Ήταν σωματική η ”ασθένεια” του Απόστολου Παύλου;

Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης, Καθηγητὴς Ὀρθοδοξίας καὶ Πολιτισμοῦ, ΠΔΜ 


Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Β ́ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, κεφ. 12, στ. 7-10, μνημονεύει ἀκανθωτὸ ξύλο, “σκόλοπα τῇ σαρκί”, γιὰ τὸν ὁποῖο παρεκάλεσε τὸν Κύριο τρὶς, δηλαδή, ἀναρίθμητες φορές, νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτόν ̇ ἀλλ’ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρις μου, καθότι ἡ δύναμή μου ἀναδει- κνύεται τέλεια «ἐν ἀσθενείᾳ». 

Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ σκόλοπας; Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ “ἀσθένεια”, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος; Πρόκειται γιὰ ἀσθένεια τοῦ σώματος; 

Ὁδηγός μας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ αὐθεντικώτερος καὶ θεοφώτιστος ἑρμηνευτὴς τῆς Γραφῆς, ὁ ὁποῖος ἔλυσε τὴν συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν ἁγιογραφικῶν ζητημάτων. 

Κατ’ ἀρχὴν ὁ ἱερὸς Πατέρας μνημονεύει ὅτι κάποιοι ἀποδίδουν τὸν σκόλοπα σὲ κεφαλαλγία ποὺ γινόταν ἀπὸ τὸν διάβολο, θεωρία ποὺ ἀπορρίπτει κατηγορηματικά: «Ἀλλὰ μὴ γένοιτο».

Ὡς ἄγγελο τοῦ σατανᾶ θεωρεῖ τὸν Ἀλέξανδρο τὸν χαλκέα, τὸ περιβάλλον τοῦ Ὑμέναιου καὶ τοῦ Φιλητοῦ ̇ ὅλους ὅσοι ἀντιτίθενταν στὸ κήρυγμά του, τὸν καταπολεμοῦσαν, τὸν φυλάκιζαν, τὸν ἔδερναν, ἐπειδὴ ἦσαν ὄργανα τοῦ σατανᾶ.

Ὡς ἄνθρωπος, ἐπισημειώνει ὁ Χρυσόστομος, ὁ Παῦλος δὲν ὑπέφερε τὶς ἐπιβουλές ̇ ἀπέκαμνε καὶ χρειαζόταν νὰ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀπαλλάξει ̇ ἔνδειξη ταπεινοφροσύνης. 

Ὅμως, μὲ τὴν ἄρνησή Του ὁ Κύριος ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Σοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἐπιτελεῖς θαύματα. Μὴ ζητᾶς νὰ κηρύττεις χωρὶς κίνδυνο, χωρὶς φόβο, χωρὶς νὰ σ’ ἐνοχλεῖ κανένας. Μὴ νομίζεις ὅτι εἶναι Θεοῦ ἀδυναμία τὸ νὰ ἔχεις πολλοὺς ποὺ σὲ ἐπιβουλεύονται, σὲ δέρνουν, σὲ διώκουν, σὲ μαστιγώνουν. «Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».

Αὐτὸ ἀκριβῶς δείχνει τὴ δύναμή μου: Ὅταν σᾶς διώκουν καὶ ὑπερισχύετε ̇ ὅταν σᾶς κυνηγοῦν καὶ ἐπικρατῆτε ̇ ὅταν σᾶς φυλακίζουν καὶ μεταβάλλετε τοὺς φύλακες.

Ἑπομένως, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν ὁμιλεῖ γιὰ κεφαλαλγία, ἀλλ’ ὅτι κυνηγημένοι καὶ διωγμένοι ἐπικρατοῦσαν καὶ ἐπιβίωναν.

Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ διαλάμπει στὸ ὅτι, ἐνῶ οἱ ψευδαπόστολοι δὲν εἶχαν τέτοιες περιπέτειες, οἱ ἀπόστολοι διώκονταν. 

Καταλήγει δὲ ὁ ἅγιός μας ὡς ἑξῆς: «Λέγων γὰρ τῆς ἀσθενείας τὸ εἶδος, οὐκ εἶπε πυρετούς, ἢ περίοδόν τινα τοιαύτην, ἢ ἄλλην ἀρρωστίαν σωματικήν, ἀλλὰ ὕβρεις, διωγμούς, στενοχωρίας».

Τὸ δὲ «εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις» ἑρμηνεύει: «Χαίρω, ἐπιθυμῶ ὑβρίζεσθαι, διώκεσθαι, στενοχωρεῖσθαι ὑπὲρ Χριστοῦ» (PG 61, 577-579). 

Aὐτὰ μὲν λέγει ὁ ἱερὸς Πατέρας, διότι ἑρμηνεύει τὴ Γραφὴ διὰ τῆς Γραφῆς καὶ ἐξηγεῖ τὰ χωρία στὴ συνάφειά τους, μὲ τὴν ἱστορικὴ ἑρμηνεία.

Εἶναι, λοιπόν, πολὺ λυπηρὸ ὅτι ἐμεῖς δὲν μελετοῦμε τοὺς Πατέρες καὶ λαμβάνουμε ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια χωρία, γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὶς ἀπόψεις μας, νὰ δικαιολογήσουμε τὶς στάσεις ζωῆς μας. Ἀλλ’ οἱ ἀλήθειες τῆς Γραφῆς δὲν ἀλλοιώνονται. Ἀλλιῶς δὲν σώζουν. 

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσαρμόζουμε τὰ χωρία στὰ δικά μας θελήματα ̇ νὰ κάνουμε τὴ Γραφή -ἄπαγε- λάστιχο ποὺ τὸ τεντώνουμε.

Ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Γραφῆς εἶναι, κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, ἡ κηρύσσουσα Ἐκκλησία.

Σεβόμαστε τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων, ὅταν αὐτὸ γίνεται ὁμοφωνία ̇ ὅταν ἀπὸ τὸ sensus καταλήγουμε στὸ consensus. 

Eἶναι δὲ μεγάλο κρίμα, ποὺ θὰ μᾶς βαρύνει (ἐκτὸς καὶ ἂν δὲν τὸ νοιώθουμε…), ν’ ἀφήνουμε ἀφύλακτο τὸ μικρὸ ποίμνιο, ἀπροστάτευτο τὸ λεῖμμα, ἐνώπιον τὀσων προσβολῶν, ἐπιθέσεων, διωγμῶν ̇ ὅταν τοῦ στεροῦμε τὸν Ναό, τὸ κέντρο, τὸν πυρήνα τῆς ζωῆς μας ̇ ὅταν τοῦ συνιστοῦμε τὴν «καρδιακὴ προσευχή», διότι κάνουμε μείζονες ὑποχωρήσεις, ὑπείκοντες στὶς ἐντολὲς ἀρχόντων – τοὺς σεβόμαστε, κατὰ τὸ παράγγελμα τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ στεροῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τὴν παραμυθία, τὴν ἐνίσχυση διὰ τῆς Θείας Κοινωνίας, «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος». 

Θὰ ὑποστοῦμε θλίψεις γιὰ τὸν Θεό. Ὅμως, ἔτσι θὰ καθαρθοῦμε. Λέγει πάλι ὁ Χρυσόστομος στὴν ἴδια συνάφεια: «Τότε γὰρ καὶ ἡ ψυχὴ καθαίρεται, ὅτε διὰ τὸν Θεὸν θλίβεται ̇ τότε μείζονος ἀπολαύει βοηθείας, πλείονος δεομένη συμμα- χίας, καὶ πλείονος ἀξία χάριτος». 

Οἱ ἡμέρες εἶναι “πονηρές”. Ὅσο πιὸ γρήγορα τὸ ἀντιληφθοῦμε, τόσο τὸ καλύτερο. Ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπερισχύσουν οἱ «υἱοὶ τοῦ σκότους». Θὰ νικήσει τὸ φῶς. Θὰ διαλύσει τὰ σκοτάδια.

Ἡ χαραυγὴ θὰ ἔρθει. Ἀργὰ μέν, ἀλλὰ θὰ ἔρθει. « Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ.

Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται ̇καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ» (Ἑβ 10, 38). 

ΠΗΓΗ