ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ «ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ», ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΟ 1860.

Δημητρίου Γ. Μεταλληνού,

μέλους ΕΕΔΙΠ τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου,

ὑποψηφίου Διδάκτορα Τμήματος Ἱστορίας

 

pontikonissiὉ Μητροπολίτης Κερκύρας Ἀθανάσιος Πολίτης ἀποτελεῖ, ἀναμφισβήτητα, μία σπουδαία προσωπικότητα ὡς πρωταγωνιστὴς τῆς ΄Ἐνωσης τῶν Ἰονίων Νήσων μὲ τὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὴ ἡ ἐθνικὴ καὶ πατριωτικὴ του δράση ἔχει διερευνηθεῖ διεξοδικά. ΄Ἀγνωστη, κυρίως, παραμένει ἡ ἐκκλησιαστικὴ-θεολογικὴ πτυχὴ τῆς προσωπικότητάς του, χάριν τῆς ὁποίας ἐκλέγεται κανεὶς Ἐπίσκοπος στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ τὴν ἄγνωστη, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, πλευρὰ τῆς προσωπικότητας τοῦ Μητροπολίτη Ἀθανασίου, θὰ προσπαθήσουμε να ἀνιχνεύσουμε μὲ τὴν παροῦσα ἐργασία μας.

Βρισκόμαστε στά τέλη τῆς ἕκτης δεκαετίας τοῦ 19ου αἰῶνα, σὲ μία Κέρκυρα, ὅπου ἐπικρατεῖ ἔνας γενικότερος πολιτικὸς ἀναβρασμός, ἀφοῦ οἷ Βουλευτὲς τῆς ΙΑ΄ Βουλῆς τῶν «Ἠνωμένων Κρατῶν τῶν Ἰονίων Νήσων», ἀπέστειλαν στίς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 1859, στήν Προστάτιδά τους Βασίλισσα τῆς Βρετανίας Βικτωρία, τὴν «Διακηρύξη περὶ τῆς Ἑνώσεως» μὲ τὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγκασε τὸν Ἁρμοστῆ Storks, «δυνάμει τοῦ ἄρθρου 19, τοῦ Α΄ Κεφαλαίου τοῦ Συντάγματος να ἀναβάλη ἐκ νέου τὴν ἐνεστῶσαν Συνέλευσιν τοῦ ΙΑ΄ Κοινοβουλίου, ἀπὸ τῆς 10ης Σεπτεμβρίου ἄχρι τῆς 10ης Δεκεμβρίου 1859», ἐνῶ στίς 29 Φεβρουαρίου 1860, θὰ ἀναστείλει καὶ πάλι τις ἐργασίες τῆς δευτέρας συνόδου τοῦ Κοινοβουλίου, ἐπειδὴ «ἡ ὑπὸ τοῦ Συνταγματικοὺ Χάρτου ὁριζομένη προθεσμία διὰ τὴν Σύνοδον τοῦ Κοινοβουλίου ἐξέπνευσεν». ΄Ἄδεια ἐπαναλειτουργίας τῆς Βουλῆς θὰ δοθεῖ ἀπὸ τὸν Storks ἕνα χρόνο περίπου ἀργότερα, τὴν 1η Μαρτίου 1861, ὅπως ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὸ ἐπισημο κυβερνητικὸ ἔντυπο τῆς Βρετανικὴς «Προστασίας» Gazetta Ionia.

Στην περιρρέουσα αὐτὴ ἀτμόσφαιρα ἀναπτύσσεται στήν Κέρκυρα, τὸ ἔτος 1860, ἔνας ἐπίσημος διάλογος μεταξὺ τῶν θεσμικὼν ἐκπροσώπων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, δηλαδὴ τοῦ Μητροπολίτη Κερκύρας καὶ Ἐξάρχου τῆς Συνόδου τῆς Ἰονίου Ἐκκλησίας Ἀθανασίου Πολίτη καὶ τοῦ Ἐπάρχου (κατοπινοὺ Νομάρχου) Κερκύρας Ἠλία Βασιλάκη καταρχὰς καὶ τῆς Γερουσίας ἐν τέλει.

Θέμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἡ ὑποχρεωτικὴ μόρφωση τοῦ κλήρου, ἰδιαίτερα τῆς ἐξοχῆς, ποὺ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἤταν ἀμόρφωτος καὶ κατ’ ἐπέκταση τὰ κριτήρια χειροτονίας τῶν κληρικὼν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἤδη ἡ ΙΑ΄ Σύνοδος τῆς Βουλῆς, κατὰ τὴν Πρώτη Σύνοδό της (15//27 Ἰουλίου 1857) εἶχε ψηφίσει τὸν «Νόμο περὶ Παιδείας», (δημοσιεύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 1857), τὸν τελευταῖο Νόμο τοῦ

Ἰονίου Κράτους, ὁ ὁποῖος καθόριζε τὴν ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ στα Ἰόνια Νησιά, ἀλλὰ καὶ τὴν λειτουργία τοῦ ἐκπαιδευτικοὺ συστήματος σ’ αὐτά.

Στόν διάλογο ποὺ θὰ μας ἀπασχολήσει ἔδω, κεντρικὴ θέση ἐπέχει τὸ 23ο ἄρθρο τοῦ ἓν λόγω Νόμου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο καθορίζονται τὰ ἑξῆς:

«Εἰς τὸ Ἱεροσπουδαστήριον γίνεται ἡ ἀνωτέρα ἐκπαίδευσις διὰ τοὺς ἐπιθυμοῦντας να λάβωσι δίπλωμα Θεολογίας. Διὰ δὲ τοὺς μέλλοντας ἁπλῶς ἱερωθῆναι, εἲναι ὑποχρεωτικὴ ἡ θεολογικὴ σπουδὴ εἰς τὰ Λύκεια καὶ ἄνευ τῆς ὁποίας μετὰ τριετίαν ἀπὸ τὴν δημοσίευσιν τοῦ παρόντος νόμου, δέν δύναται νά χειροτονηθῆ τὶς ἱερεύς». Ἡ τριετία, ποὺ προβλεπόταν ὡς μεταβατικὴ περίοδος, συμπληρωνόταν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1860.

Ἀρχὴ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας – Πολιτείας ἀπετέλεσε τὸ διαβιβαστικὸ σημείωμα τοῦ Μητροπολίτη Κερκύρας Ἀθανασίου, πρὸς τὸν ΄Ἐπαρχο Ἠλία Βασιλάκη, μὲ τὸ ὁποῖο ζητοῦσε τὴν ἄδεια χειροτονίας τοῦ λαϊκοῦ Φωτίου Φωτανού, μία, κατὰ τὰ ἄλλα, συνηθισμένη καὶ τυπικὴ διαδικασία.

Ὁ ΄Ἔπαρχος ἀπαντᾶ στὸν Μητροπολίτη, μὲ τὸ ἀπὸ 3 Νοεμβρίου 1860 ἔγγραφό του (23 Ὀκτωβρίου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο), ἐπισημαίνοντάς του τὰ ἀκόλουθα:

Ὑπενθυμίζει καταρχὰς στὸν Μητροπολίτη τὴν συμπλήρωση τῆς ἓν λόγω μεταβατικῆς τριετίας, ποὺ προέβλεπε ὁ νόμος, ἀναφέροντάς του τίς διατάξεις του, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες «οἷ βουλόμενοι ἁπλῶς ἱερωθῆναι ὀφείλουσι να σπουδάσωσιν τὴν σειρὰν τῶν θεολογικῶν μαθημάτων, ὑποχρεωτικὴν οὖσαν καὶ ἄνευ τῆς ὁποίας οὐδεὶς δύναται τοῦ λοιποῦ να ἱερωθεῖ».

Κατόπιν τοῦ συνιστὰ νά ἀναλάβει «τὰ κατάλληλα μέτρα ἵνα τοῦ λοιποῦ οἷ τὸ ἱερὸν τῆς ἱεροσύνης στάδιον ἐπισπεύδοντας ἔχουσι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα, ὡς ὁ νόμος κελεύει» καὶ τοῦ καταθέτει τέλος τὴν ἄποψή του, ὅτι σὲ μία ἐποχὴ «φώτων καὶ ἐξευγενισμοὺ» ὀφείλει ὁ Ἱερὸς Κλῆρος νά μὴν ὑστερεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸν «κατὰ μέγα μέρος ἐξαρτᾶται ἡ ἠθικὴ μόρφωσις τῆς κοινωνίας καὶ ἡ πρὸς τὰ θεῖα ἀφοσίωσις».

Δύο μόλις ἡμέρες ἀργότερα, στις 25 Ὀκτωβρίου 1860 (5 Νοεμβρίου μὲ τὸ πολιτικὸ ἡμερολόγιο), ὁ Μητροπολίτης ἀπαντᾶ στην ἐπιστολὴ τοῦ Ἐπάρχου μὲ ἕνα μακροσκελὲς γράμμα, στό ὁποῖο παρουσιάζει καὶ ἄλλες πτυχὲς τοῦ ζητήματος τῆς χειροτονίας τῶν κληρικών. Κύρια σημεῖα τῆς ἀπάντησης τοῦ Μητροπολίτη εἲναι τὰ ἑξῆς:

Διαπιστώνει καταρχήν, ὅτι «ὁ Ἱερὸς κλῆρος τῆς ἐξοχῆς διατελεῖ ἐν ἄκρα ἀμαθία καὶ ἀπαιδευσία». Ἀρνεῖται ὅμως τὴν εἷς βάρος του κατηγορία, ὅτι δηλαδὴ «πταίει ἡ Ἐκκλησία, ἥτις χειροτονεῖ τοιούτους Ἱερεῖς», μεταθέτοντας καὶ μεταφέροντας οὐσιαστικὰ τὴν εὐθύνη στην Κυβέρνηση (Πολιτεία), ἡ ὁποία «παρημέλισε καὶ ὅλως ὑπτίασε πρὸς τὴν ἐκπαίδευσιν τῆς ἐξοχῆς, καταργήσασα καὶ αὐτὰ τὰ ἐπὶ Σείτωνος τοσούτω λυσιτελῶς καθιδρυθέντα κεντρικὰ σχολεῖα».

Ὑπενθυμίζει, ὅτι ὁ ἴδιος ἀνήκει στούς μορφωμένους κληρικούς, «τὸ πλεῖστον τοῦ βίου διανύσας πρῶτον μὲν σπουδάζων καὶ διδασκόμενος, εἶτα δὲ διδάσκων ἰδία καὶ δημοσία καὶ ὡς ἐκ τούτου οἷός τε ὢν καὶ τιμᾶν καὶ ἐκτιμᾶν τὴν παιδείαν». Γιά τὸν λόγο αὐτὸ διακηρύττει τὴν ἀνάγκη τῆς μορφώσεως τῶν κληρικὼν μὲ σκοπὸ τὴν «θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ μόρφωση καὶ διάπλαση τοῦ λαοῦ».

Καταδικάζει, τέλος, τὴν ὑποχρεωτικὴ μόρφωση τοῦ κλήρου, ποὺ οὐσιαστικὰ καθιερώνει ὁ «Νόμος περὶ Παιδείας», τὸν ὁποῖο χαρακτηρίζει ὡς ἠμίμετρο καὶ προειδοποιεῖ για τὰ «ὀλέθρια καὶ ἀπαίσια ἀποτελέσματα», ποὺ αὐτὸς θὰ ἐπιφέρει. Τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα καταθέτει πρὸς ὑποστήριξη τῆς θέσης του αὐτῆς, εἲναι συνοπτικὰ τὰ ἀκόλουθα:

1. Στήν ἐξοχὴ (ὑπαιθρο) τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ φτωχοὺς ἀγρότες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους κάποιοι καλοῦνται να χειροτονηθοὺν κληρικοί, γιά νά διακονήσουν τὰ χωριά καὶ τοὺς φτωχοὺς κατοίκους τους. Αὐτοὶ οἷ πτωχοὶ ἀγρότες καὶ ὑποψήφιοι κληρικοὶ δέν ἔχουν τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα νά ἐγκαταλείψουν τίς ἀγροτικές, οὐσιαστικὰ βιοποριστικές ἀσχολίες τους καὶ νά μεταβοῦν γιά τρία ἢ τέσσερα χρόνια στήν Πόλη τῆς Κέρκυρας, γιά θεολογικὲς σπουδές.

2. Ἡ ὑποχρεωτικὴ μόρφωση θὰ ἀποτρέψει τοὺς περισσοτέρους ὑποψηφίους τῆς ὑπαίθρου ἀπὸ τὸ να ζητήσουν ἄδεια χειροτονίας, γεγονός που θὰ ὁδηγήσει στήν παντελῆ ἔλλειψη κληρικὼν στήν ἐξοχή, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, θὰ ἔχουν πεθάνει καὶ οἷ τελευταῖοι ἐναπομείναντες κληρικοὶ τῶν χωρίων. Ὡς ἐκ τούτου τὰ βρέφη θὰ πεθαίνουν ἀβάπτιστα, οἷ ὑπόλοιποι Χριστιανοὶ «ἄνευ ἐξομολογήσεως καὶ μεταλήψεως τῶν ἀχράντων μυστηρίων» θὰ θάβονται κυριολεκτικὰ χωρὶς παπά, ἐνῶ οἷ νεώτεροι θὰ συζοῦν, ἀφοῦ δεν θὰ ὑπάρχει ἱερέας να τοὺς ἀρραβωνιάσει καὶ νὰ τοὺς παντρέψει. Τελικὰ μὲ τὴν ἔλλειψη κληρικὼν θὰ ὁδηγηθοὺν οἷ τοπικὲς ἀγροτικὲς κοινωνίες στήν ἐκλυση τῶν ἠθῶν καὶ στήν ἠθικὴ κατάπτωση.

3. Ὑπενθυμίζει στό σημεῖο αὐτό, τὴν πρακτικὴ τῶν προηγουμένων κυβερνήσεων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δεν ἀπετολμήθη ἡ καθιέρωση τῆς ὑποχρεωτικῆς μόρφωσης τοῦ κλήρου, ἀφοῦ ἦσαν γνωστὲς οἷ ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις τοῦ ζητήματος αὐτοῦ.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ προτείνει τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ὑποχρεωτικῆς μόρφωσης τοῦ κλήρου, ἐφόσον ὑλοποιηθοὺν δύο ἀναγκαῖες προϋποθέσεις:

α. νά χορηγηθοῦν στούς χωρικοὺς «τὰ ἀναγκαῖα μέσα πρὸς ἐπίκτησιν τῆς ἀπαιτουμένης παιδείας», δηλαδὴ νά ἑξασφαλισθοῦν τὰ ἀπαραίτητα οἰκονομικὰ καὶ ὑλικὰ μέσα γιά τοὺς φτωχοὺς ὑποψηφίους κληρικοὺς τῆς ἐξοχῆς καὶ

β. νά ἰδρυθοῦν καὶ νά λειτουργήσουν σὲ κάθε τμῆμα τῆς ἐξοχῆς ἱερατικὲς σχολές, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν καὶ στὸ Ἑλλαδικὸ κράτος κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, μὲ τὴν ἐπιλογὴ δύο τουλάχιστον διδασκάλων, οἷ

ὁποῖοι ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπιστημονικὲς τους γνώσεις νά διακρίνονται καὶ γιά τὴν «χρηστότητα τοῦ βίου» τους.

Ἡ μακροσκελὴς αὐτὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου τελειώνει μὲ τὴν προειδοποίηση, ὅτι ἐὰν δέν δημιουργηθοῦν ἱερατικὲς σχολὲς στήν ἐξοχή, οὕτως ὥστε νά ὑλοποιηθεῖ ἡ ὑποχρεωτικὴ μόρφωση τοῦ κλήρου, «αὐτὸς μὲν πλύνει τάς χεῖρας του, ἅπασα δὲ ἡ εὐθύνη ἔστω ἐπὶ μόνην τὴν Κυβέρνησιν». Τέλος ζητεῖ νά διαβιβασθεῖ ἡ ἐπιστολὴ του αὐτὴ στήν Γερουσία.

Τὴν ἑπομένη, 6 Νοεμβρίου 1860 (26 Ὀκτωβρίου, μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο), ὁ ΄Ἔπαρχος Κερκύρας Ἠλίας Βασιλάκης ἀπαντᾶ ἄμεσα στίς παρατηρήσεις τοῦ Μητροπολίτη, μὲ ἕνα ἀναλογο σὲ ἔκταση γράμμα, στὸ ὁποῖο τοῦ ἀναφέρει περιληπτικὰ τὰ ἑξῆς:

Ὁ ΄Ἔπαρχος συμφωνεῖ μὲ τὶς θέσεις τοῦ Μητροπολίτη καὶ ἐπιρρίπτει εὐθύνες στήν «ὀλιγωρία» τῶν κυβερνώντων, ἡ ὁποία συνέτεινε «οὐκ ὀλίγον εἰς τὸ καταντεῖσαι τὰ πράγματα εἰς οἵαν περίηλθον θέσιν». Θεωρεῖ ὅμως δραστήρια καὶ ἀποτελεσματικὰ τὰ νέα αὐτὰ μέτρα, ποὺ για τὴν ὑλοποίησή τους πρότεινε στό Ἐπαρχιακὸ Συμβούλιό του, τὴν ἔγκριση στόν προϋπολογισμὸ «ποσοῦ ἀρκετοῦ πρὸς ἀποκλειστικὴν χρῆσιν διὰ τοὺς βουλομένους ἁπλῶς ἱερωθῆναι, ἵνα ἐγχωρίω δαπάνη σπουδάζωσι τὰ μαθήματα ἐκεῖνα», μία προταση πού, ὅπως τὸν διαβεβαιώνει ὁ ΄Ἔπαρχος, ἐγκρίθηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τὸ Ἐπαρχιακὸ Συμβούλιο. Τέλος παρακαλεῖ τὸν Μητροπολίτη νά στηρίξει τὴν λειτουργία τοῦ Ἱεροσπουδαστηρίου, ὑπονοώντας του ταυτόχρονα, ὅτι δεν συμφωνεῖ μὲ τὴν διάσπασή του σὲ κατὰ τόπους ἱερατικὲς σχολές, διότι ἐλπίζει, ὅτι ἀπὸ αὐτὸ θὰ ἀποφοιτήσουν «ἱερεῖς ἀνωτέρας ἐκπαιδεύσεως καὶ κήρυκες τοῦ θείου λόγου», οἷ ὁποῖοι «ἤθελον ἀναδειχθῆ μετ’ ὠφελείας κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἀξιοπρεπείας».

Ἕνα περίπου μῆνα ἀργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου 1860 (30 Νοεμβρίου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο), ὁ ΄Ἔπαρχος ἀποστέλλει στόν Μητροπολίτη τὴν ἀπόφαση τῆς Γερουσίας, ὅσον ἀφορᾶ στο ζήτημα τῆς ὑποχρεωτικὴς καὶ καθολικῆς μορφώσεως τοῦ κλήρου, μὲ ἕνα συνοπτικὸ διαβιβαστικὸ τοῦ ἔγγραφο.

Ἡ ἀπάντηση τῆς Γερουσίας τῶν Ἰονίων Νήσων φέρει ἡμερομηνία 7.12.1860 (26 Νοεμβρίου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ) καὶ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Γραμματέα της Ἰωάννη Λευκόκοιλο – Δούσμανη, ὁ ὁποῖος τοῦ γνωστοποιεῖ τὰ ἀκόλουθα:

Ἡ Γερουσία συμφωνεῖ μὲ τὶς θέσεις καὶ ἀπόψεις τοῦ «Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας» Μητροπολίτη Κερκύρας Ἀθανασίου. Συμφωνεῖ ἐπίσης μὲ τὴν ἀνάγκη μορφώσεως ὅλων τῶν κληρικὼν καὶ ἰδιαίτερα τῶν ὑποψηφίων κληρικών, οἷ ὁποῖοι θὰ ἀποτελέσουν τὰ μελλοντικὰ στελέχη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναγνωρίζει τὶς ἀντικειμενικὲς δυσκολίες γιά ὅσους ὑποψηφίους προέρχονται ἀπὸ τὰ χωριά (ἐξοχὴ) τῆς νήσου καὶ γιά τὸ λόγο αὐτὸ ἡ Γερουσία υἱοθετεῖ τὴν πρόταση τοῦ Μητροπολίτη γιά κατὰ τόπους

ἱερατικὲς σχολές, μὲ τὴν ἐπιλογὴ δύο διδασκάλων γιά κάθε τοπικὸ διαμέρισμα τῆς νήσου. Μάλιστα δίδεται στόν Μητροπολίτη ἡ ἀπόλυτη εὐχέρεια νά ἐπιλέξει ὡς διδασκάλους μόνο κληρικούς, τοὺς ὁποίους μάλιστα θὰ μποροῦσε νά ἀξιοποιεῖ καὶ ὡς ἱεροκήρυκες στίς ἐνορίες τοῦ ἰδίου τοπικοῦ διαμερίσματος, κατὰ τὶς Κυριακάτικες Λατρευτικὲς Συνάξεις.

Ἐκφράζεται ἐξάλλου ἡ κατηγορηματικὴ διαθεση τῆς Γερουσίας νά «ὑποστηρίξη τὴν ἐκτέλεσιν μέτρων καταλλήλων, πρὸς τὸν σκοπὸν καὶ τὸ πνεῦμα τῆς γνώμης τοῦ Μητροπολίτη, κατὰ τὴν προσεχῆ σύνοδον τῆς Νομοθετικῆς Συνελεύσεως, ἥτις θέλει ἐπιληφθῆ ἐλπίζεται τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ παρόντος συστήματος τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως».

Ἡ Ἀπόφαση τῆς Γερουσίας συνεχίζει μὲ τὴν διαπίστωση, ὅτι καὶ ἐὰν ἀκόμη βελτιωθεῖ «εἰς τὸ ἑξῆς τὸ προσωπικὸν τοῦ Κλήρου, ὑπολείπεται ἕτερον πρόσκομμα λίαν ἰσχυρόν», τὸ ὁποῖο «ἀφορᾶ τὴν ἀθλιοτάτην κατάστασιν τῶν Ἱερέων τῆς ἐξοχῆς», ἡ ὁποία «ἐξευτελίζη» τὸν Ἱερέα μὲ ἐπιπτώσεις «ἐπὶ τῆς ἀξιοπρεπείας τῆς θρησκευτικῆς καὶ τῆς δημοσίας ἠθικῆς».

Τέλος ζητοῦνται συγκεκριμένες προτάσεις ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη, γιά τὴν ἐπίλυση καὶ αὐτοῦ τοῦ σοβαρότατου προβλήματος μὲ τὴν διαβεβαιώση, ὅτι «ἡ πολιτικὴ ἐξουσία θέλει χορηγήσει πᾶσαν σύμπραξιν».

Ἡ ἀλληλογραφία μεταξὺ Μητροπολίτου καὶ Ἐπάρχου, μὲ θέμα τὴν χορηγήση ἀδείας γιά τὴν χειροτονία κληρικών, κατὰ τὸ ἀμέσως ἐπόμενο χρονικὸ διάστημα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ διάλογος αὐτὸς ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἀνωτέρω ἀπόφαση τῆς Γερουσίας τοῦ Ἰονίου Κράτους.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

Ὁ διάλογος αὐτὸς μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας εἲναι ἐπίσημος λόγω τῆς ἐπίσημης ἐκπροσώπησης τῶν δύο θεσμῶν. Τὴν Ἐκκλησία ἐκπροσωπεῖ ὁ Μητροπολίτης Κερκύρας καὶ ΄Ἔξαρχος τῆς Ἐκκλησίας ὁλοκλήρου τοῦ Κράτους Ἀθανάσιος Πολίτης καὶ τὴν Πολιτεία ὁ ΄Ἔπαρχος τῆς Νήσου ἀρχικά, καὶ τελικὰ ἡ Γερουσία, δηλαδὴ ἡ Κυβέρνηση τοῦ Κράτους, τὴν ὁποία διορίζει καὶ τῆς ὁποίας προΐσταται ὁ ἴδιος ὁ Ἁρμοστὴς Storks.

Τὸ ζήτημα τῆς ὑποχρεωτικὴς μορφώσεως τοῦ κλήρου, τίθεται ἀπὸ τὴν Πολιτεία, σὲ μία ἐποχὴ «φώτων καὶ ἐξευγενισμού», ὅπως σημειώνει στην πρώτη ἐπιστολὴ του ὃ ΄Ἔπαρχος Ἠλίας Βασιλάκης. Βρισκόμαστε στήν μεταδιαφωτιστικὴ ἐποχή, ὅπου γίνεται καθημερινὴ σύγκριση τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀμόρφωτου παπά, μὲ τοὺς μορφωμένους προτεστάντες μισσιοναρίους, οἷ ὁποῖοι δροὺν στόν ἑπτανησιακὸ καὶ στόν εὐρύτερο ἑλλαδικὸ γεωπολιτικὸ χῶρο, μὲ ἐντυπωσιακὸ ὄπλο τὴν ἀκαδημαϊκὴ τους μόρφωση. Τὰ Ἑπτάνησα ἀνήκουν, ἐλέω Βρετανίας, στην Εὐρώπη καὶ οἷ ἐκπρόσωποι τοῦ κλήρου καὶ τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας δέν μποροὺν νά ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους θρησκευτικοὺς ἐκπροσώπους τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν.

Καὶ οἷ δύο πλευρὲς συμφωνοῦν τόσο στην ὑπαρξη τοῦ μείζονος, γιά τὴν τοπικὴ κοινωνία, προβλήματος αὐτοῦ, ὄσο καὶ στόν τρόπο ἀντιμετώπισής του. Ὅμως ἐνῶ ὁ ΄Ἔπαρχος, ἀρχικά, ἑξασφαλίζει τὰ ἀπαραίτητα κονδύλια για τὴν μεταβάση ὅλων τῶν ὑποψηφίων κληρικὼν ἀπὸ τὴν ἐξοχὴ στό Ἱεροσπουδαστήριο, ἡ Γερουσία παραβλέπει οὐσιαστικὰ τὸν ΄Ἐπαρχο τῆς νήσου καὶ υἱοθετεῖ ὄλες τις προτάσεις τοῦ Μητροπολίτη, ἀποδεικνύοντας τὴν ἀπόλυτη σύμπνοια καὶ ταύτιση Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στο θέμα αὐτό, σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς τῶν δύο θεσμῶν.

Ἡ Γερουσία ἀποκαλώντας τὸν Μητροπολίτη «Ἀρχηγὸ τῆς Θρησκείας», προσπαθεῖ νά προσεγγίσει, ἀλλὰ καὶ νά προσεταιρισθεῖ τὸν Ἀθανάσιο, ἀφοῦ γνωρίζει, ὅτι εἲναι ὃ πρωτεργάτης τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνα γιά τὴν ἔνωση τῶν Ἰονίων νήσων μὲ τὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ περισσότερο ὡς πράκτορας τῆς Ἑλλάδος, παρὰ ὡς Ἐπίσκοπος, ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ κερκυραῖος ἱστορικὸς Σπυρίδων Παπαγεωργίου. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώρισή του μάλιστα, ἀπὸ τὴν Γερουσία, ὡς «Ἀρχηγοῦ τῆς Θρησκείας», θὰ ἐπαναληφθεῖ λίγα χρόνια ἀργότερα, στην ὑπόθεση τῆς Ἀφομοιώσεως τῆς Ἰονίου Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν βιαία ἀποκοπὴ της ἀπὸ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (1866).

Οἷ ὑποψήφιοι κληρικοὶ καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλος ὁ κλῆρος τοῦ νησιού, ἀντιμετωπίζονται καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, ὡς κρατικοὶ λειτουργοῖ, ποὺ καλοῦνται νά ἀνταποκριθοὺν στίς ἀπαιτήσεις τῆς νέας ἐποχῆς, τῆς κοινωνίας δηλαδὴ τῶν «φώτων καὶ τοῦ ἐξευγενισμού». Ἐπιτακτικὸ καὶ πάγιο αἴτημα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ἀποτελεῖ καὶ ἡ μόρφωση ὅλων τῶν κρατικὼν ὑπαλλήλων καὶ λειτουργῶν, καὶ τῶν κληρικών, σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπα τῶν συγχρόνων εὐρωπαϊκὼν κοινωνιῶν.

Προκαλεῖ ἐντύπωση, ἡ στάση τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος περιορίζεται στην ἀντιμετώπιση μιᾶς δευτερεύουσας αἰτίας τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως τοῦ κλήρου, δηλαδὴ στην ἔλλειψη ἀκαδημαϊκῆς μόρφωσης. Ὁ Ἀθανάσιος φαίνεται να ἀγνοεῖ ἢ να μὴν μπορεῖ να προτείνει λύσεις στην ἀντιμετώπιση τῆς κυριότερης αἰτίας τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως τοῦ κλήρου, ποὺ δεν εἲναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἢ ἀπουσία ἐσωτερικῆς μορφώσεως καὶ σύνδεσης τῶν κληρικὼν κάθε ἱστορικῆς περιόδου μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐμπειρία. Σύνδεση δηλαδὴ τῶν κληρικῶν του μὲ τὰ πανεπιστήμια ἁγιότητας κάθε ἐποχῆς, τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρίσκονται σὲ παρακμὴ στόν ἑπτανησιακὸ χῶρο καὶ για τὰ ὁποῖα δεν προτείνεται καμία λύση. Ἕνα ἐρώτημα που προκύπτει ἀπὸ τὸν διαλογο αὐτὸ περὶ τοῦ κλήρου, εἲναι τὸ γιατὶ δεν προβάλλεται καὶ ἀποσιωπᾶται τὸ διαιώνιο πρότυπο τοῦ ὁλοκληρωμένου κληρικοῦ στὴν Κέρκυρα, δηλαδὴ ὁ ἀμόρφωτος ἀκαδημαϊκά, ἀλλὰ καθηγητὴς πνευματικὰ θαυματουργὸς ἅγιος καὶ πολιοῦχος τῆς νήσου Σπυρίδωνας.

Κανεὶς δεν μπορεῖ να ἀμφισβητήσει στον Μητροπολίτη Ἀθανάσιο Πολίτη τὴν μοναδικὴ του προσφορά, ὡς Ἀρχηγοῦ καὶ Πρωτεργάτη στόν ἀγῶνα τῶν Ἑπτανησίων γιά ἔνωση μὲ τὸ ἐθνικὸ ἑλληνικὸ σῶμα, ἡ ὁποία ὅμως ἀπορρόφησε τὴν κύρια καὶ πρωτεύουσα ἰδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου, σὲ κάθε ἱστορικὴ περίοδο, γιά τὴν ὁποία καὶ τελικὰ κρίνεται, ἐκείνη δηλαδὴ τοῦ Θεολόγου καὶ Πνευματικοῦ Πατέρα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία της ἀποδεικνύει, ὅτι τὰ ἠγετικὰ πρόσωπα που τὴν παροντοποιοῦν ἱστορικά, δηλαδὴ οἷ Ἐπίσκοποι καὶ ὅλος ὁ λοιπὸς κλῆρος, ἐμφοροῦνται ἀπὸ δύο ἰδιότητες: μία πνευματικὴ-ὑπεριστορικὴ καὶ μία ἐθνικὴ-ἐνδοκοσμική. Κάποιοι ἐπιλέγουν τὴν μία εἰς βάρος τῆς ἄλλης. Λιγότεροι εἲναι ἐκεῖνοι, οἷ ὁποῖοι διακονοὺν ἄριστα καὶ τὶς δύο ἰδιότητές τους καὶ καθίστανται ΄Ἅγιοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως ἐπὶ παραδείγματι οἷ Τρεῖς Ἱεράρχες).

Ὁ Μητροπολίτης Κερκύρας Ἀθανάσιος Πολίτης, μὲ τὰ ἀδιαμφισβήτητα χαρίσματά του, ἐπέλεξε τὴν ἰδιότητα τοῦ πατριώτη καὶ ἐθνεγέρτη, θυσιάζοντας σὲ πολλὰ τὴν πνευματικὴ πατρότητα στὸν βωμὸ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐθνικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν Ἰονίων Νήσων.