Επίκαιρες σκέψεις – Αναμνήσεις από τον Άγιο Παΐσιο

Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη

Αντιπνευματική η εποχή μας. Εποχή διαφθοράς, λατρείας της ύλης και αποστασίας από τον Θεό. Εποχή, όπου το κακό διαπράττεται ασύστολα και με καύχηση. Κυριαρχεί η ύβρις με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Η αλαζονική δηλαδή συμπεριφορά του ανθρώπου που οδηγεί σε υπέρβαση και αθέτηση του ηθικού και του θείου νόμου.

Αυτή η εποχή έχει το προνόμιο να αναδεικνύει Αγίους. Βρίσκει δηλαδή και στις μέρες μας εφαρμογή ο θεόπνευστος λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5,20). Απόδειξη ότι δεν μας εγκατέλειψε η χάρη του Θεού είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι εγνωσμένης αρετής και αγιότητος ,που σαν ευωδιαστά λουλούδια ξεπροβάλλουν μέσα από την κοινωνική σαπίλα και διαφθορά.

Ένας από τους συγχρόνους Αγίους είναι και ο Αγιορείτης Όσιος Παΐσιος (1924-1994), του οποίου η μνήμη τιμάται πανδήμως στις 12 Ιουλίου κάθε χρόνο.

Τιμάται από αναρίθμητα πλήθη που τον γνώρισαν εκ τους σύνεγγυς όταν ήταν στη ζωή και θαύμασαν το υπέροχο πνευματικό μεγαλείο της χαριτωμένης προσωπικότητάς του. Χιλιάδες προσκυνητές κατακλύζουν κάθε τόσο το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, όπου ο τάφος του. Ιδίως δε την ημέρα της κοιμήσεώς του (12 Ιουλίου). Παρατηρείται το αδιαχώρητο στο ναό, στον τάφο του Αγίου και σ’ όλη την περιοχή του μοναστηριού κατά την πανηγυρική αγρυπνία της 11ης προς την 12ην Ιουλίου.

Πολλές οι θαυματουργίες του Αγίου. Και εν ζωή και μετά την μακάρια του κοίμηση. Πάμπολλες οι συγγραφές με θέμα την θεοχαρίτωτη ζωή και τη διδασκαλία του. Και ναοί ανεγείρονται κάθε τόσο προς τον Θεό που φέρουν το όνομα του.

Όλοι όσοι γνώρισαν τον Άγιο έχουν να διηγούνται γι’ αυτόν με θαυμασμό πολλά. Και αυτός ακόμη o ιατρός του κ. Γεώργιος Μπλάντζας.

Όλοι βεβαιώνουν ότι υπήρξε ένας υπέροχος και ασύγκριτος άνθρωπος. Μια σπάνια μορφή στολισμένη με ιδιαίτερα χαρίσματα. Μορφή που απέπνεε ευωδία Χριστού.

Ήταν αληθινά άνθρωπος του Θεού. Έφερε επάνω του τη σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Το διαπίστωνες εξαρχής. Από την πρώτη ματιά. Η θέα του σε γαλήνευε. Σε ανάπαυε ψυχοσωματικά. Ηρεμούσες κοντά του. Στο πρόσωπο του είχε εφαρμογή ο πατερικός λόγος «αρκεί μοι η θέα του προσώπου σου, πάτερ». Λαχταρούσες να τον επισκεφθείς στο ταπεινό ενδιαίτημά του. Στο πεπαλαιωμένο κελάκι της Παναγούδας της Ιερά Μονής Κουτλουμουσίου.

Ποθούσες να ακούσεις τον μεστό θείας σοφίας χαριτωμένο λόγο του στον αύλειο χώρο του κελιού του με τους κορμούς των δέντρων που χρησίμευαν για πολυθρόνες των ακροατών. Ενώ ο ίδιος καθόταν οκλαδόν. Δεν τον εμπόδιζε καθόλου το λιπόσαρκο από την άσκηση αγιασμένο σώμα του.

Πλήθη προσκυνητών σαν πολύβουο μελίσσι επισκέπτονταν καθημερινώς το ταπεινό ενδιαίτημά του. Ενώ τα γύρω κελιά ήταν ήσυχα. Συνέβαινε πολλές φορές, ενώ πηγαίναμε να τον επισκεφθούμε, άλλοι επέστρεφαν. Και φθάνοντας εκεί, βρίσκαμε άλλους. Σύνηθες φαινόμενο. Ιδίως τους θερινούς μήνες. Ησύχαζε από επισκέπτες όταν είχε φουρτούνα η θάλασσα και εξέδιδε απαγορευτικό το Λιμεναρχείο. Για αυτό χαριτολογώντας ο Άγιος έλεγε πως όταν η θάλασσα είχε φουρτούνα, εκείνος είχε μπουνάτσα. Και αντιστρόφως.

Τον επισκέπτονταν απλοί και πιστοί άνθρωποι. Αλλά και φοιτητές και επιστήμονες. Ευσεβείς, αλλά και ταλαντευόμενοι στην πίστη και άθεοι. Υγιείς και ασθενείς ψυχικά και σωματικά, που ήθελαν να θεραπευτούν. Ημεδαποί και αλλοδαποί. Ορθόδοξοι και αλλόδοξοι. Πολλοί πήγαιναν από περιέργεια για την ορθόδοξη ασκητική ζωή και Θεολογία. Τη μυστική Θεολογία, την οποία από άγνοια ταύτιζαν με τα ανατολικά θρησκεύματα και τη γιόγκα. Και ζητούσαν να μυηθούν στην καρδιακή προσευχή. Τον ερωτούσαν με ποια στάση του σώ-ματος και με ποιον τρόπο εισπνοής και εκπνοής θα κατόρθωναν να λέει η καρδία τους τη μονολόγιστη ευχή του Ιησού: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Κι’ ο Άγιος παρατηρούσε με νόημα πως στόχος μας δεν είναι να γίνουμε πρωταθλητές του σώματος.

Δεχόταν τον κάθε επισκέπτη του. Μόνο όταν λόγω αδήριτης ανάγκης (ασθένειας κ. α.) αδυνατούσε να δεχθεί, έθετε στην είσοδο της περιοχής του κελιού του σχετική ανακοίνωση που έγραφε: «Θα σας βοηθήσω περισσότερο με την προσευχή, παρά με την πολυλογία μου». Και στο δάπεδο κάτω είχε ένα γυάλινο βάζο που έφερε μέσα χαρτί και μολύβι, για να γράψουν οι προσκυνητές ό, τι τους απασχολούσε. Σε τι ήθελαν να τους βοηθήσει.

Είχε θαυμαστή απλότητα ο Γέροντας κι’ όχι τυποποιημένη και προσποιητή συμπεριφορά. Ήταν πολύ άνετος και ανθρώπινος. Με χαριτωμένο καρδιακό λόγο, εύστοχες απαντήσεις και παραδείγματα κατάλληλα για κάθε θέμα. Είχε και ζηλευτό χιούμορ, που έκανε ευχάριστη τη συζήτηση μαζί του.

Γενικά είχε μια ζηλευτή αρχοντιά πάνω του. Στη συμπεριφορά. Στο λόγο. Στην όλη του εμφάνιση. Σαγηνευτική η ψαλμωδία του. Έμοιαζε αγγελική. Κι ο ίδιος με την ολόκαρδη και ολοκληρωτική συμμετοχή του έδειχνε αηδόνι του Θεού που έψαλε την ωδή του στον Αγαπητό. Σ ‘Εκείνον που γνώρισε ως έρωτα εσταυρωμένο. Είναι τόσο έντονα αποτυπωμένη μέσα μου η ηδύμολπη εκ μέρους του απόδοση του κοινωνικού «Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος Αλληλούια», που ανακαλείται κάθε τόσο ευχάριστα και νοσταλγικά.

Έζησε ως πένης του Χριστού. Ως φτωχούλης του Θεού. « Ως μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων». Και «ως πτωχός, πολλούς δε πλουτίζων» κατά τον Απόστολο Παύλο. Σε κάποια από τις συναντήσεις μας ανέφερε πως εκείνη τη χρονιά είχε ξοδέψει για τη συντήρηση του μόνο χίλιες διακόσιες (1.200) δραχμές! (Ήταν σε ισχύ τότε ακόμη το εθνικό μας νόμισμα, η δραχμή).

Σκόρπιζε απλόχερα ο Όσιος ό,τι του πρόσφεραν. Ενδύματα, τρόφιμα κ. α. Είχα την ευτυχία να ταξιδέψω μαζί του μια χρονιά από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας με πλοίο ως το μοναστήρι των Ιβήρων. Και απ’ εκεί συνοδοιπορήσαμε για τη Σκήτη των Ιβήρων, όπου έμενε τότε σε κάτι παλιά κελιά με άλλους συμμοναστές, μεταξύ των οποίων και φίλος μου. Μου είχαν δώσει από το μοναστήρι της Μεγίστης Λύρας ένα μεγάλο κομμάτι τυρί φέτα για τον Γέροντα. Φθάνοντας στο κελί, τού το πρόσφερα. Αλλά δεν το δέχθηκε. Μου συνέστησε να το προσφέρω στον φίλο μου, γιατί εκείνος ως νέος το είχε περισσότερο ανάγκη.

Ήταν όντως άνθρωπος του Θεού. Είχε μεταξύ άλλων χαρισμάτων και το προορατικό. Σε μία από τις επισκέψεις μας όταν έμενε σε κελί της περιοχής του Σταυρονικήτα, όπου τον είχε αφήσει ο ονομαστός Γέροντάς του Τυχών ιερομόναχος, Ρώσος την καταγωγή- μόλις σηκωθήκαμε να φύγουμε, ζήτησε αν κάποιος τον θέλει ιδιαιτέρως. Και πράγματι ένας τον ήθελε. Απομακρύνθηκαν οι δύο τους «ωσεί λίθου βολήν» και πίσω από ένα φουντωτό δενδρολίβανο συζήτησαν μόνοι τους για λίγο.

Κανένας μας δεν γνώριζε το περιεχόμενο της συζήτησης τους. Και δεν μας ενδιέφερε, άλλωστε. Όμως, όταν απομακρυνθήκαμε από το κελί του Γέροντα, ο φίλος συμπολίτης μου εκμυστηρεύθηκε την αγωνία του. Αν δηλαδή θα εκπληρωθεί η πρόβλεψη του Γέροντα ότι πρόσωπο της οικογένειάς του που αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας, θα γίνει καλά σ’ ένα μήνα. Και πράγματι έτσι συνέβη. Σ’ ένα μήνα ήταν υγιέστατο.

Αλλά τι πρώτο και τι δεύτερο ν’ αναφέρει κανείς. Είναι τόσα τα θαυμαστά που ζήσαμε με τον Όσιο Παΐσιο, που, αν τα γράφαμε θα μάκραινε πολύ ο λόγος. Και θα υπερέβαινε κατά πολύ τα στενά πλαίσια ενός σύντομου σημειώματος. Συμπερασματικά τονίζουμε ότι ο Άγιος Παΐσιος δόξασε με την οσία βιοτή του τον Θεό, γι’ αυτό και ο Θεός τον δόξασε.

Ευχόμαστε οι θεοπειθείς ευχές του να μας προστατεύουν όλους και την δεινώς δοκιμαζόμενη πατρίδα μας.