Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ἀρχιμ. Χρίστου Κυριαζόπουλου
Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Μ. Α. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
πρ. σχολικοῦ συμβούλου φιλολόγων
Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης

«Ὅπου καί νά σᾶς βρίσκη τό κακό, ἀδελφοί,
ὅπου καί νά θολώνη ὁ νοῦς σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό,
καί μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη»

    Αὐτοί οἱ στίχοι τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη στό «Ἄξιόν Ἐστι» μέ τούς ὁποίους θέλει ἴσως νά ὁρίση τούς ἐπί κεφαλῆς τῆς λογοτεχνίας μας καί πνευματικούς του προγόνους, τοποθετοῦν τόν Παπαδιαμάντη στήν πρώτη θέση στά νεοελληνικά γράμματα, θέση στήν ὁποία τόν τοποθέτησε ἡ ἴδια ἡ ἐποχή του, καθώς ἐνόσῳ ἀκόμη ζοῦσε, εἶχε δημιουργηθῆ γύρω του ἕνας θρύλος, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὄχι μόνο δέν ἐπιδίωκε κανέναν ἔπαι νο, ἀλλά προτιμοῦσε νά παραμένη ταπεινός καί ἀφανής «εἰς τήν ἔντιμον πενίαν του», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος.

   Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «ἡ κορυφή τῶν κορυφῶν» κατά τόν Κωνσταντῖνο Καβάφη, «ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων διηγηματογράφων» κατά τόν Νιρβάνα, «ὁ μεγαλύτερος Ἕλλην ποιητής» ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ Μαλακάσης, «ἡ μεγάλη μουσική φύση» κατά τόν Σπῦρο Μελᾶ, «ὁ μάγος τοῦ ὕφους» κατά τόν Περάν θη, ὁ συγγραφέας ἔργων «πνοῆς σαιξπηρικῆς» ἤ «ὁ ποιητής αὐτός ὁ περίφημος» καθώς λέει ὁ Παλαμᾶς, «αὐτός πού ὁδήγησε τήν γλῶσσα εἰς τό ἀπροχώρητον τῆς μουσικότητας« ὅπως λέει ὁ Ζ. Παπαντωνίου, «ὁ ἄπραγος καί ἀθῶος», κι ὁ ἄνθρωπος πού μέ τά ἔργα του μᾶς κάνει νά ζήσουμε σέ μιάν «ἀληθινή μαγεία» κατά πώς γράφει ὁ Ἐλύτης, ὁ «ἄνθρωπος» γιά τόν Βάρναλη, ὁ «Κοσμοκαλόγερος» ἤ «ὁ ἅγιος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων» ὅπως ἔμεινε νά λέγεται, γεννήθηκε καί πέθανε στήν Σκιάθο. Γυιός φτωχοῦ ἱερέα, ἔχει γιά μόνιμο σύντροφο τῆς ζωῆς του τήν φτώχεια. Ἀφοῦ τελεί ωσε τό Γυμνάσιο, ἦλθε στήν Ἀθήνα καί γράφτηκε στήν Φιλοσοφική Σχολή. Στήν Ἀθήνα ἔμεινε μεγάλα διαστήματα τῆς ζωῆς του. Πτυχίο δέν πῆρε ποτέ, ἄν καί δέν θά τοῦ ἦταν καθόλου δύσκολο. Ἴσως ἔφταιγε ὥς κάποιο σημεῖο ἡ οἰκονομική ἀνέχεια πού τόν ἀνάγκαζε νά δουλεύη σκληρά. Ἴσως καί ἡ ἀποστροφή του πρός τήν ἀποστεωμένη γνώση πού προσφερόταν. Ἴσως τό ἐνδιαφέρον του κυρίως γιά μόρφωση κι ὄχι γιά δίπλωμα πού τόν ἔστρεφε στήν κατ᾿ ἰδίαν μελέτη τῶν ἀρχαίων συγγραφέων καί τῆς ἀγγλικῆς καί γαλλικῆς φιλολογίας. Ἴσως, ἀκόμη πιθανότατα, γιά ν᾿ ἀποφύγη τίς πιέσεις τῶν δικῶν του πού θέλανε νά γίνη ἑλληνοδιδάσκαλος. Φύση ἐλεύθερη κι ἀνεξάρτητη, τοῦ ἦταν ἀδιανόητο νά μπῆ σ᾿ ὁποιαδήποτε ἐκ τῶν προτέρων αὐστηρά καθορισμένα καλούπια.

   Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι μία φύση ἰδιότυπη, ἕνας ἄνθρωπος μέ ἐντελῶς δική του προσωπικότητα, ἥμερος, ταπεινός καί μελαγχολικός, μόνιμα κακοντυμένος, εἴλωτας τῆς βιοτικῆς μέριμνας. Μία ψυχή ποτισμένη ὥς τά μύχιά της μέ τήν ὀρθόδοξη θρησκευτικότητα, πνευματικός γόνος τῶν μεγάλων Κολλυβάδων, πνευματικοί ἀπόγονοι τῶν ὁποίων πέρασαν ἀπό τήν Σκιάθο, ἀντιστέκεται ἀποφασιστικά, χωρίς νά φοβᾶται ὅτι θά θεωρηθῆ ὀπισθοδρομικός στήν εἰσβολή τῶν ψεύτικων δυτικῶν τρόπων καί σέ ὁ,τιδήποτε θεωρεῖ ξένο πρός τήν ὀρθόδοξη ἑλληνική παράδοση. Περιγράφει μέ περιπαθῆ νοσταλγία τήν κάθε γωνιά τοῦ νησιοῦ του, τά ἐξωκκλήσια καί τίς ἀκτές, μέ τόση ζωντάνια καί ὀμορφιά πού μεταδίδει στόν ἀναγνώστη τήν ἀγάπη γιά τήν Σκιάθο. Οἱ ἄνθρωποι τῶν διηγημάτων του ἁπλοί καί ταπεινοί νησιῶτες ἤ ἄσημοι ἄνθρωποι τῶν φτωχῶν συνοικιῶν τῆς Ἀθήνας, οἱ περισσότεροι εἶναι ὑπαρκτοί κι ὅλοι τους ἀπόλυτα γνήσιοι. Ὁ ἴδιος προσδιορίζει ὡς ἑξῆς τό τρίπτυχο γύρω ἀπό τό ὁποῖο κινήθηκε στά ἔργα του: «Τό ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καί ἀναπνέω καί σωφρονῶ, δέν θά παύσω πάντοτε νά ὑμνῶ μετά λατρείας τόν Χριστόν μου, νά περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τήν φύσιν καί νά ζωγραφῶ μετά στοργῆς τά γνήσια ἑλληνικά ἔθη». Ἦταν φύση βαθειά αἰσθαντική καί ποιοτική κι ἄς μήν τὄδειχνε τό παρουσιαστικό του. Ὁ Π. Νιρβάνας διηγεῖται ἕνα περιστατικό, ἔχοντας νωπή μέσα του τήν πρώτη ἐντύπωση: «… Ἦτο τό θέαμα αὐτό ἀπό τά τραγικώτερα πού εἶδα εἰς τήν ζωήν μου καί δέν ἐνθυμοῦμαι, αἰσθητική συγκίνησις ἀπό ἔργον τέχνης νά μοῦ ἔδωκε παρομοίου τραγικοῦ τόνου κλονισμόν. Ἦτον ἕνα δειλινόν Φθινοπώρου καί ὁ ἥλιος ἔδυε μελαγχολικός ὀπίσω ἀπό τόν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως. Εἶδα δέ τότε τόν Παπαδιαμάντην νά βαδίζη βιαστικός πρός τούς στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διός. Καί εἶχα τήν ἀνοησίαν νά τόν καλέσω. Ἐκεῖνος χωρίς νά σταθῆ καθόλου, μοῦ εἶπε μέ μίαν πικρίαν ἀπολύτως τραγικήν…

     ″Ἄφησέ με! Πηγαίνω νά προφθάσω τόν ἥλιον πρίν δύση. Εἶναι ἕνας μήνας πού ἔχω νά τόν ἰδῶ. Καί ποτέ δέν τόν προφθαίνω…″. Κλεισμένος ἕως τό δειλινόν μέσα εἰς τά γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος του, ὅταν ἄφηνε τό γραφεῖον του, δέν εὕρισκε πλέον τόν ἥλιον… Καί ἔτρεχε νά τόν προφτάση εἰς τόν ἀνοικτόν ὁρίζοντα… ὀπίσω ἀπό τήν Ἀκρόπολιν… Αὐτή ἡ ἴδια ποιητική οὐσία πού πλημμυρίζει τήν ὕπαρξή του, εἶναι διάχυτη μέσα σέ ὅλα τά ἔργα του.

   Τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς τίς σήκωνε μέ ἀξιοπρέπεια. Τούς ἐπιπόλαιους διανοουμένους πού μέ περίεργη ἀδιακρισία ζητοῦσαν νά τόν ἀνιχνεύσουν, τούς ἀπωθοῦσε, χωρίς νά πῆ κουβέντα καί κλεινόταν στόν κόσμο του. Τήν ψυχή του τήν ἄνοιγε στούς ἁπλούς καί ἀγραμμάτους φίλους του τῶν ἐξωκκλησιῶν καί τῆς ταβέρνας πού τόν τιμοῦσαν μέ σεβασμό, καί σ᾿ ὅσους λογίους τόν ἀγαποῦσαν.

   Ὁ χῶρος ὅμως μέσα στόν ὁποῖο εὕρισκε ξεκούραση καί μεταρσιωνόταν, ἦταν τά ταπεινά ἐκκλησάκια, στίς ἀγρυπνίες τῶν ὁποίων ἔψαλε κοντά στόν παπα–Νικόλα Πλανᾶ «εἰς γνήσιον βυζαντινόν μέλος, περιπαθές καί σεμνότατον». Ἐκεῖνες τίς ὧρες «αἴγλη ἀπολύτου εὐτυχίας ἀφώτιζε τήν δασύτριχα μορφήν του… Ἦτο ἀγνώριστος καί ἡ μορφή ἐκείνη ἡ τόσον σκυθρωπή κατά τάς ὥρας τῆς ἐργασίας ἐδῶ εἰς τό γραφεῖον, ἐφαιδρύνετο ὑπεράνω τοῦ ἱεροψαλτικοῦ ἀναλογίου».

  Ὅταν ἐγκατέλειψε τίς σπουδές, ἄρχισε νά ἐργάζεται ὡς δημοσιογράφος καί μεταφραστής σέ διάφορες ἐφημερίδες καί περιοδικά. Παράλληλα ἀφοσιώθηκε στό γράψιμο. Στό ξεκίνημά του ἀσχολήθηκε μέ τήν συγγραφή ἱστορικῶν μυθιστορημάτων: Ἡ «Μετανάστις» (1879 – 80), οἱ «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» (1882 – 3), ἡ «Γυφτοπούλα» (1884). Ὅμως αὐτά τά μεγάλα σέ ἔκταση ἔργα του πού διακρίνονται γιά τήν ἐλευθερία τῆς φαντασίας, παρ᾿ ὅλο πού τόν ἀναδεικνύουν ὡς συγγραφέα, δέν εἶναι τά καλύτερά του. Ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκει τόν ἑαυτό του καί λαμπρύνεται μέ τό ἠθογραφικό διήγημα πού τό καλλιεργεῖ σχεδόν ἀποκλειστικά γιά μία ὁλόκληρη εἰκοσιπενταετία. Στά διηγήματά του πού πλησιάζουν τά 200, δέν στέκεται σέ μία ἁπλή «ἠθογραφία». Γίνεται κοινωνικός συγγραφέας καί ψυχογράφος. Διεισδύει στήν ψυχή τῶν ἁπλῶν, ταπεινῶν καί γραφικῶν ἡρώων του καί τήν ἀναλύει, ἐπισημαίνοντας καί περιγράφοντας μέ ἐνάργεια, σέ πρόσωπα κοινότοπα, βασικά χαρακτηριστικά τοῦ νεοελληνικοῦ χαρακτῆρα. Οἱ ἁπλοϊκοί καθημερινοί ἄνθρωποι κινοῦνται μπροστά μας σάν σ᾿ ἕναν κόσμο ὀνειρικό, γεμᾶτο μαγεία. Κι ἐνῶ εἶναι πρόσωπα τυπικά πού συχνά ἐπαναλαμβάνονται, ἡ παρουσία τους κάθε φορά μᾶς θέλγει. Ἕνας μικρόκοσμος, θἄλεγε κανείς, πού τόν μεγεθύνει καί τόν ἐξωραΐζει ὁ μόνιμος ρεμβασμός, ἡ ἀμείωτη γλυκειά νοσταλγία τοῦ καλλιτέχνη –συγγραφέα, ἕνα στοιχεῖο ἰδιαίτερης ὀμορφιᾶς πού ὁ Ξενόπουλος τό ὀνομάζει «ἀσύλληπτον» κι ἐκεῖνο τό ἀπροσδιόριστο στοιχεῖο τῆς διάχυτης ποιητικῆς πνοῆς, τό τόσο ἀκραιφνῶς παπαδιαμαντικό πού ὀμορφαίνει και τά ἀρνητικά ἀκόμη στοιχεῖα τοῦ ἔργου του. Ὅμως οἱ ἀδυναμίες του εἶναι σύμφυτες μέ τόν ἄνθρωπο Παπαδιαμάντη πού οὔτε τίς δεσμεύσεις εὔκολα ἔστεργε, οὔτε ποτέ ἔβαλε σέ τάξη τήν μόνιμα ἀτημέλητη ἐμφάνισή του. Ἔτσι, ἄν ἔλειπαν οἱ «ἀδυναμίες» αὐτές, δέν θά ἔγραφε πιά ὁ Παπαδιαμάντης.

    Ἐκτός ἀπό τά τρία πρῶτα μυθιστορήματα, ὁ Παπαδιαμάντης ἔγραψε σέ διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τίς ἑξῆς νουβέλλες: «Χρῆστος Μηλιόνης» (1885), «Οἱ Χαλασοχώρηδες» (1892), «Βαρδιάνος στά Σπόρκα» (1893), «Ἡ φόνισσα» (1903), καί «Τά ρόδινα ἀκρογιάλια» (1907 – 8). Ἡ παραγωγή διηγημάτων του ἀρχίζει τόν Δεκέμβριο τοῦ 1887 μέ τό «Χριστόψωμο», συνεχίζεται καθ᾿ ὅλη τήν ζωή του ἀδιάλειπτη καί σταματᾶ μέ τό διήγημα «Ὁ ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ» πού τό ἔγραψε ἄρρωστος, λίγες μέρες πρίν πεθάνη, τόν Δεκέμβριο τοῦ 1910. Ἡ διαίρεση τῶν διηγημάτων του ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενο καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους εἶναι δύσκολη, διότι τά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι σέ γενικές γραμμές ἀνάμεικτα ἀπό τά πρῶτα ὥς τά τελευταῖα ἔργα του – μέ ἐξαίρεση τά τρία μυθιστορήματα, στά ὁποῖα ὑπάρχει κάποια διαφοροποίηση. Παντοῦ συναντοῦμε ταυτόχρονα ἠθογραφικά, κοινωνικά, λυρικά καί ρεαλιστικά στοιχεῖα. Σ᾿ ὅλα τά ἔργα του εἶναι ὥριμος. Κατά τήν εὔστοχη φράση τοῦ Τέλλου Ἄγρα «εἶχε μπῆ στήν θάλασσα, ἀφοῦ πρῶτα ἔμαθε νά κολυμπᾶ».

   Ἀπό τό πλῆθος τῶν ἔργων του σημειώνουμε ὁρισμένα μόνον ἀντιπροσωπευτικά: «Μία ψυχή» (1891), «Φτωχός ἅγιος» (1891), «Στό Χριστό στό Κάστρο« (1892), «Βαρδιάνος στά σπόρκα» (1893), «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893), «Πατέρα στό σπίτι» (1894), «Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης» (1895), «Ὄνειρο στό κῦμα» (1905), «Ἀπόλαυσις στή γειτονιά» (1900), «Ὑπό τήν βασιλικήν δρῦν» (1901), «Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ» (1906), «Τό μοιρολόγι τῆς φώκιας» (1908), μέ τήν ἔντονη μουσικότητα καί τήν λαμπρή σκηνοθεσία, τό ὁποῖο ὁ Ζάν Μωρεᾶς θεωροῦσε ἀριστούργημα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.

  Ἡ γλῶσσα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἐντελῶς προσωπική. Στήν ἀφήγηση χρησιμοποιεῖ τήν καθαρεύουσα, ἀνάμεικτη ὅμως μέ πολλά στοιχεῖα τῆς δημοτικῆς. Στούς διαλόγους χρησιμοποιεῖ τήν ὁμιλουμένη λαϊκή γλῶσσα μέ ὅλους τούς ἰδιωματισμούς καί τίς ἰδιομορφίες τῆς προφορᾶς τῶν διαλεγομένων προσώπων. Στίς περιγραφές, κυρίως μία αὐστηρή, ἀλλά κάθε ἄλλο παρά κρύα καθαρεύουσα. Ἡ «Ἀποσώστρα» μόνον, διήγημα πού δημοσιεύθηκε στό 1905 στό «Νουμᾶ», εἶναι γραμμένη ὁλόκληρη στήν δημοτική, τήν ὁποία κατεῖχε καί χειριζόταν ἄριστα. «Αὐτός ὁ «πτωχαλαζών, ὁ τρέφων ἀλλοκότους ἰδέας», εἶχε τήν …ἀλλόκοτην ἰδέα νά ξέρη τήν δημοτική περίφημα καί νά τήν γράφη θαυμάσια…». (Κ. Βάρναλης). Καί τό περίεργο καί ἀντιφατικό εἶναι ὅτι ἐνῶ δέν τόν θεωροῦσαν ἀντίπαλό τους οἱ δημοτικιστές, οἱ καθαρολόγοι δέν τόν χρησιμοποιοῦσαν γιά ἐπιχείρημά τους. Ὁ ἴδιος πάντως ἔμεινε ἔξω ἀπό τήν γλωσσική διαμάχη. Θεωρεῖ βέβαια τήν γλῶσσα τοῦ Ψυχάρη ὡς «στρεβλωτικόν ἰδίωμα» ἑνός ξένου ἀριστοκράτη πού θέλει νά ἐπιβληθῆ ὡς «διδάσκαλος ὁλοκλήρου ἔθνους», ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη κακίζει τούς καθαρευουσιάνους τῆς ἐποχῆς του γιά τήν ὑπερβολική προσκόλλησή τους στήν ἀρχαΐζουσα.

  Ὁ Παπαδιαμάντης ὅσο ζοῦσε, δέν τύπωσε κανένα βιβλίο του. Μετά τόν θάνατό του ὅμως τά ἔργα του κυκλοφόρησαν σέ πολλές ἐκδόσεις καί ἐξακολουθοῦν νά ἐκδίδωνται. Ὁ χρόνος δέν μείωσε τό ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτά, παρ᾿ ὅλη τήν δυσκολία τῆς γλώσσας του καί τόν ἐξοβελισμό τους ἀπό τά σημερινά σχολικά ἐγχειρίδια. Ἀντί νά ξεθωριάση μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ, γίνεται ὁλοένα πιό ζωντανός καί ἀγαπητός. Ἀκολούθησε στήν νεοελληνική λογοτεχνία μία ἰδιαίτερη τροχιά, χωρίς νά μιμηθῆ ὁ ἴδιος κανένα καί χωρίς νά βρῆ ἡ τέχνη του συνεχιστές. Βλέποντας τά ἐγκόσμια μέ τό βάθος τῆς προοπτικῆς τῆς αἰωνιότητος, κατόρθωσε καί συνέζευξε τόν ἀσκητισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ὀμορφιά τῆς ἀρχαιότητος, τόν κόσμο τῆς ψυχῆς μέ τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, τήν δύναμη τοῦ πνεύματος μέ τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, τήν ἀρχοντική ἀξιοπρέπεια μέ τήν φτωχή ζωή, τούς ἀνοιχτούς ὁρίζοντες τῆς τέχνης μέ τούς μικρόκοσμους πού περιγράφει, τόν βυζαντινό μυστικισμό μέ τήν ψυχική τρυφεράδα, τήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος μέ τά ἀσφυκτικά δεσμά τῆς βιοπάλης.

   Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε γιά τά νεοελληνικά γράμματα ἕνας ταλαντοῦχος ἀπόλυτα γνήσιος καί ἀληθινός· ἕνας κλασσικός.

Περιοδικό Ε.ΡΩ. Τεύχος 31