρχικό ναό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωσνταντινουπόλεως, της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Το έτος 2007 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αφιερώθηκε στην Ιερά μνήμη του Ιερού Χρυσοστόμου για τα τα 1600 έτη από της κοιμήσεώς του και διοργανώθηκε στην Κωσνταντινούπολη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο για το πρόσωπο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.