Ἀπόδημοι Ἕλληνες Πόντιοι

Κώστα Δ. Κονταξῆ
ἐπίκ. καθηγητῆ Λαογραφίας

Συναρπαστική, γνήσια ἑλληνική εἶναι ἡ ἱστορική πορεία τῶν Ποντίων πού ζωντανεύουν τόν Ἑλληνισμό στήν ἀέναη πορεία τῶν αἰώνων. 

Σάν ἀπόδημοι Ἕλληνες ἀποίκησαν τά παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου καί ἀνέδειξαν τόν τόπο ἐκεῖνο ἑστία Πνεύματος, πολιτισμοῦ, ἀνδρείας καί ἀρετῆς. Ἀγάπησαν τήν γῆ τους, ὅπως τό μικρό παιδί τόν χτύπο τῆς μητρικῆς καρδιᾶς. Τήν λάτρεψαν, γιατί πίστευαν πώς μέ τήν σάρκα καί τό αἷμα, τόν νοῦ καί τήν καρδιά τους, ἀνήκουν σ᾿ αὐτή καί πώς ἀπό αὐτή θά ζήσουν ἤ θά λιμοκτονήσουν.


Μέ πόνο ψυχῆς τήν ἐγκατέλειπαν, ὅταν ἦταν ἀναγκασμένοι, “Ὀδυσσεῖς” καί αὐτοί νά ξενιτευτοῦν:

Ἀνάθεμά τον π᾿ ἔχτιζαν
τσή ξενιτιάς τόν δρόμον
Χριστιανός ἄν ἔτονε
νέ πίστ’ εἶχεν νέ νόμον∙

τραγούδησε μέ πόνο ἡ λαϊκή ποντιακή μοῦσα.

Ἡ ἀποδημία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου εἶχε ἀρχίσει ἀπό τά τελευταῖα χρόνια τοῦ κράτους τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Πολλοί κατέφυγαν τότε στίς περιοχές τῆς Γεωργίας, τοῦ Καυκάσου καί τῆς Ρωσσίας. Ἡ μετανάστευση ἐντείνεται μετά τήν κατάκτηση τοῦ Πόντου ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Πολλοί εἶχαν ἐξορισθῆ, ἤδη ἀπό τόν Μωάμεθ, στήν Θράκη καί στήν Κωνσταντινούπολη. Ἄλλοι κατέφυγαν σέ περιοχές τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀλλά καί στήν Μάνη.

Ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα, μεταναστεύουν ἀρκετοί στήν μεσημβρινή Ρωσσία. Οἱ μετανάστες ἄνοιξαν δρόμους στήν ἀχανῆ χώρα, ἵδρυσαν ἑλληνικές Κοινότητες τίς ὁποῖες συνέδεσαν μέ τήν Πατρίδα, ὅπου παρέμενε σχεδόν πάντα ἡ οἰκογένεια.

Ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα ἕως τό 1840, συνεχίζεται ἡ ἔντονη ἀποδημία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου. Ὕστερα ὅμως ἀπό τό 1840 καί μέχρι τά πρῶτα χρόνια τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἡ ἀποδημία μειώνεται, λόγῳ τῆς κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καί πολιτισμικῆς ἀκμῆς τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου. Στήν ἀκμή αὐτή συνέβαλαν καί τά φιλελεύθερα μέτρα πού ἔλαβε τό Ὀθωμανικό κράτος ἀπό τήν μεταρρύθμιση τοῦ 1839 μέχρι τό Σύνταγμα τῶν Νεοτούρκων τό 1908, καί τό γεγονός ὅτι πολλοί κάτοικοι ἐπιζήτησαν εὐνοϊκώτερες συνθῆκες στήν περιοχή, ἀφοῦ ὁ ἀγώνας καί στήν Ρωσσία καί στόν Καύκασο γιά τήν ἐπιβίωση ἦταν δυσχερής (1).

Στήν περίοδο ὅμως 1909 ― 1922 τά πολεμικά γεγονότα, ἡ τρομοκρατία τοῦ ἐπισήμου, ἀλλά καί τοῦ ἀνεπισήμου τουρκικοῦ κράτους, ἡ ἐπιστράτευση στά ἐργατικά τάγματα καί ἡ ὁμαδική ἐξορία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου στό ἐσωτερικό τῆς Μ. Ἀσίας, ὤθησαν τούς Ἕλληνες τοῦ Πόντου νά μεταναστεύουν στήν Ρωσσία. Ὑπολογίζεται ὅτι στό διάστημα αὐτό μετανάστευσαν στήν χριστιανική χώρα τοῦ Βορρᾶ πάνω ἀπό 300.000 κάτοικοι. Ἀπό τόν ἑλληνικό αὐτό πληθυσμό στήν Ρωσσία καί στόν Καύκασο παρά τίς διευκολύνσεις ἀπό μέρους τοῦ Ρωσσικοῦ (Σοβιετικοῦ ἀργότερα) κράτους, παρά τίς εὐνοϊκές γιά τόν ἐκρωσσισμό συνθῆκες, παρά τήν μετά τό 1935 ὁμαδική μετατόπιση τῶν Ἑλλήνων τῆς νοτίου Ρωσσίας, τῆς Γεωργίας καί τοῦ Καυκάσου πρός τό ἐσωτερικό, τό 1989 ἡ ἐπίσημη σοβιετική Στατιστική ἀνέγραφε ὡς Ἕλληνες, χωρίς ρωσσική ὑπηκοότητα, περίπου 300.000. Αὐτό εἶναι πειστική ἀπόδειξη γιά τόν μεγάλο ἀριθμό Ποντίων πού μετανάστευσαν κατά τήν τελευταία περίοδο, ἰδίως στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα, στήν Ρωσσική ἐπικράτεια (2). Καί:

“… Ἔπρεπε, λέει, οὐρανέ
τά δικά τους χώματα
πού σταματούσανε
τίς πρῶτες τους πληγές
πετεινόφτερα νά τά σκορπίσουνε
στούς πέντε δρόμους
τήν παγωμένη γῆ πού τή ζεστάνανε
μέ τήν ἀνάσα τους
κι ἄνθισε κερασιές καί παλληκάρια
πού τήν κοιμίσανε
μέ τό νανούρισμά της κεμεντζές,
καί ξύπνησε θρεμμένο καλαμπόκι
κι ἀρχοντοθυγατέρες φουντουκιές
τήν Πατρίδα
νά τήν ἀλλάξουνε
σάν τήν παλιά τους φορεσιά
νά τή βγάλουνε, λέει,
μέσα ἀπό τίς φλέβες τους”.

(Ἑρρίκου Θαλασσινοῦ,
οἱ θημωνιές τοῦ Νόστου, ὁ Ξενιτέας
4 (Ὀκτώβριος ― Νοέμβριος ― Δεκέμβριος
1987, σ. 25).

Καί ὁ ἑλληνισμός τοῦ Πόντου, ὅταν οἱ δύσκολες ὧρες τῆς ἱστορίας τόν ὑπέβαλαν στό μαρτύριο τῆς Γενοκτονίας, ἑνός μεγάλου τμήματός του καί τοῦ ἐθνικοῦ ξερριζωμοῦ τῶν ἐπιζώντων κατόρθωσε νά ριζώση ξανά σέ μία νέα πατρίδα, τῶν ἀρχαίων προγόνων του, τήν Ἑλλάδα (3).

Καί κράτησε ὁ ξερριζωμένος ἑλληνισμός τοῦ Πόντου μέσα στήν ψυχή του τίς παραδόσεις καί τόν πολιτισμό του, τόν πολιτισμό τοῦ ἀλησμόνητου Ἑλληνικοῦ Πόντου. Καί τίς Κυριακές καί γιορτές πιάνονταν οἱ “πρόσφυγες” χέρι ― χέρι γιά νά μοιραστοῦν τόν πόνο καί τήν χαρά καί χόρευαν. Καί ὁ νοῦς, πουλί πετούμενο, φτερούγιζε στόν ἔρημο Πόντο, ἐκεῖ ὅπου κάθε σπίτι, κάθε δεντρί καί κάθε πετράδι ἦταν ζυμωμένο μέ τήν καρδιά καί τήν θύμησή τους. 

Στά μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνα, στήν δεκαετία τοῦ ᾿50, πολιτικές, οἰκονομικές καί κοινωνικές συνθῆκες, ὁδηγοῦν καί ἀναγκάζουν μαζικά τούς Ποντίους τῆς Ἑλλάδος δεύτερης ἤ τρίτης γενιᾶς, οἱ ὁποῖοι μόλις ἄρχισαν νά μιλοῦν γιά τό καινούργιο σπιτικό, στόν χῶρο τοῦ ξερριζωμοῦ, αὐτό πού ὀνόμασαν εὐγενικά “μετανάστευση”. 

Σκόρπισαν στήν Εὐρώπη καί κυρίως στήν τότε Δυτ. Γερμανία, στόν Καναδᾶ, τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, τήν Αὐστραλία, τήν Ν. Ἀφρική. Νέοι κόσμοι, νέες πατρίδες. Καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή. Ἄφησαν πάλι πίσω δάκρυα χωρισμοῦ ἀπό τά παιδιά, τούς γονεῖς, τά ἀδέλφια, τούς φίλους, ἔσφιξαν τήν καρδιά τους καί κοίταξαν δακρυσμένοι μπροστά στόν στόχο τῆς συνέχειας τῆς πικρῆς συγκρούσεως μέ τήν ζωή (4).

Στόν πρόλογό τους, στό πρῶτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ ὁ Ξενιτέας, περιοδικό τῶν ξενιτεμένων Ποντίων 1 (Γενάρης ― Φλεβάρης ― Μάρτης 1987), τά μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ὁμοσπονδίας Συλλόγων Ἑλλήνων Ποντίων στήν Δυτ. Γερμανία καί Δυτ. Βερολίνο σημειώνουν μέ πολλή συγκίνηση καί ταῦτα:

Στήν μνήμη ὅλων μας εἶναι βαθειά χαραγμένο ἐκεῖνο τό θλιμμένο πρωϊνό, πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια, πού μέ τήν καρδιά σφιγμένη καί τόν καϋμό δεμένο κόμπο στόν λαιμό πήραμε τόν δρόμο τῆς ξενιτειᾶς. Στόν σάκκο μέ τίς λιγοστές ἀποσκευές μας, ψωμί ἀπό τόν φοῦρνο τοῦ σπιτιοῦ, νερό ἀπό τήν βρύση τῆς αὐλῆς, θολά ὄνειρα καί ἡ ἐλπίδα πώς μιά μέρα θά γυρίσουμε πάλι. 

Ἐπιμνημόσυνη δέηση στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Βιζμπάντεν γιά τήν Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου.

Κι ὅλο κοιτούσαμε τά σπίτια τοῦ χωριοῦ, τ᾿ ἁλώνια ὅπου παίζαμε παιδιά, τά χωράφια πού ποτίσαμε μέ τόν ἱδρῶτα μας, ὥς τήν ὥρα πού χάθηκαν βαθειά στόν ὁρίζοντα. Κι ἡ μάννα ἀπόμεινε βουβή, κουνώντας τό μαντήλι:

“ὥρα καλή, πουλόπο μου,
κι ἐκεῖ πού πᾶς στά ξένα
μάραντα καί τριαντάφυλλα
τά δρομά ἄς εἶναι στρωμένα”.

…Καί φτάσαμε σέ κάποια γωνιά ἐτούτης τῆς χώρας τοῦ Βορρᾶ (…) 

καί περάσανε τά χρόνια καί ριζώσαμε καί προκόψαμε. Μά στήν καρδιά κρυφή ἐλπίδα καί ἀγιάτρευτος καϋμός ὁ γυρισμός. Ὁ γυρισμός πού ἀργοῦσε. Καί ἡ Πατρίδα μᾶς ἔλειπε. Ἡ πατρίδα μέ τά τραγούδια καί τούς χορούς, τούς θρύλους καί τά παραμύθια, τά ἤθη καί τά ἔθιμα.

Τότε ἦταν πού κάποιοι ἀπό μᾶς εἶπαν: Ἐδῶ στήν χώρα τοῦ κρύου Βορρᾶ, ἐλᾶτε, ἀδέλφια, ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο νά μοιραστοῦμε τίς χαρές καί τίς λύπες, νά πιοῦμε στό ἴδιο ποτήρι τά δάκρυά μας, νά ζεστάνουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀνάσα μας, νά φέρουμε ἕνα κομμάτι ἀπ᾿ τήν πατρίδα μας ἐδῶ. Καί χωρίς νά λυπηθοῦν κόπους καί ἔξοδα, ἔστησαν τούς πρώτους ποντιακούς Συλλόγους, μικρές πατρίδες, μέσα στήν καρδιά τῆς ξενιτειᾶς, ὕστερα τήν ἀγαπημένη μας Ὁμοσπονδία. 

Καί δέν χαθήκαμε, ἀδέλφια…

Ἡ μαζική μετανάστευση τῶν Ποντίων ― ὅπως καί τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ― στήν Δυτική Γερμανία, στήν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿60, συσσωρεύει πλῆθος ἀδιέξοδα, κοινωνικά καί ψυχολογικά πού ἑστιάζονται ὅλα στήν ἐπιβίωση καί τήν προσαρμογή, μέ κάθε θυσία στόν νέο κόσμο. Κανείς δέν μποροῦσε νά πιστέψη ὅτι θά ἔμενε πάνω ἀπό τέσσερα μέ πέντε χρόνια, “νά, λίγο νά ξεφτωχύνουμε”, ἔλεγε ὁ καθένας… “κι ἐπεκεῖ α κλόσκουμες ς΄ στήν πατρίδα”. Ἄσβηστος ὁ πόθος τῆς ἐπιστροφῆς, πόθος πού ὄχι μόνο ἀντέχει, ἀλλά στήν ποντιακή νεολαία δυναμώνει στήν ψυχή τους, στό ἄκουσμά της.

Ἡ ζωή ὅμως ἔχει σέ κάθε χῶρο τά δικά της μυστικά, τήν δική της σκληρή πλευρά. Ἔτσι τά πέντε χρόνια ἔγιναν δέκα, διπλασιάσθηκαν καί τριπλασιάσθηκαν καί ἦλθαν νέες γενιές, ἡ πρώτη, ἡ δεύτερη καί ἡ τρίτη. 

Ρίζωσαν; Ριζώνουν; Ἕνα αἴσθημα πού δέν τό δέχονται οἱ Πόντιοι. Ἕνα αἴσθημα πού τούς τρομάζει, γιατί αὐτοί προσπαθοῦν ἀκούραστα νά φέρουν τήν Ἑλλάδα στήν ξένη χώρα κοντά στά παιδιά τους, ἀφοῦ ἡ ἐπιστροφή κρατάει ἀκόμη. Καί ὄχι μόνο ἀντέχουν, ἀλλά καί μεγαλουργοῦν μπροστά στά ἀδιέξοδα ἑνός κόσμου μέ πολυεθνική καί πολυκοσμική λειτουργία πού τήν ἔνοιωθαν καί τήν νοιώθουν ξένη στόν καϋμό, πού σέρνουν μέσα τους στίς καταβολές τίς ἱστορικές τῆς φυλῆς, στίς παραδόσεις καί τά ἔθιμα. 

Στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿60 ὁ πρῶτος Σύλλογος Ποντίων λειτουργεῖ σάν σάλπισμα, σάν πρόσκληση τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Γερμανίας στήν νέα πορεία, στήν νέα ἀναζήτηση. Ἡ δεκαετία τοῦ ᾿70 κυριαρχεῖ πλέον σάν ἡ καθιερωμένη πορεία ἀνατάσεως καί δυναμικῆς καθιερώσεως τῶν Ποντίων στήν Δυτ. Γερμανία (5). Ἡ ἀνατολή τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 πού δίκαια μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ, κατά τόν Νίκο Ἰωαννίδη, σάν ἡ δεκαετία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ δύο Παγκόσμια Συνέδρια στήν Ἑλλάδα καί στόν χῶρο τῶν Ἀποδήμων, μέ ἵδρυση Ὁμοσπονδιῶν, μέ φεστιβάλ καί Συνέδρια καί συνδιασκέψεις, στέλνει τήν δυναμική τῶν Συλλόγων Ποντίων σέ ὁλόκληρη τήν Γερμανία δίνοντας τήν αἴσθηση σέ κάθε Ἕλληνα καί Γερμανό τῆς πολιτικῆς καί πολιτιστικῆς καταστάσεως τοῦ χώρου, τῆς Δυτ. Γερμανίας, ἀλλά καί τῆς Δυτ. Εὐρώπης.

Ἀγωνίζονται πολύμορφα στήν ζωή, στήν ξένη γῆ, οἱ γονεῖς Πόντιοι, καί πλάϊ τους πάντα μπροστά, ἡ ποντιακή νεολαία ἀντιστέκεται σκληρά μέσα ἀπό τούς Συλλόγους, μέσα ἀπό τούς ρυθμούς τοῦ χορευτικοῦ πάντα στόν ρυθμό τῆς λύρας, ἀπέναντι στήν πολυπροσωπικότητα καί τήν πολυσυλλεκτικότητα τῶν κινδύνων τῆς ξένης πολιτιστικῆς “ὑποκουλτούρας” (6). 

Ὁ δημοσιογράφος Ἄρης Σκιαδόπουλος στήν ἀρχή ἄρθρου του στήν ἐφημερίδα “Ἡ πρώτη” (8 ― 06 ―1989), μέ τίτλο “Ὁ πυρρίχιος καλά κρατεῖ…”, γράφει: Νυρεμβέργη, σ᾿ ἕνα τεράστιο ἐκθεσιακό κέντρο. Εἰκοσιπέντε χιλιάδες Ἕλληνες Πόντιοι μαζεμένοι κι ἀκοῦστε αὐτόν ἐδῶ τόν Πόντιο, πῶς μᾶς καλωσορίζει: “…Ὅσο ἡ ξενιτειά μᾶς κερνάει τά πικρά της κρασοπότηρα, τόσο ἐμεῖς ψάχνουμε τόν ἑαυτό μας καί μέ τά σιδερένια νύχια τοῦ λογισμοῦ μας ματώνουμε τήν ἔρημή μας τήν καρδιά κι ἀπό λιθοσώρια τῶν χρόνων ξεθάψαμε τίς παλιές μας μνῆμες. Κι ἀκοῦμε τήν μοίρα καί τά μοιρολόγια καί τά παλιά ἀνιστορήματα. Τίς πρῶτες συγκίνησες πού κέντησαν τήν παιδική μας ψυχή κι ἄφησαν μέσα μας ἐνθύμησες ἄφθαρτες πού ἀποτελοῦν τό νῆμα, τό μυστικό μέ τούς τόπους πού πέρασε ἡ νειότη μας. Ἐνθύμησες εἶναι τοῦτες οἱ πολιτιστικές μας ἐκδηλώσεις καί πλημμυρίζουν τίς καρδιές τῶν νέων μας μέ περηφάνεια γιά τήν καταγωγή τους καί τούς τροφοδοτοῦν μέ ἐφόδια πού θά τούς βοηθήσουν νά διατηρήσουν τήν ἐθνική καί πολιτιστική τους ταυτότητα. 

Ἀναστάσεις εἶναι τοῦτες οἱ πολιτιστικές μας ἐκδηλώσεις κι ἀνασταίνουν τήν Ἑλλάδα καί τόν Πόντο. Γυρίσαμε ἀπό τήν Νυρεμβέργη στήν Ἑλλάδα. Ἀφήσαμε πίσω μας παιδιά πού ἀκοῦνε Ἑλλάδα καί ριγοῦν, παιδιά πού λατρέψανε τόν τόπο τῶν πατεράδων τους…”.

Οἱ ἀπόδημοι Ἕλληνες Πόντιοι, ὅπου γῆς, ἑνωμένοι, ἱδρύοντας Συλλόγους καί Ὁμοσπονδίες, προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά διατηρήσουν τήν ἐθνική τους ταυτότητα, τήν γλῶσσα καί τίς παραδόσεις. Μέ τήν ζωτικότητα, τήν ἐργατικότητα καί τήν λογική οἰκονομία ἀπέκτησαν ἰδιόκτητες κατοικίες καί ἐπαγγελματικές στέγες, δημιούργησαν παροικίες μέ ἑλληνικές ἐπιγραφές σέ καταστήματα καί δίνουν τήν
εἰκόνα μίας μικρῆς Ἑλλάδος, ὅπου βρίσκονται.

Ὁ Στάθης Εὐσταθιάδης θά γράψη γιά τόν ξενιτεμένο Πόντιο, τόν ξενιτέα: “… Ὁ Πόντιος ξενιτέας στέκεται πάντα ἀγέρωχος μέσα στόν χρόνο. Ὅπως ἄλλοτε, ἔτσι καί τώρα, φεύγει στά ξένα ἀφήνοντας τήν ψυχή στήν γενέτειρα. Καί μέσα ἀπό τήν ἀπόγνωση τοῦ Πόντου, ἡ ἐλπίδα νά γυρίση στήν πατρίδα παραμένει ζωντανή (…).

Τῆς ποντιακῆς μούσας τά σαλπίσματα, μηνύματα ζωῆς, ἐπίκαιρα πάντα. Δείγματα ψυχικοῦ μεγαλείου καί ὕμνοι στόν βωμό τοῦ σκληρά ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου. Παρηγοριά καί βάλσαμο τῆς ποντιακῆς μούσας τά μηνύματα στόν πόνο τοῦ ξένου…” (7).

Μηνύματα ζωῆς, σάλπισμα ἀγάπης εἶναι καί οἱ στίχοι τοῦ ποιητῆ Σίμου Λιανίδη πού ἀπευθύνονται στά ξενιτεμένα ἀδέλφια του:

… ὅπου καί ἄν εἶστε
― Εὐρώπη, Αὐστραλία, Ἀμερική, Ρουσία ―
Τῆς ράτσας μας τό μῦρο
εὐλαβικά κρατᾶτε…
Τῆς προσφυγόπληκτης γενιᾶς τοῦ Πόντου
Ἡ μοίρα τὄχει ἀδελφοί,
τῆς ξενιτιᾶς νά παίρνωμε
τό δρόμο τόν σκληρό συχνά.
Ὅμως ὅπου κι ἄν δουλευτές
σᾶς ἔρριξεν ἡ μοίρα.
Καί τῆς ζωῆς ἄν στάθηκε
σκληρός ὁ ἀγώνας,
Παντοῦ ὁ τόπος ἄνθισεν εὐθύς,
κι ὅπου κονέψατε,
Ἡ προκοπή στεφάνωσε
τόν ἱδρῶτα σας πάντα…
Στίς τέσσερις τοῦ κόσμου τίς γωνιές.Ἀδέλφια μας!
Τοῦ Πόντου ἀκροκλώνια θελερά,
ποντιακά σᾶς χαιρετᾶμε ἀπό καρδιᾶς.

(Σίμου Λιανίδη, Στ᾿ ἀδέλφια μας τῆς ξενιτιᾶς,
Ὁ Ξενιτέας 2, (Ἀπρίλιος ― Μάϊος ― Ἰούνιος
1987), σ. 12).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Κώστα Δ. Κονταξῆ, Τῆς Προσφυγιᾶς ἡ μοίρα. Ἱστορική καί Λαογραφική Μελέτη τῆς Κεπέκκλησιας τοῦ Πόντου, τῆς περιοχῆς της καί τοῦ Μπαμπαλιοῦ Αἰτωλ/νίας, ἐκδ. Ἔφιτος, Ἀγρίνιο 2005, σ. 51.

2. Ὀδυσσέα Λαμψίδη, “Ὁ Πόντος στήν Τουρκοκρατία”, “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, 19 ― 05 ― 1996, σ. 13.

3. Στέλιου Παπαθεμελῆ, “Ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός ἀνάγει τίς ρίζες του στά βάθη τῆς προϊστορίας καί τοῦ μύθου”, Ο ΞΕΝΙΤΕΑΣ 3 (Ἰούλιος ― Αὔγουστος ― Σεπτέμβριος 1987), σ. 6.

4. Νίκου Ἰωαννίδη, “Ὁ ρόλος τῆς ποντιακῆς νεολαίας στά πλαίσια τῆς ὀργανωμένης ἔκφρασης τοῦ ποντιακοῦ καί γενικότερα τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ στή Δ. Γερμανία καί τό Δυτ. Βερολίνο”, Ο ΞΕΝΙΤΕΑΣ, τεῦχος 1 (Ἰανουάριος ― Φεβρουάριος ― Μάρτιος 1989), σ.7.

5. Ὅ.π., σ. 8.

6. Ὅ.π.

7. Στάθη Εὐσταθιάδη, “Ξένος στά ξένα”, Ο ΞΕΝΙΤΕΑΣ 2 (Ἀπρίλιος ― Μάϊος ― Ἰούνιος 1987), σ. 14.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα