ΑΓΡΑΦΟΣ ΗΘΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

 

Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου

Ἀν. Καθ. Παν. Ἀθηνῶν

Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας

 

Καλεῖται ἡ ἒμφυτη ἒκφραση μιᾶς ἠθικῆς παρόρμησης στόν ἂνθρωπο γιά τό τί ὀφείλει νά πράττει (τό καλό) καί τί νά ἀποφεύγει (τό κακό)· ὀνομάζεται δέ «ἂγραφος» σέ ἀντιδιαστολή ἀφενός μέ τόν πνευματικό νόμο, καί ἀφετέρου μέ τούς ἀνθρώπινους γραπτούς νόμους τῶν νομοθετῶν, πού στηρίζονται εἲτε στή Φύση, εἲτε στήν Κοινωνία.

Ο ἂγραφος ἠθικός νόμος πολλές φορές συγχέεται μέ τό ἂγραφο Δίκαιο ἢ μέ τόν φυσικό Νόμο. Καί τοῦτο, γιατί ἡ λέξη νόμος γιά τούς Ἀρχαίους Ἓλληνες σήμαινε καί τό ἒθος (τόν ἂγραφο νόμο) ἀλλά καί τόν πολιτικό (γραπτό) νόμο.

Ὡς πρός τό πρῶτο, ὁ ἒμφυτος ἠθικός νόμος, ἂν καί περιλαμβάνει πολλά στοιχεῖα τοῦ ἂγραφου Δικαίου, δέν ταυτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου μέ τά ἒθιμα, γιατί, ἐνῶ τό ἒθιμο ἐκφράζει μία ὁρισμένη χωροχρονικῶς πολιτισμική περιοχή, ὁ ἂγραφος ἠθικός νόμος ἀναφέρεται διαχρονικῶς στήν ἀνθρωπινότητα τοῦ ἀνθρώπου, καλύπτοντας ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.

Ὡς πρός τόν δεύτερο, ἂν καί ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξύ ἠθικοῦπολιτικοῦ, καί φυσικοῦ Δικαίου, ἐντούτοις ὑφίσταται μία οὐσιώδης διαφορά: ἐνῶ ὁ φυσικός νόμος εἶναι ἂκαμπτος, ἀδήριτος καί σταθερός, διεπόμενος ὑπό τῆς δυνάμεως καί τῆς ἀνάγκης, ὁ ἠθικός νόμος, μολονότι καί αὐτός ἒμφυτος (δηλ. φυσικός, καί μάλιστα μεταπτωτικός), διέπεται ἀπό τήν Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἒτσι, ἀπό τη φύση του ὁ ἂνθρωπος φαίνεται ὃτι ἐνέχει τόσο κάποιες βιοψυχικές δυνάμεις πού τόν ὠθοῦν στήν ―ὃσο τό δυνατόν― ἀνετότερη ἐπιβίωσή του, ὃσο καί δυνάμεις πού λειτουργοῦν ἀνασχετικῶς ὡς πρός τό ἒνστικτο αὐτοσυντήρησης καί τόν συγκρατοῦν. Ἡ ἐνδοψυχική αὐτή διάσταση ἐξηγεῖται θεολογικῶς μέ τό Προπατορικό Ἁμάρτημα.

Ἐπίσης, ὁ ἂγραφος ἠθικός νόμος μοιάζει μέ τή λεγόμενη «ἠθική συνείδηση», ἀλλά δέν ταυτίζεται ἀπολύτως μέ αὐτή, καθότι ὁ ἂγραφος ἠθικός νόμος ἀναφέρεται σέ αὐτή τήν ὓπαρξη μιᾶς ἐσωτερικῆς Ἠθικῆς γενικῶς, ἐνῶ ἡ ἠθική συνείδηση ἀναφέρεται στή συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς εσωτερικής Ἠθικῆς ἀπό τό Ἐγώ καί στήν ψυχική διαδικασία συμμόρφωσής του ἢ μή μέ αὐτή.

            Τό ἒμφυτο τοῦ ἂγραφου αὐτοῦ ἠθικοῦ νόμου ὑποστήριξαν ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα πολλοί φιλόσοφοι, πολιτειολόγοι, ἀνθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι καί νευροθεολόγοι, ὃπως καί ἂλλοι πού τό ἀμφισβήτησαν.

            Κατά τούς πρώτους, ὁ ἠθικός νόμος εἶναι ἒμφυτος καί καθολικός στόν ἂνθρωπο. Οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες φιλόσοφοι καί ποιητές (Ἡράκλειτος, Πλάτων, Σοφοκλῆς, Ξενοφών, Στωικοί) δέχονταν τήν ὓπαρξη τοῦ ἂγραφου ἠθικοῦ νόμου, εἲτε ὑπό τή μορφή τῆς ἠθικῆς ὁρμῆς ἢ «Δαιμονίου», εἲτε ὡς «ἒλλογον» μόριο τῆς ψυχῆς (Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια 1102 b, 16-25, Ρητορική 1368 b, 7-9. 1375 a, 31-35). Ὁμοίως καί οἱ Ρωμαῖοι ὁμιλοῦσαν γιά “lex naturae”.

Τό ἒμφυτο τοῦ ἠθικοῦ νόμου τεκμαίρεται κατ’ ἀρχήν λογικῶς ἀπό τό γεγονός ὃτι, ὃπως τό σῶμα διέπεται ἀπό τούς δικούς του νόμους, ἒτσι θά πρέπει καί ἡ ψυχή νά διέπεται ἀπό ἀνάλογους νόμους, ἂν, βεβαίως, δεχθοῦμε ὃτι ὁ ἂνθρωπος εἶναι διφυές ζῶο.

Ἒπειτα, τό ἒμφυτο τοῦ ἠθικοῦ νόμου ἀποδεικνύεται ἐμπειρικῶς. Ὁ κάθε ἂνθρωπος, σέ ὃλες τίς περιπτώσεις τῆς συμπεριφορᾶς του μέ τούς συνανθρώπους του ἀλλά καί τίς περιστάσεις γενικώς τοῦ βίου του, εἶναι σέ θέση νά ὁμολογήσει ὃτι πολλές φορές μία ἐσωτερική «φωνή» τόν κατηύθυνε νά πράξει ἒτσι ἢ ἀλλιῶς. Ἰδιαιτέρως, ὁ ἂνθρωπος αἰσθάνεται τήν ὓπαρξη τοῦ νόμου αὐτοῦ μέσα του, ὃταν βρίσκεται πρό ἀποφάσεων ὓψιστης ἠθικῆς σημασίας, ὁπότε οἱ συστάσεις «ὀφείλεις», «πρέπει», «ἒχεις καθῆκον» κ.λπ. καθίστανται ἒντονες καί κατηγορηματικές. Ἀκόμα δέ πιό ἒντονες προβάλλονται οἱ συστάσεις αὐτές, ὃταν πρόκειται γιά ἀποτροπή ἀπό ἂδικες καί πονηρές πράξεις.

Ἐξάλλου, τό ἒμφυτο τοῦ ἠθικοῦ νόμου ἀναγνωρίζει καί ἡ Ψυχολογία, θεωρώντας ὃτι ὑπάρχει μία γενική τάση τοῦ ἀτόμου νά πράττει τό ἠθικό, ἂν καί ἡ τάση αὐτή δέν εἶναι ἰσχυρή καί γίνεται ἀσθενέστερη ὃσο περισσότερο διαφορετικές γίνονται οἱ συνθῆκες ὑπό τίς ὁποῖες ἐνεργεῖ τό ἂτομο (Παρασκευόπουλος, σ. 179).

Τέλος, τό ἒμφυτο τοῦ ἂγραφου ἠθικοῦ νόμου βεβαιώνεται ἀπό τήν Ἱστορία. Ὃλοι οἱ ἂνθρωποι καί ὃλοι οἱ λαοί, ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου πού ἒζησαν, τοῦ βαθμοῦ τοῦ πολιτισμοῦ πού ἀνέπτυξαν, τῆς γλώσσας πού μίλησαν, καί τῆς θρησκείας τους, παραδέχονται τήν ὓπαρξη ἑνός ἂγραφου ἠθικοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ἀρχαιότερος τῶν γραπτῶν τους νόμων.

            Σύμφωνα μέ τή χριστιανική Ἠθική, ὁ ἂγραφος ἠθικός νόμος, μολονότι «ἀμαυρωμένος», ἒχει ἐναποτεθεῖ σέ κάθε λογική ψυχή μέσω τοῦ <κατ’ εἰκόνα>, συνιστώντας θεῖο δῶρο: «Ἐξ ἀρχῆς πλάττων ὁ Θεός τόν ἂνθρωπον, νόμον αὐτῷ φυσικόν ἐγκατέθηκε», σημειώνει ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Ὣστε τό θέλειν τό καλόν, καί τό μή θέλειν τό πονηρόν, ἂνωθεν ἦν προκαταβεβλημένον». Ἡ προπτωτική ἀθωότητα τῶν ψυχῶν τῶν πρωτοπλάστων καί ἡ δυνατότητα, γενικότερα, τῆς ἀναμαρτησίας τους προϋποθέτουν τήν παρουσία ἠθικῆς ὁρμῆς. Πράγματι, ἡ πρός τό ἀγαθό φορά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φυσική. Πῶς τά ἂλογα ζῶα γνωρίζουν ποιά χόρτα εἶναι κατάλληλα γιά τή διατροφή τους καί ποιά εἶναι ἐπιβλαβή, καί ὁ λογικός ἂνθρωπος δέν γνωρίζει στοιχειωδῶς τό καλό καί τό κακό, ἐρωτᾶ ὁ αὐτός ἱερός Πατήρ. Ἡ ἐναρμόνιση φυσικοῦ καί ἠθικοῦ νόμου στόν προπτωτικό ἂνθρωπο δέν σημαίνει ὃτι μεταπτωτικῶς ὁ μέν φυσικός νόμος παραμένει ἐκτός τῆς Θείας Βουλῆς καί Προνοίας, ἐνῶ ὁ ἠθικός ἐντός τῆς δικαιοδοσίας Του. Ἀνθρώπινη φύση καί προαίρεση «ἐν Χριστῷ» ἁγιάζονται καί αὐξάνονται (τελειοποιοῦνται) πνευματικῶς μέσῳ τῆς πνευματικῆς ἂσκησης (γυμνασίας), κατά συνεργία Θείας Χάριτος καί ἀνθρώπινης βούλησης.

            Ἀπό τήν ἂλλη μεριά, ἂλλα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά καί ψυχολογικά συστήματα θεωροῦν τόν ἂγραφο ἠθικό νόμο τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐμπειρικό προϊόν εἲτε τῆς ἐξελίξεώς του, εἲτε τῆς μεταμελείας του μέσῳ τῆς Ἀρχῆς <trial and error>, εἲτε τῶν προσαρμογῶν καί ἐνδοβολῶν του ἒναντι τοῦ φυσικοῦ, κοινωνικοῦ καί πολιτικοῦ περιβάλλοντός του. Ὃμως, ἒτσι δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἡ ὑπάρχουσα ἠθική τάση τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου ὃτι ἀφενός ὁ ἂγραφος ἠθικός νόμος εἶναι ἀρχαιότερος τοῦ γραπτοῦ καί ἀφετέρου ἡ ἐφαρμογή τοῦ γραπτοῦ νόμου δέν ταυτίζεται πάντοτε μέ τήν τήρηση τοῦ ἠθικοῦ νόμου. Ἂν ὁ ἂγραφος ἠθικός νόμος εἶναι ἀποκλειστικῶς προϊόν τῆς κοινωνίας καί τοῦ περιβάλλοντος, τότε κάθε ἀνθρώπινη Ἠθική θά πρέπει νά θεωρεῖται ὀρθή καί τηρητέα, πράγμα πού τόσο ἡ Ἱστορία, ὃσο καί ἡ ἐμπειρία, δέν ἐπαληθεύουν πάντοτε, κάνοντας πολλές φορές λόγο, ἀντιθέτως, γιά παθολογικές, «ἠλίθιες», «τρελές» ἢ «τυφλές» (T. A. Ribot) καί ἀπάνθρωπες Ἠθικές.