Αλέξανδρος Υψηλάντης

ΤΟΥ ΘΕΟΦΑΝΗ ΜΑΛΚΙΔΗ

ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

   Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1792 καί ἦταν γιός τοῦ Κωνσταντίνου Ὑψηλάντη καί τῆς Ἐλισάβετ, τό γένος Βακαρέσκου, μιᾶς ἀπό τίς μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς Ρουμανίας. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἦταν γόνος εὔπορης καί ἰσχυρῆς οἰκογένειας τοῦ Βυζαντίου μέ καταγωγή ἀπό τά Ὕψαλα τῆς Τραπεζούντας. Ἡ οἰκογένεια Ὑψηλάντη ἐμφανίζεται καί μέ τό ἐπώνυμο Ξιφιλίνος, τό ὁποῖο θά ἐγκαταλειφθεῖ ἀργότερα· χρησιμοποιεῖται ὅμως ἀπό ἕνα μέρος τῆς οἰκογένειας, ἀφοῦ ὑπάρχει Ξιφιλίνος ἤ Ξιφιλινός ὁ ὁποῖος γίνεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Ἰωάννης Η΄ ὁ Ξιφιλινός, 1065-1075).
Ὁ ἱστορικός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἰωάννης Φιλήμονας, ἀποτελεῖ σημαντική πηγή γιά τή διαδρομή τῆς οἰκογένειας Ὑψηλάντη. Ὁ Φιλήμονας ἀναφέρει ὅτι ἡ οἰκογένεια μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατέφυγε στήν αὐλή τῶν Κομνηνῶν τῆς Τραπεζούντας, μαζί μέ ἄλλες ἰσχυρές οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας (οἰκογένεια Μουρούζη κ.λπ). Ἡ οἰκογένεια Ὑψηλάντη ἐπιστρέφει στήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν ἅλωση τῆς Τραπεζούντας καί ὁ πρῶτος γνωστός Ὑψηλάντης, ὁ Ἰωάννης, γράφει τήν ἑλληνική ἱστορία ἀπό τή διάλυση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἕως τό 1700. Ὁ Ἰωάννης ἀποκεφαλίστηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς μέ τήν κατηγορία ὅτι συνωμοτοῦσε κατά τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ ἀδελφός τοῦ Ἰωάννη, Ἀθανάσιος, παρότι προσπάθησε δέν κατόρθωσε νά γίνει τό 1758, ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας. Ὁ γιός του, Ἰωάννης Ὑψηλάντης, ἔγινε μέγας διερμηνείας τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καί ἐνισχύει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καθώς καί τόν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό.
    Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τοῦ Ἰωάννη, παππούς τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτρόπου (Ἀρχηγοῦ) τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, ὑπῆρξε ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καί τῆς Μολδαβίας. Ὑπῆρξε ἀρχιτέκτονας τῆς Συνθήκης τοῦ Κιουτσούκ Καιναρτζῆ (1774), μέ τήν ὁποία ἀναγνωριζόταν ἡ αὐτονομία τῶν Παραδουνάβιων Ἡγεμονιῶν καί τό δικαίωμα τῆς Ρωσίας νά παρεμβαίνει στήν ἐσωτερική τους διοίκηση καθώς καί στήν προστασία τῶν ὀρθοδόξων. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀποκεφαλίστηκε τό 1808.
Ὁ Κωνσταντίνος Ὑψηλάντης, πατέρας τοῦ Ἀλέξανδρου, ὑπῆρξε μέγας διερμηνέας, καί μεταφραστής στρατιωτικῶν ἐγχειριδίων. Ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας, ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τούς Ρώσους γιά νά ἐξυπηρετήσει τά ἑλληνικά συμφέροντα καί, ὅταν τό 1806 πληροφορήθηκε ὅτι οἱ Ὀθωμανοί θά τό ἀποκεφάλιζαν, κατέφυγε στή Ρωσία.
     Ὁ Κωνσταντίνος Ὑψηλάντης ἀπό τόν πρῶτο γάμο του μέ τή Ραλλού Καλλιμάχη, κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Ἰωάννη Καλλιμάχη, πού ἀποκεφαλίστηκε τό 1761, ἀπέκτησε μία κόρη, τήν Ἑλένη. Ἀπό τό δεύτερο γάμο του μέ τήν Ἐλισάβετ Βακαρέσκου, ἀπέκτησε τήν Αἰκατερίνη καί τήν Μαρία, καί τούς Νικόλαο, Δημήτριο, Γεώργιο, Γρηγόριο καί Ἀλέξανδρο.
Τό 1810 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κατατάχτηκε μέ τόν βαθμό τοῦ ἀνθυπίλαρχου στό σῶμα τῶν ἐφίππων σωματοφυλάκων τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρου Α΄τῆς Ρωσίας. Διακρίθηκε στούς πολέμους κατά τοῦ Ναπολέοντα, ὅπου στή μάχη τῆς Δρέσδης (27 Αὐγούστου 1813), ἔχασε τό δεξί του χέρι. Τό 1814-1815 συμμετεῖχε ὡς μέλος τῆς ρωσικῆς ἀντιπροσωπίας στό Συνέδριο τῆς Βιέννης μέ τόν βαθμό τοῦ ὑποστράτηγου.
Ἐκεῖ ἐξέφρασε τήν ἄποψη ὅτι τό ζήτημα τῶν Ἑλλήνων εἶναι ὑπόθεση τοῦ χριστιανισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, πού θά πρέπει νά ἀναχθεῖ σέ ὑπόθεση ὅλων τῶν βασιλικῶν αὐλῶν τῆς Εὐρώπης. Παράλληλα εἶχε ἔλθει σέ ἐπαφή μέ κύκλους τῆς Ρωσικῆς διανόησης καί ἰδιαίτερα μέ τόν μεγάλο ποιητή Α. Πούσκιν.
     Οἱ δημιουργοί τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί οἱ πρῶτοι μυημένοι θεωροῦσαν τόν Ὑψηλάντη ὡς σημαντική προσωπικότητα γιά τήν ἐπιτυχία τῆς μυστικῆς ὀργάνωσης, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Μέ μεσολάβηση τοῦ Φιλικοῦ Κωνσταντίνου Καντιώτη, πού ἦταν ὑπάλληλος στόν Καποδίστρια, μετά τήν ἄρνηση τοῦ κορυφαίου διπλωμάτη καί πολιτικοῦ τῆς Ρωσίας νά ἀναλάβει ἀρχηγός τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ὁ Ἐμμανουήλ Ξάνθος ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τόν ξάδερφο τῶν Ὑψηλάντηδων, Ἰωάννη Μάνο, προκειμένου νά τόν φέρει σέ ἐπαφή μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη. Ἡ συνάντηση αὐτή φαίνεται νά ἦταν μία ἀπό τίς σημαντικές στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ Ξάνθου, ὅπως περιγράφονται στά ἀπομνημονεύματά του, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀπογοήτευση πού τοῦ δημιούργησε ὁ Καποδίστριας.
Μέ τήν ἀνάληψη τῆς ἀρχηγίας τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἔστειλε ἐπιστολές στίς ἐφορεῖες καί γραμμάτια γιά τίς εἰσφορές τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀγώνα. Ἄνοιξε κύκλο ἀλληλογραφίας μέ τά ἐπιφανέστερα καί πιό δραστήρια μέλη, στά ὁποῖα ἀνακοίνωσε τήν ἐκλογή του ὡς Γενικοῦ Ἐπιτρόπου.
Ὁ Ὑψηλάντης περνάει τόν ποταμό Προῦθο στίς 22 Φεβρουαρίου 1821 καί ὑψώνει τή σημαία τῆς Ἐπανάστασης, στό Ἰάσιο τῆς Μολδοβλαχίας, στίς 24 Φεβρουαρίου ἐκδίδοντας τήν προκήρυξη τῆς Ἐπανάστασης μέ τόν τίτλο «Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος»· μία προκήρυξη μέ μεγάλο οὐσιαστικό καί συμβολικό περιεχόμενο.
Στίς 26 Φεβρουαρίου 1821 στόν ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τελεῖται δοξολογία, κατά τήν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Βενιαμίν εὐλογεῖ τή σημαία καί, κατά τό βυζαντινό τυπικό, παραδίδει τό ξίφος στόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη. Κατόπιν διενεργεῖται ἔρανος γιά νά συγκεντρωθοῦν ἕνα ἑκατομμύριο γρόσια καί παράλληλα ἐθελοντές ἀπό ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη καταφθάνουν γιά νά καταταχθοῦν στό στρατιωτικό σῶμα πού δημιούργησε, ὀργανώνοντας μάλιστα τό πρῶτο τμῆμα τοῦ Πυροβολικοῦ μέ δυό πυροβόλα ὑπό τίς διαταγές τοῦ Γάλλου συνταγματάρχη Ὀλιβιέ Βουτιέ.
      Ὁ Ὑψηλάντης συγκροτεῖ τόν Ἱερό Λόχο, ἀποτελούμενος ἀπό 500 σπουδαστές. Ὁ Ὑψηλάντης πίστευε πώς οἱ νέοι αὐτοί θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν τήν ψυχή τοῦ στρατοῦ του, λαμβάνοντας τήν ἀπόφαση νά τούς δώσει τό ὄνομα τοῦ Ἱεροῦ Λόχου τῶν Θηβῶν.
Στίς 17 Μαρτίου 1821 ὁ Ὑψηλάντης, ἔχοντας ὀργανώσει ἕνα γενικό σχέδιο γιά τήν Ἐπανάσταση, ἀποτελούμενο ἀπό 23 μέρη, καθώς καί σχέδιο καταστροφῆς τοῦ τουρκικοῦ στόλου στήν Κωνσταντινούπολη, ὑψώνει τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως στό Βουκουρέστι ἀντιμετωπίζοντας τόν στρατό τριῶν πασάδων στό Γαλάτσι, τό Δραγατσάνι, τή Σλατίνα, τό Σκουλένι καί τό Σέκο (Γεωργάκης Ὀλύμπιος καί Ἰωάννης Φαρμάκης).
Ὁ Ἱερός Λόχος καταστράφηκε ἀπό προδοσία, στή μάχη τοῦ Δραγατσανίου, στίς 7 Ἰουνίου 1821 καί ὁ Ὑψηλάντης μαζί μέ ὑπολείμματα τοῦ στρατοῦ, ὑποχώρησαν πρός τά αὐστριακά σύνορα. Οἱ συμμαχητές τοῦ Ὑψηλάντη, Γεωργάκης Ὀλύμπιος καί Ἰωάννης Φαρμάκης, θά δώσουν τήν τελευταία μάχη στή Μονή Σέκου ἀγωνιζόμενοι μέχρι τέλους.
    Ὁ Ὑψηλάντης παραδόθηκε στούς Αὐστριακούς· φυλακίστηκε γιά ἕξι χρόνια, ἀπελευθερώθηκε στίς 24 Νοεμβρίου 1827, καί δύο μῆνες μετά, στίς 19 Ἰανουαρίου 1828, πέθανε στή Βιέννη. Ἦταν μόλις 36 ἐτῶν.
Ὁ Ὑψηλάντης, ὅπως γράφει ὁ ἱστορικός τῆς Ἐπαναστάσεως Σ. Τρικούπης, «εἶναι παράδειγμα πατριωτισμοῦ, θυσίασε τή λαμπρή του θέση στόν αὐτοκράτορα, δαπάνησε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του· ἔγινε ὅμως ὑποχείριος ἰδιοτελῶν, ραδιούργων, κακόβουλων καί προδοτῶν, ἀναγκαζόμενος νά ἀγωνίζεται γιά νά σώσει τή ζωή του…. Ἡ μνήμη τοῦ Ὑψηλάντη, θά μείνει αἰώνια τιμημένη γιά ὅσα ἐπιχείρησε μέ θάρρος καί κινδύνους, γιά ὅσα ἔπαθε γιά χάρη τῆς πατρίδας καί γιά τήν τελική εὐνοϊκή ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα πού τόν ἄρχισε πρῶτος».
Τόν Ἀγώνα θά τόν κλείσει ὁ ἀδελφός του, ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης, στίς 12 Σεπτεμβρίου 1829 στήν Πέτρα τῆς Βοιωτίας. 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Γ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2010