Διδάσκαλος

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Τυρνάβου

κ. Ἰγνατίου

Γνωρίσαμε εἶναι ἀλήθεια καλοὺς ἀνθρώπους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἀληθινὰ στηρίγματα τῆς Κοινωνίας. Χριστιανοὺς γνήσιους, οἰκογενειάρχες συνεπεῖς στὸ χρέος τους, ἐργατικοὺς ἀνθρώπους, δικαίους. Σίγουρα ὅταν θὰ μᾶς ἀποκαλυφθοῦν ὅλα, τότε θὰ τοὺς δοῦμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἀνάμεσα στοὺς Δικαίους καὶ θὰ ἐκπλαγοῦμε. Θὰ λάμπουν ὡς φωστῆρες ἐν οὐρανῷ. Γνώρισα πολλοὺς τέτοιους ἀνθρώπους σὰν μεγάλος ἄνθρωπος ποὺ εἶμαι στὴν ἡλικία. Βέβαια εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔζησαν σ’ ἕνα πιὸ ὑγιὲς πνευματικὰ περιβάλλον κι εἶχαν συγχρόνους τους ἁγίους ἀνθρώπους, δόκιμους γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦν. Προσπαθῶ πολλὲς φορὲς μὲ τὸ μυαλό μου νὰ φαντασθῶ πῶς ἦταν ἡ ζωὴ τῶν πρὶν ἀπὸ μᾶς ἀνθρώπων καὶ ἐκπλήσσομαι. Θαυμάζω καὶ ἀπορῶ. Κι ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο περιβάλλον ποὺ ζῶ, μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀναλογίζομαι πόσο ὡραῖα θά ᾿ταν τὸν παλαιὸ καλὸ καιρὸ ἐδῶ. Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴν ἦταν;

ΔιδάσκαλοςΜόνο τὴν παιδεία ποὺ ἔπαιρναν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀναλογισθῆ κανεὶς φθάνει. Ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ τώρα εἶναι μικρὰ χωριὰ μὲ λίγους κατοίκους τότε ἦταν ἑστίες γραμμάτων καὶ σοφίας, σκεφθεῖτε. Σκεφθεῖτε ὅτι ὁ  Τύρναβος εἶχε Σχολὴ τοῦ Γένους μεγάλη καὶ θαυμαστὴ ποὺ δίδαξαν μεγάλοι διδάσκαλοι. Διδάσκαλοι ἐγκρατεῖς τῆς Ἐπιστήμης τους καὶ πιστοὶ χριστιανοί, καὶ θερμοὶ πατριῶτες. Τὰ Ἀμπελάκια, ἡ Τσαριτσάνη, καὶ ἡ Ραψάνη εἶχαν περίφημα «Ἑλληνομουσεῖα». Διδασκαλεῖα δηλαδὴ ποὺ ἔβγαλαν κορυφαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους. Διδασκάλους Κληρικούς. Διδασκάλους μ’ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως. Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Κωνσταντῖνος Κούμας, ὁ Πέζαρος, οἱ Τουρνοβῖτες, ὁ Φαρμακίδης, ὁ Δημητριάδης, ὁ Τζάρτζανος καὶ τόσοι, τόσοι ἄλλοι. Γνωστοί, πασίγνωστοι, ποὺ διέπρεψαν κι ἄφησαν συγγράμματα καὶ θαυμάστηκαν σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Πῶς νὰ μὴν ἔβγαιναν ἀπὸ κεῖ φωτισμένοι ἄνθρωποι; Κι ὅσο τοὺς δυσκόλευε ἡ στέρηση, τόσο ἀγωνίζονταν νὰ ξεφύγουν ἀπ’ αὐτήν. Κι ἦταν τὸ διάβασμα, ἡ μελέτη, ἡ ἐπιμέλεια, ἡ καλὴ διαγωγὴ ἡ ἐπιδίωξή τους γιατὶ αὐτὴ θὰ τοὺς ἔβγαζε ἀπ’ τὴ μιζέρια.

Ἀλλὰ ὄχι μόνον ἀπ’ τὴ μιζέρια τοὺς ἔβγαλε, ἀλλὰ τοὺς ἀνέδειξε. Ἔγινε τ’ ὄνομά τους γνωστό. Ἔγιναν περιζήτητοι. Τοὺς ζητοῦσαν νὰ διδάξουν μεγάλα Σχολεῖα τῆς Ἑσπερίας. Πῆγαν στὴ Σμύρνη, στὴ Χάλκη, στὴν Ὀδησσό, στὴν Εὐρώπη. Δόξασαν τὴν πατρίδα. Κι ὅταν χρειάσθηκε, τὴν ὑπερασπίστηκαν. Διαβάζω σὲ παλιὰ συμφωνητικὰ στὸν κώδικα τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης, πόσα χρήματα ἔδινε ἡ Δημογεροντία ἑνὸς χωριοῦ καὶ πόσα ἡ ἐνορία, γιὰ νὰ πληρώσουν τὸν Δάσκαλο γιὰ νὰ μάθη τὰ παιδιά τους γράμματα. Συμφωνοῦσαν νὰ πάρουν Δάσκαλο τὸν σπουδασμένο γυιό τῆς Γιώργαινας καὶ νὰ τοῦ δώσουν τόσα γρόσια στὴν ἀρχὴ καὶ τόσα στὴν ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τόσο στάρι ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἦταν ἡ παραγωγή τους. Καὶ στοὺς ἀναδασμοὺς ἄφηναν κλῆρο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὸ Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ. Τέτοια πρόνοια γιὰ τὴν Πίστι. Τέτοιο σεβασμὸ στὰ γράμματα, στὴν Παιδεία. Καί ποιοί τό ᾿καναν αὐτό; Οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ μόχθου. Οἱ ὀρεσίβιοι κτηνοτρόφοι  ἢ οἱ γεωργοί, οἱ ἀγρότες τοῦ κάμπου.

Τί προγόνους εἴχαμε, Χριστέ μου; Καὶ τί ἐμεῖς κάνουμε; Τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ παρακαλᾶμε εἶναι νὰ μὴ μᾶς τὸ μετρήση ὁ Θεός. Νὰ μὴ μᾶς τιμωρήση γιὰ τὴ σημερινὴ ὀλιγωρία μας σ’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο καὶ πρὸ πάντων νὰ μᾶς τὸ καταλογίση σὰν ἔγκλημα παραλείψεως. Δραπέτες ἀπὸ τὸ χρέος καὶ τὸ καθῆκον μας, ποῦ θὰ βροῦμε ἔλεος; Τὰ παιδιὰ τὴ μέρα σχολεῖο, διάβασμα, γράμματα, καὶ στὸ σπίτι δουλειές. Καὶ οἱ συμβουλὲς βροχή. Οἱ συμβουλὲς μαργαρίτες πολύτιμοι. Βροχὴ χρυσὴ ποὺ πότιζε σιγὰ – σιγὰ τὴν γόνιμη γῆ τῶν μυαλῶν τῶν Ἑλληνοπαίδων. Ἤξεραν στὴν ἐποχή μας οἱ μεγαλύτεροί μας αὐτοὶ ποὺ εἶχαν βγάλει τὸ Δημοτικὸ περισσότερα ἀπὸ μᾶς ποὺ βρισκόμαστε στὴ μέση τοῦ Γυμνασίου. Ἤξεραν Ἑλληνικά. Τὴ γλῶσσα μας τὴν ἁγία. Κι ὅταν ἀκόμη μιλοῦσαν μὲ τὸ ἰδίωμα τοῦ τόπου τους, ἔγραφαν τὴν πλούσια λογία γλῶσσα ποὺ διδάχθηκαν.

Θυμᾶμαι μερικοὺς τέτοιους ἀνθρώπους στὸν τόπο μου. Ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Δασκάλους ποὺ πρόλαβα, ποὺ εἶχαν βγάλει Ἀκαδημία καὶ Ἱερατικὲς Σχολές, κι εἶχαν ὑψηλὴ κατάρτισι, θυμᾶμαι ἀνθρώπους μὲ λιγότερες γνώσεις, ποὺ ὅμως ἤξεραν νὰ μιλοῦν, νὰ γράφουν, νὰ συμπεριφέρονται, νὰ τιμοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνθρώπους τιμίους ποὺ ἡ παρουσία τους γέμιζε τὸν τόπο, ποὺ προσέδιδαν κῦρος στὸ περιβάλλον τους, ποὺ μπροστά τους ντρεπόταν ὁ ψεύτης νὰ ψευσθῆ, κι ὁ φαιδρὸς νὰ πεῖ εὐτράπελα. Σοβαροί, συνετοί, στυλοβάτες τῆς οἰκογενείας, τῆς Ἐνορίας, τῆς Κοινωνίας. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔπρατταν «ἄλλα ἐν κρυπτῷ κι ἄλλα ἐν τῷ φανερῷ». Ἄνθρωποι ποὺ ἔλεγαν «τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὐ οὐ». Ἄνθρωποι ποὺ ὁ λόγος τους εἶχε βαρύτητα. Ποὺ κρατοῦσαν τὸν λόγο τους. Ποὺ ὁ λόγος τους ἦταν ἰσχυρότερος ἀπὸ συμβόλαια. Μπροστά τους θρυμματίζονταν οἱ ἐλεεινοί, οἱ γλοιώδεις, οἱ ἀναιδεῖς, οἱ ἀπατεῶνες καὶ δὲν τοὺς ἀντιπαρέβαλες μαζί τους ποτέ. Μὲ ποιά μοῦτρα νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ φῶς ὁ ἄνθρωπος τοῦ σκότους; Πάρτο, Καπετάνιε, ἔλεγε στὸ θεῖο μου ἕνας σοβαρὸς ἔμπορος, καὶ μοῦ τὰ δίνης τὰ χρήματα ὅποτε μπορέσης. Τὄχω ἀνάγκη, βλάμη μου, εἶπε, ἀλλὰ ὅταν θάχω τὰ λεφτὰ θὰ τὸ πάρω. Πάρτο, ἐπέμενε αὐτός, ξέροντας ὅτι δὲν θὰ ἔχανε τὰ λεφτά του. Πάρτο, Καπετάνιε μου, θὰ χάσης τὴν εὐκαιρία. Καλύτερα νὰ χάσω ἐγὼ τὴν εὐκαιρία παρὰ ἐσὺ τὰ λεφτά σου. Καὶ κάποτε ὅταν ὁ ἀδελφούλης μου, νεαρὸς τότε, εἶχε ζηλέψει ἕνα κουστούμι, καὶ πῆγε στὸν ἔμπορο νὰ τὸ πάρη μὲ δόσεις κρατώντας μιὰ μικρὴ προκαταβολὴ ἀπὸ οἰκονομίες ἀπὸ τὴν ἐργασία του, ὁ ἔμπορος τοῦ εἶχε πεῖ: Φέρε τὴν Μητέρα σου νὰ ἐγγυηθεῖ καὶ πάρτο. Δὲν χρειάζεται νὰ ὑπογράψη. Ἀρκεῖ νἄρθη νὰ μοῦ πεῖ ὅτι συμφωνεῖ. Ἤξερα ὅτι ὅταν ἡ μητέρα μας θἄλεγε τὸ ναί, αὐτὸς τὰ λεφτά του δὲν θὰ τὰ ἔχανε.

Τέτοιοι ἄνθρωποι ἔζησαν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, καὶ τὸν ἁγίασαν. Εἴθε νὰ μᾶς ἐνισχύη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ βαδίζουμε στὰ ἴχνη τους.